M Ø NS Ŧ ER (Κεφάλαιο 4) - "ミnnocence's lοst" (μέρος 10ο)


«Άντε, Βάλενταϊν!», μου φωνάζει υπερενθουσιωδώς η Τιντάλ. «Φίλα τον! Φίλαφίλαφίλα τον!»
«Ναι, κουνήσου, κορίτσι μου. Δεν θέλουμε να λιώσει το Έκστασι στο στοματάκι σου», συμφωνεί ο Ροσμάιζελ όλο παράπονο. Είναι από αυτούς που δεν έχουν προλάβει να γευτούν το ναρκωτικό ακόμη.
«Μην κοντοστέκεσαι», μου ζητά η Νιβ. «Πάνω του! Εμπρός».

Μου δίνει μια σκουντιά που είναι όλη δικιά μου, με κάνει να πέσω μπροστά και να αρχίσω να μπουσουλάω αργά προς το μέρος του Νέιθαν.  
Ω, Θεέ μου, αναστενάζω νοερά, βάζοντας πλώρη για το όμορφο, μελαχρινό αγόρι που κάθεται ευθεία μπροστά μου, υπομειδιώντας. 
Στα αλήθεια θα φιλήσω αυτόν τον τύπο;
Στα αλήθεια θα φιλήσω αυτόν τον τύπο!
Ναι, ναι, θα το κάνω. Ο Νέιθαν Ρις θα είναι το πρώτο μου φιλί! –Ο Κόνορ με είχε φιλήσει πριν λίγα μόλις δευτερόλεπτα, αλλά το φιλί του δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα ανάλαφρο άγγιγμα της γλώσσας του στην άκρη της δικής μου, μια τόσο σύντομη, ανεπαίσθητη επαφή που δεν έμοιαζε καν με φιλί. Τουλάχιστον όχι με το είδος του φιλιού που ονειρευόμουν. Πιότερο ήταν λες και κάποιος με εξέταζε χρησιμοποιώντας μονάχα ένα άκρο του, επιστρατεύοντας όλες τις αισθήσεις ταυτόχρονα-.
Συνεπώς, ο Νέιθαν θα πιάνεται ως ο πρώτος που με φίλησε.
Ή που φίλησα.
Αυτό είναι λοιπόν, είμαι εδώ, τώρα, φιλώντας άτομα που γνωρίζω απειροελάχιστα και παίρνοντας ναρκωτικά με μια συμμορία ψυχοπαθών.
Και ο ψυχοπαθής που έχει σειρά είναι αυτός με τα υπέροχα, υπνωτιστικά μάτια που φαντάζουν σαν μπλε ουρανοί μέσα στους οποίους χορεύουν ασημένια άστρα.
Δεν ξέρω γιατί, ίσως να φταίει η σπάνια ομορφιά του, ή το ότι είναι το μοναδικό αγόρι που έχω δει γυμνό, όποιος κι αν είναι ο λόγος, πάντως, αισθάνομαι τον Νέιθαν Ρις να με ελκύει τρομερά, όπως η Γη τη Σελήνη. Όσο η απόστασή που μας χωρίζει, εξαλείφεται, η καρδιά μου αρχίζει να καλπάζει σαν τρελή μέσα στο στήθος μου, και κάθε νεύρο στο σώμα μου ζωντανεύει και δονείται.
Ο Νέιθαν δεν με προκαλεί ή ιντριγκάρει όπως ο Μπιλ Μαρς, δεν μου εμπνέει φιλικά και αδερφικά συναισθήματα ούτε τον νοιάζομαι, όσο τον Κάι, και σίγουρα δεν μου βγάζει την εμπιστοσύνη, την καλοσύνη και την μεστότητα του Γκρίφιν Σέιγουορθ. Μα ακόμα κι έτσι, έχει κάτι το ακαταμάχητο, μια άγνωστη δύναμη με τραβάει προς το μέρος του σαν μαγνήτης.
«Επιτέλους», ψιθυρίζει στο αυτί μου, όταν τον φτάνω, και καταφέρνει να στείλει τους χτύπους της καρδιάς μου ταξίδι στον Άρη. «Περίμενα όλη νύχτα για να σε φιλήσω, Αντριάννα Βάλενταϊν».
«Κοίτα σύμπτωση», απαντώ με απρόσμενη ευφράδεια που εντυπωσιάζει κι εμένα την ίδια. «Κι εγώ το ίδιο».
Ο Νέιθαν χαμογελά, κι εγώ τον κοιτάζω κατάματα, συνειδητοποιώντας ότι ο νηφάλιος εαυτός μου δεν είχε φιλήσει ποτέ ξανά κανέναν –Εξαιρουμένου του Κόνορ, αλλά όπως είπαμε αυτός δεν μετράει-. Η μόνη μου εμπειρία στα φιλιά προέρχεται από εκείνες τις φορές που έχω παρακολουθήσει το Ημερολόγιο. Κι αν δεν είμαι καλή; Κι αν είμαι απαίσια στα φιλιά;
Χάνομαι μες στα μάτια του, ακούω τις ανάσες μας και βλέπω τις σκιές μας διαστρεβλωμένες και επιμήκεις στους τοίχους. Η μουσική σκίζει τα αυτιά μου, τρυπώνει στις φλέβες μου και με στροβιλίζει. 
Η μουσική, το αλκοόλ και το Χ μου προκαλούν ένα κύμα αισιοδοξίας, που φουσκώνει μέσα μου σαν τσουνάμι καλής διάθεσης.
Όχι, δεν θα είμαι απαίσια.
Μια χαρά θα είμαι.
Αρκεί να τον φιλήσω πια.
Γέρνω μπροστά, με τα βλέφαρά μου να μισοκλείνουν και τα χείλη μου ν' ανοίγουν σιγανά.
Ο Νέιθαν με μιμείται.
Τα μέτωπά μας συναντιόνται.
Νιώθω την ζεστή ανάσα του στα χείλη μου.
Είμαι έτοιμη. Θα το κάνω, θα τον φιλήσω.
Σε τρία, δύο, έν-
Ξάφνου, τραβιέμαι πίσω, και το υπέροχο συναίσθημα ευφορίας κάνει φτερά.
Δεν νιώθω καλά.
Νιώθω χάλια, νιώθω άρρωστη, λες και κάτι ανεβαίνει μέσα από τον λαιμό μου.
Όχι, περίμενε. Όντως ανεβαίνει κάτι.
Ένας αηδιαστικός, εμετικός ήχος βγαίνει από τον λαιμό μου και τον ακολουθεί ένα ανομοιόμορφο, πρασινωπό μείγμα από χωλή, αλκοόλ, πατατάκια και Έκστασι. 
Αναγούλα.
Διπλώνομαι στα δύο κι αρχίζω να ξερνάω τα έντερά μου επάνω στον Νέιτ.
Βήχω, πασχίζω να πάρω ανάσα και τρεμουλιάζω παρασυρόμενη από τους σπασμούς του στομαχιού μου. Παράλληλα, ο Νέιθαν αποτραβιέται, μουρμουρίζοντας κάτι που δεν ακούγεται και πολύ ευγενικό, οι γύρω μου αφήνουν ήχους αποστροφής σαν «Μπιάχ» και «Ίου», και ο Κάι πέφτει ανήσυχος δίπλα μου, ψάχνοντας έναν τρόπο να με βοηθήσει.
Περιμένω έως ότου να αδειάσει το στομάχι μου όλο το σιχαμερό του περιεχόμενο, κι έπειτα τους παρατάω όλους πίσω μου και το βάζω στα πόδια.

Σβετλιν