M Ø NS Ŧ ER (Κεφάλαιο 4) - "ミnnocence's lοst" (μέρος 11ο)

Στηρίζομαι σε μια ξέμπαρκη κολώνα, νιώθοντας τη μαστούρα μου να ταλαντεύεται, να χάνει και τελικά να ξαναβρίσκει την ανοδική τροχιά της. Ζεσταίνομαι, ιδρώνω ρίχνω τα μαλλιά μου προς τα πίσω και μετά προσπαθώ να τα σηκώσω απ' το σβέρκο μου.
Κρυώνω.
Θέλω να βάλω τα κλάματα.
Φουντώνω.
Θέλω να ξεσπάσω σε υστερικά γέλια.
Νομίζω πως τρελαίνομαι.
«Για όνομα, ρε Άντρι», τα χώνω στον εαυτό μου. «Απλώς τράβα σπίτι σου. Αα, μόλις το θυμήθηκα. Δεν έχεις σπίτι πια. Ε, τότε γύρνα στον κοιτώνα σου και πάψε να γελοιοποιείσαι για απόψε. Αρκετά για σήμερα. Και αύριο εδώ θα είσαι για να πας το ρεζίλι σε νέο επίπεδο. Ναι, εδώ θα είσαι. Ή μήπως όχι; Σωστά», θυμάμαι. «Σωστά. Μπορεί και να τα 'χεις τινάξει τα πέταλα μέχρι αύριο, εξ αιτίας του δαιμονοπράγματος. Μα ναι... για αυτό ήρθες στο πάρτι εξαρχής, για να νιώθεις μια ψεύτικη ασφάλεια μες στο πλήθος. Τι κλασομπανιέρα, Θεέ μου! Αχαχαχαχαχα». Το γέλιο που αντηχεί σαν τρανή επιβεβαίωση της τρέλας μου, γίνεται ακόμη δυνατότερο, μόλις θυμάμαι τον εμετό.

Μετά από λίγο, το γέλιο καταλαγιάζει με σιγανούς, φιμωμένους λυγμούς.
Θυμώνω.
Και χαστουκίζω τον εαυτό μου.
Αποφασίζω να γυρίσω στην κάλυψη του κοιτώνα 41. Αφήνω αποφασιστικά την κολώνα που έχει γίνει το στήριγμά μου και...
Όπα, ζαλίζομαι! Οι ναρκωτικές και οι αλκοολούχες ουσίες που κυλάνε στις φλέβες μου αποκτούν μια εντελώς νέα επιρροή επάνω μου τώρα που στέκομαι όρθια. Είναι λες και έχω πάρει LSD, το δωμάτιο μετατρέπεται ξαφνικά σε μια στριφογυριστή θολούρα από χρώματα και σπείρες, εκρήξεις και παλμούς. Ολόκληροι πλανήτες και γαλαξίες περιστρέφονται γύρω μου. 
Πιέζω τον εαυτό μου να προχωρήσει προς την έξοδο, παρότι δεν είμαι σίγουρη προς τα πού πέφτει. Συνεχίζω να περπατάω διατάζοντας τα πόδια μου να κινηθούν, δίνοντας μάχη για να τα τοποθετήσω το ένα μπροστά απ' το άλλο. 
Παράλληλα αναρωτιέμαι το εξής: Εγώ είμαι που γυρίζω ή το δωμάτιο;
Η μουδιασμένη μου λογική μου λέει πως εγώ είμαι εκείνη που κάνει τα οχτάρια, διότι σε κάποιο σημείο τα πόδια μου μπλέκονται, μπουρδουκλώνονται μεταξύ τους κι εγώ αρχίζω να πέφτω. «Αμάν...»
Δύο ζεστά, στιβαρά μπράτσα τυλίγουν την μέση μου και την συγκρατούν ψηλά, πριν συναντήσω το σκληρό πάτωμα. «Δε... δεν έπεσα;», αναρωτιέμαι φωναχτά. 
Μα είχα πάρει την κατιούσα...
«Φυσικά δεν έπεσες», ψιθυρίζει μια φωνή στο αυτί μου. «Αφού σ' έπιασα».
Συστρέφομαι και στριφογυρίζω παραξενεμένη στην ξένη αγκαλιά.
Κι έπειτα, αντικρίζω τον σωτήρα μου με γουρλωμένα μάτια.
