Faded Memories - "Σκοτεινά μονοπάτια" (Διήγημα 5ο)


Γύρω στο 1700…

Περπατούσα γρήγορα, δίχως να παρατηρώ το περιβάλλον γύρω μου. Ο δυνατός θόρυβος της πολυπληθούς πλατείας με έκανε ένα με τους κατοίκους τής πόλης κι ας μην ανήκα σε αυτούς. Επιτάχυνα το βήμα μου με σκυμμένο το κεφάλι. Ήταν ύποπτο να κυκλοφορεί μια γυναίκα μόνη της στον δρόμο χωρίς συνοδό. Την καθιστούσε εύκολη λεία στα χέρια των άπληστων, μεθυσμένων αρσενικών που τριγυρνούσαν στους δρόμους. Δε θα το διακινδύνευα, αν δεν ήταν θέμα ζωής και θανάτου. Δεν είχα άλλη επιλογή.
            Λίγο πριν στρίψω στη γωνία, το μάτι μου έπεσε πάνω σε μία νεαρή κοπέλα που με κάρφωνε με το βλέμμα της. Το φόρεμα της ήταν βρώμικο και σκισμένο. Είχε προσπαθήσει να στερεώσει τα μπερδεμένα της μαλλιά σε έναν πρόχειρο κότσο, ο οποίος σε κάθε της κίνηση γινόταν όλο και πιο φυρός. Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα, επικριτικά. Μπορεί να μη ζούσα σε αυτήν την πόλη, αλλά η πορνεία ήταν συχνό φαινόμενο σε όλα τα περίχωρα της νοτιοανατολικής Αγγλίας. Όμως τον τελευταίο καιρό περιλάμβανε όλο και πιο πολλά κορίτσια μικρότερης ηλικίας. Η φτώχεια και η δυσωδία της εργατικής τάξης είχε απελπίσει τους κατοίκους και τους είχε κάνει να στραφούν με ευκολία στις ληστείες και σε κάθε άλλου είδους παράνομες δραστηριότητες.
Αφήνοντας τον όχλο πίσω μου, βρέθηκα να περπατάω σε έναν σκοτεινό δρόμο. Το ομιχλώδες τοπίο και η νεκρική σιγή δε θύμιζαν καθόλου το σπίτι μου και τις ξάστερες νύχτες. Έσφιξα τη γροθιά μου δυνατά, προσπαθώντας να δώσω θάρρος στον εαυτό μου. Ο αέρας άρχισε να φουντώνει, κάνοντας το δέρμα μου να αναρριγήσει κάτω από το χοντρό ύφασμα. Η υγρασία και τα απόνερα της βροχής έκαναν το τελείωμα του μακριού, μαύρου φορέματός μου νωπό και βαρύ. Ο ήχος των βημάτων μου στο πλακόστρωτο ήταν εκκωφαντικός. Όμως μια σκέψη περιτριγύριζε στο μυαλό μου σε όλη τη διαδρομή μου προς το κάστρο. Μπορούσα να νιώσω δύο διαπεραστικά μάτια στην πλάτη μου να με ακολουθούν σε κάθε βήμα. Ήξερα ότι έπρεπε να νιώθω φοβισμένη, αλλά ακόμα κι όταν έμεινα μόνη μου, κανείς δε βρέθηκε μπροστά μου, ούτε μου επιτέθηκε. Προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου ότι έφταιγε η νοσταλγία του σπιτιού και του δάσους που μεγάλωσα. Ποτέ μου δεν είχα βρεθεί τόσο μακριά από την οικεία βελανιδιά, που με συντρόφευε μέχρι τώρα σε όλες τις στιγμές της ζωής μου. 
