Άβατο: Ο Έκπτωτος (Κεφάλαιο 6/Μέρος Α) - "Οι τέσσερις δυνάμεις"

«Στης εποχής τα χρόνια τα παλιά, μοιράστηκαν τα θεϊκά δώρα δίκαια και σοφά. Οι Φυλώνοι Άρχοντες τα παρέλαβαν με ευγνωμοσύνη στους δύσκολους, χαλεπούς καιρούς να τα χρησιμοποιήσουν και ταυτόχρονα να τα προστατέψουν. Όλοι τους σοφοί κι άξιοι να φέρουν τον τίτλο του κληρονόμου τους. Τρεις τα παρέλαβαν, μα οι κάτοχοί τους στο σύνολο ήταν τέσσερις, καθώς ο τέταρτος εκ γενετής κομμάτι της θεϊκής δύναμης με περισσή αγάπη δημιουργήθηκε για να φέρει ετούτον τον Ιερό τίτλο. Ωστόσο τον θρόνο του άφησε, για να παραδώσει την καρδιά του στο σκοτάδι λούζοντας τον Μέγα Πατέρα με θλίψη. Κατάρα μεγάλη καθρέπτισε της ψυχής του την ασχήμια, μα στο χέρι του κρατά την τέταρτη ομορφιά της. Της τιμιότητας τον τίτλο φέρει, μα εκείνος τον προδίδει κάθε μέρα».
Βαστώντας στο χέρι του το βιβλίο της Γένεσης, ο Έλυον ο Φωτεινός σταμάτησε απότομα την ανάγνωση θυμούμενος τα γεγονότα. Ο Μέγας Δημιουργός όπως και κάθε πλάσμα αυτού του κόσμου θα ολοκλήρωνε κάποια στιγμή τον κύκλο του, μα τον Μέγα Θρόνο έπρεπε άλλος να τον πάρει. Κάποιος στου οποίου τον λαιμό το φυλαχτό του Γέροντα θα έλαμπε γεμάτο ζωντάνια. Οι Δυνάμεις που το αποτελούσαν ήταν τέσσερις. Η Δύναμη, η Τιμιότητα, η Ταπεινοφροσύνη και η Αθανασία. Όλα έδειχναν πως ο θρόνος προοριζόταν για τον Σούλφους, καθώς ο Γέροντας του είχε χαρίσει απλόχερα την Κληρονομιά της Τιμιότητας. Ωστόσο, με την πτώση του ο Μέγας Δημιουργός αποφάσισε να σκορπίσει τις Κληρονομιές για να τις προστατέψει από τη μανία του Σούλφους. Διέταξε λοιπόν τους άλλους τρεις Θεούς να τις στείλουν στον κόσμο, στους άρχοντες των τριών φυλών για να τις προστατεύουν. Από την ημέρα εκείνη οι άρχοντες ονομάστηκαν Κληρονόμοι. Εντούτοις, κάποιος μπορούσε να αποκτήσει τις Κληρονομιές είτε με δόλιο τρόπο, με το αίμα του αντίστοιχου Κληρονόμου, είτε με την οικιοθελή παράδοσή της. Στη σκέψη αυτή το ξωτικό μόρφασε. Γιατί ήξερε την αλήθεια. Ήξερε τι μπορούσε να προκαλέσει η θέληση για εξουσία. Ίσως τελικά ο τίτλος του Κληρονόμου να ήταν κατάρα κι όχι αξίωμα. Αυτό όμως που δεν ήξερε, ήταν αν Εκείνος είχε προσεγγίσει και τον άρχοντα των ανθρώπων ή των Κένταυρων, καθώς η Κληρονομιά κουβαλούσε μαζί της και μια συμφωνία. Ο Έλυον την αρνήθηκε και τότε φριχτά μάγια όργωσαν το κορμί του κατευθύνοντας το χέρι του. Την υπογραφή δεν μπορούσε να την πάρει πίσω κι αν τολμούσε να πει κουβέντα, θα βρισκόταν σε άμεσο κίνδυνο η ζωή του υιού του. Αγαπούσε υπερβολικά τον Ορλάντο και δε θα άντεχε ακόμη μία απώλεια. Ο υιός του όμως έπρεπε να γνωρίζει πως καθήκον του ήταν να προστατέψει με οποιονδήποτε τρόπο τις Κληρονομιές. Αυτό μετρούσε μονάχα. Λεπτομέρειες όμως σε ότι αφορούσε το περιεχόμενο της μυστικής συμφωνίας και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες υπογράφηκε, θα τις ήξερε μονάχα εκείνος. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή.

