Το κλειδί του παραδείσου (Κεφάλαιο 15) - "Το τελειωτικό χτύπημα"

Όταν ήρθε να τον βοηθήσει να ντυθεί, το πρόσωπο της για άλλη μια φορά είχε αλλάξει. Κάτι είχε συμβεί και μάλιστα πολύ σοβαρό.
«Έγινε κάτι;» τη ρώτησε, παραξενεμένος από την απόλυτη σιωπή της. Εκείνη για απάντηση αναστέναξε κουνώντας το κεφάλι της αρνητικά.
«Τίποτα που να σε ανησυχεί» του ξέκοψε δίνοντας του να καταλάβει ότι δεν ήθελε να το συζητήσει.

Πηγαίνοντας τον σε ένα δωμάτιο που ήταν δίπλα από το κουκλίστικο δικό της, έμεινε για λίγο να τον κοιτάει χωρίς να μπορεί να κάνει μια λογική σκέψη.
«Έχεις νοσοκομειακό δωμάτιο μέσα στο σπίτι σου;» δεν μπορούσε να το κρατήσει για τον εαυτό του.
«Μεγάλη ιστορία» μουρμούρισε και μόλις τον βοήθησε να ξαπλώσει στο μονό κρεβάτι, ανασήκωσε το πάνω μέρος του κρεβατιού για να μην είναι τελείως ξαπλωμένος και εξαφανίστηκε για άλλη μια φορά.
Βλέποντας το κομοδίνο με το τραπεζάκι δίπλα του, που ήταν ακόμα καλύτερο και πιο σύγχρονο και από αυτό που είχε στο νοσοκομείο, το πλήρως εξοπλισμένο δωμάτιο με το αναπαυτικό κρεβάτι, την μπουκάλα οξυγόνου, τον στύλο όπου κρεμούσαν τους ορούς, μέχρι και το μηχάνημα που καταγράφει τους παλμούς ενός ασθενή, άρχισε να νιώθει άβολα. Ποιος θα έφτιαχνε στο σπίτι του ένα δωμάτιο νοσοκομείου και γιατί;
Καθώς εκείνη γύρισε κρατώντας μια ξυριστική μηχανή στο χέρι, χωρίς να τον κοιτάξει πήγε πάνω από το κεφάλι του και έβαλε τη συσκευή στην πρίζα. Πατώντας το κουμπί για να την ενεργοποιήσει, άνοιξε τα μάτια της διάπλατα από έκπληξη.
«Τι λες τώρα!» αναφώνησε χωρίς να το πιστεύει. «Ε λοιπόν, να έρχεσαι πιο συχνά. Μάλλον η αύρα σου κάνει τις συσκευές να λειτουργούν και πάλι» τον πείραξε γελώντας με δυσπιστία ακόμα, ενώ απενεργοποιώντας τη συσκευή την άφηνε πάνω στο τραπεζάκι.
«Γιατί δεν δούλευε πριν;» αναρωτήθηκε ο “Άνταμ” φωναχτά.
«Όλες οι ηλεκτρικές συσκευές με μισούν. Μόλις τις χρειαστώ, βρίσκουν την ώρα να χαλάσουν» είπε με άχτι και γέλασε με το ύφος της.
Γυρίζοντας του την πλάτη, άνοιξε την πλήρως εξοπλισμένη ντουλάπα και αφού φόρεσε μια ποδιά, πήρε στο χέρι της ό,τι χρειαζόταν πριν γυρίσει ξανά κοντά του.
«Να φανταστώ ότι δεν έπλυνες το μούσι» διαπίστωσε απογοητευμένα μόλις του έβγαλε τη μάσκα που του είχε φορέσει για λίγο ώστε να σταθεροποιήσει την αναπνοή του από το λαχάνιασμα.
«Είπες να μην βρέξω την πληγή στον αυχένα» αμύνθηκε αλλά εκείνη δεν το σχολίασε.
«Αν νιώσεις να δυσφορείς, πες μου να σταματήσω για να σου βάλω το οξυγόνο» του είπε τη στιγμή που έβαζε γύρω από τον λαιμό του μια ειδική μπέρτα που είχαν στα κομμωτήρια.
Πιάνοντας την μηχανή του πήρε το πολύ μούσι με σταθερές και γρήγορες κινήσεις σαν επαγγελματίας και αφήνοντας τη στην άκρη έπιασε τον αφρό ξυρίσματος και άρχισε να τον πασαλείφει αποφεύγοντας τη ματιά του.
