Η Αναζήτηση (Κεφάλαιο 18)

Η καταιγίδα είχε εξελιχτεί σε μια τρομακτική μπόρα. Τόσο, που κινούνταν με δυσκολία, ώσπου στο τέλος αναγκάστηκαν να σταματήσουν κακήν κακώς, στην άκρη του δρόμου, σε έναν σταθμό ανάπαυσης. Είχαν διασχίσει περίπου τη μισή διαδρομή. Και άλλη καθυστέρηση, και άλλος εκνευρισμός.
Μπήκαν και κάθισαν σε ένα τραπέζι δίπλα στη μεγάλη τζαμαρία και παραγγείλανε καφέδες. Κανείς δεν είχε όρεξη για κουβέντες, όλοι καθότανε σιωπηλοί στη θέση τους. Η Ζωή είχε γείρει στην αγκαλιά του Σωτήρη, η Αγνή με σταυρωμένα χέρια, είχε κολλήσει το πρόσωπο στο τζάμι και απολάμβανε τη βροχή ενώ ο Άγγελος όρθιος, με τον καφέ στο χέρι, καθότανε στην πόρτα, μακριά από τους υπόλοιπους.
Τα λόγια της Ζωής τον έκαιγαν, είχαν χτυπήσει την ευαίσθητη χορδή μέσα του. Έπιασε το κεφάλι του, είχε πονοκέφαλο.

Τον πλησίασε αθόρυβα από πίσω, τον αιφνιδίασε.
─Κοίταξε Άγγελε, του είπε με σοβαρό ύφος. Συγγνώμη για πριν. Ξέρω ότι επικρατεί μια γενικότερη αναστάτωση, όλοι είμαστε εκνευρισμένοι. Κακώς ξέσπασα σε σένα…
Έσκυψε το κεφάλι του.
─Όσο γι’ αυτό που είπα για τη μητέρα σου…
Τη σταμάτησε με ένα νεύμα του χεριού του.
─Ξέχνα το, της είπε. Εγώ φταίω.
Κοίταξε έξω τη βροχή.
─Ο πατέρας μου ήταν δικηγόρος, ξεκίνησε να λέει. Ένας άνθρωπος σκληρός, παλαιών αρχών και φανατικός θρησκόληπτος. Πίστευε πως η δικαιοσύνη θα έπρεπε να βασίζεται αποκλειστικά στην τιμωρία. Όσο πιο σκληρή η τιμωρία, τόσο πιο πολύ αποδίδονταν δικαιοσύνη. Θυμάμαι μια μέρα που με έπιασε να καπνίζω στα κρυφά─ήταν φανατικός αντικαπνιστής─ είχα φάει τόσο πολύ ξύλο, που πονούσα για τρεις μέρες. Απέρριπτε κάθε είδους επιβράβευση, όλοι θα έπαιρναν αυτό που τους άξιζε, μόνο όταν θα ερχότανε η τελική κρίση, στην επόμενη ζωή. Η μητέρα μου έκανε όση υπομονή μπορούσε, ώσπου μια μέρα τον εγκατέλειψε και δεν ξαναγύρισε. Πάλεψε να πάρει την κηδεμονία μου, μα δεν τα κατάφερε. Το γεγονός αυτό, ατσάλωσε το πείσμα του. Κλείστηκε στον εαυτό του και έγινε ακόμα σκληρότερος. Εμένα με μεγάλωσε ουσιαστικά η αδερφή του, μια γυναίκα αγράμματη, στενόμυαλη γεροντοκόρη, που το κυριότερο μέλημα της ήταν η κατήχηση. Μου διάβαζε ώρες ολόκληρες, εδάφια από τη Βίβλο και με έβαζε να τα αποστηθίζω. Κατεβατά ολόκληρα, για αιώνιες τιμωρίες και πάντα, μα πάντα ο ένοχος θα ήταν μια γυναίκα. Τα αγαπημένα της ήταν εκείνα, που επικρατούσε η ψυχοπαθολογική εμμονή, το «μη μολυνθείς μετά των γυναικών». Ίσως κατά βάθος, να ζήλευε τη μητέρα μου, η οποία βρήκε το κουράγιο και έφυγε μακριά από τον δυνάστη αδερφό της. Ο πατέρας μου επεδίωκε να σπουδάσω νομική, να ακολουθήσω τα βήματα του, μα εγώ πνεύμα ανεξάρτητο, ακολούθησα τον δικό μου δρόμο. Του είπα ότι ορκίστηκα πλέον να προσπαθώ να σώζω ανθρώπινες ζωές και όχι να τις καταδικάζω. Και η κατάληξη; Δεν μου ξαναμίλησε έκτοτε. Προσπάθησα πολλές φορές να τον συναντήσω αφού τελείωσα τη σχολή, μα πάντα αρνιότανε να με δεχτεί. Πριν τρία χρόνια, απλά πληροφορήθηκα ότι τον βρήκανε νεκρό, ξαπλωμένο στο κρεβάτι. Είχε πεθάνει λένε στον ύπνο του.