Έπειτα από λίγα βήματα ακόμα βρήκα επιτέλους αυτό που έψαχνα. Πέρασα το χέρι μου πάνω από τα σκουριασμένα κάγκελα της περιμέτρου του κάστρου που υψωνόταν προς τα δεξιά μου με περηφάνια και αίγλη. Πρέπει να γινόταν κάποιου είδους εκδήλωση, καθώς πιο πέρα στην πύλη, σταματούσαν αμαξοστοιχίες με χρυσά ή κόκκινα περίτεχνα σχέδια. Οι πλούσιοι της πόλης συνήθιζαν να επιδεικνύουν την εύπορη ζωή τους σε κάθε ευκαιρία που τους δινόταν. Αγνόησα την κεντρική είσοδο και άρχισα να σκαρφαλώνω επιδέξια τα κάγκελα. Προσγειώθηκα με χάρη στα πόδια μου, προσέχοντας μη με δει κανείς. Προτού χαθώ ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση που περιέβαλε το κάστρο, είδα μια γυναίκα να βγαίνει από την άμαξα με τη χρυσή διακόσμηση. Το φόρεμά της ήταν φουσκωτό και πουπουλένιο. Η σκούρα χρυσή του απόχρωση και οι πτυχώσεις σε όλο το μήκος του την έκαναν να φαίνεται σαν άγγελος. Η ζήλεια με κυρίευσε αμέσως. Ευχήθηκα να ήμουν εγώ στη θέση της. Ανέμελη, μακριά από την ανηθικότητα και την κακοήθεια αυτού του κόσμου. Κούνησα το κεφάλι μου προσπαθώντας να διώξω τις οδυνηρές αυτές σκέψεις, που καθόλου δε με βοηθούσαν να επικεντρωθώ στον στόχο μου.
Προχώρησα με προσοχή κάνοντας τον γύρο του κάστρου, όταν ξαφνικά την είδα. Ήταν κρυμμένη μέσα σε άγρια και μαραμένη βλάστηση, αλλά ήταν εκεί. Έσπρωξα την πόρτα με δύναμη κι εκείνη άνοιξε χωρίς να τρίξει. Μια σειρά από σκαλοπάτια φάνηκαν μπροστά μου κι άρχισα να τα κατεβαίνω, χωρίς να χάσω χρόνο. Δεν άργησα να φτάσω στο τέλος τους κι εκεί βρήκα το τίποτα. Οι ίδιοι τοίχοι του κάστρου και μια οικογένεια αρουραίων συμπλήρωναν το τοπίο, μέχρι που κάτι μπροστά μου κουνήθηκε. Μαύρες σκιές και ομίχλη περιφέρονταν στον χώρο. Ήξερα τι επρόκειτο να αντιμετωπίσω, αλλά αυτό δεν απέτρεψε τον σφυγμό μου από το να ανέβει στα ύψη. Πήρα μια βαθιά ανάσα και πέρασα ανάμεσά τους.
            Οι τρίχες μου σηκώθηκαν, καθώς οι σκιές εισέρχονταν μέσα μου με μανία. Λες και είχαν πραγματική υπόσταση, το άγγιγμά τους ήταν ψυχρό και δυσοίωνο. Τα τρεμάμενα πόδια μου, έτοιμα να λυγίσουν στο επόμενο βήμα, προχώρησαν νωχελικά. Ψίθυροι κατέκλυσαν το μυαλό μου τη στιγμή που είδα μπροστά μου την ξύλινη πόρτα. Πήρα μια βαθιά ανάσα και στο επόμενο βήμα οι σκιές και η ομίχλη είχαν εξαφανιστεί. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Χτύπησα την πόρτα τρεις φορές και περίμενα υπομονετικά. Έπειτα από λίγο η πόρτα άνοιξε κατά ελάχιστα εκατοστά, αποκαλύπτοντας το μισό πρόσωπο μιας μεσήλικης γυναίκας. Με κοίταξε σοβαρά με τα διαπεραστικά της μάτια και έπειτα άνοιξε την ξύλινη πόρτα με περισσότερη σιγουριά από πριν.
            «Πέρασε» μου πέταξε πάνω από τον ώμο της και μπήκα στο δωμάτιο κλείνοντας την πόρτα διστακτικά από πίσω μου με έναν γδούπο.
            «Χρειάζομαι τη βοήθειά σου» είπα χωρίς παραπάνω υπεκφυγές. Είχα ήδη χάσει αρκετό πολύτιμο χρόνο.