«Εκτός από αποκλειστική νοσοκόμα, μασέρ, φυσικοθεραπεύτρια και κομμώτρια έχεις κάνει και κουρέας;» σχολίασε πειραχτικά αλλά με θαυμασμό, παραξενεμένος με το πόσο εξοικειωμένη και επαγγελματίας έδειχνε, όχι μόνο αυτήν τη στιγμή αλλά σε όλα όσα έκανε μέχρι τώρα.
Για απάντηση ανασήκωσε τους ώμους της απλά, σαν να μην την ενδιέφερε και πολύ το θέμα, ενώ με τον δείκτη της του ανασήκωνε το σαγόνι για να πασαλείψει με αφρό και τον λαιμό του.
«Είσαι ασυνήθιστα σιωπηλή» παρατήρησε ο “Άνταμ” καθώς κατέβαζε ξανά το κεφάλι για να την κοιτάξει στα μάτια.
«Πρέπει να φύγω» εξήγησε απλά βάζοντας το χέρι μέσα στην τσέπη της και η ανάσα του “Άνταμ” κόπηκε στην μέση.
“Πώς θα άντεχε μόνος του χωρίς εκείνη δίπλα του;” αναρωτήθηκε μέσα του αλλά δεν το εξέφρασε δυνατά, δεν ήθελε να μαλώσουν πάλι.
«Νέο παιχνιδάκι» είπε με μια πονηρή ματιά και βγάζοντας από την τσέπη της μια λεπίδα που χρησιμοποιούσαν οι κουρείς για να ξυρίζουν, την άνοιξε και τον κοίταξε με προκλητικό ύφος.
«Θες ακόμα να δώσεις ένα τέλος στη μίζερη ζωή σου;» τον ρώτησε ενώ σχίζοντας τον αέρα με τη λεπίδα έβγαζε μικρές κραυγές που ακούγονταν σαν «χς, χς, χς».
Ο Άνταμ, χωρίς να μπορεί να συγκρατηθεί, άρχισε να γελά.
«Τι; Όχι;» διαμαρτυρήθηκε εκείνη με απογοήτευση. «Κρίμα και είχα όρεξη να πιω αίμα σήμερα» του είπε σαν να μιλούσε σοβαρά ενώ ανασηκώνοντας και πάλι το κεφάλι του ετοιμάστηκε να τον ξυρίσει.
«Μην κουνηθείς γιατί δεν φημίζομαι για το σταθερό μου χέρι, οπότε δεν υπόσχομαι να μην πάρω και δέρμα μαζί με τα γένια σου» τον προειδοποίησε ενώ η λεπίδα στο χέρι της άρχισε να τρέμει και ο “Άνταμ” για μια στιγμή τα χρειάστηκε.
“Πραγματικά το εννοούσε;” αναρωτήθηκε για μια στιγμή αλλά κρατώντας την ανάσα του έμεινε ακίνητος κοιτώντας το χέρι της να κατεβαίνει με αγωνία.
«Ω! Γαμώτο…» έβρισε μόλις πέρασε την λεπίδα από το μάγουλο του και μόλις κοίταξε τη λεπίδα μέσα στα αίματα, υποσυνείδητα έβγαλε το χέρι του κάτω από την μπέρτα και έπιασε το μάγουλό του.
Δεν έμοιαζε να είχε πληγή και όταν κοίταξε το χέρι του δεν είχε τίποτα απάνω πέρα από λίγο αφρό. Εκείνη αμέσως άρχισε να γελάει.
«Πάντα πιάνει» του είπε αμετανόητη που του την είχε φέρει και την κοίταξε μπερδεμένος.
«Αν καθίσεις τώρα φρόνιμα, σου υπόσχομαι να σου το δώσω να παίξεις» του είπε ενώ σκουπίζοντας τη λεπίδα πάνω στην ποδιά της, την έκλεισε και μόλις την άνοιξε ξανά πέρασε το δάχτυλό της από πάνω της και την είδε να ματώνει ξανά χωρίς όμως να έχει καμία πληγή στο δάχτυλο της.
«Με δουλεύεις;» τη ρώτησε χωρίς να το πιστεύει.
«Πρέπει να δω τις προθέσεις σου πριν βγάλω το κανονικό ξυραφάκι, αλλιώς θα σε αφήσω με τους αφρούς» του απάντησε εκείνη και κοιτώντας τον στα μάτια έμεινε να περιμένει τις αντιδράσεις του.
«Δεν θα κάνω καμία απόπειρα» της υποσχέθηκε κάτω από τον αναστεναγμό του.
«Τότε δικό σου. Καλή διασκέδαση» του απάντησε εκείνη και κλείνοντας ξανά τη λεπίδα την άφησε μέσα στο χέρι του πριν βγάλει ένα κανονικό ξυραφάκι από την τσέπη της.