Έμεινε για λίγο σιωπηλή.
─Κατά βάθος, δεν ήταν απλά παρά μόνο ένας μισογύνης υποκριτής τελικά.
Τον κοίταξε με ύφος.
─Αν σου ξεφύγει τίποτα από όλα αυτά που είπαμε, σε ενημερώνω ότι σαν γιατρός που είμαι, ξέρω τουλάχιστον είκοσι μη ανιχνεύσιμους τρόπους να σε σκοτώσω.
Ο Άγγελος χαμογέλασε.
─Αν σιχαίνομαι κάτι στη ζωή μου, αυτό είναι η υποκρισία. Καταλαβαίνεις τι εννοώ.
─Δεν είχε δίκιο ξέρεις, είπε εκείνος.
─Τι εννοείς;
─Το ιερότερο πρόσωπο της αγίας γραφής, ξέρεις, ήταν γυναίκα, η Παναγία. Ο καθένας στην τελική, βρίσκει αυτό που θέλει να βρει. Αν θέλει να βρει την ασχήμια, τότε μόνο τα άσχημα θα βλέπει.. Αν όμως θέλει να δει τη γαλήνη και την ομορφιά, τότε αυτά είναι που θα αντικρύσει. Πάρε για παράδειγμα τη βροχή. Το ίδιο γεγονός, προκαλεί στον καθένα διαφορετικά συναισθήματα, ανάλογα το πώς θέλει να τη βιώσει. Κάποιοι περπατάνε με ευχαρίστηση στη βροχή και κάποιοι απλά βρέχονται.
─Αλήθεια, έχεις διαβάσει κανένα άλλο βιβλίο εκτός της αγίας γραφής;
─Αν ο Θεός γράψει άλλο, θα το διαβάσω.
Τον κοίταξε έκπληκτη.
─Άκουσα λάθος η μόλις αστειεύτηκες;
Κατέβασε το κεφάλι του χαμογελώντας. Η Ζωή έβγαλε τσιγάρο και το έβαλε στο στόμα της. Άναψε τον αναπτήρα και έμεινε αναποφάσιστη να κοιτάει την πορτοκαλί φλόγα. Το μετάνιωσε. Πέταξε το τσιγάρο στα σκουπίδια και είπε:
─Έχεις δίκιο.
─Τι εννοείς;
Δεν του απάντησε. Άνοιξε την πόρτα, βγήκε έξω και άρχισε να χορεύει με τα χέρια στον αέρα γελώντας αφήνοντας τον άναυδο.
─Παλιόκαιρος, ε; είπε ο Σωτήρης καθώς κοιτούσε έξω.
─Γιατί το λες αυτό; είπε χαμογελώντας η Αγνή. Λίγη βροχή δεν έβλαψε ποτέ κανέναν.
Ήπιε μια γουλιά από τον καφέ της.
─Σχεδόν σε όλες τις μεγάλες μου στιγμές έβρεχε. Και όλες οι μεγάλες μου στιγμές ήταν οι μεγάλες μου απώλειες. Τη μέρα που πέθανε η μητέρα μου, τη μέρα που πέθανε ο πατέρας μου. Τη μέρα που παντρεύτηκα…
─Τότε; Τι είναι αυτό που σου αρέσει;
─Είναι μια υπενθύμιση. Τις θλιβερές καταστάσεις, τις θεωρώ αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου, ίσως το πιο σημαντικό. Δεν γίνεται και αλλιώς. Ξέρω ότι αυτές είναι που μας κρατάνε τελικά ζωντανούς, μας κάνουν τελικά πιο δυνατούς.
─Με μπερδεύεις.
─Σ’ αυτόν τον κόσμο, τίποτα δεν είναι πραγματικά δικό μας, μόνο η ψυχή μας. Γι’ αυτό δεν πρέπει να τη χάσουμε, πρέπει να παραμείνουμε άνθρωποι.
Το βλέμμα της χάθηκε για λίγο στο κενό. Άρχισε να παίζει αφηρημένη με την τούφα από τα μαλλιά της.
