Το γεράκι του Νότου (Κεφάλαιο 14) Απλός πολίτης

Τα μυστηριώδη μάτια αυτή τη φορά έμοιασαν χαμογελαστά, όταν ο Χριστόφορος χαμογέλασε προς την κατεύθυνσή τους.
Εδώ και πέντε μέρες, που ο Χριστόφορος είχε πια συνέλθει για καλά, τον παρατηρούσαν για λίγες στιγμές, εκεί, στο κρεβάτι του, μα μόλις κοίταζε και εκείνος προς το παράθυρο, η «επισκέπτρια» εξαφανιζόταν βιαστική, προκαλώντας του μεγάλη απορία και περιέργεια.
Δεν είχε σηκωθεί παρά ελάχιστες φορές, με συνεχή βοήθεια, για τα απολύτως απαραίτητα και μόνο. Τώρα, όμως, ήταν αποφασισμένος να σηκωθεί και να βγει έξω. Να περπατήσει και να τον χτυπήσει ο φρέσκος αέρας. Με τις φροντίδες των Φραγκιάδων και το καλό φαγητό, ένιωθε ήδη την αδυναμία του να φεύγει και το κορμί του να επουλώνει μία- μία τις πληγές του, κάνοντάς τον να νιώθει πολύ πιο γερός και αποφασισμένος να προσπαθήσει να πετύχει το στόχο του, για τον οποίο και έκανε όλα αυτά εξ αρχής.
«Μπορείς να μού μιλήσεις, ξέρεις. Δεν δαγκώνω» είπε σε ήπιο τόνο και ανασηκώθηκε από το προσκεφάλι του, στηριζόμενος στα χέρια του.
Τα μάτια φάνηκαν να ξαφνιάζονται. Κοίταξαν αλλού, σαν να το σκέφτονταν. Ακούστηκε ένα ξερό βήξιμο, σαν να προσπαθούσε να καθαρίσει το λαιμό της, μα ύστερα εξαφανίστηκε δίχως κουβέντα. Ο Χριστόφορος αναστέναξε απογοητευμένα.
Η Καλλιόπη δεν είχε ξαναεμφανιστεί από την μέρα που εκείνος ξύπνησε, αλλά εκείνη ούτως ή άλλως ήταν μελαχρινή- δεν μπορεί να ήταν εκείνη. Η κοπέλα που τον παρακολουθούσε είχε ανοιχτόχρωμα μάτια.
Το μυαλό του έτρεξε στις κόρες του Φραγκιά: η μεγαλύτερη, η Ελένη, είχε παντρευτεί και ζούσε παραμέσα στην πόλη του Γερακιού, μαζί με τον άντρα της, την οικογένειά του και τα δυο της παιδιά. Μάλιστα περίμενε παιδί για μία ακόμα φορά. Οι υπόλοιπες, η Αγάθη, η Μαρία, η Αθανασία και η Βασιλεία, έμεναν ακόμα με τους γονείς τους και το μικρό Σίμο, βοηθώντας τη μάνα τους στις δουλειές του σπιτιού, μα συχνά και τον πατέρα τους στα χωράφια, μιας και δεν υπήρχαν άλλοι αρσενικοί ακόμα στην οικογένεια για να αναλαμβάνουν τις δουλειές τούτες.
Τα κορίτσια, βέβαια, ο Χριστόφορος δεν τα είχε δει ποτέ. Ό, τι ήξερε, το ήξερε χάρη στην πολυλογία του μικρού Σίμου, ο οποίος κοιμόταν μαζί με τον πατέρα του στα άλλα δύο στρώματα του δωματίου και έλουζε με ερωτήσεις το Χριστόφορο με κάθε ευκαιρία που του δινόταν. Ο Χριστόφορος απαντούσε με τη σειρά του λίγα και προσπαθούσε να μάθει περισσότερα για τους ανθρώπους που τον φιλοξενούσαν με τόση καλοσύνη. Και ο μικρός τσίμπαγε και μιλούσε ακατάπαυστα.
Έκανε το σταυρό του και έδεσε τα χέρια για να προσευχηθεί. Για πολλοστή φορά ένιωθε ότι καμία προσευχή δεν ήταν αρκετή για να ευχαριστήσει το Θεό για τη σωτηρία του. Η πληγή στη μέση του ήταν επίπονη καθημερινή υπενθύμιση του πόσο κοντά είχε φτάσει στο θάνατο και δεν μπορούσε παρά να νιώθει ευγνώμων προς τον Κύριο που τη γλίτωσε τόσο φθηνά. Όλες οι άλλες πληγές δεν ήταν τίποτα και σύντομα θα αποτελούσαν μακρινή, δυσάρεστη ανάμνηση.
Πέρασε κάμποσο με το σταυρό του σφιγμένο στη χούφτα του, μουρμουρίζοντας φράσεις ευγνωμοσύνης και έκλεισε την προσευχή του με τη γνωστή του παράκληση για υγεία και μία καλή μέρα. Και στο Γεράκι, αλλά και στη Μονή.