Απλώνοντας τον αφρό ξανά στο σημείο που του είχε ξυρίσει με την ψεύτικη λεπίδα, ετοιμάστηκε να τον ξυρίσει κανονικά αυτήν την φορά.
«Τώρα μείνε ακίνητος» του είπε με αυστηρή φωνή και μόλις ο “Άνταμ” το έκανε κόβοντας την ανάσα του στη μέση άρχισε πάλι να χαχανίζει.
«Πλάκα κάνω» του είπε πειραχτικά και καθώς εκείνος ζάρωσε τα φρύδια του παραξενεμένος συνέχισε. «Είμαι εκπαιδευμένη σε κινούμενο στόχο αλλά θα τελειώσουμε πιο γρήγορα αν συνεργαστείς λίγο. Φυσικά επιβάλλεται να ανασαίνεις» του είπε χτυπώντας του πειραχτικά τη μύτη για να τον ξεπαγώσει λίγο, ενώ τα μάτια της δεν σταματούσαν να γελάνε.
«Αν ο σκοπός σου είναι να με τρελάνεις, το καταφέρνεις με μεγάλη επιτυχία» εξέφρασε εκείνος παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, πριν την αφήσει να βγει από μέσα του βαριά τελείως απηυδισμένος πια με την συμπεριφορά της.
«Δεν είσαι και ο πιο εύκολος ασθενής όποτε μου επιτρέπεις να παίρνω τα μέτρα μου» του χτύπησε εκείνη και πριν εκείνος απαντήσει, άρχισε να τον ξυρίζει με σταθερές και γρήγορες κινήσεις σταματώντας μόνο στα ξεσπάσματα του βήχα του για να τον αφήσει να πάρει μια ανάσα.
«Τι είναι αυτό;» τη ρώτησε ενώ περιεργαζόταν την ψεύτικη λεπίδα.
«Ο παππούς μου είχε μανία με τα ξυραφάκια. Όταν το βρήκα σε ένα μαγαζί ένα Hallowing, πραγματικά μου έλυσε τα χέρια. Νόμιζε ότι έκοβε το χέρι του πραγματικά και δεν προσπαθούσε να κλέψει τα δικά μου ξυραφάκια» του εξήγησε χωρίς να τον κοιτά και ο “Άνταμ” έμεινε για λίγο να την κοιτά σκεπτόμενος τα λόγια της.
«Ήθελε να αυτοκτονήσει;» τη ρώτησε με πραγματική περιέργεια.
«Όχι, ήθελε απλά να γδέρνει το δέρμα του. Για κάποιον λόγο αυτό τον κρατούσε ήρεμο» είπε ανασηκώνοντας τους ώμους της σαν να μην μπορούσε να καταλάβει τον λόγο που θα μπορούσε κάτι τέτοιο να ευχαριστεί κάποιον.
«Δεν καταλαβαίνω» παραδέχτηκε ηττημένα.
«Τα πέντε τελευταία χρόνια πριν πεθάνει είχε αλτσχάιμερ» του εξήγησε εκείνη, σαν αυτό μπορούσε να απαντήσει σε όλα του τα ερωτηματικά.
«Είναι πολλά χρόνια που έχει πεθάνει;» τη ρώτησε προσπαθώντας να μάθει περισσότερα.
«Τρία χρόνια» απάντησε εκείνη με μια επίπεδη φωνή σαν να το είχε ξεπεράσει αλλά δεν τον ξεγέλασε. Ήταν ολοφάνερο ότι υπέφερε ακόμα από την απουσία του.
«Λυπάμαι» εξέφρασε εννοώντας το πραγματικά.
«Ξεκουράστηκε» του απάντησε αμέσως σαν να ήταν μία απάντηση που την είχε προβάρει μπροστά στον καθρέπτη αρκετές φορές πριν την εκφράσει δυνατά.
«Γιατί κρατάς τα πράγματά του ακόμα;» τη ρώτησε δείχνοντας της ανοιχτά ότι δεν τον ξεγελούσαν τα λόγια της.
«Έχεις ιδέα τι αγώνα έκανα για να καταφέρω να τα ξεχρεώσω όλα αυτά; Άσε που τώρα δεν πιάνουν μια, οπότε ποιος ο λόγος να τα σκοτώσω;» του έδωσε άλλη μια έτοιμη απάντηση αλλά και πάλι δεν πίστευε ότι ήταν αυτός ο πραγματικός λόγος που δεν είχε αλλάξει ούτε στο ελάχιστο το δωμάτιό του.
«Υπέφερε πολύ» διαπίστωσε και εκείνη, παρόλο που έδειξε ανοιχτά ότι άρχισε να δυσφορεί με αυτήν την κουβέντα, δεν προσπάθησε να αποφύγει την απάντηση.
