Άβατο: Ο Έκπτωτος (Κεφάλαιο 4/Μέρος Ζ) - "Αόρατη απειλή"

Ο ιδρώτας κυλούσε στο πρόσωπό του κάνοντας τον ύπνο του ανήσυχο. Μέσα στο βάθος του μυαλού του άκουγε την απεγνωσμένη φωνή του πατέρα του. Του φώναζε κάτι για ένα βιβλίο, εντούτοις μόλις η εικόνα πήγαινε να γίνει καθαρή, εμφανίζονταν γράμματα ανακατεμένα που του αποσπούσαν την προσοχή και τον γυρνούσαν πίσω στο όραμα που είχε δει, όταν προσπαθούσε να διεισδύσει στο μυαλό της κοπέλας. Τι σήμαιναν άραγε όλα αυτά; Το σώμα του τρανταζόταν ολόκληρο κάνοντας τον Μιχάλη, που κοιμόταν δίπλα του, να ψιθυρίζει προσευχές πιστεύοντας πως ήταν δαιμονισμένος. Καθώς έβλεπε πως ο Ορλάντο συνέχιζε να χτυπιέται, πήρε ένα ποτήρι νερό που είχε πάντοτε δίπλα του και το πέταξε πάνω στο ξωτικό επαναφέροντάς το στην πραγματικότητα
. 
«Είχα λίγες ώρες στη διάθεσή μου να ξεκουραστώ και να χωνέψω τα όσα μας συμβαίνουν και μου έλαχε δίπλα μου άτομο που πάσχει από βαριάς μορφής διαταραχή ύπνου! Για πόσο ακόμα θα συνεχιστεί το μαρτύριό μου; Ίσως είναι ένα μήνυμα από το σύμπαν πως δεν έχω υπάρξει καλός άνθρωπος τελευταία…» τελείωσε τον μονόλογο ο Μιχάλης.To ξωτικό σηκώθηκε σαστισμένο.
«Ο πατέρας προσπαθεί κάτι να μου πει με τη δύναμη του μυαλού. Καθώς κοιμόμουν και οι άμυνες της σκέψης μου ήταν πεσμένες, προσπάθησε να έρθει σε επικοινωνία μαζί μου μέσα από τον ονειρικό κόσμο. Ωστόσο, η δύναμη που μου ασκεί αυτή η κοπέλα είναι μεγαλύτερη, καθώς κατόρθωσε να εμποδίσει την προσπάθεια του πατέρα μου» μονολόγησε το ξωτικό.
            Ο Μιχάλης έστεκε ακίνητος κοιτάζοντάς τον σαν να τον έβλεπε πρώτη φορά στη ζωή του. Τα μάτια του είχαν βυθιστεί μέσα σε δύο τεράστιους μαύρους κύκλους, ενώ η κούραση των τελευταίων γεγονότων, τον είχε καταβάλει ψυχικά και σωματικά.
«Πάμε έξω…» είπε έπειτα από λίγη ώρα. «Όπως έχουν έρθει τα πράγματα, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να προσευχηθώ μη μας τύχει τίποτε χειρότερο» πρόσθεσε και μαζί με τον Ορλάντο βγήκαν στην καταπράσινη αυλή που μύριζε φρέσκο χώμα, καθώς η βροχή είχε μόλις σταματήσει.
Σε μία από τις δυο ξύλινες καρέκλες που υπήρχαν για να ξεκουράζονται οι ένοικοι του σπιτιού τις όμορφες και ηλιόλουστες μέρες, καθόταν σιωπηλά ο Κάτα βυθισμένος στις σκέψεις του. Ο Ορλάντο τον πλησίασε αργά.
«Δεν κινδυνεύεις μαζί μας» του ψιθύρισε, ωστόσο προτού προλάβει να τελειώσει τη φράση του, τέσσερις άντρες πήδηξαν στην αυλή ακινητοποιώντας τους και χτυπώντας τους στο κεφάλι. Κουβαλούσαν μάλιστα μαζί τους και ειδικές ενέσεις με αναισθητικό προκειμένου να κοιμίσουν τα θύματα και να τα μεταφέρουν μαζί τους δίχως το παραμικρό πρόβλημα.