Η πόρτα χτύπησε ακριβώς τη στιγμή που τελείωσε.
Ο Μηνάς Λιονταρής φάνηκε στο άνοιγμά της, χαμογελώντας- όπως πάντα- με αυτοπεποίθηση. Μπήκε μέσα με τα μεγάλα, κάπως ατσούμπαλα βήματά του και στάθηκε μπροστά από το στρώμα του Χριστόφορου όλο καμάρι. Φορούσε τη στρατιωτική του στολή και τα χέρια του κρέμονταν επιδεικτικά στο ζωνάρι του, πλαισιώνοντας τον δικέφαλο αετό των Παλαιολόγων στο στήθος του.
Η καρδιά του Χριστόφορου σκίρτησε πονεμένα. Η ζήλια τον πλημμύρισε, αλλά δεν μίλησε. Δεν είχε εξηγήσει ακόμα στον Μηνά τους σκοπούς του.
«Καλή σου μέρα, φιλαράκο! Έχω υπηρεσία από το πρωί σήμερα, οπότε θα φύγω σε λίγο και ήθελα να δω αν είσαι καλύτερα τούτο το πρωινό»
«Είμαι τόσο καλύτερα, που σκέφτομαι να σηκωθώ και να περπατήσω λιγάκι έξω» χαμογέλασε ο Χριστόφορος και ανακάθισε κανονικά στο στρώμα του.
«Θα προτιμούσα να είχες κάποιον παρέα, αλλά και ο Ιάκωβος έχει πάει στα χωράφια του, οπότε δεν ξέρω ποιος μπορεί να σε συνοδεύσει…»
«Θα έχω τον Γαβ. Και θα είμαι καλά» απάντησε καθησυχαστικά ο Χριστόφορος. «Αρκετά σας έγινα βάρος, δε νομίζεις; Καιρός να κάνω και τίποτα μόνος μου!»
«Όπως νομίζεις, φιλαράκο. Και μην ξαναπείς τίποτα για βάρος, έτσι; Δες το σαν το χριστιανικό μας καθήκον, αν δεν σε κάνει να νιώθεις καλύτερα απλά το ανθρώπινό μας ενδιαφέρον!» κούνησε το δάχτυλο αυστηρά ο Μηνάς και- αφού έκλεισε το μάτι- κούνησε το χέρι σε χαιρετισμό και έφυγε.
Περισσότερο αποφασισμένος μετά από αυτήν την συνάντηση, ο Χριστόφορος σηκώθηκε από το κρεβάτι του με σιγουριά. Αγνόησε τη ζαλάδα που του προκάλεσε η παρατεταμένη ξάπλα και πέταξε το σκέπασμά του πίσω. Ένιωθε δυνατός.
Φόρεσε την πουκαμίσα που του είχε χαρίσει ο Μηνάς και τα πάνινα παπούτσια που του άφησε ο Ιάκωβος και βγήκε για πρώτη φορά μόνος από το δωμάτιό του. Η τραπεζαρία του σπιτιού ήταν άδεια, μα η φωτιά στην εστία έκαιγε κανονικά. Αφουγκράστηκε προσεκτικά.
Απόμακρες ομιλίες και γέλια, καθώς και ήχοι από μαγειρικά σκεύη έρχονταν από την κρυμμένη κουζίνα, καθώς και από τα δωμάτια των γυναικών.
Άνοιξε το στόμα του για να τις ειδοποιήσει ότι βγαίνει, αλλά το μετάνιωσε. Το τυπικό- είχε μάθει- ήταν ότι οι γυναίκες δεν πρέπει να βγαίνουν στα μάτια των ανδρών, τουλάχιστον των ξένων, οπότε δεν ήθελε να τις φέρει σε δύσκολη θέση, δηλώνοντας την παρουσία του. Άφησε απλά την πόρτα της κάμαράς του ανοιχτή, ώστε να το καταλάβουν ότι δεν είναι μέσα.
Βγήκε στο φρέσκο αέρα, έχοντας ρίξει το πανωφόρι του στους ώμους και κρατώντας μία βέργα για το στραμπουληγμένο πόδι του και την τραυματισμένη του πλευρά. Ανατρίχιασε, αλλά η καθαρή αναπνοή που του γέμισε τα πνευμόνια ήταν ανεκτίμητη. Ο Γαβ τού γάβγισε χαρούμενα από την ελιά απέναντι, στην οποία ήταν δεμένος, κουνώντας ζωηρά την ουρά.
«Καλημέρα μικρέ!» γέλασε ο Χριστόφορος και έσπευσε κοντά του κούτσα- κούτσα να τον λύσει. «Θα πάμε έναν μικρό περίπατο, τι λες;» τον χάιδεψε τρυφερά και ύστερα του έριξε μια μαλακή στα πλευρά, δίνοντάς του το σήμα να τρέξει ελεύθερος μπροστά του.