Η καρδιά του σφυροκοπούσε ασταμάτητα, καθώς ο χρόνος τον πίεζε. Κοίταξε τη «Φλόγα». Η θέα του χρυσού σπαθιού του ανέκαθεν αποτελούσε για εκείνον πηγή έμπνευσης. Ωστόσο ετούτη τη φορά τα πράγματα ήταν ιδιαιτέρως σοβαρά. Οι σκοτεινές δυνάμεις παρέμεναν σιωπηλές, μα εκείνος ήταν βέβαιος πως απλά ετοιμάζονταν. Η Μοίρα αποτελούσε το ορμητήριό τους, καθώς πλέον είχε μετατραπεί σε βασίλειο των σκιών. Σύντομα θα έρχονταν. Απλώς περίμεναν την κατάλληλη στιγμή. Τη στιγμή που ο Σούλφους θα είχε πετύχει να κάνει το πρώτο του βήμα. Τότε θα άρχιζαν όλα, μα εκείνος έπρεπε να είναι έτοιμος. Ωστόσο, ο ίδιος έπιανε τον εαυτό του να εθελοτυφλεί σε ένα και μόνο πράγμα. Στο γεγονός πως ήταν μόνος δίχως συμμάχους. Οι Θεοί είχαν ουσιαστικά αρνηθεί την οποιαδήποτε ανάμειξη στον επικείμενο πόλεμο, ενώ ο ίδιος δεν ήθελε να έχει καμία σχέση με τη φυλή των ανθρώπων. Οι Κένταυροι από την άλλη ήταν πλάσματα φιλειρηνικά που το μόνο που τους απασχολούσε, ήταν η συμμετοχή στα γλέντια και την καλοπέραση. Όσο για τα αρχαία ξωτικά… Αρνούταν ο ίδιος να τα δει σαν αδέρφια του.
Η ώρα ήταν περασμένη και μονάχα οι φρουροί έστεκαν στις πύλες του βασιλείου. Τη στιγμή εκείνη ένιωσε πως ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Να συμβουλευτεί τον πιστό φρουρό του. Ως τώρα δεν είχε πέσει ποτέ έξω και ότι του είχε πει περιβαλλόταν από σοφία και λογική. Ίσως τώρα να αποδεικνυόταν πιο χρήσιμος από ποτέ. Κοίταξε για μία τελευταία φορά την ελαφρώς κόκκινη λάμψη που περιτριγύριζε το Ιερό Βιβλίο. Βγήκε από την αίθουσα αθόρυβα και κατευθύνθηκε προς το μέρος του φρουρού.
«Έλμον… Σε χρειάζομαι..» του ψιθύρισε, καθώς τον πλησίαζε.
«Βασιλιά μου, είστε καλά;» ρώτησε ο νεαρός ανήσυχα.
«Εγώ είμαι καλά, Έλμον, δόξα τον Τζίλτα, μα το βασίλειό μας κινδυνεύει… Και ο υιός μου το ίδιο».
Ο φρουρός τον κοίταξε μην μπορώντας να πιστέψει πως ένας τόσο περήφανος βασιλιάς όπως ο Έλυον ήταν δυνατόν να του ζητά τη γνώμη.