«Δεν θα το έλεγες ζωή το να πρέπει να μένεις δώδεκα χρόνια καθηλωμένος μέσα σε αυτό το δωμάτιο, με τις τύψεις να σε βασανίζουν που η δική σου κατάσταση επιβαρύνει το μοναδικό άτομο που σου απέμεινε» του είπε και ο “Άνταμ”  αναστέναξε βαριά.
«Μάλλον εσύ υπέφερες περισσότερο» διαπίστωσε και τον κοίταξε δύσπιστα στα μάτια.
«Με δουλεύεις;» τον ρώτησε χωρίς να το πιστεύει. «Ήταν τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου» του είπε εννοώντας το και ο “Άνταμ” ένιωσε να μπερδεύεται.
«Ποιο παιδί δεν θέλει να είναι ανεξάρτητο από τα δέκα του…» συνέχισε σε απάντηση στα ερωτηματικά που εξέφραζε με τη ματιά του. «…να πηγαίνει στο σχολείο όποτε γουστάρει και μάλιστα με την πλήρη συγκατάθεση των δασκάλων του, να κάνει δουλειές που θα έπρεπε τουλάχιστον πρώτα να ενηλικιωθεί για του επιτραπεί να περάσει έστω και έξω από τα κτίρια των συγκεκριμένων εργασιών, να φεύγει από το σπίτι και να γυρίζει όποτε του γουστάρει…» Τα μάτια του “Άνταμ” άνοιξαν διάπλατα από την έκπληξη και εκείνη, αφήνοντας την ανάσα της να βγει από μέσα της ξεψυχισμένα, συνέχισε πιο ήρεμα.
«Μπορεί να πατούσα πάνω στο μαρτύριο…» είπε ενώ έβαζε αποσιωπητικά στη λέξη “μαρτύριο” με τα δάχτυλα της. «…που ζούσα, για να μπορώ να πετύχω τους σκοπούς μου αλλά ο μόνος που πραγματικά υπέφερε εδώ μέσα ήταν ο παππούς μου και αυτό γιατί δεν μπορούσε… δεν ήθελε να καταλάβει ότι εγώ όχι απλά περνούσα καλά αλλά… Εξαιτίας αυτής της κατάστασης, γνωρίζω τόσα πράγματα όσα άλλοι θα χρειαζόντουσαν μια ζωή και ίσως να μην τους έφτανε για να τα μάθουν και ας είμαι μόλις εικοσιοκτώ χρόνων. Μπορεί να μου λείπουν τα πτυχία για να εκμεταλλευτώ τις γνώσεις μου αλλά στην πράξη δεν με φτάνει κανένας» του τόνισε με καμάρι και ο “Άνταμ” άφησε έναν αναστεναγμό.  
Αφήνοντας ασχολίαστο τον αναστεναγμό του, πέρασε για μια τελευταία φορά το ξυραφάκι από τον λαιμό του και μόλις επιθεώρησε τη δουλειά της, χαμογέλασε με ικανοποίηση.
«Έτοιμος» δήλωσε ξεβγάζοντας ξανά το ξυραφάκι στο λεκανάκι που είχε δίπλα της πριν το σκουπίσει στην ποδιά της και το φυλάξει στην τσέπη της.
«Τώρα μπορώ να πω ότι φέρνεις λίγο στον κύριο Γουέρλες…» συνέχισε ενώ έπιασε την πετσέτα για να του καθαρίσει το πρόσωπο και τον λαιμό από τα υπολείμματα του αφρού.
«Αν βγάλεις από πάνω σου και αυτό το μισοκακόμοιρο ύφος…» συμπλήρωσε καθώς κλείνοντας τα μάτια του με το χέρι της του κούνησε λίγο το κεφάλι, λες και αυτό έφτανε για να βάλει όλες τις μπερδεμένες του σκέψεις σε μια τάξη. «Τότε ίσως έχουμε την ελπίδα μια μέρα να γυρίσει και πάλι κοντά μας» κατέληξε αγνοώντας το απηυδισμένο του ύφος καθώς σηκώθηκε όρθια για να τακτοποιήσει τα πράγματα που είχε χρησιμοποιήσει. Για την υπόλοιπη ώρα, την έβλεπε να τριγυρίζει από εδώ και από εκεί σαν να ήταν μια εργατική μέλισσα, ενώ με γρήγορες κινήσεις τακτοποιούσε και προετοίμαζε όλα όσα είχε ανάγκη εκείνος για να μπορεί να καταφέρει να εξυπηρετηθεί μόνος του το διάστημα που εκείνη θα έλειπε. Βάζοντας μια νέα πεταλούδα στο χέρι, αφού του είχε αφαιρέσει την παλιά πριν φύγουν από το νοσοκομείο, έβαλε τον ορό και αφού τον ρύθμισε, έφυγε ξανά. Τη στιγμή που γύρισε, άφησε τα θερμός που κρατούσε στην αγκαλιά της πάνω στο τραπεζάκι και τακτοποιώντας τα άρχισε να του εξηγεί.