─Την αγαπάς; ρώτησε ξαφνικά χωρίς να τον βλέπει.
Ο Σωτήρης αιφνιδιάστηκε. Πήρε ανάσα και ετοιμάστηκε να απαντήσει ναι, μα σταμάτησε και απέμεινε να την κοιτά. Γύρισε τότε και εκείνη και τα βλέμματά τους συναντήθηκαν.
─Συγγνώμη, του είπε. Δεν ήθελα να γίνω αδιάκριτη.
Ήπιε μια γουλιά από τον καφέ του αμήχανος. Πήρε βαθιά ανάσα και απέστρεψε το βλέμμα του.
─Δεν ξέρω, είπε στο τέλος. Είναι λίγο μπερδεμένο το θέμα.
─Καταλαβαίνω.
Μείνανε για λίγο σιωπηλοί.
─Δεν της αξίζει κάτι τέτοιο, είπε στο τέλος σιγά, σαν να μιλούσε στον εαυτό του. Της αξίζει να είναι ασφαλής.
─Τότε πες της την αλήθεια.
Ανασήκωσε τους ώμους του.
─Δεν θα την αντέξει, κανείς δεν αντέχει την αλήθεια. Ίσως είναι καλύτερα έτσι.
─Για ποιόν; Για σένα πάντως σίγουρα δεν είναι.
Την κοίταξε απορημένος.
─Τα μάτια σου έχουν μια απέραντη θλίψη, ακόμα και όταν γελάς, και πίστεψε με, ξέρω καλά πως είναι.
─Μια χαρά χαρούμενος είμαι, είπε ενοχλημένος.
─Συγχώρεσε με, δεν εννοούσα κάτι. Απλά σου είπα τι βλέπω.
Η Αγνή δεν το παρατήρησε, μα το χέρι του άρχισε να τρέμει ελαφρά, ένιωσε ταραγμένος. Ήπιε άλλη μια γουλιά καφέ. Το μυαλό του χάθηκε, επέστρεψε χρόνια πίσω. Έκλεισε τα μάτια. Προσπάθησε να διώξει τις σκέψεις του.
─Σου πάει αυτή η ανέμελη τούφα, είπε δείχνοντας με το δάχτυλό του τα μαλλιά της που πέφτανε με χάρη μπροστά στα μάτια της για να αλλάξει συζήτηση.
Ένιωσε να κοκκινίζει.
─Σε ευχαριστώ, του είπε. Η Ζωή το φρόντισε.
Έτριψε τους ώμους της.
─ Όλα αυτά είναι πρωτόγνωρα για μένα. Είμαι ανάμεσα σε καλούς ανθρώπους, που νοιάζονται για μένα. Για πρώτη φορά νιώθω─πώς να το πω─ελεύθερη και αυτό με τρομάζει. Είναι κάτι που δεν το έχω συνηθίσει.
Η ματιά της πλανήθηκε στο χώρο, αναζητώντας τον Άγγελο.
─Είναι τυχερός που σε έχει φίλο, είπε σιγά. Περνάει και αυτός πολλά, έχει ανάγκη από κάποιον να τον στηρίζει, να τον συμπονέσει και να τον συμπαρασταθεί ειλικρινά.
Συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι του ενοχλημένος. Δεν ένιωθε άνετα με όλο αυτό και η Αγνή, σάμπως και το έκανε επίτηδες.
─Είναι ίσως ο μοναδικός πραγματικός μου φίλος, είπε με κάποια δυσκολία.
Έπιασε την κούπα με τα δυο της χέρια και ήπιε μια μεγάλη γουλιά από τον καφέ της.
─Κάθε μέρα, ευχαριστώ τον Θεό που τον έστειλε στον δρόμο μου.
Βυθίστηκε στην καρέκλα του σκεφτικός. Στρέφοντας το κεφάλι έξω από το τζάμι, το πρόσωπό του πήρε μια έκφραση απορίας.
─Η Ζωή είναι αυτή; είπε.
Της Αγνής της έπιασαν τα γέλια.
─Ναι.
─Τρελάθηκε; Τι κάνει εκεί έξω;
Σηκώθηκε και πήγε τρέχοντας στην πόρτα, δίπλα στον Άγγελο που κοιτούσε τη σκηνή χαμογελώντας.
─Έλα μέσα, της φώναξε. Θα αρρωστήσεις.
─Ε και; Γιατρός είμαι, θα με κάνω καλά!

Ηλίας Στεργίου