Ο Κυνηγός των Ευχών (Κεφάλαιο 7 - Μέρος 3ο)

Η Φιντέλμα πάγωσε στη θέση της, καθώς ο Γουάφ έμενε πίσω και γυρνούσε προς την μεριά του λιντόιρ που ερχόταν κατά πάνω τους. Κοίταξε αποφασιστικά προς τη μεριά του. Ο κυνηγός κοίταξε τον μάγο στενεύοντας τα μάτια από θυμό. Χτύπησε τα γκέμια πάνω στο χοντρό δέρμα του δράκου, και αυτός βρυχήθηκε και χτύπησε τα φτερά του υπάκουα με περισσότερη δύναμη, αυξάνοντας την ταχύτητα.
Ο Γουάφ χτύπησε τη ράβδο του στο έδαφος, και μπροστά στα έκπληκτα μάτια του κυνηγού, ένα πελώριο δίχτυ υψώθηκε από το λασπωμένο χιόνι, μπαίνοντας ανάμεσα στους διώκτες και τους διωκόμενους.
«Τρέξε!» φώναξε με όλη τη δύναμη των πνευμόνων του, κάνοντας την σαστισμένη, αποσβολωμένη Φιντέλμα να στρέψει την πλάτη της και να εξαφανιστεί προτού προλάβει να σκεφτεί.
Ο κυνηγός τράβηξε τα γκέμια επιδέξια, παρόλη την ταραχή του, ο δράκος υπάκουσε, αλλά δεν πρόλαβε να κόψει ταχύτητα και σε μία στιγμή βρέθηκε μπλεγμένος στο μεγάλο χοντρό δίχτυ, να χτυπά τα φτερά και την μαύρη ουρά του σαν ψάρι που μόλις είχε πιαστεί στο παραγάδι κάποιου ψαρά. Μούγκρισε θυμωμένος, φύσηξε καπνό από τα ρουθούνια του, χτύπησε την ουρά του πέρα δώθε, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να μπλεχτεί περισσότερο.
«Άχρηστο ζώο!» φώναξε ο άντρας και κατέβηκε από την ράχη του, βγάζοντας από το παλτό του ένα μικρό στιλέτο. Ο Γουάφ τον κοίταζε από μακριά. Ο κυνηγός έτρεξε προς το μέρος του, φωνάζοντας βρισιές. «Το ήξερα πως δεν έπρεπε να σε εμπιστευτώ, άθλιε!» ούρλιαξε και όρμησε κατά πάνω του.
Προς μεγάλη του απογοήτευση, γλίστρησε στο χιόνι προς τα δυτικά και εξαφανίστηκε μέσα στο λεπτό στρώμα ομίχλης που είχε απομείνει. Έμεινε να κοιτά προς την μεριά από όπου είχε εξαφανιστεί ο μάγος, μπερδεμένος.
«Κάποια άλλη φορά, γέρο – υποκριτή!» είπε στο κενό.
Έζωσε το στιλέτο στο εσωτερικό μέρος του παλτού του και έτρεξε κατά μήκος του δρόμου, στον οποίο είχε δει την Ευχή να εξαφανίζεται.
Έτρεξε για λίγο προς αυτή την κατεύθυνση, ρίχνοντας προσεκτικές ματιές τριγύρω, μα έπειτα από λίγο ελάττωσε το βήμα του. Κοίταξε την πόλη που απλωνόταν κάτω από τα πόδια του. Ύστερα κοίταξε τον μοναδικό δρόμο που οδηγούσε σε αυτήν. Γύρω του υπήρχαν λίγα δέντρα διάσπαρτα απλωμένα, αλλά δεν θα ήταν ικανά να κρύψουν την αιθέρια ομορφιά μίας Ευχής.
Συνέχισε τον δρόμο του επιταχύνοντας, σίγουρος πως σε κάποια στροφή θα συναντούσε το μακρύ πέπλο της αιχμάλωτής του. Σε μία καμπύλη του δρόμου, μία χρυσωπή λάμψη άστραψε πάνω στο λασπερό χιόνι. Γέλασε από μέσα του. Πλησίασε, έσκυψε και χάιδεψε με τη ρώγα του δαχτύλου του το χρυσό υγρό. Το περιεργάστηκε, το έτριψε ανάμεσα στον δείκτη και τον αντίχειρα, το έφερε στη μύτη του. Ήταν άοσμο, όπως το περίμενε. Σχεδόν άυλο, αιθέριο, χρυσό και άοσμο. Το αίμα μιας Ευχής. Της δικής του Ευχής.