Ο χωματόδρομος μπροστά από το σπίτι των Φραγκιάδων ήταν σχετικά άδειος. Οι περισσότεροι άνθρωποι βρίσκονταν ήδη στις δουλειές τους, στα χωράφια τους ή μέσα στο κάστρο. Ευχόταν να γίνει σύντομα καλά, είχε βαρεθεί το σπίτι και την κλεισούρα. Ήθελε να βγει στα χωράφια, να βοηθήσει τους οικοδεσπότες και σωτήρες του έμπρακτα, ή με όποιον άλλον τέλος πάντων τρόπο μπορούσε να τους συνδράμει για το καλό που του ‘καμαν. Η πιο έντονη επιθυμία του ήταν βέβαια να δει το κάστρο και την πολιτεία του, αλλά αυτήν, η ευγνωμοσύνη του, την έκανε προσωρινά στην άκρη.
Τα βήματά του- και η βιασύνη του Γαβ- τον οδήγησαν κοντά στο σημείο που παραλίγο να τον σκοτώσουν οι ληστές. Κοντοστάθηκε μουδιασμένα. Έπιασε την ψυχή του να τρέμει στη θύμηση της εμπειρίας του και έσκυψε το κεφάλι ηττημένα. Πολύ θα ήθελε να διαγράψει διαπαντός το γεγονός αυτό από το μυαλό του, σαν να μην είχε γίνει ποτέ, γιατί δεν άντεχε τον εαυτό του δειλό, όπως τώρα, με το φυλλοκάρδι του να τρέμει σαν παιδιού, μπρος σε μια απλή ανάμνηση.
Ανάμνηση με νωπά ακόμα τραύματα, βέβαια, υπενθύμισε στον εαυτό του και ανέπνευσε κάπως ευκολότερα. Κόρδωσε το ανάστημά του και κοίταξε υποτιμητικά το σημείο. Ο θυμός του ήταν μεγαλύτερος από το φόβο του.
Γύρισε την πλάτη και κατηφόρισε, πέρα από τον επαρχιακό δρόμο, ανάμεσα στις μπλεγμένες καστανιές και ελιές που φύτρωναν εκατέρωθέν του, πορευόμενος κατά τον ήχο του νερού που ακουγόταν από κάπου να κυλάει. Παραμέρισε με τη βέργα του μερικά πουρνάρια και εντόπισε, καμιά τριανταριά βήματα μπροστά του, έναν μικρό, αλλά αγριεμένο από τις πρόσφατες βροχές χείμαρρο, που κύλαγε διαγώνια, κατά την κατηφορική πορεία του εδάφους.
Ασυναίσθητα, χαμογέλασε. Παρόλο που τα ποτάμια τού προκαλούσαν μία ύπουλη φοβία, εξ αιτίας εκείνης της μακρινής, θολής, αλλά τόσο τρομακτικής ανάμνηση της παιδικής του ηλικίας, που τόσο απεγνωσμένα είχε προσπαθήσει να ξεχάσει, είχε μεγαλώσει κοντά στο ρυάκι της μονής και το τρεχούμενο νερό πάντα τον γαλήνευε.
Πλησίασε τον χείμαρρο προσεκτικά για να μην διπλωθεί στον κατήφορο και κάθισε, βογκώντας, πάνω σε έναν σωρό από ξεραμένα φύλλα, χωρίς να αποφύγει να βρέξει τα ρούχα του από το νοτισμένο με την υγρασία έδαφος. Πέρασε το χέρι του από το αξύριστα μάγουλά του και άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στο τοπίο μπροστά του. Ο Γαβ, αφού τριγύρισε διερευνητικά γύρω από τον κύριό του, ξεφύσησε διστακτικά προς τον χείμαρρο, ήρθε και κούρνιασε στο πλευρό του Χριστόφορου.
Ο νεαρός χαμογέλασε και τον χάιδεψε καθησυχαστικά.
«Όλα θα πάνε καλύτερα από εδώ και πέρα, θα το δεις…» ψιθύρισε στο ζωντανό, μα ήταν σαν να το ψιθυρίζει περισσότερο στον εαυτό του.
Το αυτί του έπιασε απόμακρες ομιλίες. Γύρισε προς τα αριστερά και πίσω του και είδε στο ξέφωτο, κοντά στο δρόμο, αλλά αρκετά μακριά και κρυμμένα από τα άλλα σπίτια, ένα φτωχό, μικρό σπιτάκι, με μια περιποιημένη αυλή με κότες που πηγαινοέρχονταν νωχελικά δεξιά- αριστερά.
Οι ομιλίες έγιναν εντονότερες και- παρόλο που δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς λεγόταν- του ήταν σαφές ότι ένας άντρας και μία γυναίκα τσακώνονταν. Ένιωσε άσχημα για την αδιακρισία του, αλλά ο έντονος διάλογος τον έκανε να στρέφει το κεφάλι ξανά και ξανά. Η γυναίκα κάτι ούρλιαξε, μα η κουβέντα της κόπηκε απότομα. Ύστερα σιωπή απόλυτη.