Λευκός Οίκος

Τις τελευταίες μέρες δούλευε μανιωδώς δίχως το παραμικρό διάλειμμα. Αισθανόταν πως δεν είχε άλλη επιλογή. Ο Εμίλ δεν ήταν ο εαυτός του και αυτό την τρόμαζε. Τον γνώριζε σχεδόν μια ζωή. Θα μπορούσε να πει πως τον είχε μεγαλώσει κιόλας, καθώς ήταν δίπλα του από την εφηβική του ηλικία. Ωστόσο τον τελευταίο μήνα τα πράγματα είχαν αλλάξει. Ο Εμίλ είχε γίνει κρυψίνους κι επιθετικός. Μιλούσε συχνά στον εαυτό του σαν να προσπαθούσε να επικοινωνήσει με κάποια αόρατη οντότητα. Και αυτό το κρύο; Πώς το άντεχε; Όποτε έμπαινε στην κρεβατοκάμαρά του ή στο γραφείο του προκειμένου να του προσφέρει κάποιο μικρό γεύμα, ο αέρας ήταν αλλιώτικος. Παγωμένος. Όποτε τον επισκεπτόταν, ακόμη κι αν έξω ο καιρός ήταν ζεστός, εκείνη φορούσε μία πλεκτή ζακέτα. Εντούτοις στον Εμίλ δεν έκανε καμία απολύτως εντύπωση. Σαν να αναγνώριζε και ο ίδιος την τρομερή αίσθηση του κρύου και να την αποδεχόταν με ευχαρίστηση. Δούλευε πυρετωδώς δημιουργώντας έναν παγκόσμιο στρατό και αναζητώντας δικούς του πολεμοχαρείς συμμάχους σε όλες τις χώρες του κόσμου. Για να μην προκληθεί παγκόσμια αναταραχή από τη μια μέρα στην άλλη, αποφάσισε λίγο λίγο να τοποθετήσει δικούς του ανθρώπους σε θέσεις κλειδιά στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, ώστε να ελέγχουν τον εκάστοτε Πρόεδρο ή Πρωθυπουργό. Φρόντιζε πάντοτε οι άνθρωποι- κλειδιά να είναι μορφωμένοι, ώστε να ενθαρρυνθούν οι Πρόεδροι και να τους προτιμήσουν. Η καταγωγή τους ήταν η αντίστοιχη της χώρας για την οποία προορίζονταν. Έτσι, με αυτόν τον ύπουλο τρόπο, σιγά σιγά θα αποκτούσε τον έλεγχο και των ίδιων των κυβερνήσεων. Επίσης, τελευταία ερχόταν συχνά σε επαφή με γεωλόγους και αστρονόμους προκειμένου να τους εμπιστευθεί για ένα σπάνιο φαινόμενο της Γης που λάμβανε χώρα στον παγωμένο Βορρά. Η Οφέλια έκανε τα πάντα για να μάθει τι ακριβώς συνέβαινε φτάνοντας στο σημείο να βλέπει ακόμη και τη συμμαχία της με τον Αντιπρόεδρο ως τη μοναδική λύση για να σταματήσει τον Εμίλ από τη δημιουργία μιας παγκόσμιας πολεμικής σύρραξης. Ένα πράγμα θεωρούσε βέβαιο. Πως ο πόλεμος θα χρησίμευε σαν αντιπερισπασμός απέναντι σε ένα πραγματικά πολύ μεγαλύτερο σχέδιο. Υπήρχε ένα φυσικό φαινόμενο που λάμβανε χώρα στον παγωμένο Βορρά κάθε ένα εκατομμύριο χρόνια και ετούτη η χρονιά θα ήταν η τυχερή του. Θα εμφανιζόταν και πάλι.