«Γκ-γκρίφιν», μουρμουρίζω εντυπωσιασμένη. «εσύ...»
Μια πράσινη ακτίνα νέον φωτός πέφτει στο πρόσωπό του. Τα χρυσαφένια μάτια του φωτίζονται μεμιάς και παίρνουν την βαθιά, πλούσια απόχρωση του λαδιού. 
«Με σάρκα και οστά», μου λέει.
Όπως τον κοιτάζω τα φρύδια μου σουφρώνουν με περισυλλογή. «Μπράβο ρε παιδί μου», λέω επιδοκιμαστικά. «Κι έλεγα γιατί δεν έσπασα τα μούτρα μου...»
Το σχόλιο μου, πεζό και παιδιάστικο, του προκαλεί ένα βραχνό, αγορίστικο γέλιο, πλούσιο και πηγαίο σαν μουσική. «Λοιπόν», λέει κεφάτα. «Είμαι εδώ, μαζί σου και σε κρατάω μη μου πέσεις», με τραβάει πιο κοντά του, κρατώντας με δυνατά, αλλά και με τρυφερότητα. «Νομίζω πως λύθηκε το μυστήριο».
«Έτσι νο –κιχ-», κάνω να του μιλήσω και με πιάνει λόξυγκας. «Έτσι –κιχ- νομίζω κι εγώ».
Α, τέλεια. Τα γρανάζια του μυαλού μου δεν λειτουργούν, έχουν κολλήσει, ύστερα από τις τόσες παρεκτροπές και κραιπάλες, ακόμα κι έτσι όμως καταλαβαίνω ότι η κατάστασή μου είναι καταστροφική. Βρίσκομαι ιδρωμένη, μεθυσμένη και αδιαμφισβήτητα μαστουρωμένη, στην αγκαλιά του αγοριού που μου αρέσει, έχοντας λόξυγκα, αστάθεια, λογοδιάρροια και αμηχανία στα ύψη. Τον κοιτάζω έντρομη.
Χριστέ μου, τι σκέψεις πλάθει για 'μένα;
Έχει χάσει πάσα ιδέα για το άτομο μου;
Ξενέρωσε;
Μου ανταποδίδει την ματιά, σταθερά, παρατεταμένα κι έπειτα μου χαρίζει ένα γλυκό, μεστό χαμόγελο που κάνει τις άκρες των ματιών του να γυρίσουν προς τα πάνω. 
Αμέσως ένα αίσθημα θερμής με συνεπαίρνει. 
Όχι, δεν έχει ξενερώσει, σκέφτομαι και η ιδέα μου προκαλεί ένα σκίρτημα χαράς, διατηρεί ακόμα το ενδιαφέρον του για εμένα.
Τι καλά!
Σκύβει αργά προς το μέρος μου με τα μάτια του να σμίγουν ερευνητικά. «Έχεις κάνει λίγο κεφάλι, ή είναι η ιδέα μου;» ρωτάει. «Γιατί δείχνεις κάπως... μεθυσμένη».
«Όχι!» τινάζομαι μεμιάς, αλλά μετά... «Α, περίμενε. Μεθυσμένη είπες;» Συγκατανεύω για να δώσω έμφαση. «Ναι, είμαι κομμάτια...»
«Τι έχεις πιει;»
Καλή ερώτηση, αλλά δεν ξέρω την απάντηση. Αποφασίζω να παίξω αλλιώς.
«Εννοείς πέρα απ' τον Βόσπορο;» αντιγυρίζω εξυπνακίστικα.
«Καλά, εντάξει, μην συνεχίζεις. Κατάλαβα». Ο Γκρίφιν λύνει τα μπράτσα του από πάνω μου, παίρνει το χέρι μου στο δικό του και αρχίζει να με οδηγεί μαλακά προς το μπαρ. Το πλήθος που διασχίζουμε είναι θορυβώδες και σε υπερδιέγερση, οι τρόφιμοι γελάνε, τσουγκρίζουν πιάτα και ποτήρια, η γλώσσα τους πηγαίνει ροδάνι. Κι ο Γκρίφιν περνάει ανάμεσά τους, ψιθυρίζοντας τους διάφορα που μέσα στην θολούρα μου δεν μπορώ να ακούσω, μοιάζοντας με σκοτεινό πρίγκιπα, άνετο και δημοφιλή.
