Άβατο: Ο Έκπτωτος (Κεφάλαιο 6/Μέρος Β) - "Οι τέσσερις δυνάμεις"

Αισθανόταν ανάλαφρος κοντά της και για πρώτη φορά η ζωή του αποκτούσε νόημα. Άραγε αυτά τελικά προσέφερε ο έρωτας; διερωτήθηκε σιωπηλά. Η Σύλια του κρατούσε το χέρι σφιχτά οδηγώντας τον όλο και πιο βαθιά στο δάσος, υποσχόμενη να του δείξει ένα θέαμα που θα του έκοβε την ανάσα.  
Έναν υπέροχο μικρό καταρράκτη που ξεπηδούσε ανάλαφρα μέσα από το βουνό. Δίχως καμία δεύτερη σκέψη την ακολούθησε. Περπατούσαν κάμποση ώρα, ωστόσο το θέαμα που αντίκρισαν τους αποζημίωσε και με το παραπάνω. Ένας πανέμορφος, κρυστάλλινος καταρράκτης έκανε την εμφάνισή του μέσα από το βουνό και χυνόταν περήφανα σε έναν γκρεμό,  ο οποίος κατέληγε σε ποτάμι. Στάθηκαν για λίγο να τον θαυμάσουν και έπειτα η κοπέλα κρατώντας του απαλά το χέρι τού είπε:
«Έχεις μία ιδιαίτερη ομορφιά, Βελφεγκόρ» ψιθύρισε στο αυτί του.
 Εκείνος ένιωθε το κορμί του να ανατριχιάζει και κοιτάζοντάς τη στο πρόσωπο τύλιξε τα χέρια του γύρω από τη μέση της. Η στιγμή που χρόνια περίμενε ─ να νιώσει την αίσθηση ενός ζεστού φιλιού ─ είχε φθάσει. Εντούτοις ένας δυνατός πόνος στο κεφάλι τον αποσυντόνισε και μία γνώριμη φωνή μίλησε στο μυαλό του.           
 «Φύγε! Είναι παγίδα. Ο Ορλάντο βρίσκεται σε κίνδυνο. Σκότωσέ τη και τρέξε γρήγορα!» ψιθύρισε η φωνή. Ήταν ο Έλυον. Ένιωσε την οργή να τον πλημμυρίζει. Δεν είμαι σκλάβος κανενός για να υπακούω σε παρανοϊκές εντολές, σκέφτηκε. Ωστόσο, η κοπέλα απέναντί του έμοιαζε να έχει διαβάσει τη σκέψη του αυτή καθώς τα χαρακτηριστικά του προσώπου της σκλήρυναν. Όταν ο δαίμονας γύρισε να την κοιτάξει και πάλι, τη θέση του όμορφου προσώπου της είχε πάρει μία δύσμορφη φιγούρα που του χαμογελούσε σατανικά, αποκαλύπτοντας τα κιτρινισμένα και σαπισμένα δόντια της. Προτού προλάβει να αντιδράσει, ένα χέρι τον άρπαξε και τον έσπρωξε στον γκρεμό.
Προσπάθησε να αποφύγει την πτώση, ωστόσο η ανθρώπινη μορφή που του είχε χαρίσει ο Έλυον με τη μαγεία των ξωτικών δεν του επέτρεπε να ανοίξει τα τεράστια μαύρα του φτερά. Το σώμα του συνέχισε να πέφτει στο κενό, ωστόσο ο ίδιος κάνοντας έναν δυνατό ελιγμό στον αέρα κατάφερε να αποφύγει την πτώση του στα κοφτερά βράχια, πέφτοντας μέσα στα παγωμένα νερά του ποταμού. Για καλή του τύχη, το ρεύμα τον ξέβρασε λίγο παρακάτω και όταν κατάφερε να συρθεί στην όχθη, άφησε τον εαυτό του να πέσει λιπόθυμος στο χώμα. Το μυαλό του ωστόσο δούλευε πυρετωδώς και η μία μαύρη σκέψη διαδεχόταν την άλλη. Πώς μπόρεσε να φανεί τόσο ανόητος και αδύναμος; Ο εχθρός χρησιμοποίησε αυτή του ακριβώς την αδυναμία. Τη θέλησή του να αγαπήσει, να ερωτευτεί αλλά και να τον ερωτευτούν. Η μαγεία τού Έλυον ήταν κάτι σαν ελιξίριο ομορφιάς για εκείνον, δίνοντάς του για πρώτη φορά την ευκαιρία να μπορεί να αντικρύσει τον εαυτό του χωρίς να του δημιουργείται αποστροφή. Ίσως τελικά να ήταν καλύτερα χωρίς συναισθήματα. Να παρέμενε ένας απλός και αναλώσιμος φρουρός του Άβατου, καθώς η ύπαρξη ψυχής, θέλησης και ιδιωτικής πρωτοβουλίας προϋπέθεταν και καλό διαχειριστή. 