Σηκώθηκε και συνέχισε. Κατά μήκος του δρόμου, συναντούσε όλο και πιο συχνά λεκέδες από αυτό το λαμπρό χρυσό υγρό. Παρόλα αυτά, μέχρι το τέλος του δρόμου, δεν είχε φανεί πουθενά η αιθέρια μορφή της.
Στάθηκε μπροστά από τον μεγάλο σμιλεμένο γαλάζιο βράχο στην άκρη της πόλης, περιεργάστηκε την επιγραφή που στόλιζε την επιφάνειά του. Ακούμπησε το χέρι του στην βραχώδη στήλη για να σκεφτεί. Τότε ένα ελαφρύ σύρσιμο απέσπασε την προσοχή του. Ακουγόταν κοντά, ίσως και λιγότερο από δύο μέτρα μακριά του. Ακουγόταν πίσω από τον βράχο με την επιγραφή, που καλωσόριζε τους ξενομερίτες στην Τόρθαϊ.
Περπάτησε χωρίς τον παραμικρό θόρυβο, σχεδόν στις μύτες των ποδιών του, με το σώμα του κολλημένο πάνω στην επίπεδη επιφάνεια του σμιλεμένου βράχου. Έφτασε στην άκρη του, χάιδεψε με το χέρι του τα καλλιγραφικά γράμματα της παλιάς γραφής που ήταν σκαλισμένα στην αριστερή πλευρά του, και σύρθηκε ελαφρά και αθόρυβα σαν φίδι. Ξεπρόβαλλε αργά σαν φάντασμα. Η Ευχή ούτε που τον είχε αντιληφθεί. Στεκόταν εκεί, με την πλάτη ακουμπισμένη στην πλατιά στήλη, κρατώντας το χτυπημένο της μπράτσο και κοιτώντας τον ουρανό, ενώ ψιθύριζε κάτι ακατάληπτο μέσα από τα χείλη της.
Γλίστρησε από την κρυψώνα του και άφησε ολάκερη την μορφή του να εμφανιστεί μπροστά της. Η Ευχή έβγαλε μία κραυγή, ζάρωσε και κόλλησε στον βράχο. Ο κυνηγός άρπαξε το καλό της χέρι και την κοίταξε με το γνωστό, σκληρό βλέμμα του, πιο παγωμένο και από την ανάσα του χειμώνα.
«Ομολογώ πως δεν περίμενα από τον σιχαμερό μάγο να φερθεί τόσο έξυπνα!» είπε. «Το κόλπο με το ‘κλόκα’ που σας κρατούσε αόρατους… Αρκετά έξυπνο… Αλλά δεν ήταν αρκετό, έτσι;»
Η Φιντέλμα τον κοιτούσε από τη θέση της αμίλητη, όσο εκείνος θριαμβολογούσε. Ύστερα ο κυνηγός σκυθρώπιασε και κοίταξε τους πρώτους πύργους της Τόρθαϊ που υψώνονταν μπροστά τους. Την τράβηξε από το χέρι, μα εκείνη έμεινε κολλημένη πεισματικά στη θέση της.
«Έλα» την διέταξε κοφτά. Εκείνη κοίταξε ανήσυχη πίσω από τον βράχο, στον δρόμο όπου είχε χωριστεί με τον Γουάφ. «Μην κοιτάς πίσω. Δεν μπορεί να σε βοηθήσει τώρα» είπε και την τράβηξε ξανά με δύναμη.
Ξεκόλλησε από την θέση της και ακολούθησε κοιτώντας το έδαφος, ηττημένη και απογοητευμένη. Αλμυρά δάκρυα θλίψης και φόβου στόλισαν τα μάτια της. Κύλησαν αυτόνομα στα μάγουλά της, και εκείνη δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να τα ελέγξει.
Η γαλάζια πόλη υποδέχτηκε τον κυνηγό και το θήραμά του. Σιωπή επικρατούσε στο μέρος. Ο άντρας προσπερνούσε τους ψηλούς πύργους τραβώντας πίσω του την Ευχή, η οποία ακολουθούσε κλαίγοντας αθόρυβα. Οι δρόμοι ήταν άδειοι, ενώ μερικά παράξενα βλέμματα παρατηρούσαν τον επισκέπτη από τα παράθυρα.