Η πόρτα άνοιξε βίαια, ξαφνιάζοντας ακόμα και το Χριστόφορο, και ένας άντρας, ψηλός, αλλά καλυμμένος καλά με την κουκούλα του πανωφοριού του βγήκε έξω με βαριά βήματα και έφυγε αμέσως προς την κατεύθυνση του κάστρου.
Ο Χριστόφορος έμεινε να κοιτά την ανοιχτή πόρτα. Η ησυχία τον τρόμαζε, αλλά- ευτυχώς- δεν άργησε να φανεί στο άνοιγμα η γυναίκα. Κρατούσε το μάγουλό της και οι ώμοι της ανεβοκατέβαιναν σαν να κλαίει, βγήκε όμως έξω στην αυλή της και άρχισε να συμμαζεύει με αργές, αλλά εκνευρισμένες κινήσεις, τα εργαλεία του κήπου και τα καλάθια της, που ήταν απλωμένα εδώ και εκεί.
Μισοκλείνοντας τα μάτια, ο Χριστόφορος προσπάθησε να τη δει καλύτερα και δεν άργησε να αναγνωρίσει την Καλλιόπη, ντυμένη αυτή τη φορά με ένα χειμωνιάτικο φόρεμα, στο χρώμα του λαδιού, με τα καστανά μαλλιά της λυτά να πέφτουν στην πλάτη της. Η καρδιά του σφίχτηκε. Ο άνδρας πρέπει να την είχε χτυπήσει.
Δεν ήξερε με σιγουριά, αλλά από τα αστειάκια του Μηνά και τα μισόλογα του Ιάκωβου Φραγκιά, είχε καταλάβει το επάγγελμα της Καλλιόπης. Η Καλλιόπη ήταν εταίρα και μάλλον μία από τις λίγες αλλά πολύ ονομαστές της πολιτείας για τα κάλλη της. Η συνειδητοποίηση αυτή είχε σοκάρει τον Χριστόφορο. Είχε μάθει να αποφεύγει τους εκούσια αμαρτωλούς και τους πειρασμούς από παιδί, ως δάκτυλους του διαβόλου, ως μιαρά πράγματα που μπορούσαν να τον μολύνουν. Πώς είχε συναναστραφεί μία τέτοια γυναίκα, λοιπόν, έστω και για λίγο;
Η Καλλιόπη σήκωσε το κεφάλι της μηχανικά προς το μέρος του και έμοιασε να ξαφνιάζεται. Τον κοίταξε καλύτερα, σαν για να σιγουρευτεί ότι είναι αυτός, μα ο νεαρός γύρισε απότομα το κεφάλι του αλλού. Ήταν σωστό να έχει επαφές μαζί της; Με μία κοινή;
Η εικόνα της λίγο πριν λιποθυμήσει όταν τον μαχαίρωσαν και η εικόνα της όταν πρωτοξύπνησε πλημμύρισαν την ψυχή του με ζεστασιά και μαλάκωσαν τις αντιστάσεις του. Αυτή η γυναίκα τού είχε σώσει τη ζωή. Και αυτή της η πράξη και καλοσύνη και μόνο την έκαναν αθώα στα μάτια του Χριστόφορου.
Την ξανακοίταξε θαρρετά και σήκωσε το χέρι του για να τη χαιρετήσει. Εκείνη φάνηκε να χαμογελά και- αφού σκούπισε βιαστικά τα μάτια της- τον χαιρέτησε και εκείνη.
«Καλημέρα!» του φώναξε χαρωπά.
«Καλημέρα Καλλιόπη» της απάντησε και εκείνος, χαμογελώντας.
«Έλα να κάτσεις στο φτωχικό μου!»
Ο Χριστόφορος μούδιασε. Βήμα- βήμα οι υποχωρήσεις.
«Είμαι ακόμα κουτσός, Καλλιόπη. Σίμωσέ με εσύ αν θες!» της απάντησε, κουνώντας ενδεικτικά τη βέργα του.
Δίχως άλλη κουβέντα, η Καλλιόπη έτρεξε να κλείσει την πόρτα του σπιτιού της και αμέσως έβαλε να κατηφορίζει κατά το χείμαρρο. Ο Χριστόφορος προσπάθησε να σηκωθεί για να την υποδεχτεί, αλλά εκείνη έβαλε μια φωνή, κουνώντας τα χέρια και έτρεξε γρηγορότερα για να τον φτάσει.
«Μην σηκώνεσαι ξανθούλη, δεν υπάρχει λόγος!» του φώναξε λαχανιασμένα, για να φτάσει τελικά μπροστά του ακόμα πιο αναμαλλιασμένη από πριν.
Ο Χριστόφορος την επεξεργάστηκε με λίγο περισσότερο θράσος από ό, τι συνήθιζε να κοιτά συνήθως. Του φάνηκε αυτή τη φορά πιο ατημέλητη, αλλά ακόμα πιο όμορφη.