«Με χαρά, Κύριέ μου, σας βεβαιώνω πως θα απαντήσω σε όλες σας τις ερωτήσεις και ανησυχίες. Εγώ έχω ταγμένη τη ζωή μου στην προστασία ετούτου του τόπου μα και τη δική σας» απάντησε στον Έλυον κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση.
«Πολύ καλά» είπε εκείνος. «Πάμε λοιπόν στην αίθουσα του θρόνου μας. Έχουμε πολλά να πούμε».
Η αίθουσα του θρόνου ήταν ίσως η πιο εντυπωσιακή από όλες. Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα βασίλεια του Άβατου εκείνο των ξωτικών συνδύαζε τις βασιλικές θέσεις με εκείνες των κοινών ξωτικών, καθώς η τραπεζαρία, η οποία ήταν επίσης φτιαγμένη από λευκό μάρμαρο, βρισκόταν στην ίδια αίθουσα με τους δύο βασιλικούς θρόνους. Καθώς το σχήμα της αίθουσας ήταν παραλληλόγραμμο, στις τέσσερις γωνίες, ήταν σκαλισμένα με περίτεχνο τρόπο τέσσερα μικρά αγαλματένια παιδιά στο χρώμα του χρυσού. Κάθε ένα από αυτά, βαστούσε κι ένα στοιχείο που εκπροσωπούσε την κάθε εποχή του χρόνου. Το ένα είχε στα χέρια του μία μικρή κανάτα με νερό, η οποία έγερνε ελαφρώς. Μέσα στην κανάτα εκείνη, αλλά και γύρω από το παιδί, βρίσκονταν πεσμένα φύλλα. Ήταν το φθινόπωρο. Το παιδί της άνοιξης είχε στα μαλλιά του ένα μικρό στεφάνι από άνθη, το οποίο βαστούσε σφιχτά με το ένα του χέρι, ενώ εκείνο του καλοκαιριού φορούσε στη μέση του μία ζώνη, όπου πάνω της είχε χαραχτεί το σχήμα του ήλιου. Το τελευταίο παιδί, εκείνο του χειμώνα, είχε το κεφάλι του σκυμμένο στο πάτωμα και με το δάχτυλό του άγγιζε την κορυφή μίας κρυστάλλινης χιονονιφάδας. Εντούτοις το συγκεκριμένο άγαλμα ήταν καλυμμένο με ένα μεταξένιο ύφασμα. Η αποκάλυψή του θα γινόταν μονάχα, όταν όλα θα τελείωναν και η αέναη μάχη μεταξύ των Θεών θα λάμβανε τέλος.
Τα δύο ξωτικά γλίστρησαν αθόρυβα στον εκθαμβωτικό ετούτο χώρο, κλείνοντας με προσοχή την τεράστια πόρτα πίσω τους.
«Πες μου, Έλμον. Τι σου είχε πει ο Προφήτης προτού πεθάνει; Γνωρίζω πως δεν τον είχα σε υπόληψη, μα ετούτους τους χαλεπούς καιρούς πρέπει να είμαστε ανοιχτόμυαλοι και να δεχόμαστε όλες τις πληροφορίες καθώς κάποιες μπορεί να μας φανούν πολύτιμες» τελείωσε ο Έλυον.
Ο φρουρός κάνοντας για ακόμη μία φορά υπόκλιση τού είπε.
«Με όλον τον σεβασμό, θα σας μιλήσω ανοιχτά για το τι πραγματικά πιστεύω. Το βιβλίο της Γένεσης μετά την ασύλληπτη πράξη ιεροσυλίας του Σούλφους δεν καταστράφηκε ολοσχερώς. Καθώς ήταν παγιδευμένο με Μαύρη Μαγεία, τα κομμάτια του συνδέθηκαν ξανά δημιουργώντας μία σκοτεινή εγκυκλοπαίδεια. Ο νέος του κάτοχος έχει καταφέρει να σπάσει εν μέρει το ξόρκι διαβάζοντας τα μυστικά τού Μέγα Δημιουργού για τις δυνάμεις του κόσμου. Γνωρίζετε φαντάζομαι για την ιστορία των τριών Κληρονόμων, έτσι δεν είναι;» είπε ο Έλμον κοιτάζοντάς τον κάπως αινιγματικά.