«Βελφεγκόρ… Σήκω. Δεν είναι ώρα να αναλογιστείς τα λάθη σου. Η ανθρώπινη μορφή που έχεις δε θα κρατήσει για πολύ ακόμη. Τα μάγια σιγά σιγά λύνονται. Πρέπει να βρεις τους υπόλοιπους. Κινδυνεύουν καθώς όλοι σας έχετε πέσει σε μία καλοστημένη παγίδα. Μην περπατάς και πολύ σε κεντρικούς δρόμους, καθώς κρυφοί στρατιώτες σας αναζητούν παντού. Τους έχει δωροδοκήσει ο Σκοτεινός. Εύκολο θύμα οι άνθρωποι. Τρέξε πίσω. Εκεί ίσως βρεις τις απαντήσεις που ψάχνεις. Ο Σούλφους είναι ο Τέταρτος Κληρονόμος δυνάμεων. Θα ψάξει να βρει τον τρόπο να τις ενεργοποιήσει. Πρέπει να κινηθείτε ενωμένοι» ακούστηκε η φωνή του Έλυον στο μυαλό του. Το ξωτικό είχε βρει προφανώς την ευκαιρία που αναζητούσε. Καθώς ο δαίμονας βρισκόταν σχεδόν λιπόθυμος, ο βασιλιάς Έλυον είχε καταφέρει να έρθει σε επικοινωνία μαζί του. Με δυσκολία άνοιξε τα μάτια του. Ένα παγωμένο αεράκι του μαστίγωνε το πρόσωπο. Γύρω του δεν υπήρχε ίχνος ανθρώπινης παρουσίας, ενώ η Σύλια ή ό,τι ήταν αυτή τέλος πάντων δε φαινόταν πουθενά. Ο ίδιος ευχόταν να τον είχαν για νεκρό. Θα ήταν ιδιαιτέρως βολικό για όλους. Σηκώθηκε αργά στα πόδια του, σκούπισε με το μανίκι του το ματωμένο του μέτωπο και κίνησε για το σπίτι των παππούδων του Θοδωρή ευχόμενος να τους βρει όλους ζωντανούς. 




Έψαχνα να βρω μία πειστική δικαιολογία, ώστε να μην καθίσω στο τραπέζι. Ο Παναγιώτης είχε καταλάβει την αμηχανία μου, ενώ ο Θοδωρής καθόταν μαγκωμένος στη θέση του μην μπορώντας να σκεφτεί ποια θα ήταν η επόμενη κίνηση.
«Μην το σκέφτεστε τόσο, παιδιά μου» είπε πρόσχαρα η γιαγιά του. «Ελάτε! Τρώγοντας λένε πως έρχεται η όρεξη» συνέχισε. Τότε ο Παναγιώτης, καθώς αντιδρούσε πάντοτε με θυμό σε τέτοιες περιστάσεις, είπε:
«Εμείς θα έρθουμε, αν εσείς αφήσετε το μαχαίρι πάνω στο τραπέζι να το βλέπουμε» τους απάντησε κοιτώντας τους σχεδόν με μίσος.       
«Ποιο μαχαίρι, λεβέντη μου;» ρώτησε ο παππούς του Θοδωρή, μονάχα που ετούτη τη φορά η ερώτηση έκρυβε μέσα της έναν τόνο ειρωνείας. Ένιωσα την καρδιά μου να σφυροκοπά από αγωνία και ασυναίσθητα άρπαξα ένα μικρό φωτιστικό και το πέταξα προς την κατεύθυνσή του. Ο Θοδωρής φαινόταν έτοιμος να ουρλιάξει, ωστόσο η μορφή των παππούδων του άρχισε σιγά σιγά να αλλάζει. Τη θέση τους πήραν δύο πλάσματα που έμοιαζαν ελάχιστα στον Ορλάντο, μονάχα που τα χαρακτηριστικά τους ήταν αλλοιωμένα. Είχαν μαύρα μακριά μαλλιά, σαπισμένα δόντια, τα οποία αποκαλύπτονταν σε κάθε ειρωνικό τους χαμόγελο, και ζαρωμένο δέρμα. Ο ένας από αυτούς ρούφηξε λαίμαργα τον αέρα γύρω του λέγοντας:
«Μυρίζει ανθρώπινη σάρκα! Ίσως αυτά τα βρωμερά ανθρωπάκια σε βοηθήσουν να ανακτήσεις την πρότερη μορφή σου…» τελείωσε χασκογελώντας. Ο διπλανός του τον κοίταξε με αηδία.