«Αυτά είναι στην περίπτωση που θες να πιεις κάτι. Εδώ έχει χυμό, εδώ τσάι και αυτά είναι τα γεύματα σου. Θα πίνεις ένα γεύμα κάθε μια ώρα. Αν γυρίσω και τα δω γεμάτα, θα τα πιεις όλα μαζεμένα» του δήλωσε χωρίς να υπάρχει καθόλου χιούμορ στην φωνή της.
«Αν θες τουαλέτα, πάρε μαζί σου τον ορό…» συνέχισε να τον καθοδηγεί. «…αν δεις ότι δεν προλαβαίνεις, χρησιμοποίησε την πάπια. Θα σου έβαζα πάνα αλλά προτιμώ να μην το κάνω για να μην γίνουν χειρότερα οι πληγές σου, οπότε προσπάθησε να χρησιμοποιείς την τουαλέτα. Αν έχεις κανένα ατύχημα, μην σε απασχολεί, έχει υποσέντονα κάτω από το σεντόνι, μόλις γυρίσω θα τα αλλάξω… Άλλο…» σκέφτηκε και κοίταξε γύρω της πριν συνεχίσει.
«Το οξυγόνο…» είπε ενώ έπιανε την συσκευή που του είχε φέρει όταν τον έβγαλε από το νοσοκομείο. «…καλό είναι να το χρησιμοποιείς μόνο όταν νιώθεις ότι το έχεις πραγματικά ανάγκη μέχρι να μου φέρουν την καινούργια μπουκάλα» του είπε δείχνοντας την μπουκάλα του οξυγόνου που έστεκε πίσω του. Καθώς ο “Άνταμ” κατένευσε, εκείνη έφυγε από το δωμάτιο και γύρισε αμέσως κρατώντας στα χέρια της ένα μικρό λευκό λάπτοπ.
«Νέο παιχνίδι» του είπε πειραχτικά ενώ το τακτοποιούσε πάνω στο ανοιχτό τραπέζι του κομοδίνου του και το γύριζε έτσι ώστε να βλέπει την οθόνη.
«Αυτό –στην περίπτωση που δεν το θυμάσαι– είναι λάπτοπ…» του εξήγησε και της χαμογέλασε δείχνοντας της ότι ήξερε ακριβώς τι ήταν.
«Εφόσον δεν έχω τηλέφωνο, θα είναι το μέσον που θα μπορείς να επικοινωνείς μαζί μου αλλά επιπλέον…» είπε βάζοντας το δάχτυλό της πάνω στο ποντίκι που είχε πάνω το πληκτρολόγιο του υπολογιστή. «..θα μπορείς να απασχολήσεις λίγο το μυαλό σου για να περάσει η ώρα».
«Άνταμ» σχολίασε βλέποντας το όνομα που είχε δίπλα από το εικονίδιο με το μήλο κάτω από ένα άλλο που έλεγε “Εύα” με εικονίδιο ένα διαβολάκο.
«Αυτό δεν είναι το όνομά σου;» του γύρισε το σχόλιο καθώς το πατούσε για να μπει στην επιφάνεια εργασίας.
«Από εδώ…» συνέχισε γρήγορα πριν του αφήσει το περιθώριο να το σχολιάσει περισσότερο. «…μπορείς να μπεις στο ίντερνετ, να χαζέψεις λίγο ή να παίξεις κανένα παιχνίδι από όσα έχω μέσα στον υπολογιστή...» Τον καθοδηγούσε ενώ του έδειχνε τα απαραίτητα κουμπιά. «…και να επικοινωνήσεις μαζί μου στην περίπτωση που θες κάτι» εξήγησε και μπαίνοντας σε μια εφαρμογή τον άφησε να δει το περιβάλλον πριν συνεχίσει.
«Πατώντας πάνω σε αυτό το όνομα, αυτόματα με καλείς και εγώ από το κινητό μπορώ να σου απαντάω…» εξήγησε και τον κοίταξε στα μάτια. «Θες να το δοκιμάσεις να δεις πως δουλεύει;» τον ρώτησε και κάνοντας πιο πίσω τον άφησε να πειραματιστεί.