Φτάνουμε στο μπαρ, το οποίο τώρα πια μοιάζει με βομβαρδισμένο τοπίο. Οι τρόφιμοι το έχουν ρημάξει, σπάζοντας μπουκάλια, τσαλακώνοντας τα πλαστικά πιάτα και ποτήρια που βρίσκονταν πριν στοιβαγμένα επάνω του, και ραίνοντάς το με όλων των ειδών τα φαγώσιμα από διαμελισμένα σάντουιτς, ληγμένα ζελέ και θρυμματισμένα τσιπς.
Παρά το μπάχαλο, ο Γκρίφιν εντοπίζει ένα αλώβητο μπουκάλι νερού, το οποίο και μου προσφέρει.
«Εδώ», λέει τείνοντας το προς εμένα. «Πιες λίγο. Θα σε κάνει να αισθανθείς καλύτερα και θα καθαρίσει το μυαλό σου».
Δέχομαι το μπουκάλι αδιαμαρτύρητα, κι αρχίζω να πίνω, συνειδητοποιώντας μετά από κάθε γουλιά πόσο πολύ διψούσα. «Αααχ», αναστενάζω απομακρύνοντας το πώμα απ' τα χείλη μου. «Ευχαριστώ, ήταν αυτό που χρειαζόμουν».
«Το φαντάζομαι», απαντά υπομειδιώντας πάλι. «Κατέβασες μισό λίτρο με τρεις γουλιές. Ότι κι αν έχεις πιει, φάει ή πάρει σε έκανε λυσσάς».
Ο Γκρίφιν δεν γίνεται αδιάκριτος, δεν μου ζητά να του κατονομάσω τι έχω κατεβάσει απόψε, για κάποιον λόγο όμως, του λέω, όπως κι αν έχει. «Δεν... δεν πολύ-θυμάμαι τι έχω πάρει για να είμαι ειλικρινής. Ξεκίνησα με κάτι γιγάντιες μπύρες, κι έπειτα τα μίξαρα με κάτι άλλα ποτά που βρήκα, να εδώ, στο μπαρ, σκέτη βενζίνη ήταν! Και έπειτα άφησα ένα χαπάκι Έκστασι να λιώσει στην γλώσσα μου και μπάμ! Το θανατηφόρο κοκτέιλ μου μ' έκανε να ξεράσω...». Τον βλέπω να με κοιτάζει με αυτά τα καταπληκτικά μάτια του σε χρώμα καραμέλας βουτύρου, γεμάτα έγνοια και δεν κρατιέμαι... ξεσπάω σε χαχανητά. «Όχι, μην με κοιτάς έτσι συμπονετικά. Ήταν πραγματικά γελοίο! Αλλά ξέρεις ποιο είναι το χειρότερο; Ότι ξέρασα επάνω στον Ρις, τον οποίο ετοιμαζόμουν να φιλήσω και... και... και... τον έκανα να αηδιάσει, νομίζω. Θέλω να πω ποιος δεν θα αηδίαζε αν έκανε ντουζ στα ξερατά μου;», ξαφνικά αρχίζω να αποβάλλω τον αστειίστικο τόνο μου, κι η φωνή μου εκφράζει κατήφεια. «Έγινα ο περίγελος των φίλων μου, αν μπορώ να τους αποκαλέσω φίλους. Τα θαλάσσωσα. Δεν θα μπορέσω ποτέ να γίνω μια από αυτούς...», κλείνω το πικραμένο μου λογύδριο, ομολογώντας τον πιο κρυφό, τον πιο βαθύ μου φόβο: «Κανείς δεν με θέλει. Θα είμαι για πάντα μόνη».
Σ' απάντηση, ο Γκρίφιν Σέιγουορθ ρουθουνίζει ηχηρά, περιφρονητικά. «Πράγματι τα θαλάσσωσες, Βάλενταϊν. Έγινες το μπαίγνιο τους, αλλά δεν έχει καμία σημασία. Πάει, πέρασε. Κι εσύ, δεν τα χρειάζεσαι αυτά τα χαπακωμένα κωλόπαιδα. Δεν είσαι μια από αυτούς, και αυτός είναι λόγος για να γιορτάζεις, όχι για να λυπάσαι. Είσαι καλύτερή τους».
Κοιτάζω τον ιπποτικό μου συνοδό, νιώθοντας κολακευμένη, μπερδεμένη, ντροπαλή κι αβέβαιη συνάμα.