Η Φιντέλμα ελάττωσε το βήμα της και παραπάτησε, ζαλισμένη από την απογοήτευση και το κλάμα. Σωριάστηκε σττο έδαφος. Την τράβηξε από το χέρι, αναγκάζοντάς τη να σηκωθεί. Ένα ζευγάρι παράξενα αντρικά μάτια τον παρατηρούσε από το ψηλότερο παράθυρο ενός πύργου. Συνέχισε το δρόμο του χωρίς ανησυχία.
Περπάτησαν λίγη ώρα και το μόνο που έβλεπε πια με τα θαμπωμένα από τα δάκρυα μάτια της, ήταν θολές γαλάζιες εικόνες χωρίς νόημα. Κάποια στιγμή σταματήσαν και άκουσε το χτύπημα ενός μεταλλικού ήχου. Φαντάστηκε ότι ήταν το ρόπτρο κάποιας πόρτας, αλλά δεν έδωσε σημασία.
Λίγες στιγμές μετά, βρισκόταν ξαπλωμένη σε ένα μεγάλο κρεβάτι με επάργυρα κάγκελα και βελούδινα, ζεστά σκεπάσματα. Το κεφάλι της ήταν ακουμπισμένο σε ένα αφράτο μαξιλάρι, τα μαλλιά της χύνονταν γύρω της ανάκατα, το πέπλο της είχε λυθεί και βρισκόταν τσαλακωμένο και γεμάτο χρυσούς λεκέδες γύρω από τους ώμους της.  Δεν έκανε τον κόπο να σηκωθεί. Περιορίστηκε στο να κοιτάει το ψηλό ταβάνι του δωματίου.
Ήταν γαλάζιο, όπως όλοι οι τοίχοι, στολισμένο με ψηφιδωτά από μικρά μπλε και άσπρα πετρώματα. Σχημάτιζαν μία κυανή ακτή, στην άμμο της οποίας υψωνόταν μία καστροπολιτεία. Στον ψηλότερο πύργο του κάστρου, ανέμιζε μία σημαία, πάνω στην οποία δέσποζε περήφανα ένας γλάρος με ανοιχτά φτερά.
Οι τοίχοι, από την άλλη, ήταν γεμάτοι λεπτές αυλακιές, που σχημάτιζαν φράσεις στην παλιά γλώσσα. Υπό άλλες συνθήκες, θα περιπλανιόταν στους διαδρόμους του πύργου για να κορέσει την έμφυτη περιέργειά της, αλλά εκείνη τη στιγμή το μόνο που ήθελε ήταν να κλείσει τα μάτια της και να βρεθεί κοντά στον Κίαν. Σφάλισε τα βλέφαρά της, έτοιμη να ψελλίσει το ξόρκι που θα της έδινε το όραμα, αλλά δεν τα κατάφερε.
Ο κυνηγός φάνηκε στην αψίδα της πόρτας και μπήκε στο δωμάτιο κρατώντας ένα απλό, πήλινο δοχείο γεμισμένο με ένα άχρωμο υγρό. Δεν ήταν νερό, καθότι μύριζε σαν κάποιο μείγμα βοτάνων. Έσυρε μία καρέκλα και κάθισε δίπλα της. Βούτηξε μία πετσέτα στο δοχείο, την έστιψε ελαφρά και έπειτα την έδεσε γύρω από το πονεμένο μπράτσο της.
«Δεν είναι ό, τι καλύτερο, αλλά είναι το μόνο που μπορώ αυτή τη στιγμή» είπε όταν την είδε να μορφάζει. «Σου ετοίμασα ζεστό νερό»
Η Φιντέλμα έστρεψε το βλέμμα της στον τοίχο της δυτικής μεριάς, για να μην τον βλέπει. Ύστερα από λίγο ο οξύς πόνος πέρασε, αλλά δεν έκανε τον κόπο να μετακινήσει την βρεγμένη πετσέτα. Ο κυνηγός ήρθε πάλι, έπειτα από λίγο. Έβγαλε την πετσέτα από το χέρι της, την έριξε στο δοχείο και έφυγε. Η πληγή της είχε κλείσει, το ένιωθε. Δεν πονούσε πια. Αλλά ο δικός της πόνος ήταν το τελευταίο πράγμα που την απασχολούσε εκείνη τη στιγμή, έτσι και αλλιώς.
«Σήκω. Πρέπει να πλυθείς, να φύγει από πάνω σου το ξεραμένο αίμα. Δεν μπορώ να σε παρουσιάσω έτσι στην αγορά»
Η Φιντέλμα δεν πήρε το βλέμμα της από τον δυτικό τοίχο. Δεν βλεφάρισε ούτε μία φορά. Ο κυνηγός πλησίασε το κρεβάτι και την ανάγκασε να σηκωθεί. Δεν προσπάθησε να αντισταθεί, έτσι τον ακολούθησε αμίλητη μέχρι το μπάνιο. Έκλεισε πίσω του την πόρτα και την άφησε χωρίς να πει λέξη.