Το μάγουλό της ήταν κόκκινο, απόδειξη του τρόπου που ο άντρας την είχε κάνει να σωπάσει λίγο πριν.
Της χαμογέλασε.
«Μην τρέχεις, δεν υπάρχει λόγος. Είμαι ήδη πολύ καλύτερα, οπότε θα σηκωνόμουν ευκολότερα» της είπε καθησυχαστικά και της έδειξε να κάτσει δίπλα του. «Είναι απλά λίγο βρεγμένα» την προειδοποίησε, αλλά εκείνη δεν φάνηκε να πτοείται και κάθισε ανακούρκουδα πλάι του.
Το φόρεμά της ανέβηκε μέχρι τα γόνατα, αλλά εκείνη έχωσε τις γάμπες της κάτω από το φουστάνι της αμέσως, καλύπτοντας κάθε ένδειξη γύμνιας.
«Είσαι αλήθεια καλύτερα, ξανθούλη; Μα, τι ρωτάω; Βλέπω τα μάγουλά σου γεμάτα και ροδαλά και τα ματάκια σου ζωηρά και ξεκούραστα!» τον κοίταξε καταπρόσωπο έντονα.
«Νιώθω πολύ πιο δυνατός» την διαβεβαίωσε και πλάτυνε το χαμόγελό του. «Θα είμαι εντελώς καλά σύντομα. Και αυτό χάρη σε εσένα!» της είπε, ακουμπώντας την ενθαρρυντικά στον ώμο.
Εκείνη έμοιασε να ξαφνιάζεται από το άγγιγμά του, αλλά δεν απομακρύνθηκε.
«Πώς να σε άφηνα στα χέρια τους; Πώς να άφηνα τον οποιονδήποτε άνθρωπο να πεθάνει μπρος μου; Δεν γινόταν, ξανθούλη»
«Δεν χρειαζόταν και να με φροντίζεις βέβαια νυχθημερόν επί δύο εβδομάδες…»
«Το ήθελα!» του είπε κάπως απότομα και ύστερα έσκυψε το κεφάλι. «Το ήθελα… Όσο μπορώ και με αφήνουν να κάνω καλό, θέλω να το κάνω»
Ο Χριστόφορος έσφιξε τον ώμο της κι άλλο στο χέρι του και η έκφρασή του μαλάκωσε περισσότερο. Αυτή η γυναίκα ήταν καλή.
«Χωρίς να θέλω να σε πονέσω, Καλλιόπη… Γιατί διάλεξες τούτο τον δρόμο στη ζωή σου; Είσαι τόσο καλή γυναίκα» της είπε και επεδίωξε να την κοιτάξει στα μάτια.
Εκείνη ξαφνιάστηκε. Ύστερα χλώμιασε και διαδοχικά κοκκίνισε.
«Ώστε στα πρόλαβαν όλα οι κουτσομπόληδες, ε;» φώναξε ταραγμένα. «Ποιος; Αυτός ο φαφλατάς ο Μηνάς; Δεν ξέρει ποτέ να κρατάει το στόμα του κλειστό!» συνέχισε να φωνάζει και τα χέρια της έτρεμαν.
«Ηρέμησε, Καλλιόπη!» της έπιασε τα χέρια ο Χριστόφορος και την κοίταξε πάλι στα μάτια καθησυχαστικά. «Δεν μού το είπε ο Μηνάς. Δεν έχει καμία σημασία άλλωστε. Ούτως ή άλλως δεν θέλω να σού κάνω κήρυγμα. Απλά αναρωτιέμαι»
«Χριστέ μου… Είναι το τελευταίο πράγμα που θα ήθελα να συζητήσω μαζί σου…» έκρυψε το πρόσωπό της στα χέρια της. «Φαίνεσαι τόσο καλός κι εγώ ντρέπομαι τόσο πολύ!»
Ο Χριστόφορος ζύγιασε την κατάσταση και χαμογέλασε με συμπάθεια. Η ιερατική πλευρά του ήταν ακόμα πολύ ζωντανή.
«Αν σού φαίνομαι καλός, σημαίνει ότι μπορείς να μού πεις χωρίς να ντρέπεσαι. Σε τελική ανάλυση, δεν έχω το δικαίωμα να σε κρίνω. Αυτό το δικαίωμα το έχει μόνον ο Θεός»
Η Καλλιόπη αναστέναξε και του χαμογέλασε και εκείνη, ακόμα κοκκινισμένη.
«Αυτό που χρειάζεται να ξέρεις είναι ότι ποτέ δεν ήταν επιλογή μου. Το πώς κατέληξα εδώ, έτσι, είναι μεγάλη και θλιβερή ιστορία. Με τον καιρό, ίσως να την μάθεις… Τώρα πια δεν υπάρχει γυρισμός άλλωστε. Είναι πολύ αργά» έσκυψε το κεφάλι της θλιμμένα, τραβώντας τα χέρια της από τα δικά του.
«Ποτέ δεν είναι αργά, Καλλιόπη. Σκέψου το» της απάντησε ήσυχα και πήγε να σηκωθεί.