         «Προφανώς. Δε θα ήσουν εδώ αλλιώς. Πρώτα όμως, εμφάνισε το πρόσωπό σου» απαίτησε και υπάκουσα. Έλυσα τον μακρύ, μαύρο μανδύα μου αφήνοντας να ξεχυθεί μια θάλασσα από μακριά μαύρα, ως τους μηρούς, κυματιστά μαλλιά. «Τι κάνει ένα μικρό κορίτσι σαν κι εσένα εδώ;» απαίτησε να μάθει. Μόρφασα ακούγοντας τα λόγια της, αλλά δεν είχα χρόνο για τσακωμούς.
            «Χρειάζομαι τις γνώσεις σου στη νεκρομαντεία» απάντησα απλά. Παρατήρησα τα μάτια της να γίνονται ξαφνικά πιο λαμπερά και ένα αμυδρό χαμόγελο σχηματίστηκε ξαφνικά στα σκασμένα, σχεδόν ματωμένα, χείλη της. 
            «Και τι έχω να κερδίσω εγώ από όλο αυτό;» με ρώτησε ευθέως και όταν δεν πήρε απάντηση, γέλασε κοροϊδευτικά. «Δε νομίζω να πιστεύεις ότι θα κάνω κάτι για εσένα χωρίς αντάλλαγμα» περιτριγύρισε στον χώρο γυρίζοντάς μου την πλάτη. Δεν ήμουν χαζή, φυσικά και είχα σκεφτεί το αντάλλαγμα. Είχα σχεδόν καταστρέψει όλη μου τη ζωή γι’ αυτό το εγχείρημα. Πήρα μια βαθιά ανάσα τη στιγμή που γύρισε και πάλι προς το μέρος μου.
            «Πεντακόσιες γνήσιες λίρες». Η γυναίκα με κοίταξε εξεταστικά. Ευτυχώς, της είχα κινήσει το ενδιαφέρον.
            «Μπορεί η δουλειά που ζητάς να γίνει να αξίζει παραπάνω απ’ όσα δίνεις» ο τόνος της ήταν αινιγματικός και με έκανε να αναστενάξω.
            «Θέλω να μιλήσω στη νεκρή αδερφή μου. Θα είναι δύσκολο να τη βρούμε, γιατί η ψυχή της περιπλανιέται ήδη αρκετό καιρό. Θα έχεις τα χρήματα σου, μόνο όταν καταφέρω να επικοινωνήσω μαζί της και να μάθω αυτό που θέλω».
            «Πολύ καλά» χαμογέλασε και με πλησίασε νωχελικά. «Ας τελειώνουμε με αυτό» είπε με βραχνή φωνή. Η μάγισσα κάθισε μπροστά μου και άρχισε να μουρμουρίζει με κλεισμένα μάτια. Ξαφνικά μου έτεινε το χέρι της και το έπιασα με απροθυμία.
            Τα μάτια μου έκλεισαν ασυναίσθητα και φωνές άρχισαν να περικλείουν το μυαλό μου. Ένιωθα σαν να είχαν περάσει ώρες ολόκληρες, μέχρι που μια τσουχτερή ανατριχίλα με διαπέρασε. Όταν άνοιξα τα μάτια μου, εκείνη ήταν μπροστά μου. Τα μαλλιά της ήταν κουρελιασμένα, όπως την ημέρα που την είχαμε βρει, όμως τα ρούχα της δεν ήταν πλημμυρισμένα στο αίμα. Το πρόσωπό της ήταν λυπημένο και ταλαιπωρημένο. Η παλιά της λάμψη είχε χαθεί. Προσπάθησα να της μιλήσω, αλλά δεν μπόρεσα να κουνήσω τα χείλη μου. Ακατάληπτοι ψίθυροι γέμισαν το δωμάτιο. Εκείνη μου έκανε ένα νόημα, βάζοντας το δάχτυλό της στα χείλη της. Ξαφνικά, άυλες οντότητες άρχισαν να περιτριγυρίζουν το δωμάτιο και να περνούν μέσα από τα αντικείμενα του χώρου.