Κοίταξε το μεγάλο δωμάτιο. Ήταν και αυτό ντυμένο με ψηφιδωτά από πολύχρωμα πετρώματα. Στο κέντρο του βρισκόταν μία μεγάλη επάργυρη μπανιέρα γεμάτη ζεστό νερό. Μπήκε μέσα όπως ήταν, με τα ρούχα, και βυθίστηκε μέχρι το λαιμό. Έμεινε εκεί ακίνητη, με το βλέμμα στο κενό. Ύστερα ξέσπασε σε δυνατά κλάματα.
Πέρασαν από το μυαλό της οι τελευταίες μέρες τρέχοντας, σαν να είχαν συμβεί όλα μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Το πώς είχε μπει ο καλοσυνάτος Γουάφ στον στάβλο, πώς είχε αποφασίσει να την βοηθήσει να φτάσει στον Κίαν, πώς αφήσανε πίσω τους το Μπλούμπερι μαζί με τον Χάινμα, πώς ταξιδέψανε παρέα σαν δύο καρδιακοί φίλοι μέχρι την Τόρθαϊ… Και ύστερα, είχε εμφανιστεί ο κυνηγός με το λιντόιρ του και όλα διαλύθηκαν μέσα σε λίγες στιγμές.
Έκλαψε γοερά, σκεπάζοντας το πρόσωπό της με τα χέρια της. Όλα φάνταζαν διαφορετικά λίγες στιγμές πριν. Αισιόδοξα, φωτεινά. Όσο ταξίδευαν με τον Γουάφ και τον Χάινμα, όλα έμοιαζαν σαν περιπέτεια που θα είχε αίσιο τέλος. Πίστευε πως σε λίγο καιρό θα έβλεπε τον Κίαν, θα βρισκόταν κοντά του, και τότε θα εκπλήρωνε τον σκοπό της.
Στο μυαλό της άκουσε πάλι τις αγωνιώδεις φωνές του μάγου, μέσα στην αναταραχή. Άφηνε το χέρι της ξανά και ξανά, και εκείνη έτρεχε αφήνοντάς τον πίσω, επανειλημμένα, σαν να είχε κολλήσει ο χρόνος.
«Γουάφ!» ψέλλισε σκεπτόμενη τι θα μπορούσε να του έχει συμβεί.
Σκέπασε το πρόσωπό της και βυθίστηκε κάτω από το ζεστό νερό. Όταν συνήλθε, βγήκε από την μπανιέρα και γδύθηκε. Άφησε το φόρεμά της και το πέπλο της στο νερό και τυλίχτηκε με μία από τις βελούδινες πετσέτες που ήταν κρεμασμένες σε διάσπαρτα μπρούτζινα καρφιά που προεξείχαν από τους τοίχους. Έτριψε καλά τα ρούχα της και αφού οι λεκέδες υποχώρησαν, βάφοντας το νερό χρυσό, τα έστιψε και τα κρέμασε σε ένα από τα καρφιά για να στεγνώσουν. Έπειτα κάθισε στο μικρό κάθισμα δίπλα στη μπανιέρα και περίμενε σκεπτική.
Αφού ένιωσε πως είχε ηρεμήσει, σηκώθηκε και άνοιξε την πόρτα δειλά. Περπάτησε κατά μήκος του διαδρόμου και βρέθηκε στο δωμάτιο με το μεγάλο κρεβάτι. Αφουγκράστηκε σιωπηλή πριν μπει. Δεν ακουγόταν τίποτα. Σκέφτηκε πως ίσως ο κυνηγός είχε κατέβει για την καθιερωμένη του κανελομπύρα. Κάθισε στην καρέκλα της τουαλέτας και κοιτάχτηκε στον καθρέπτη.
Τα μαλλιά της ήταν μουσκεμένα και μπερδεμένα. Πέρασε τα δάχτυλά της ανάμεσά τους και τα χτένισε, ενώ προσπαθούσε να ανασυγκροτήσει τις σκέψεις της.
