Άβατο: Ο Έκπτωτος (Κεφάλαιο 7/Μέρος Α) - "Αποφάσεις"

Το σκοτάδι είχε τυλίξει τον χώρο, του οποίου μόνη πηγή φωτός ήταν κάποιες μικρές ηλεκτρικές λάμπες που αχνόφεγγαν. Ο Κάτα καθόταν αμίλητος σε μία γωνία μασουλώντας ένα είδος τυριού που ονομάζεται κουρούτ. Οι υπόλοιποι κοιτούσαν αδιάκριτα τους δύο «δυτικούς», κατά την άποψή τους, επισκέπτες ανακατεύοντας με τα χέρια τους το λιγοστό ρύζι που είχε απομείνει κολλημένο σε μία τεράστια πιατέλα. Ο Μιχάλης βρισκόταν μονίμως στο πλάι του Ορλάντο, ενώ το ξωτικό χάιδευε για ώρα απαλά ένα μικρό μαχαιράκι που βρισκόταν μπηγμένο στην τσέπη του παντελονιού που του είχε δανείσει ο Θοδωρής, για να του προσδώσει μία πιο ανθρώπινη εμφάνιση.  
Παρά το γεγονός ότι ο Κιουσέ θεωρούσε πως τον είχε αφοπλίσει πλήρως, το ξωτικό χαμογελούσε σαρδόνια σε κάθε υπενθύμιση πως η μαγεία του λαού του ήταν ανώτερη από την ανθρώπινη τεχνολογία. Το μαχαίρι που βρισκόταν κρυμμένο στην τσέπη του είχε το μέγεθος μίας οδοντογλυφίδας. Σε περίπτωση κινδύνου και με το μαγικό άγγιγμα του ιδιοκτήτη του έπαιρνε το μέγεθος ενός σουγιά κι αν κρινόταν απαραίτητο ενός κανονικού σπαθιού. Ήταν ένα όπλο φτιαγμένο έξυπνα από τα ξωτικά και χρειαζόταν τη δική τους μαγεία για να λειτουργήσει. Σε ανθρώπινο χέρι θα ήταν παντελώς άχρηστο. Ο Ορλάντο χαμογέλασε καθώς είχε διαβάσει το μυαλό τού αγχωμένου Κάτα. Θα ήταν έτοιμος και θα τον καρτερούσε. Αυτή τη φορά δε θα έδειχνε τον παραμικρό οίκτο.
«Από τη στιγμή που ο Κιουσέ αρνήθηκε να με δει σαν σύμμαχο, θα δοκιμάσει τη γεύση του να με έχει σαν εχθρό» σκέφτηκε ο Ορλάντο σφίγγοντας στο χέρι του τη μικρή, χρυσή «οδοντογλυφίδα». Τα ξωτικά το ονόμαζαν «σλάϊντερ» στη δική τους γλώσσα. Αποτελούσε το τέλειο όπλο-καμουφλάζ για περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης. Ωστόσο η χρήση του ήταν αποκλειστικό προνόμιο της φυλής τους, καθώς η μαγεία τους ήταν που του έδινε ζωή αποκαλύπτοντας στον χρήστη του το αληθινό μέγεθος του μαχαιριού.
Όταν τα φώτα έσβησαν, όλα τα σχέδια ήταν έτοιμα να τεθούν σε εφαρμογή. Τη στιγμή που η διαφορετικότητα και η απουσία αμοιβαίας εμπιστοσύνης, στέκονταν εμπόδιο στην μεταξύ τους συνεργασία για το κοινό καλό, ψηλά στον σκοτεινό θόλο του σύμπαντος τα άστρα βρίσκονταν σε πλήρη συμμετρία, ενώ η σελήνη ήταν μία ανάσα μακριά από την πλήρη αποκάλυψή της. Οι φωνές της Γης ήταν έτοιμες να ξεχυθούν με ορμή και να κατακλύσουν τον ουρανό του Βορρά χορεύοντας ξέφρενα στον ρυθμό της μαγικής τους παλέτας.
Βαστώντας ένα μισολιωμένο κερί στο χέρι του ο Σούλφους, ο οποίος διατηρούσε ακόμη τη μορφή του Προέδρου, στάθηκε μπροστά σε έναν πελώριο καθρέπτη που βρισκόταν καταμεσής της κρεβατοκάμαράς του. Κουνώντας ρυθμικά το χέρι του γύρω από τη φλόγα που τρεμόπαιζε, κάλεσε τον καθρέπτη να του φανερώσει το βασίλειο της Μοίρας.