Αποκαρδιωμένη από τη συμπεριφορά τού πολυαγαπημένου της Εμίλ, αποσύρθηκε στο μικρό, προσωπικό της γραφείο. Εκεί κοιμόταν τα βράδια, καθώς είχε τοποθετήσει ένα κρεβάτι, το οποίο ίσα που τη χωρούσε. Ωστόσο δεν την απασχολούσε καθόλου η έλλειψη χώρου. Το μόνο που την ένοιαζε τώρα πιο πολύ από ποτέ, ήταν να προσέχει τις κινήσεις του Εμίλ. Αρχικά πίστευε πως υπέφερε από κάποια βαριάς μορφής κατάθλιψη, εντούτοις η συνέχεια έδειξε πως τα πράγματα ήταν πολύ πιο περίπλοκα. Απέλυσε πολλούς έμπιστούς του και στη θέση τους έβαλε ανθρώπους που τους διακατείχε η βία και η σκληρότητα. Ο κόσμος βρισκόταν σε αναβρασμό, με Πρόξενους να αποσύρονται και ηγέτες χωρών να επιτίθενται λεκτικά ο ένας στον άλλον. Οι πρόωρες εκλογές στην Ευρώπη, ήταν πια ένα σύνηθες φαινόμενο με τους νέους πρωθυπουργούς και Προέδρους να συγκεντρώνουν στο πρόσωπό τους όση περισσότερη εξουσία μπορούσαν. Τα φαινόμενα. του ρατσισμού είχαν δεκαπλασιαστεί, το ίδιο και οι δολοφονίες τόσο επιφανών όσο και απλών πολιτών που αντιτίθεντο στο εκάστοτε νέο καθεστώς. Η αμυντική πολιτική αρκετών χωρών φρόντιζε να συμβαδίζει με εκείνη που είχαν υιοθετήσει οι Η.Π.Α, ενώ όσοι διαφωνούσαν σύντομα βρίσκονταν στο στόχαστρο. Η ίδια αδυνατούσε να παρακολουθήσει τα τηλέφωνα του Προέδρου, καθώς εκείνος φυλασσόταν διαρκώς.
Προσπαθώντας λοιπόν να διώξει τις άσχημες ετούτες εικόνες, πήρε στα χέρια της ένα άλμπουμ με παλιές φωτογραφίες. Σε αρκετές από αυτές απεικονιζόταν ο Εμίλ να χαμογελά και να την αγκαλιάζει σφιχτά μπροστά από μία τούρτα. Ήταν τότε που είχε κερδίσει τις εκλογές και ξεκινούσε το δύσκολο μα συνάμα λαμπρό του έργο. Ζεστά δάκρυα σκαρφάλωσαν στα μάτια της στη θύμηση εκείνων των τρυφερών στιγμών. Ωστόσο μέσα της δήλωνε αποφασισμένη να διαλευκάνει την υπόθεση ξεκινώντας από το γραφείο του και αναζητώντας έστω και το παραμικρό στοιχείο που θα της έδειχνε σε ποια υπόθεση βρισκόταν μπλεγμένος.
Περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή γλίστρησε αθόρυβα έξω από τον προσωπικό της χώρο με κατεύθυνση το προεδρικό γραφείο. Καθώς άνοιγε την πόρτα, με μία πρώτη κλεφτή ματιά της φάνηκε πως όλα βρίσκονταν στην εντέλεια. Τα χαρτιά ήταν ταχτοποιημένα καθώς και τα βιβλία και οι εκατοντάδες πένες ∙ο Εμίλ ήταν φανατικός συλλέκτης. Ωστόσο όλα θύμιζαν πως είχαν πολύ καιρό να αλλάξουν θέση, καθώς η σκόνη είχε εδραιώσει την κυριαρχία της πάνω τους. Ετούτη η εικόνα την έκανε να αισθανθεί αμήχανα. Συνεχίζοντας την εξoνυχιστική έρευνα του γραφείου του ανακάλυψε ένα παλιό, κιτρινιασμένο χαρτί σαν κομμάτι από αρχαίο πάπυρο. Τα γράμματα δυσκολεύτηκε να τα αναγνωρίσει. Έμοιαζαν με αρχαία αιγυπτιακά, καθώς περιείχαν μέσα σύμβολα. Το ψηλάφισε προσεκτικά μα δεν μπόρεσε να κατανοήσει τη σημασία του. Μονάχα ένα ακατανόητο άγχος την περιτριγύριζε δίχως να εντοπίζει την πηγή του. Τη στιγμή εκείνη ένιωσε ένα δροσερό αεράκι, το οποίο όμως της τρύπησε τα κόκκαλα. Έψαξε μάταια να βρει την προέλευσή του, όταν το βλέμμα της καρφώθηκε στην πόρτα. Μία σκιά φάνηκε στη βάση της, σημάδι πως κάποιος στεκόταν ακριβώς έξω από αυτήν. Ένιωσε την καρδιά της να χτυπά έτοιμη να σπάσει και το μυαλό της να τρελαίνεται, καθώς άκουγε από μέσα μία ανάσα. Μία ανάσα βαριά μα συνάμα σκληρή σαν να επικοινωνούσε με το πλάσμα που βρισκόταν έξω από το γραφείο. Τότε είδε μέσα στην τρέλα της δύο μάτια να την κοιτάζουν και ένα φριχτό χαμόγελο να σχηματίζεται. Τον εφιάλτη ή καλύτερα το όραμα, το ζούσε τόσο έντονα που ήταν έτοιμη να ουρλιάξει. Το χερούλι της πόρτας γύρισε αργά. Η Οφέλια παγιδευμένη καθώς ήταν, άφησε το χαρτί διακριτικά και περίμενε να αντικρύσει τον μυστηριώδη επισκέπτη.
Η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε ο Εμίλ. Ένας αναστεναγμός ξέφυγε από τα χείλη της στη θέα του πολυαγαπημένου της Προέδρου.
            «Εμίλ! Δόξα τον Θεό, νόμισα πως είχα αρχίσει να τρελαίνομαι… Τελευταία νιώθω τόσο κουρασμένη που πιστεύω πως θα ήταν φρόνιμο να αποσυρθώ για λίγο από τα καθήκοντά μου» ψέλλισε εκείνη φανερά ταραγμένη. Ο Εμίλ στάθηκε κοιτάζοντάς τη για λίγα λεπτά, ώσπου ένα περίεργο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του.
«Κατανοώ την ανάγκη σου αυτή, Οφέλια, εντούτοις θαρρώ πως έχεις αρκετό κουράγιο για να βρίσκεσαι εδώ και να ανακατεύεις πράγματα χωρίς την άδειά μου σωστά;»
Η γυναίκα κόμπιασε για λίγο και ύστερα είπε :
«Έχετε δίκιο, κύριε, ό,τι και να πείτε. Ωστόσο δεν το έκανα με κακία. Ήθελα να σιγουρευτώ πως είστε καλά και πως δεν έχετε μπλέξει κάπου άσχημα. Ανησυχώ για εσάς. Τελευταία δεν είστε καθόλου ο εαυτός σας. Ήθελα να σας το πω εδώ και πολλές μέρες, αλλά δεν έβρισκα το θάρρος…»
«Δε σου αρέσει ο καινούργιος εαυτός μου, Οφέλια; Κρίμα. Εγώ νόμιζα πως ο προηγούμενος Εμίλ ήταν αρκετά βαρετός, αλλά μάλλον τελικά εκείνον τον εκτιμούσατε καλύτερα, ενώ ετούτον όχι… Και ξέρεις… Η απουσία εκτίμησης είναι πολύ σοβαρό παράπτωμα, το οποίο τιμωρώ αυστηρά. Δε θέλω να έχω δίπλα μου φίδια που σέρνονται, Οφέλια. Θέλω συμμάχους δυνατούς και πιστούς. Εσύ είσαι το ακριβώς αντίθετο. Μία κουρασμένη γριά γυναίκα, η οποία δε βλέπει την ώρα να αποσυρθεί από το πλευρό μου σκάβοντας παράλληλα τον λάκκο μου. Καθόλου έξυπνο αυτό εκ μέρους σου, να το ξέρεις» της είπε και το βλέμμα του καθρέπτιζε την απουσία κάθε οίκτου.