«Δεν έχουν χαθεί όλα ακόμη…» σκέφτηκε. «Ίσως καταφέρω να ξεφύγω τελευταία στιγμή, πριν φτάσουμε στην αγορά του Ντόνα. Σε κάποια μεγάλη πόλη ίσως, όπου θα μπορώ όπως όπως να κρυφτώ ανάμεσα στον κόσμο. Ίσως στο Κάρικ, για να προλάβω να φτάσω στον Κίαν προτού με βρει εκείνος»
Στην επιφάνεια του καθρέπτη, διαγώνια πίσω από τον ώμο της, φάνηκε ο κυνηγός. Σταμάτησε να χτενίζει τα μαλλιά της και τον κοίταξε μέσα από το γυαλί. Εκείνος φάνηκε να σαστίζει, αλλά μόνο για μια στιγμή. Έφυγε κλείνοντας πίσω του την πόρτα. Πέρασε πάλι τα δάχτυλα μέσα από τα κατάμαυρα μαλλιά της και συνέχισε την ασχολία της.
Είχε πάρει να βραδιάζει όταν είχε πια τελειώσει με την φροντίδα των μακριών μαλλιών της και τις σκέψεις της. Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο. Η πόρτα ήταν ανοιχτή, οπότε μπήκε μέσα και ξεκρέμασε το φόρεμα και το πέπλο της. Ήταν πια καθαρά και λευκά, έτσι που δεν θύμιζε τίποτα πάνω τους τις τελευταίες περιπέτειές της. Ντύθηκε και γύρισε πίσω στο δωμάτιο.
Τράβηξε τις βαριές βελούδινες κουρτίνες με τα χρυσά κρόσσια και το χλωμό φως του φεγγαριού γλίστρησε μέσα από το τζάμι. Κάθισε στο παράθυρο ώρες ολόκληρες, παρατηρώντας τους δρόμους της Τόρθαϊ να παίρνουν ζωή. Φαινόταν πως οι κάτοικοι της γαλάζιας πόλης ήταν άνθρωποι της νύχτας, καθώς μέχρι να υψωθεί στην κορυφή το φεγγάρι, βρίσκονταν όλοι στους δρόμους και τις πλατείες υπό τη συνοδεία της παραδοσιακής μουσικής του Τάλαμ Ούισκε.
Η Φιντέλμα αναστέναξε και έμεινε να κοιτά την κοσμοσυρροή με βλέμμα κενό. Τα παιδιά που έτρεχαν και έπαιζαν, οι γυναίκες που χόρευαν κατά μόνας στους ήχους των τυμπάνων και των αυλών, οι άντρες που μονομαχούσαν στην πλατεία με ξύλινα σπαθιά, όλα έδιναν την εικόνα μίας συνηθισμένης βραδιάς.
Τα βήματα του κυνηγού ακούστηκαν έξω από την κάμαρά της. Εκείνη δεν γύρισε να κοιτάξει, παρά μόνο όταν τα άκουσε να ξεμακραίνουν στα ανατολικά. Ύστερα ακούστηκαν και πάλι στο διάδρομο, και όταν σταμάτησαν, ακολούθησαν δύο χτυπήματα στην πόρτα.
Έμεινε με την πλάτη στο παράθυρο, να κοιτάει την κλειστή πόρτα της κάμαρας. Ο κυνηγός περίμενε πίσω από την πόρτα, αλλά εκείνη δεν απάντησε στα χτυπήματα. Χτύπησε άλλες δύο φορές, αλλά δεν περίμενε απάντηση. Άνοιξε την πόρτα και την κοίταξε. Η Φιντέλμα τον κοίταξε κατάματα, για πρώτη φορά μετά από τόσες ώρες, ανέκφραστη και ασάλευτη.
«Θα παραμείνουμε λίγες μέρες στην Τόρθαϊ» ανακοίνωσε ο άντρας. Η Φιντέλμα δεν πήρε το βλέμμα της από πάνω του, ούτε που σάλεψε. «Μην κάνεις καμιά εξυπνάδα· για το δικό σου καλό»
Έμεινε να κοιτά την κλειστή πόρτα με κενές εκφράσεις. Κατόπιν στράφηκε στο παράθυρο, παρακολουθώντας την ζωή έξω από τον πύργο. Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε καθόλου. Έμεινε όλη νύχτα ξάγρυπνη, με το βλέμμα στον ουρανό, να ακολουθεί την πορεία του φεγγαριού, με την σκέψη της να γυρνά στον καλόκαρδο Γουάφ και τον φτερωτό φίλο τους, τον Χάινμα.
«Είθε να συναντηθούμε ξανά, φίλοι μου…» ψέλλισε όταν ο ήλιος άφησε το πρώτο, χρυσοκόκκινο φιλί του στους γαλάζιους πύργους της πόλης.

Ιωάννα Τσιάκαλου