Ο Έλυον ξεροκατάπιε. Για πρώτη φορά στη ζωή του αισθάνθηκε στριμωγμένος για τα καλά. Την ιστορία ετούτη δεν ήθελε να τη μοιραστεί με κανέναν, εκτός φυσικά από τον υιό του που θα ήταν και μελλοντικός βασιλιάς. Πάραυτα οι συνθήκες τον πίεζαν φοβερά για ετούτην την αποκάλυψη. Ήταν ζωτικής σημασίας, καθώς μονάχα έτσι θα μπορούσε να υπερασπιστεί το βασίλειό του.
«Φυσικά και τη γνωρίζω, Έλμον» είπε έπειτα από μερικά λεπτά απόλυτης σιωπής. «Είμαι ένας από τους τρεις» ανακοίνωσε, ενώ τα μάτια του φρουρού είχαν γουρλώσει από έκπληξη.
«Ημουν σίγουρος!» αναφώνησε σχεδόν με ενθουσιασμό. «Το είχα καταλάβει. Η «Φλόγα» δεν είναι ένα τυχαίο σπαθί. Είσαι ο Κληρονόμος της Δύναμης και ο Σούλφους θέλει να σκοτώσει τον Ορλάντο, καθώς θα είναι ο επόμενος Κληρονόμος. Ωστόσο καθώς η ιστορία ετούτη αναγράφεται μονάχα στο βιβλίο της Γένεσης, αυτό σημαίνει πως ο Σκοτεινός Άρχοντας έσπασε το ξόρκι και πλέον γνωρίζει τα πάντα» είπε κρύβοντας έναν δισταγμό στη χροιά της φωνής του. Ο Έλυον άρχισε να βηματίζει νευρικά. Ετούτη η συζήτηση τον είχε φέρει αντιμέτωπο με αλήθειες, για τις οποίες δεν ήθελε σχεδόν ποτέ του να συζητά.
«Τα πράγματα είναι λίγο πιο πολύπλοκα από όσο πιστεύουμε, Έλμον. Το σπαθί υπακούει μονάχα στον Κύριό του. Σε εμένα. Ο Σούλφους όμως, φαίνεται να γνωρίζει κάτι ακόμη πιο σημαντικό κι επικίνδυνο» εξήγησε και πλησίασε αργά προς το μέρος του Ιερού Βιβλίου. Τη στιγμή που το κρατούσε στα χέρια του, ο φρουρός τού έκοψε τον δρόμο.
«Κύριε, με όλον τον σεβασμό αυτό που κάνετε έρχεται σε αντίθεση με τους θεϊκούς νόμους. Κανένας θνητός δεν επιτρέπεται να το διαβάσει. Το έδωσαν σε εμάς για να το προστατέψουμε, ώστε να μην επαναληφθεί ποτέ ξανά εκείνο το αποτρόπαιο γεγονός» του είπε ο Έλμον.
«Κι όμως, πιστέ μου φρουρέ. Υπάρχει εδώ ένα απόσπασμα που μας αφορά και μάλιστα εξηγεί και το πέρασμα του Σούλφους στην άλλη διάσταση. Δεν πίστευα ποτέ μου πως ο ανθρώπινος κόσμος θα μπορούσε να μας φανεί τόσο χρήσιμος» είπε ο Έλυον και ξεκίνησε φωναχτά την ανάγνωση. «Όταν ο ήλιος τη σελήνη θα γυρίσει να κοιτάξει, οι τέσσερις εποχές στης Γης τις άκρες θα επικρατούν. Το χρυσό με το χάλκινο, το μπλε και το λευκό θα γίνουν ένα, ωθώντας τις τέσσερις δυνάμεις να υποκλιθούν. Τον Κύριό τους δε θα αναγνωρίσουν, αν ο γητευτής είναι παρών την ημέρα της Αποκάλυψης και τα τέσσερα χρώματα στεφάνι λαμπρό πλέξουν στο κεφάλι του. Τη δύναμη της Γης στα χέρια του θα έχει, αν στην καρδιά του υπάρχει η αληθινή της ρίζα». Ο θόρυβος από το βιβλίο που έκλεινε, έσπασε την αμηχανία που επικρατούσε μεταξύ των δύο ξωτικών.