«Επ! Περίμενε! Δεν θα κάνεις μόνο εσύ ερωτήσεις!» του είπε, μισο- γελώντας, και τον έπιασε σφιχτά από το μπράτσο. «Δεν ξέρω καν το όνομά σου, ξανθούλη!»
«Έχεις δίκιο. Με συγχωρείς. Με λένε… Δημήτριο. Δημήτριο Αξιώτη» χαμογέλασε αμήχανα ο νεαρός.
«Δημήτριος… Μάλιστα. Είσαι- δεν είσαι είκοσι χρονών κατά πώς σε κόβω, ε;»
«Θαρρώ πως θα τα κλείσω εφέτος»
«Και από πού ερχόσουν και για πού;»
«Έρχομαι από την Καρύταινα και πήγαινα στη Μονεμβασιά. Θέλω να γενώ στρατιώτης τρανός. Θέλω να γίνω άνθρωπος του Δεσπότη» της απάντησε και τελικά σηκώθηκε.
Εκείνη βιάστηκε να τον μιμηθεί.
«Εσύ… στρατιώτης; Ξέρεις την τέχνη καθόλου;» φάνηκε ξαφνιασμένη.
«Ό- όχι… Όχι ακόμα δηλαδή» αποκρίθηκε διστακτικά και έσκυψε το κεφάλι.
«Μα, θα σκοτωθείς άμα πας ξυπόλυτος στ’ αμπέλι!» τον έπιασε τώρα εκείνη από το μπράτσο με αγωνία.
«Το ξεύρω, Καλλιόπη. Δεν πάγω πουθενά ακόμα. Προς το παρόν είμαι απλός πολίτης, που χρωστάει μια μεγάλη χάρη και σε εσένα αλλά και στους Φραγκιάδες…»
«Δεν χρωστάς τίποτε σε εμένα, να το ξέρεις. Πάντως, μίλα στον Μηνά για τα στρατιωτικά. Εκείνος σίγουρα θα σε βοηθήσει, θα σου μάθει ό, τι χρειάζεσαι. Και με τέτοια φουσκωμένα μυαλά που έχει, άλλο που δεν θα θέλει να το παίξει και δάσκαλος…» έσκασε στα γέλια η νεαρή γυναίκα, παρασύροντας και εκείνον στο να χαμογελάσει πλατύτερα.
Τον κοίταξε στα μάτια και του χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά και ύστερα το μάγουλο.
«Θε μου, ομορφιά! Μην με κοιτάς έτσι έντονα με τα παράξενα μάτια σου, γιατί τα χάνω…» του ψιθύρισε, χαμογελώντας ακόμα αμυδρά. «Ποια; Εγώ!» αναφώνησε μόνη της και γέλασε πάλι.
«Υπερβάλλεις, Καλλιόπη» της είπε, χαμογελώντας, αλλά λίγο πιο αυστηρά.
«Μην ξεχνάς ότι έχω δει πολλούς ανθρώπους στη ζωή μου, ομορφούλη. Δεν υπερβάλλω ποτέ» του έκλεισε το μάτι και- πριν να την προλάβει- σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και τον φίλησε πεταχτά στα χείλη.
Ο Χριστόφορος κοκκίνισε μέχρι τα αυτιά και μούδιασε ολόκληρος. Την ακολούθησε με το βλέμμα του να φεύγει, άνετη και χαρωπή, έχοντάς τα εντελώς χαμένα.
Το χέρι του κατέβηκε από το απορημένο του κεφάλι στα χείλη του. Τα πίεσε ελαφρά και του φάνηκαν να καίνε.
Μόλις είχε δεχτεί το πρώτο του φιλί.


--


Ο Κωνσταντίνος έριξε αμέσως το κάλυμμα του κεφαλιού του σαν μπήκαν μαζί με τον Ισίδωρο στο σιδηρουργείο ενός φίλου του.
Ο ιδιοκτήτης τούς υποδέχθηκε με μπόλικη δουλοπρέπεια, αν και ο Ισίδωρος τού είχε ζητήσει επανειλημμένα μεγάλη διακριτικότητα. Ο Δεσπότης ήταν incognito στη Μεσσηνία και αυτό δεν έπρεπε να αλλάξει.
«Τι θα μπορούσα να σας προσφέρω αυθέντες μου;» ρώτησε ο άντρας.
«Θα αναλάβεις το καινούριο ξίφος του Δεσπότη, αλλά άκουσέ με καλά, Ιωάννη, δεν πρέπει κανείς να το μάθει! Δεν μας είδες ποτέ, δεν μας άκουσες ποτέ!» του απάντησε ο Ισίδωρος αρκετά επιτακτικά, κοιτώντας συνέχεια πίσω του, κατά την πόρτα.
«Όπως αγαπάτε!» υποκλίθηκε αμέσως ο άντρας, ενώ ο Ισίδωρος αμέσως τον έσπρωξε όρθιο. «Πάω να φέρω το βοηθό μου να κρατήσει τις οδηγίες σας!»
