Στη λάθος πλευρά του παραδείσου (Κεφάλαιο 8)

Η παλιά λάμπα πετρελαίου έριχνε το ζεστό, κιτρινωπό φως της, δημιουργώντας μακριές και τρομακτικές σκιές στο μικρό δωμάτιο.
-Φοβάμαι, Αβραάμ... είπε η Άννα.
Ο άντρας της, της έπιασε το χέρι και εκείνη δέχθηκε τις μεγάλες ζεστές παλάμες του με ευχαρίστηση.
-Δεν υπάρχει λόγος! της είπε με την βραχνή φωνή του χαμογελώντας. Όλα είναι στο χέρι Του πια.
Η Άννα αναστέναξε.
-Τα παιδιά μας, αυτά σκέφτομαι και τρομάζω... είπε λυπημένη. Νιώθω όλη αυτή την ασφυκτική κατάσταση σαν μια μέγγενη που κλείνει γύρω μα. Εχτές πάλι έγιναν επεισόδια.

Ο Αβραάμ πήγε στο παράθυρο και κοίταξε έξω το σκοτάδι που είχε απλωθεί για τα καλά. Φοβόταν κι εκείνος, μα δεν ήθελε να το δείξει. Κάποιος θα έπρεπε να είναι το σταθερό σημείο, ο δυνατός, για να στηριχτεί πάνω του η οικογένεια και τον δύσκολο αυτό ρόλο καλούνταν να τον παίξει εκείνος.
Τα έκτροπα και οι βιαιοπραγίες των ναζί είχαν αρχίσει να γίνονται εντονότερα και αγριότερα. Έβλεπε πως η κατάσταση ξέφευγε από τον έλεγχο και αισθανόταν ανήμπορος να κάνει το οτιδήποτε.
Όλο αυτό δεν ήταν ένας ξαφνικός διωγμός ή πογκρόμ, δεν είχε πολιτικά αίτια, δεν αφορούσε εδαφικές διεκδικήσεις. Η «Τελική Λύση» όπως το ονόμαζαν, ήταν ένα σχέδιο πλήρως οργανωμένο, που εφαρμοζόταν με βάση τον ψυχρό υπολογισμό κατά τις διαταγές ενός επίσημου κράτους και από τα μέλη ενός λαού που αυτοανακηρύχθηκε το «καθαρότερο φυλετικά» έθνος στην ιστορία του πολιτισμού.
Η πόρτα άνοιξε ξαφνικά κάνοντας τους και τους δύο να γυρίσουν απότομα. Ένα χαμόγελο ανακούφισης φάνηκε στα χείλη τους όταν διαπίστωσαν πως ήταν ο Anton.
-Ήρθες γιε μου; του είπε η μητέρα του και έτρεξε να τον αγκαλιάσει.
Εκείνος το δέχτηκε απρόθυμα.
-Έγινε κάτι; ρώτησε ανήσυχη.
-Τίποτα, είπε κουνώντας το κεφάλι του. Απλά είμαι κουρασμένος.
-Να σου βάλω να φας…
Την σταμάτησε κουνώντας τα χέρια του.
-Θέλω μόνο να ξεκουραστώ.
Τους φίλησε και αποσύρθηκε στο δωμάτιο του. Η μικρή του αδελφή, κοιμόταν γαλήνια στο διπλανό κρεβάτι. Ανακάθισε κι εκείνος στο δικό του, προσπαθώντας να ηρεμήσει.
Με το ζόρι συγκρατούσε την θλίψη και τα δάκρυα του. Η εικόνα των δυο τους να χορεύουν σφιχτά αγκαλιασμένοι, ήταν νωπή ακόμα στα υγρά του μάτια. Ένιωθε σαν κάποιος του είχε σκίσει το στήθος με ένα κοφτερό μαχαίρι.
Έβγαλε έναν μικρό αναστεναγμό και χάιδεψε το βιολί που είχε ακουμπήσει δίπλα του. Χίλιες σκέψεις δηλητηρίαζαν το ήδη ταλαιπωρημένο του μυαλό. Η μικρή του, η Simone! Μα τι σκεφτόταν στα αλήθεια! Πώς θα ήταν ποτέ δυνατόν να είναι μαζί αυτοί οι δυο; Ήταν τόσα τα εμπόδια που τους χώριζαν και τους ένωνε μόνον ο έρωτας.
Η πόρτα άνοιξε και φάνηκε η μητέρα του. Σκούπισε βιαστικά τα μάτια του και χώθηκε όπως-όπως κάτω από  τα σκεπάσματα. Κάθισε δίπλα του και του χάιδεψε τα μαλλιά.
-Μικρέ μου Anton, έγινε κάτι;
Δεν ήθελε να μιλήσει, παρά μόνο έσφιξε πιο πολύ τα σκεπάσματα πάνω του.
-Πονάω, είπε σιγά.
Τον πήρε αγκαλιά με μια έκφραση πόνου στα μάτια της. Ο Anton άρχισε να κλαίει γοερά.
-Ησύχασε αγόρι, του έλεγε τρυφερά προσπαθώντας να τον ηρεμήσει. Ησύχασε...
Κι ενώ ο Anton βυθιζόταν όλο και πιο πολύ στην μελαγχολία του, η Simone προσπαθούσε να συλλάβει αυτό που έβλεπε μπροστά στα έκπληκτα και τρομαγμένα μάτια της. Η, κατά πέντε χρόνια μεγαλύτερη, κοπέλα που αντίκριζε ονομαζόταν Rita και ήταν η αδελφή της, της οποίας την ύπαρξη αγνοούσε παντελώς. To αναπηρικό αμαξίδιο πάνω στο οποίο βρισκόταν καθηλωμένη, ήταν σε πολύ κακή ως και άθλια κατάσταση. Μισοσκουριασμένο και ρυπαρό, συμπλήρωνε την φρικιαστική εικόνα του ατόμου που καθόταν πάνω σ' αυτή. Μια κοπέλα αρκετά ψηλή με ξυρισμένο κεφάλι. Οι τσίμπλες των ματιών της παραλίγο να εμποδίσουν την Simone να διακρίνει το, ομολογουμένως, εντυπωσιακό χρώμα τους. Πράσινα, σαν φρέσκο γρασίδι που το θωπεύουν μπρούντζινες ηλιαχτίδες. Τα ρούχα της ήταν άπλυτα κι ανέδιδαν μια πάρα πολύ δυσάρεστη μυρωδιά, η οποία ήταν πράγματι ανυπόφορη. Nύχια άκοπα, νύχια όμοια με εκείνα ενός γύπα, την έκαναν να δείχνει μη ανθρώπινη. Η Simone είχε κοκαλώσει. Το πλάσμα την κοιτούσε με ύφος εχθρικό και συνάμα φοβισμένο.
-Ποιά είσαι; κατάφερε να ψελλίσει ύστερα από κάμποσα λεπτά.
 H Rita άνοιξε τα εδώ και καιρό ξεραμένα και σκασμένα χείλη της.
 -Simone, Simone μήπως είσαι εδώ κάτω;
 H φωνή του Karl ήχησε ανήσυχη. Η Simone με κόπο κρατούσε την ανάσα της. Η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά, που φοβόταν ότι θα την προδώσει....


Χριστίνα Καρρά & Ηλίας Στεργίου