Faded Memories - "Έρις" (Διήγημα 7ο)


           Γύρισα τη φωτεινή σφαίρα στο χέρι μου και ένιωσα να μου προκαλεί ένα κάψιμο στο δέρμα, παρόλο που φορούσα γάντια από πυρίμαχο υλικό. Ήταν το τίμημα που έπρεπε να πληρώσω για να αποκτήσω πρόσβαση στο εξωτερικό διαπλανητικό δίκτυο και, πιο συγκεκριμένα, στον πλανήτη Εχθρό. 

Στεκόμουν επί ώρες στο δωμάτιο «Αυτοσυγκέντρωσης και  Διαλογισμού», σε μια προσπάθεια των επιτηρητών μου να βρω τη λύση στο πολυπόθητο πρόβλημά μας. Οι επιθέσεις στον πλανήτη Έρις ξεκίνησαν πριν από λίγες μόνο χρονικές εμφανίσεις του Φλεγόμενου Άστρου, ωστόσο οι Έριδες ανέλαβαν αμέσως δράση. Μόνο που ανέθεσαν την αποστολή διάσωσης στο λάθος άτομο. Όταν μου αποκάλυψαν ότι η μητέρα μου ήταν η τελευταία μονομάχος του διαστήματος και ότι είχα κληρονομήσει το χάρισμα, γέλασα για αρκετή ώρα, μέχρι που με έσυραν στο τεράστιο Αρχηγείο της Έριδος. Μου έδειξαν μέσα από επιστημονικά εξελιγμένη τεχνολογία, προσβάσιμη μόνο στους ίδιους, τη δράση της και τους απίστευτους αγώνες της. Η μητέρα μου είχε πεθάνει, όταν ήμουν τριών χρονών και ήταν σαν να μην την είχα γνωρίσει ποτέ. 
«Η λύση βρίσκεται μέσα σου» ακούστηκε ξανά ο ενοχλητικός επαναλαμβανόμενος ψίθυρος του δωματίου και κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. Είχα βαρεθεί να σκέφτομαι, αλλά περισσότερο είχα κουραστεί να προσπαθώ να μεταπείσω τους νέους μου φίλους να με αφήσουν να συνεχίσω την απόλυτα φυσιολογική ζωή μου. Δεν είχα υπερφυσικές ικανότητες ή, αν κάποτε όντως υπήρχαν, μάλλον τις είχα χάσει. «Η σφαίρα δεν αφήνει τον οποιοδήποτε να δει μέσα της» απάντησε το δωμάτιο διαβάζοντας τη σκέψη μου, καθώς είχα παραμείνει αμίλητος από την ώρα που είχα μπει εδώ μέσα.
«Τότε πρέπει να είναι χαλασμένη, γιατί πραγματικά δε βλέπω τίποτα» απάντησα δυνατά και η φωνή μου βγήκε βραχνή και τραχιά. Είχαν εναποθέσει τη διάσωση του πλανήτη σε έναν άσχετο, ντυμένο ολόκληρο με απυρόβλητη, ανεκτική σε κακουχίες, στολή και μια μαγική μπάλα στο χέρι. Το θέαμα ήταν από μόνο του αποκαρδιωτικό. 
«Σκέψου» επανέλαβε το δωμάτιο κι επέστησα το βλέμμα μου στη γυάλινη σφαίρα. Τη σήκωσα στο ύψος των ματιών μου και αναστέναξα απελπισμένος. Φαινόταν να εμπεριέχει μέσα της κάτι που έμοιαζε με ομίχλη και που που κουνιόταν με σχετικά μεγάλη ταχύτητα. Αναρωτήθηκα, αν η μητέρα μου χρησιμοποιούσε συχνά τέτοια αντικείμενα για να αντιμετωπίσει άλλους πλανητικούς αντιπάλους. 
Σύμφωνα με τους ειδήμονες του Αρχηγείου τον τελευταίο καιρό είχαν γίνει αρκετές προσπάθειες κατάληψης του πλανήτη μας, οι οποίες αποδείχτηκαν ανεπιτυχείς όχι μόνο λόγω της συμβολής της μητέρας μου, αλλά και λόγω της ανοργάνωτης προσπάθειας εισβολής και της απειρίας των εχθρών μας. Ωστόσο, μετά από εντεταμένες έρευνες και προγραμματισμούς κατάφεραν να δημιουργήσουν μετά από χρόνια ένα είδος εξελιγμένου όπλου ονόματι «Πύραυλος του Διαστήματος». Το συγκεκριμένο όπλο είχε την ικανότητα να αψηφήσει τους νόμους του διαστήματος και να ταξιδέψει με μεγάλη ταχύτητα προς όποια πλανητική κατεύθυνση επιθυμούσε σε απόσταση πολύ μεγαλύτερη απ’ ότι είχαν τη δυνατότητα τα προηγούμενα όπλα τους. Σκοπός του ήταν η εξάπλωση ενός χημικού που θα εξαπολυόταν μέσω του πυραύλου και θα προκαλούσε παράλυση των κατοίκων την Έριδος. Η μεταγενέστερη κατάληψη του πλανήτη μας από τους ανάγωγους – έτσι τους αποκαλούσαν οι περισσότεροι Έριδοι- θα συνέβαλε στην περαιτέρω κυριαρχία τους στο διάστημα όπως είχε συμβεί και με τους περισσότερους ερυθρούς και λευκούς νάνους και γαλαξιακούς πλανήτες. 
«Δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο, Όσβαλντ» ακούστηκε μια οικεία φωνή, διαφορετική από αυτή του δωματίου «αλλά ξέρω ότι χρειάζεσαι χρόνο για να τα καταλάβεις όλα αυτά. Μην ξεχνάς ότι θα είμαι πάντα δίπλα σου» συνέχισε προκαλώντας μου ανατριχίλα. Την ήξερα αυτή τη φωνή. Όχι επειδή τη θυμόμουν, αλλά επειδή δεν ήμουν τόσο χαζός, ώστε να μην καταλάβω ότι το δωμάτιο θα έκανε τα αδύνατα δυνατά για να μπορέσω να βρω τη δύναμη να αναλάβω την αποστολή. Ακόμα και να χρησιμοποιήσει τη φωνή της πεθαμένης μου μητέρας. 
«Πολύ έξυπνο» απάντησα θυμωμένος κι έκανα να αφήσω κάτω τη σφαίρα, όταν παρατήρησα ότι η ταχύτητα κίνησης της ομίχλης μέσα της είχε ελαττωθεί αρκετά. Την ξανασήκωσα και κοίταξα πιο βαθιά μέσα της. Παρατήρησα ένα στρόγγυλο αντικείμενο που έμοιαζε με άλλο πλανήτη, αλλά δεν είχε καμία σχέση με την Έρις. Αυτός εδώ ήταν μπλε με άσπρες διαδρομές και παρακλάδια. Είναι ο πλανήτης εχθρός, σκέφτηκα κι έκανα να ακουμπήσω τα λευκά σχήματα με το δάχτυλό μου. 