«Δεν... δεν ξέρω για αυτό. Δεν έχω υπάρξει ποτέ καλύτερη από κάποιον σε τίποτα... Δεν...»
Ο Γκρίφιν με αιφνιδιάζει όταν κάνει ένα βήμα μπροστά, ένα βήμα πιο κοντά μου. Τα χέρια του ανεβαίνουν στο πρόσωπό μου και απαλά, ανεπαίσθητα χαϊδεύει τα μάγουλα και τα ζυγωματικά μου. Είναι μια απίστευτα τρυφερή χειρονομία.
«Σταμάτα να αυταπατάσαι, Αντριάννα», μου ψιθυρίζει. «Είσαι το πιο αληθινό, αγνό και γεμάτο φως άτομο που γνωρίζω. Αποδέξου το, μην το απορρίπτεις. Μην αφήσεις κανέναν να σβήσει το φως που έχεις μέσα σου», καταλήγει. «είναι όμορφο».
Χαμηλώνω τα βλέφαρά μου στο πάτωμα και νιώθω τα μάγουλά μου να παίρνουν φωτιά.
Ξέρω ότι έχω κοκκινίσει.
Αλήθεια τα βλέπει όλα αυτά τα πράγματα σε εμένα;
Συνεχίζει: «Και κάτι επιπλέον, κάνε μου μια χάρη και ξέχνα τον Νέιθαν Ρις, είναι αλλοπρόσαλλος και δεν σου ταιριάζει. Βασικά, είμαι σίγουρος ότι εδώ γύρω υπάρχουν πολλοί άλλοι που θέλουν να σου κλέψουν ένα φιλί, ένα φιλί που να αξίζει».
Με αυτά του τα λόγια, όλα τα υπόλοιπα παραμερίζονται.
Τον κοιτάζω που με κοιτάζει. Είμαστε τόσο κοντά, συνειδητοποιώ. Είμαστε τόσο κοντά που σχεδόν αναπνέουμε ο ένας τον αέρα του άλλου, τόσο κοντά που μετά βίας μας χωρίζουν δέκα εκατοστά. Κι όμως, δεν αισθάνομαι άβολα, δεν ντρέπομαι πια, δεν φοβάμαι...
Παρά το γοητευτικό του νταηλίκι, το πρώτο πράγμα που ξεχωρίζει επάνω του, ο Γκρίφιν έχει κι άλλα ισχυρά στοιχεία τα οποία δεν φανερώνει συχνά. Τώρα, όμως, τα δείχνει σε εμένα. Είναι γλυκός και προστατευτικός, είναι τρυφερός και μειλίχιος.
Διαθέτει κάτι το φιλικό και καταπραϋντικό που με κάνει να αισθάνομαι λες και γνωριζόμαστε από πάντα.
«Θα δεις», μου λέει εμπιστευτικά. «Τα καλύτερα έρχονται εκεί που δεν τα περιμένεις».
«Και το εγκεφαλικό, βέβαια, κάπως έτσι έρχεται», πετάω ασυναίσθητα.
Άθελά μου καταστρέφω την ρομαντική ατμόσφαιρα που με τόσο κόπο έχτισε, και το αντιλαμβάνεται κι ο ίδιος. Τα χέρια του Γκρίφιν πέφτουν απ' το πρόσωπό μου κι επιδίδεται σε ένα κύμα δυνατού, ανυπόκριτου γέλιου.
Για δες, τον έκανα να γελάσει.
«Αυτό ήταν πράγματι αστείο», παραδέχεται. «Αλλά μόλις μου έδειξε ότι δεν είσαι σε φάση, οπότε σταματώ να σε πολιορκώ για την ώρα. Θα προσπαθήσω ξανά το πρωί, που θα είσαι νηφάλια».
«Να το κάνεις», συμφωνώ. «Όταν θα είμαι νηφάλια».
Μου προσφέρει το μπράτσο του, κι εγώ το παίρνω. «Θα με πας μέχρι τον κοιτώνα μου;», ζητάω να μάθω.
«Ασφαλώς», αποκρίνεται όλο ευγένεια και αβρότητα.
«Και είσαι σίγουρος ότι δεν γυρεύεις να επωφεληθείς λόγο της ασταθούς κατάστασής μου;», τον πειράζω.

Μου χαμογελάει καλοσυνάτα. «Μπααα...», λέει και πιάνει να με καθοδηγεί.

Σβετλιν