«Οι εντολές ήταν ξεκάθαρες. Τους θέλει ζωντανούς… Για την ώρα. Αφού βασανιστούν προκειμένου να ομολογήσουν πού κρύβεται το ξωτικό, τότε αν περισσέψει κάποιο κομμάτι της διαμελισμένης σάρκας τους θα φάμε και ‘μεις. Μπορεί να μην έχω πια το όμορφο πρόσωπό μου, ωστόσο διαθέτω τη δύναμη που χρειάζομαι. Όσο για την ανάγκη κάλυψης της πείνας μου, υπάρχουν πολλά ανθρώπινα όντα εκεί έξω να σκοτώσω» τελείωσε καρφώνοντας το σκοτεινό βλέμμα του πάνω μου. «Ξεκινώ με την κοπέλα» είπε και έκανε δήθεν μία υπόκλιση μπροστά μου.
«Αν αγγίξεις έστω και μία τρίχα από τα μαλλιά της, θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια!» του φώναξε ο Παναγιώτης και δίχως να το σκεφτεί άλλο έπεσε πάνω του χτυπώντας τον όπου έβρισκε. Ο Θοδωρής τον μιμήθηκε, ενώ εγώ εκτόξευα ότι αντικείμενο μπορούσα να βρω. Τη στιγμή της κορύφωσης του καβγά πρόσεξα πως ο πιο ψηλός από τους δύο, ο οποίος κρατούσε τώρα τον ματωμένο Παναγιώτη από τον λαιμό, έβγαλε από την τσέπη της μαύρης του κάπας ένα μικρό γυάλινο μπουκαλάκι. Ευθύς το άνοιξε κι από μέσα του άρχισε να βγαίνει ένα κίτρινο αέριο. 
«Ετούτο αναπνέει ο Άρχοντάς μας.  Αυτό το δηλητήριο πλημμύρισε τον αέρα της κολάσεως που ζούμε. Θειάφι με ελάχιστη δόση δηλητηρίου ικανού να παραλύσει απλά το μυαλό σας» είπε και γέλασε. Αυτές ήταν και οι τελευταίες κουβέντες που μπορώ να θυμηθώ. Το σκοτάδι με τύλιξε και μου ήταν αδύνατο να καταλάβω πόσες ώρες βρισκόμουν αναίσθητη. 





Η ανάσα του κοβόταν. Παρά το βαθύ του τραύμα στον γλουτό συνέχισε να τρέχει με όλη του τη δύναμη. Η ιδέα του τι τελικά θα αντίκριζε μόλις έφτανε σπίτι, τον ανατρίχιαζε. Αν η αποστολή αποτύγχανε, θα ήταν καθαρά από δικό του λάθος που είχε πιστέψει έστω κι ένα λεπτό πως θα μπορούσε μία τόσο όμορφη γυναίκα να τρέφει αισθήματα για εκείνον. Έκανε προσπάθειες να μη βγαίνει στους κεντρικούς δρόμους. Αυτές εξάλλου ήταν και οι εντολές του βασιλιά Έλυον. Έπρεπε να είναι καχύποπτος με κάθε ξένο που συναντούσε, καθώς πλέον δεν ήταν σίγουρο ποιοι αποτελούσαν τους εχθρούς και ποιοι ήταν οι απλοί και τυχαίοι άνθρωποι. Βαστώντας δυνατά την κουκούλα του μαύρου του φούτερ, η οποία του πρόσφερε την τέλεια κάλυψη, διέκρινε μέσα από το λεπτό στρώμα της ομίχλης τη μικρή, παλιά μονοκατοικία των παππούδων του Θοδωρή. 
Πλησιάζοντας περισσότερο, βρήκε την μπροστινή πόρτα ανοιχτή, ενώ ψυχή δε φαινόταν πουθενά. Με μία πρώτη ματιά καταλάβαινε κανείς πως κάποιος ανεπιθύμητος εισβολέας είχε περάσει από εκεί, καθώς όλα τα πράγματα ήταν ανακατεμένα. Ο δαίμονας κοιτούσε προσεκτικά όλα τα αντικείμενα που βρίσκονταν εκεί, όταν το μάτι του έπεσε σε μία εικόνα που έδειχνε τους παππούδες και τον Θοδωρή στην αυλή του σπιτιού τους εκείνου. Ήταν μία φωτογραφία. Ωστόσο εκείνος δεν είχε πραγματικά ιδέα για ένα από τα πιο παλιά πλέον επιτεύγματα της τεχνολογίας μας. Πήρε την κορνίζα στα χέρια του και εστίασε στο πρόσωπο του Θοδωρή. Έπειτα η ματιά του σύρθηκε στα πρόσωπα των παππούδων του. Μα για ποιο λόγο άραγε η εικόνα του Θοδωρή ήταν σχετικά θολή; Αυτό δεν έβγαζε κανένα νόημα ακόμη και για τον ίδιο που δεν είχε ιδέα πώς έβγαιναν οι φωτογραφίες. 