Βρέθηκα ανάμεσα σε καπνό και ομίχλη και καταχνιά. Η περιορισμένη μου ορατότητα μού προκάλεσε δυσφορία, αλλά προχώρησα μπροστά προσπαθώντας να καταλάβω πού βρισκόμουν. Με μια κίνηση, το νέφος διαλύθηκε σε μόρια και βρέθηκα να κοιτάζω το μαύρο περιβάλλον που σε σημεία απαρτιζόταν από άσπρες αναλαμπές.
 Το Διάστημα ήταν τόσο τρομερό και ανατριχιαστικό όσο το φανταζόμουν. Η απόλυτη σιωπή δημιουργούσε ένα δυσοίωνο συναίσθημα. Αιωρούμουν ακόμα ακίνητος και ταραγμένος, όμως το μυαλό μου ήταν σε εγρήγορση. Με τη σκέψη μου προχώρησα, ανέπτυξα ταχύτητα και προσπέρασα αστεροειδείς και κομήτες, πλανήτες και γίγαντες, μέχρι που βρήκα αυτό που έψαχνα. Τον πλανήτη εχθρό. Φωνές κατέκλυσαν το μυαλό μου, ομιλίες και σχέδια, καταστροφικά σχεδιαγράμματα και μία επίμαχη λέξη: εξωκόσμιοι. Έτσι μας αποκαλούσαν και σχεδίαζαν την επικυριαρχία τους πάνω μας. Ένα μένος με πλημμύρισε και ξαφνικά ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Γύρισα πίσω στον πλανήτη μου και τον κοίταξα με ένταση. Συγκέντρωσα τη δύναμη μου με κόπο στα χέρια μου και στράφηκα να αντικρίσω το όπλο που κινούταν με αστραπιαία ταχύτητα προς το μέρος μας. Ώστε γι’ αυτό με πίεζαν τόσο πολύ. Ο χρόνος μας ήταν τόσο περιορισμένος. Αλλά δεν μπορούσα να καθυστερήσω άλλο. 
Εξέπεμψα τη δύναμή μου προς τα έξω και πήρα μια βαθιά ανάσα. Άρχισε να καταλαμβάνει κάθε σημείο της Έριδος, ώσπου δημιουργήθηκε ένα βαρύ, αδιαπέραστο πέπλο, έτοιμο να προσφέρει προστασία στον επίμαχο κίνδυνο. Ή τουλάχιστον έτσι ήλπιζα. Κράτησα τα χέρια μου σταθερά παρ’ όλο τον τρόμο μου και ετοιμάστηκα να αντιμετωπίσω τους εχθρούς μου. Ο πύραυλος χτύπησε πάνω στο πέπλο μου και ένιωσα λες και είχα πέσει πάνω σε τοίχο. Φώναξα, προσπαθώντας να κρατήσω τη δύναμή μου παρά τη σφοδρότητα της επίθεσης, αλλά ένιωθα το σώμα μου να υπερθερμαίνεται και να ιδρώνει επικίνδυνα. Δεν μπορούσα να τους αφήσω να νικήσουν. Προσπάθησα να πάρω δύναμη ενώ αντιστεκόμουν, αυξάνοντας έτσι το μένος και τον θυμό μου προς το πρόσωπο των ανάγωγων. 
«Άνθρωποι» ψιθύρισα το όνομά τους σε μια ένδειξη απέχθειας και ήταν το τελευταίο πράγμα που κατάφερα να κάνω, πριν χάσω ολοκληρωτικά τις αισθήσεις μου.



Θεοδώρα Σέρβου