«Ο Σούλφους βρίσκεται στον κόσμο των θνητών, καθώς θα πραγματοποιηθεί ένα σπάνιο ουράνιο φαινόμενο. Στη Γη θα επικρατούν και οι τέσσερις εποχές απελευθερώνοντας μία δύναμη. Αν την κλέψει, τότε θα μπορεί να ενεργοποιήσει τα τρία δώρα που μας δόθηκαν» είπε ο Έλυον και το βλέμμα του σκοτείνιασε.
«Για να μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο… Τότε αυτό σημαίνει πως ο Σούλφους είναι… είναι… ο τέταρτος Κληρονόμος;» ρώτησε ο Έλμον με την αγωνία να καθρεπτίζεται στο πρόσωπό του.
«Ακριβώς» είπε ο Έλυον και άξαφνα στη μνήμη του ανακάλεσε εκείνη την ημέρα, την οποία προσπαθούσε μάταια να απωθήσει στο υποσυνείδητό του. Κατευθυνόμενος προς την έξοδο μουρμούρισε: «Πρέπει να κάνω τα πάντα για να ειδοποιήσω τον δαίμονα! Πολύ φοβάμαι πως οι ώρες για τον Ορλάντο θα γίνονται ολοένα και δυσκολότερες, καθώς έχει αναλάβει το πιο σκληρό έργο… Να συνεργαστεί με ανθρώπους που ποτέ τους ως τώρα δεν είχαν φανταστεί την ύπαρξή μας και το κυριότερο πως το αίμα του αποτελεί το κλειδί για να κλέψει ο Σούλφους τις δυνάμεις» είπε κι έκλεισε την πόρτα της αίθουσας του θρόνου πίσω του, αφήνοντας τον Έλμον βυθισμένο στις σκέψεις του.

Περπατώντας στον εξωτερικό διάδρομο, ο οποίος συνέδεε την αίθουσα του θρόνου με τις βασιλικές κρεβατοκάμαρες και είχε θέα τους καταπράσινους λόφους του δάσους του βασιλείου, άνοιξε γρήγορα την πόρτα του δωματίου του. Το διπλό του κρεβάτι είχε στρωμένη την πλευρά της γυναίκας του με λευκά πέταλα τριαντάφυλλων, τα οποία τα ανανέωνε ο ίδιος από τον κήπο του κάθε μέρα. Το ένα και μοναδικό πορτραίτο της ήταν καλυμμένο με το ίδιο αραχνοΰφαντο λευκό ύφασμα όπως και το άγαλμα του παιδιού του Χειμώνα στην αίθουσα του θρόνου. Ο Έλυον συνήθιζε για το οποιοδήποτε πένθος να καλύπτει το ανάλογο αντικείμενο με λευκό ύφασμα. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και σταυρώνοντας τα χέρια του άρχισε να μουρμουράει ένα ξόρκι, το οποίο θα τον έφερνε σε μία κατάσταση ύπνωσης, ώστε να μπορέσει να επικοινωνήσει γρηγορότερα με το δαίμονα και να διαβάσει το μυαλό του για να καταφέρει να δει τα γεγονότα που εκτυλίσσονταν στη διάσταση των ανθρώπων. Τα βλέφαρά του βάρυναν και το ξόρκι άρχισε να επιδρά στον οργανισμό του.



Ιφιγένεια Μπακογιάννη.