            Η Φαίη βρέθηκε ξαφνικά τόσο κοντά στο πρόσωπό μου που τρόμαξα και παραλίγο να αφήσω το χέρι της μάγισσας. Τα σουβλερά νύχια της μπήχτηκαν στο δέρμα μου, ματώνοντάς το. Επέστησα ξανά την προσοχή μου στην αδελφή μου και ξαφνικά εμφανίστηκαν δύο χέρια γύρω από τον λαιμό της. Ήταν αντρικά και χοντροκομμένα. Την είδα να χάνει σιγά-σιγά τον αέρα από τα πνευμόνια της, μέχρι που έπεσε στο έδαφος. Ο άντρας έσκυψε και την αποκεφάλισε χωρίς δεύτερη σκέψη. Λίγο πριν χαθεί από μπροστά μου, κατάφερα να δω το πρόσωπό του. Δεν ένιωσα καμία έκπληξη. Ήξερα αυτόν τον άντρα πολύ καλά. Η απαίσια μορφή του προσώπου του αιωρήθηκε για λίγο στην ατμόσφαιρα και τότε η Φαίη σηκώθηκε με το ήδη κομμένο κεφάλι της να κρέμεται στο πλάι, λες και μια μόνο κλωστή το κρατούσε από το να πέσει στο πάτωμα. Το βλέμμα της ήταν όλο νόημα, λίγο πριν εξαφανιστεί μαζί με τις υπόλοιπες ψυχές, που τόση ώρα περιφέρονταν στο δωμάτιο. Ένευσα αποφασιστικά και το χέρι της μάγισσας αποκόπηκε μονομιάς από το δικό μου.
            Μου πήρε ένα λεπτό να συνέλθω από την επήρεια της νεκρομαντείας που μόλις είχε λάβει  χώρο μπροστά μου. Κοίταξα γύρω μου σαστισμένη, ενώ η μάγισσα είχε ήδη σηκωθεί σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Ένιωσα τα χέρια μου να μυρμηγκιάζουν και το σώμα μου να ανατριχιάζει. Τα πνεύματα είχαν φύγει, μα ήταν σαν να βρισκόντουσαν ακόμα εδώ. Σηκώθηκα με κόπο και τίναξα το φόρεμά μου ταραγμένη. Η μάγισσα είχε αρχίσει να φτιάχνει ένα φίλτρο και μου είχε γυρισμένη την πλάτη.
            «Τι παραπάνω χρωστάω;» τη ρώτησα και εκείνη κούνησε το κεφάλι. Έβαλε το υγρό σε ένα μπουκάλι και μου το έδωσε.
            «Αυτό είναι για τη ζαλάδα. Οι πεντακόσιες λίρες είναι καλές» απάντησε και της έδωσα το γκρι πουγκί με τα λεφτά της.
            «Ευχαριστώ» είπα ανοίγοντας την πόρτα και η φωνή της με σταμάτησε στο κατώφλι.
            «Το ξέρεις ότι δε θα σταματήσουν σε εκείνη, έτσι; Θα έρθουν και για σένα».
            «Το ξέρω. Αυτή τη φορά όμως θα είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι».
            Όταν βρέθηκα και πάλι έξω στον καθαρό αέρα, έβαλα τον μανδύα πάνω μου και άρχισα να τρέχω. Δεν υπήρχε ψυχή έξω κι αυτό ήταν πιο δυσοίωνο, απ’ ότι αν τριγυρνούσαν μεθυσμένοι μεσήλικες στους δρόμους. Το σκοτάδι με κάλυψε ολόκληρη, καθώς έφτανα στα όρια της πόλης. Ο μανδύας και το φόρεμα μου άρχισαν να κυματίζουν μανιωδώς από τον δυνατό πλέον αέρα, ενώ λούζονταν από το φεγγαρόφωτο. Λίγο πριν στρίψω στον γνωστό δρόμο για το σπίτι, κοίταξα για μια ακόμη φορά, μήπως με ακολουθούσε κάποιος. Κρύφτηκα στη σκιά της ψηλής βελανιδιάς κι από εκεί τα ίχνη μου χάθηκαν από τα αδιάκριτα μάτια. Είχα φτάσει σπίτι και ήταν καιρός να αρχίσω να προστατεύω τον εαυτό μου, όπως δεν έκανα ποτέ για την αδερφή μου.


Σέρβου Θεοδώρα