Τη στιγμή εκείνη η προσοχή του αποσπάστηκε από μικρούς παρατεταμένους θορύβους που προέρχονταν από το εσωτερικό του σπιτιού. Ο δαίμονας ξεκίνησε να βηματίζει αργά, προσπαθώντας να εντοπίσει την πηγή τους. Οι ήχοι τον οδήγησαν προς το μέρος της κουζίνας. Προέρχονταν από το ξύλινο δάπεδο. Ο Βελφεγκόρ γονάτισε και προσπάθησε να αφουγκραστεί. Μαζί με τους χτύπους άκουσε και φωνές σαν μουγκρητά. Τότε πρόσεξε πως στο δάπεδο υπήρχε μία τετράγωνη σχισμή. Με τα χέρια του σήκωσε το πάτωμα στο σημείο εκείνο, αποκαλύπτοντας μία καταπακτή και μία μικρή σειρά από ξύλινα σκαλοπάτια να οδηγούν κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Τα κατέβηκε με προσοχή βαστώντας την ανάσα του , καθώς δεν ήταν σίγουρος για το αν τον περίμενε ακόμη μία έκπληξη, όταν ήρθε αντιμέτωπος με ένα τρομακτικό θέαμα. Τρεις άνθρωποι βρίσκονταν δεμένοι και φιμωμένοι. Ο ένας χτυπούσε πότε πότε το κεφάλι του στο ξύλο μήπως κατάφερνε κάποιος να τους ακούσει. Η σκόνη με την οποία ήταν καλυμμένοι, αλλοίωνε τα χαρακτηριστικά τους. Ωστόσο ο Βελφεγκόρ δε δυσκολεύτηκε καθόλου να τους αναγνωρίσει. Οι δύο ήταν οι παππούδες του Θοδωρή και η τρίτη ήταν η ξαδέρφη του, η Σύλια. Η αληθινή ετούτη τη φορά. Μόλις αντιλήφθηκαν την παρουσία του, τον κοίταξαν έντρομοι. Ο ίδιος δεν είχε συνειδητοποιήσει το γιατί, μέχρι τη στιγμή που ασυναίσθητα άγγιξε το μάγουλό του. Η λεία επιφάνεια του ανθρώπινου δέρματος είχε αντικατασταθεί από τη σκληρή και τη τραχιά του δαίμονα. Ο ίδιος, έκπληκτος, άρχισε να ψηλαφίζει και το υπόλοιπο πρόσωπό του. Ευτυχώς μονάχα εκείνο το σημείο είχε αλλάξει. Πρέπει να βιαστώ, συλλογίστηκε. Τα μάγια έχουν αρχίσει και υποχωρούν. Αν θέλω να συνεχίσω να είμαι αόρατος για τους ανθρώπους, πρέπει να κάνω όσο πιο γρήγορα μπορώ, και με ετούτες τις σκέψεις να τον συντροφεύουν, πλησίασε τους τρεις ανθρώπους και προσπάθησε με ένα μικρό μαχαίρι να κόψει τα δεσμά τους.
Μόλις κατάφεραν να ελευθερωθούν, είχαν μείνει σχεδόν αγκαλιασμένοι να τρέμουν σαν να έβλεπαν μπροστά τους τον χειρότερο εφιάλτη τους.
            «Ακόμη ένας σαν αυτούς…» ψιθύρισε στον παππού του Θοδωρή η Σύλια. Ο Βελφεγκόρ ένιωσε την καρδιά του να βουλιάζει.
«Δεν είμαι τέρας σαν αυτούς. Είμαι φίλος του εγγονού σας, του Θοδωρή. Είμαι εδώ για να σας βοηθήσω» ψέλλισε. Οι παππούδες κοιτάζονταν μεταξύ τους σαν να άκουγαν για πρώτη φορά πως είχαν εγγονό.
«Ποιος είναι ο Θοδωρής;» ρώτησε η γιαγιά του έπειτα από μερικά λεπτά απόλυτης σιωπής. Τη στιγμή εκείνη ο δαίμονας ένιωσε όλες τις τρίχες στο σβέρκο του να σηκώνονται.
«Η κατάρα της λήθης!» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του. Ευτυχώς για εκείνον δεν ενεργούσε άμεσα, αλλά αργά αργά σαν ένα δηλητήριο που απλωνόταν στον οργανισμό χτυπώντας ένα ένα τα όργανα. «Έχω ακόμη χρόνο…» είπε και ευθύς άρπαξε από το μπράτσο τον παππού του Θοδωρή, ενώ έκανε σήμα και στις άλλες δύο γυναίκες να βιαστούν.


Ιφιγένεια Μπακογιάννη