Η Οφέλια για πρώτη φορά ένιωσε πλήρη απογοήτευση. Ο Εμιλ που ήξερε δε θα της μιλούσε ποτέ έτσι. Πλέον αισθανόταν πιο βέβαιη από ποτέ πως ο άντρας που στεκόταν μπροστά της ήταν κάποιος ξένος. Ο κόμπος της στεναχώριας σκαρφάλωνε λίγο λίγο στον λαιμό της έτοιμος να εκτοξευτεί. Ήθελε να κλάψει με λυγμούς για τον αγαπημένο της Εμίλ, τον οποίο λάτρευε με όλη τη δύναμη της ψυχής της.
«Τι έκανες στον Εμίλ μου;» του φώναξε.
«Αμφισβητείς και την ταυτότητά μου τώρα; Χειροτερεύεις τη θέση σου… Ο Εμίλ περνά μια χαρά. Του έχει κοπεί βέβαια λίγο το γέλιο, αλλά μην ανησυχείς. Αντέχει ακόμη» της απάντησε καγχάζοντας.
Τη στιγμή εκείνη θόλωσε. Την εικόνα του προσώπου του Εμίλ, αντικατέστησαν δύο μαύρες τρύπες και ένα δαιμονικό χαμόγελο. Το όραμά της πάλι! Ένιωσε το μέτωπό της να καίει. Άρπαξε με βία μία βαριά διακοσμητική πέτρα και κατευθύνθηκε προς τον άντρα. Προτού προλάβει να τον φτάσει, ένιωσε έναν οξύ πόνο στην κοιλιά και αίμα ζεστό να πλημμυρίζει το στόμα της. Τα πόδια της λύγισαν ρίχνοντας το βαρύ αντικείμενο με φόρα στο πάτωμα.
«Εμίλ» ψιθύρισε. Τότε μία δεύτερη μαχαιριά της έκοψε το νήμα της ζωής για πάντα αφήνοντας μονάχα ένα υγρό δάκρυ να τρέχει αργά στο παγωμένο της πρόσωπο.
«Αποχαιρέτισέ τον τον Πρόεδρό σου. Μόλις αποσύρθηκε κι ο τελευταίος του σύμμαχος» είπε η βλοσυρή μορφή.
Έπειτα, κοίταξε για ακόμη μία φορά το νεκρό σώμα της γυναίκας που ήταν βουτηγμένο στο αίμα. Ήταν ο πρώτος του φόνος. Προσπάθησε να καταλάβει, αν η θέα της νεκρής τον γλύκαινε ή του προκαλούσε αποστροφή. Τα χέρια του μύριζαν φρέσκο αίμα. Κάποιου άλλου τα χέρια θα είχαν κάποτε πάνω τους το αίμα της αγαπημένης μου, συλλογίστηκε. Το μίσος τον κυρίευσε και πάλι. Με μία κίνηση του χεριού του δημιούργησε μία φλόγα. Η νεκρή σάρκα άρχισε να καίγεται σιγά σιγά αναβλύζοντας μία απαίσια μυρωδιά. Με το σακάκι του σκούπισε το ματωμένο μαχαίρι του φρούτου που του είχε φέρει νωρίτερα η γυναίκα και που είχε μετατραπεί σε φονικό εργαλείο στα χέρια του. Έπειτα δημιούργησε μια μικρή δύνη για να παρασύρει τη μυρωδιά προς τη μεριά του ανοιχτού παραθύρου. Μέσα από τον αέρα παρασύρθηκαν και οι στάχτες που είχαν απομείνει από την ελεγχόμενη από εκείνον φωτιά. Άνοιξε αργά την πόρτα με το σατανικό χαμόγελο να στολίζει το πρόσωπό του, κρατώντας σφιχτά στα χέρια του το μενταγιόν του που έλαμψε, για να σβήσει όμως για πάντα.


Ιφιγένεια Μπακογιάννη