Ο Κωνσταντίνος έβαλε τα γέλια. Ένα ειλικρινές, καθαρό, σχεδόν παιδικό γέλιο, που φώτισε τη μορφή του.
«Αχ, Ισίδωρε, πάντα υπερβολικός!»
«Εγώ, αυθέντη μου; Εγώ απλά φυλάγομαι!» μούτρωσε ο Ισίδωρος.
«Οι Βενετοί είναι μακριά μας, το ίδιο και οι Οσμάνοι. Δεν χρειάζεται να είσαι τόσο αυστηρός με τους ανθρώπους, αν και ξέρεις ότι αντιπαθώ και εγώ την πολλή δουλοπρέπεια. Η ουσία είναι ότι δεν κινδυνεύω, φίλε μου» του χαμογέλασε και τον χτύπησε στην πλάτη φιλικά.
Είχε απομακρυνθεί εδώ και αρκετές μέρες από το Μυστρά και ένιωθε ήδη καλύτερα. Το μυαλό του είχε καθαρίσει, το σώμα του είχε ξεκουραστεί.
Ένιωθε ακόμα πιο ανόητος τώρα με την ιστορία της μαγγανείας στο ανάκτορο, αλλά δεν έπαυε να τον απασχολεί το κυριότερο συμπέρασμα από αυτήν την ιστορία: είχε εχθρούς, που ήθελαν να τον βλάψουν. Δεν ήθελε προς το παρόν να τον ενοχλεί αυτό το θέμα, αλλά δυστυχώς ήταν αναπόφευκτο.
Έπρεπε να βρει τα πώς και τα γιατί αυτής της ιστορίας και μόλις επέστρεφε στο ανάκτορο θα ξεκίναγε διακριτικές έρευνες. Θα ρωτούσε, θα έστελνε ανθρώπους και παραέξω. Ακόμα και στη Μονεμβασιά αν ήταν ανάγκη, στον ίδιο τον Μαμωνά.
Ο ιδιοκτήτης με τον νεαρό βοηθό του κατέφθασαν.
«Τι μπορώ να κάνω για σένα, κύριε;» ρώτησε όλο αφέλεια ο μικρός.
Ο Ισίδωρος στριφογύρισε τα μάτια του απηυδισμένα με την αγένεια του μικρού, αλλά δεν μίλησε. Ο Κωνσταντίνος χαμογέλασε.
«Κάτι παραπάνω από το συνηθισμένο σου ξίφος, μικρέ μου φίλε. Θα σού εξηγήσω. Σαν ένας απλός πολίτης, βέβαια» έσπευσε να συμπληρώσει κάπως κοροϊδευτικά ο Κωνσταντίνος, χαμογελώντας παιδικά προς τον Ισίδωρο, που ξεφύσησε κουρασμένα.


--


Ο Μηνάς Λιονταρής μισόκλεισε τα μάτια για να δει καλύτερα το θέαμα που εξελισσόταν μπροστά του. Σπιρούνιασε το άλογό του για να πλησιάσει πιο κοντά στο σπίτι των Φραγκιάδων.
Ένα σκυλί έτρεχε ξωπίσω από έναν ημίγυμνο νεαρό, που το σώμα του γυάλιζε από τον ιδρώτα, καθώς έτρεχε και αυτός, κάτω από τις ακτίνες του μεσημεριανού ήλιου. Ο Μηνάς σχεδόν έβαλε τα γέλια.
Έφτασε να καλπάζει δίπλα από το Χριστόφορο, που δεν σταμάτησε στιγμή να τρέχει.
«Τι κάνεις ρε μουρλέ, χειμωνιάτικα;» τον ρώτησε και ο Χριστόφορος του χαμογέλασε πλατιά, φρενάροντας απότομα.
Σταμάτησε λαχανιασμένος, στηριζόμενος στα γόνατά του για να ανασάνει καλύτερα. Ο Μηνάς τον μιμήθηκε και ξεπέζεψε γρήγορα από το φαρί του, ενώ ο Γαβ συγκρούστηκε με τα πόδια του αφεντικού του, πριν προλάβει να φρενάρει.
«Δημήτριε; Γιατί τρέχεις χριστιανέ μου;» τον πλησίασε ο Μηνάς γελώντας ακόμα.
«Θέλω να ξαναγίνω γερός, Μηνά. Να έχω τις δυνάμεις που είχα και περισσότερες ακόμα!» του απάντησε ο ξανθός νεαρός και χάιδεψε το άλογό του φίλου του.
«Άμα τρέχεις έτσι, θα αρρωστήσεις, φιλαράκο! Φόρα κάτι!»