Πατώντας εκείνος πάνω στο όνομα “Μαίρη Πόπινς”, από τα ηχεία άρχισε να ακούγεται ο ήχος μια γραμμής που καλούσε και εκεί που περίμενε η Εύα να βγάλει το κινητό της για να του απαντήσει, είδε άξαφνα σε ένα πλαίσιο το πρόσωπο της γυναίκας του και πάγωσε.
«Έλα Εύα είχαμε καμία…;» ξεκίνησε η κυρία Ελεονόρα να λέει αλλά μόλις είδε το πρόσωπο του άντρα της σταμάτησε πριν συμπληρώσει. «Ντίλαν; Ντίλαν, αγάπη μου, εσύ είσαι;» πραγματικά δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια της.
«Καλησπέρα, κυρία Ελεονόρα…» απάντησε η Εύα αντί για τον αποσβολωμένο “Άνταμ”, που είχε πραγματικά χάσει τη μιλιά του, ενώ την κοίταζε με ένα ύφος που δήλωνε το πόσο προδομένος ένιωθε εκείνη τη στιγμή.
«Λυπάμαι που δεν έχω χρόνο να σας ενημερώσω για όλα αλλά πραγματικά πρέπει να φύγω. Η επόμενη πτήση είναι σε τέσσερις ώρες, οπότε φροντίστε σε έξι ώρες ακριβώς να είναι κάποιος στο αεροδρόμιο να παραλάβει το πακέτο με τον ιατρικό του φάκελο που σας στέλνω. Το αργότερο μέχρι αύριο στη μία, θα πρέπει να ξέρω τι αποφάσεις πήρατε. Αν επιμείνει να μείνει, πρέπει να γνωρίζω τη νέα αγωγή άμεσα, γιατί έχω προμήθειες μόνο για δύο μέρες και πρέπει να κάνω παραγγελία τα φάρμακα. Αν χρειαστείτε κάτι άλλο, καλέστε με σε μισή ώρα» της είπε και πριν φύγει χτύπησε απαλά τον ώμο του “Άνταμ”.
«Σε αφήνω σε καλά χέρια» είπε προς το αφεντικό της και μόλις απομακρύνθηκε από κοντά του εκείνος αμέσως τη σταμάτησε.
«Δεν μπορείς να με αφήσεις έτσι, αν χρειαστώ κάτι; Αν με πιάσει πάλι εκείνος ο βήχας…;»
«Τότε κάνε τον σταυρό σου και προσευχήσου να περάσει γρήγορα» του απάντησε εκείνη με άνεση και την κοίταξε σοκαρισμένος. «Μην με κοιτάς έτσι. Θέλω μισή ώρα για να έρθω από το γραφείο, πώς ακριβώς θα μπορώ από εκεί να σε βοηθήσω;» τον ρώτησε και ο “Άνταμ” με έναν αναστεναγμό τα παράτησε.
«Μην με περιμένεις, δεν ξέρω τι ώρα θα γυρίσω. Ξεκουράσου όσο μπορείς» τον συμβούλευσε και έφυγε πριν τη σταματήσει ξανά.
«Ντίλαν;» προσπάθησε η Ελεονόρα να του αποσπάσει την προσοχή και εκείνος αναστέναξε ξεψυχισμένα.
«Μίλησε μου, αγάπη μου, σε παρακαλώ» τον ικέτεψε και ο “Άνταμ” την κοίταξε στα μάτια διστακτικά.
«Δεν ξέρω τι να πω» είπε ηττημένα κάτω από την ανάσα του, ενώ απέφευγε τη ματιά της και πάλι.
«Πώς είσαι, καρδιά μου;» τον ρώτησε με την ελπίδα να καταφέρει να τον κάνει να της μιλήσει έστω και λίγο.
«Τελείως μπερδεμένος» παραδέχτηκε την αλήθεια τρίβοντας τους κροτάφους του με δύναμη για να πάρει μια ανάσα.
«Θυμάσαι τι…» πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση της, εκείνος άρχισε να κουνάει το κεφάλι του αρνητικά ενώ απλώνοντας το χέρι του μπροστά πήγε να πατήσει το κόκκινο κουμπί που έκλεινε το πρόγραμμα.
«Λυπάμαι αλλά δεν μπορώ να το κάνω αυτό» της είπε απολογητικά αλλά πριν το κλείσει εκείνη προσπάθησε να τον σταματήσει.
«Αν θες να μείνεις μαζί της, δεν έχω πρόβλημα» του είπε γρήγορα για να τον προλάβει και ο “Άνταμ” την κοίταξε στα μάτια για μια στιγμή.