«Σύντομα» άκουσε τις Νόρμες να του ψιθυρίζουν. «Η ανθρώπινη φύση για άλλη μια φορά στέκεται εμπόδιο στους αντιπάλους σου. Ο πρίγκιπας Ορλάντο καθυστερεί εξαιτίας της φιλονικίας που επικρατεί ανάμεσα στους αξιολύπητους συμμάχους του. Δε θα προλάβει, Σούλφους. Θα οδηγηθεί δίχως να το γνωρίζει κατευθείαν στα χέρια σου» του είπε το Μέλλον.
«Θα τον περιμένω. Μέχρι τότε έχω πολλά παιχνίδια για να περνώ την ώρα μου. Τα κελιά με καλούν» είπε και το γέλιο του αντήχησε στους άδειους διαδρόμους του Λευκού Οίκου.
Οι Νόρμες του ανταπέδωσαν το σαρδόνιο χαμόγελο και εκείνος κάλεσε τον Αντιπρόεδρο στο γραφείο του. Πέντε λεπτά αργότερα ακούστηκε ένα σιγανό χτύπημα στην πόρτα. Έπειτα εκείνη άνοιξε και στο κατώφλι της φάνηκε ο Αντιπρόεδρος.            «Παρακαλώ» είπε ξερά και απρόθυμα κοιτάζοντας το έδαφος.
Ήταν ολοφάνερο πως η προσφορά της υπηρεσίας του στον Σούλφους τον είχε κουράσει, μα του ήταν αδύνατη η αποδέσμευση από το σκοτεινό του καθήκον.
«Κύριε Γκέινς, απόψε θα είστε στην ευχάριστη θέση να επιλέξετε ποιος θα πεθάνει. Ένας από τους φύλακές μου θα σας συνοδεύσει μέχρι τα κελιά. Νομίζω πως σιγά σιγά θα πρέπει να τους ξεφορτωθώ για να δημιουργήσω χώρο για τους νέους που θα έρθουν. Τι λες για το άρρωστο αγόρι; Θα κάνεις και μία καλή πράξη απαλλάσσοντάς τον από τα βάσανά του» τελείωσε.
Ο Αντιπρόεδρος ένιωσε το αίμα του να παγώνει. Μπορεί να είχε συμβάλλει στη συγκάλυψη ενός φόνου, ωστόσο ο ίδιος δεν ήταν δολοφόνος. Δε θα μπορούσε ποτέ του να γίνει όσο δελεαστικό κι αν έμοιαζε το χρηματικό ποσό. Μέρα με τη μέρα ο… Αφέντης του φανέρωνε όλο και πιο πολύ τη σάπια του ψυχή. Ο ίδιος αποζητούσε διακαώς να πάψει να είναι υποχείριο αυτού του πλάσματος. Άλλωστε η συνείδησή του δεν του επέτρεπε να κοιμάται ήσυχος τα βράδια. Παρά το γεγονός πως είχε αντιπαλότητα με τον Εμίλ και τη γραμματέα του, την Οφέλια, ήταν βέβαιος πως δεν της άξιζε τέτοια κατάληξη. Προτιμούσε να πεθάνει παρά να συνεχίσει να σπιλώνει το όνομά του. Παίρνοντας λοιπόν μία βαθιά ανάσα, του είπε:
«Μη στηρίζεσαι άλλο πάνω μου. Δεν πρόκειται να το κάνω. Υπόσχομαι να σου επιστρέψω όλο το χρηματικό ποσό, μέχρι και το τελευταίο νόμισμα, κρατώντας τη σιωπή μου σε σχέση με τον θάνατο της Οφέλιας» του είπε προσπαθώντας τώρα να ανασάνει πιο αργά.
Ο Σούλφους τού χαμογέλασε γέρνοντας ειρωνικά το κεφάλι του στο πλάι. «Πιστεύεις πως θα είσαι ζωντανός για να με εξοφλήσεις;» του απάντησε ενώ τη θέση των ανθρώπινων χεριών του είχαν πάρει δύο χλωμά κι αδύνατα χέρια με μακριά και μυτερά νύχια.
Με μία κίνησή του η πόρτα σφραγίστηκε κι ο Αντιπρόεδρος έμεινε εγκλωβισμένος. Ο Σούλφους τέντωσε το χέρι του και τον έπιασε από τον λαιμό μπήγοντας τα νύχια του στο δέρμα του. Τη στιγμή εκείνη μία αέρινη δύνη τύλιξε το δωμάτιο. Ήταν η χωροχρονική Πύλη κι από μέσα της εμφανίστηκε ο Βελφεγκόρ.


Ιφιγένεια Μπακογιάννη