«Είμαι καλά! Εδώ και δύο εβδομάδες, νιώθω καλύτερα από ποτέ, Μηνά! Μη σκας για λόγου μου» γέλασε τελικά και ο Χριστόφορος και του έτεινε το χέρι για χειραψία. «Μην κοιτάς που λείπεις κάθε μέρα. Εδώ είμαι, όλα τα πρωινά, και τρέχω»
Ο Μηνάς τού έδωσε θερμά το χέρι και τον χτύπησε στον ώμο δυνατά.
«Είσαι γερό σκαρί, φιλαράκο! Μην κυκλοφορείς μονάχα και πολύ έξω γιατί θα μας φας τα κορίτσια!» του γέλασε πειραχτικά.
«Δε νομίζω ότι τα κορίτσια της γειτονιάς ασχολούνται μαζί μου. Εσύ είσαι ο στρατιώτης, ο ήρωας»
«Ποτέ μην λες ποτέ, Δημήτριε. Ο Ιάκωβος μού είπε, όμως, ότι θες να μού μιλήσεις»
«Ναι, αλήθεια είναι. Τώρα που είμαι καλά, θέλω να σου ζητήσω ακόμα μία, μεγάλη χάρη. Πάμε, όμως, στην κάμαρά μου να μιλήσουμε, γιατί πιάνει ψύχρα»
Έβαλε το κεφάλι κάτω ο Χριστόφορος φουριόζος, εξοικειωμένος πια με το περιβάλλον και το σπίτι και κίνησε κατά την πόρτα του σπιτιού των Φραγκιάδων. Ο Μηνάς έδεσε το άλογό του στο δέντρο έξω και τον ακολούθησε με μεγάλα βήματα.
Πριν προλάβει να πατήσει πόδι στο κατώφλι, ο Χριστόφορος συγκρούστηκε με κάποιον που έβγαινε έξω την ίδια στιγμή με εκείνον. Μια μικρή κραυγή ακολούθησε και μία κοπέλα βρέθηκε πεσμένη μπρος του. Ένα ζευγάρι ανοιχτόχρωμα μάτια τον κοίταξαν με ξάφνιασμα και ταραχή. Η κοπέλα με τα ξανθά μαλλιά και το λευκό μαντήλι δεν ήταν παραίσθηση. Ήταν μπρος του.
«Συ- συγγνώμη, σχώρα με, κοπέλα μου…» ψέλλισε και έμεινε να την κοιτά αποσβολωμένος.
Ο Μηνάς πέρασε μπροστά του και σήκωσε την κοπέλα στα πόδια της.
«Ξαδέρφη, είσαι καλά;» τη ρώτησε, έτοιμος πάλι να σκάσει στα γέλια.
«Ναι, ναι...» ψέλλισε η κοπέλα και έσιαξε το φόρεμά της νευρικά.
Τα μάγουλά της ήταν κατακόκκινα και το βλέμμα της παρέμενε χαμηλωμένο μπροστά στο βλέμμα του Χριστόφορου. Ο νεαρός την κοιτούσε απροκάλυπτα και προσεκτικά, νοιώθοντας την καρδιά του να χτυπάει έντονα στα στήθια του από έναν πρωτόγνωρο ενθουσιασμό. Αυτή ήταν στο παράθυρό του κάθε μέρα και ένιωθε, μια παράξενη, άγρια χαρά που την είχε βρει και ήταν αυτή!
«Καλέ τι πάθατε εσείς οι δύο; Σας έκοψαν τη γλώσσα;» αναρωτήθηκε ο Μηνάς και τους κοίταξε καλά καλά.
«Άσε τις ανοησίες, Μηνά!» είπε αυστηρά η κοπέλα και τον σκούντησε.
«Βέβαια, βέβαια... Εσείς δεν γνωρίζεστε, σωστά; Αλλά ο Δημήτριος είναι δικός μας άνθρωπος πια, Αγάθη, οπότε δεν σε πειράζει να σε γνωρίσει, έτσι;» έξυσε ύπουλα του πηγούνι του ο Μηνάς.
Η Αγάθη δεν απάντησε, μα έσκυψε καρτερικά το κεφάλι, ακόμα με κόκκινα μάγουλα, σαν να συμφωνούσε. Τη στιγμή που ο Μηνάς κοίταζε τον Χριστόφορο, σήκωσε τα γαλανά μάτια της και κοίταξε τον ξανθό νέο πιο θαρρετά από πριν. Ένα διστακτικό, αλλά γλυκό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη της.
Το στόμα του Χριστόφορου άνοιξε άθελά του και η καρδιά του νόμισε πως θα φτάσει στο κεφάλι του.
«Αγάθη, από εδώ ο Δημήτριος Αξιώτης, ο τραυματίας φιλοξενούμενός μας. Δημήτριε, από εδώ η δεύτερη κόρη του Ιάκωβου, η Αγάθη Φραγκιά» έκανε τις συστάσεις ο Μηνάς, χαμογελώντας κάπως ανόητα.
Ο Χριστόφορος προσπάθησε, αλλά φωνή δεν βγήκε. Τα είχε για πρώτη φορά στη ζωή του εντελώς χαμένα.

Και δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί.


Vittoria Mantegna