«Ξέρω πώς νιώθεις για εκείνη και δεν υπάρχει λόγος να νιώθεις τύψεις γι’ αυτό. Δεν με πληγώνεις, αγάπη μου, αντίθετα, αν όλα ήταν όπως θα έπρεπε να ήταν, δεν έχεις ιδέα πόσο ευτυχισμένη θα με έκανες αυτήν τη στιγμή». Καθώς την κοίταξε για λίγο μπερδεμένος, εκείνη του χαμογέλασε γλυκά και συνέχισε με πιο ζεστό βλέμμα.
«Δεν σου είπε τίποτα για μας;» τον ρώτησε και ο “Άνταμ” κούνησε το κεφάλι του αρνητικά ενώ μέσα του πάλευε να βρει μια λογική σε αυτά που του έλεγε.
«Σε αγαπάω όσο δεν αγάπησα κανέναν άλλον άντρα στη ζωή μου και ξέρω ότι βαθιά μέσα σου νιώθεις ότι με αγαπάς και εσύ αλλά ο γάμος μας δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια συνεργασία μεταξύ δύο πολύ καλών φίλων» του εξήγησε εκείνη και ο “Άνταμ” άρχισε να ανασαίνει πιο γρήγορα, καθώς όλα μέσα του γινόντουσαν ένα τεράστιο κουβάρι.
«Δεν καταλαβαίνω. Αν με αγαπάς και όπως λες σ’ αγαπάω και εγώ…»
«Είμαι λεσβία, Ντίλαν» του ξεκαθάρισε πριν τον αφήσει να τελειώσει τη φράση του και ανοιγόκλεισε τα μάτια του κοιτώντας τη σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά μπροστά του.
«Από τη μια ο πατέρας μου πάντα το θεωρούσε κάτι σαν αρρώστια, που με τη σωστή θεραπεία –δηλαδή τον κατάλληλο άντρα– θα περάσει, από την άλλη εγώ ήθελα απεγνωσμένα κάποιον να διοικεί την εταιρεία για μένα και κάπου εκεί βρέθηκες εσύ…» του είπε ανοιχτά την αλήθεια και καθώς είδε να την κοιτά χωρίς να ξέρει πώς να αντιδράσει σε αυτό, εκείνη συνέχισε.
«Δεν μπορώ να πω ότι η συνεργασία μας ξεκίνησε με τις καλύτερες προοπτικές αλλά στην πορεία με γνώρισες και εγώ γνώρισα εσένα. Σε αγάπησα και ξέρω πολύ καλά ότι η αγάπη μου είχε ανταπόκριση αλλά δεν γίναμε ποτέ το πραγματικό ζευγάρι που έλπιζε ο πατέρας μου ότι θα γίνουμε, όμως βρήκαμε τον τρόπο να συνυπάρχουμε και περνούσαμε πραγματικά καλά. Τη ζωή μας θα τη ζήλευαν πολλά ζευγάρια αλλά μετά ήρθε η Εύα. Δεν την αγάπησες τώρα, Ντίλαν, δύο χρόνια την κυνηγάς» του επιβεβαίωσε αυτό που είχε ήδη καταλάβει μέσα από την ανάμνηση που είχε δει όταν ήταν στο νοσοκομείο.
«Μας διέλυσε τη σχέση;» αναρωτήθηκε φωναχτά και εκείνη άφησε να της ξεφύγει ένα γελάκι.
«Ντίλαν, δεν είχε κάτι να διαλύσει. Ξέραμε ότι ήταν απλά μια συμφωνία που θα κρατούσε μέχρι ο ένας από τους δύο μας να βρει πρώτος αυτό που πραγματικά θέλει» του τόνισε. «Αλλά τα αισθήματά σου δεν βρήκαν ποτέ ανταπόκριση» συμπλήρωσε με παρηγορητικό τόνο.
«Και για να την εκδικηθώ την εκβίασα, για να την κάνω να υποφέρει» Με τα λόγια του αυτά η Ελεονόρα πάγωσε για λίγο.
«Πόσα θυμάσαι;» θέλησε να μάθει με πραγματική περιέργεια.
«Δεν θυμάμαι τίποτα και για να είμαι ειλικρινής δεν θέλω να θυμηθώ. Όσα ψήγματα θαμμένων αναμνήσεων έχουν ξυπνήσει…» σφραγίζοντας τα χείλια του άρχισε να κουνάει το κεφάλι αρνητικά, ενώ γυρίζοντας το στο πλάι απέφευγε τη ματιά της ντροπιασμένος.
«Δεν ξέρω ποιος ήμουν ή τι έχω κάνει πριν χάσω τη μνήμη μου αλλά δεν είμαι πια αυτός ο άνθρωπος. Δεν θέλω να θυμηθώ, αντίθετα θέλω να ξεχάσω τα πάντα. Θέλω απλά να βάλω ένα τεράστιο Χ σε όλα και να πιστέψω ότι η ζωή μου άρχισε τη στιγμή που την είδα από πάνω μου να παλεύει να με πείσει να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά» είπε τελικά με τόσο πόνο που η Ελεονόρα αναστέναξε χωρίς να ξέρει τι να πει.
«Ήθελα να βάλω τέλος στη ζωή μου και το κατάφερα…» συνέχισε νιώθοντας έντονα την ανάγκη να μοιραστεί τις σκέψεις του με κάποιον. «Έφαγα από τα σκουπίδια ό,τι πιο βρώμικο και σάπιο φαγώσιμο βρήκα για να το καταφέρω αλλά όταν άρχισα να πονάω, κάτι με έκανε να θέλω να παλέψω για να κρατηθώ στη ζωή, και τότε έπεσα επάνω της. Πες το τύχη, πες το γκαντεμιά, δεν ξέρω τι ήταν αλλά για λίγο πίστεψα ότι άξιζε να ζήσω. Όμως δεν μπορώ να γυρίσω πίσω και να ζήσω τη ζωή που θέλετε, Ελεονόρα. Δεν μπορώ να είμαι αυτός που ήμουν, όλες οι αναμνήσεις που έχω είναι τόσο…» Δεν ήξερε πώς να το περιγράψει με λόγια. «…με κάνουν να θέλω πραγματικά να δώσω ένα τέλος σε όλα, ένα οριστικό τέλος αυτή τη φορά και σου το ορκίζομαι, αν δεν σκεφτόμουν ότι αν το κάνω εκείνη θα μπλέξει εξαιτίας μου, τότε θα το είχα κάνει ήδη. Δεν έχω ιδέα γιατί επιμένει τόσο πολύ να με σώσει αλλά ξέρω ότι δεν το κάνει γιατί έχει αισθήματα για μένα και αυτό με φέρνει στα όρια της τρέλας» εξομολογήθηκε πικραμένα ενώ αφήνοντας το κεφάλι του να ακουμπήσει πάνω στο μαξιλάρι, κοίταζε το ταβάνι.
«Τα κίνητρά της δεν είναι και τόσο αθώα αλλά μπορείς να της έχεις εμπιστοσύνη» του είπε εκείνη και κούνησε το κεφάλι του θετικά.
«Το ίδιο κατάλαβα και εγώ αλλά δεν αλλάζει τίποτα. Δεν ανήκω πουθενά, από όσα μου είπε, εκτός από εσένα δεν ενδιαφέρεται κανείς άλλος για μένα, αλλά ακόμα και εσύ θες τον άντρα που έχασες, όχι εμένα…»
«Ντίλαν…» προσπάθησε να του εξηγήσει ότι δεν ήταν αλήθεια αλλά εκείνος δεν την άφησε να συνεχίσει.
«Δεν είμαι πια ο Ντίλαν, δεν ξέρω καν ποιος διάολος ήταν αυτός ο άνθρωπος και δεν με ενδιαφέρει να μάθω» της δήλωσε κατηγορηματικά κοιτώντας την κατάματα με ύφος που δεν δεχόταν αντίρρηση.
«Και τι έχεις σκοπό να κάνεις τότε;» τον ρώτησε με πραγματικό ενδιαφέρον για εκείνον.
«Δεν ξέρω… Δεν ξέρω» έλεγε ξανά και ξανά κλείνοντας το πρόσωπο του μέσα στο χέρι του ενώ κουνούσε το κεφάλι του αρνητικά με πείσμα.
«Αγάπη μου, σε εκλιπαρώ, γύρνα σε μένα, σου το ορκίζομαι δεν θα σου ζητήσω να γίνεις κάτι που δεν είσαι. Δεν με νοιάζει ποιος είσαι πια, γύρνα πίσω και μαζί θα βρούμε μια λύση…» Δεν την άφησε να πει άλλα.
«Λυπάμαι αλλά δεν μπορώ» της είπε κάτω από τον αναστεναγμό του.
«Ντίλαν, σε παρακαλώ, σκέψου…» πριν ολοκληρώσει τη φράση της, ο “Άνταμ” είχε ήδη κλείσει το καπάκι του λάπτοπ και πριν σκεφτεί τις πράξεις του, εκτόξευσε με δύναμη το τραπεζάκι στην άλλη μεριά του δωματίου ουρλιάζοντας της:
«Δεν είμαι ο Ντίλαν πια».


Χρυσάνθη Καλαφάτη