Faded Memories - "Ξέφυγε, αν μπορείς" (Διήγημα 11ο)



Η απαίσια μυρωδιά τρυπούσε τη μύτη μου προκαλώντας μου ναυτία. Τα μάτια μου, βουρκωμένα και κατακόκκινα, προσπαθούσαν να βρουν τρόπο διαφυγής, όμως μάταια. Η ίδια έκταση από σαπισμένα φύλλα και θεόρατα δέντρα. Τα κλαδιά τους μπλέκονταν στα πόδια μου, στο πρόσωπο και τα μαλλιά μου, με μαστίγωναν σχίζοντας το δέρμα μου. Οι δυνάμεις μου είχαν αρχίσει να με εγκαταλείπουν και τα πόδια μου δεν υπάκουαν πλέον στις εντολές του εγκεφάλου μου να τρέξω όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Ο γκρίζος ουρανός, με τα σύννεφα να προμηνύουν μπόρα, δε βοηθούσε ιδιαίτερα στην προσπάθειά μου να κρατήσω την ψυχραιμία μου. Σύντομα θα ήμουν κυνηγημένη, βρεγμένη και ανήμπορη, αφημένη στο έλεός του.
Όσο ο ιδρώτας κάλυπτε τα ρούχα μου σε κάθε μου κίνηση, τόσο πιο πολύ το σώμα μου αρνούταν να συμμορφωθεί. Κάθισα καταβεβλημένη στις ρίζες της ξεραμένης βελανιδιάς, που εδώ και ώρες συναντούσα στον δρόμο μου. Έκανα κύκλους. Αυτό ήταν το παιχνίδι του. Το μόνο που έμενε τώρα ήταν να μου επιτεθεί. 
Έκλεισα τα μάτια μου κι ευχήθηκα το μαρτύριό μου να τελείωνε γρήγορα. Τίποτα δεν έγινε. Δεν ένιωσα την παγωμένη του ανάσα στο πίσω μέρος του λαιμού μου. Δε με άγγιξαν τα τραχιά, άγρια χέρια του. Σήκωσα τα βλέφαρά μου και δεν αντίκρισα το ανατριχιαστικό, γλοιώδες πρόσωπό του. Δε θα μου το έκανε τόσο εύκολο. Περίμενε την κατάλληλη στιγμή. Κι ενώ ήξερα πως θα κατέληγα πάλι να ακολουθώ την ίδια ανώφελη, κυκλική διαδρομή, δεν μπορούσα να κάτσω με σταυρωμένα χέρια. Σηκώθηκα με κόπο και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, συνέχισα την πορεία μου.
Ένιωσα τις πρώτες στάλες βροχής στο πρόσωπό μου, στην αρχή αραιές, έπειτα πυκνές. Καταρρακτώδης βροχή να θολώνει ακόμα περισσότερο την όρασή μου, να βαραίνει το μακρύ, σκισμένο φόρεμά μου, να βρωμίζει τα ξυπόλυτα πόδια μου μετατρέποντας το χώμα σε λάσπη. Και τότε το άκουσα.
Το απαίσιο μουγκρητό που έβγαινε από τα παραμορφωμένα του χείλη. Είχα μάθει να το αναγνωρίζω τόσες μέρες που με κρατούσε φυλακισμένη. Ξυπνούσα και κοιμόμουν με αυτόν τον ήχο στα αυτιά μου. Προσευχόμουν κι έκλαιγα με το απαίσιο βλέμμα του καρφωμένο πάνω μου. Ούρλιαζα και πονούσα με τα χέρια του να με πιέζουν, έτοιμα να με συνθλίψουν. Με τη βρωμερή ανάσα του να σκοτώνει το οξυγόνο μου, μέχρι που τα πόδια μου παρέλυαν και με πετούσε στο πάτωμα με δύναμη. Μα το χειρότερο ήταν εκείνες οι μέρες που με έδενε με την πλάτη κολλημένη στα συρματοπλέγματα. Ένα ένα αφαιρούσε τα ρούχα μου όσο ούρλιαζα και απειλούσα, αλλά κανείς δεν μπορούσε να με ακούσει. Ούτε όταν οι λυγμοί μου τάραζαν τη νύχτα, τότε που τα μακριά, βρωμερά του νύχια χάραζαν κάθε μέρος του γυμνού κορμιού μου. Και πολύ φοβόμουν ότι είχε έρθει η στιγμή για το τελειωτικό του χτύπημα.
Κρύφτηκα πίσω από το πρώτο δέντρο που βρήκα, όχι ότι αυτό θα βοηθούσε ιδιαίτερα, αλλά έπρεπε να πάρω μια απόφαση. Να τρέξω ή να τον αντιμετωπίσω; Είχα καταφέρει μετά από τόσο καιρό που με κρατούσε αιχμάλωτη να του ξεφύγω. Πώς θα κατάφερνα όμως να βρω το τέλος του λαβύρινθου, στον οποίο με είχε παγιδεύσει; Πώς θα μπορούσα να ξεφύγω, αφού ακολουθούσε το κάθε μου βήμα;
Μια βροντή έσκισε την ατμόσφαιρα κάνοντάς με να τρομάξω. Κοίταξα πίσω από το δέντρο κουρασμένη. Ήταν κοντά, έτσι έκανα το μόνο πράγμα που μπορούσα. Άρχισα να τρέχω. 
Ανώφελο. Ήταν ήδη μπροστά μου.
«Ωραίος ο περίπατός σου;» άκουσα την απόκοσμη φωνή του, πιο παγερή κι από τον αέρα που μαστίγωνε το πρόσωπό μου. Έκανα δυο βήματα προς τα πίσω.
«Άσε με ήσυχη».
«Μα μου αρέσει, όταν φωνάζεις».
«Είσαι ανώμαλος» στρίγκλισα κι άρχισα πάλι να τρέχω. Δεν άργησε να ξαναβρεθεί απέναντί μου.
«Μην προσπαθείς. Αφού το ξέρεις ότι πάλι στα χέρια μου θα καταλήξεις».
«Ποτέ».
«Μην αντιστέκεσαι. Έχουμε να περάσουμε πολύ χρόνο μαζί ακόμα».
«Μέχρι να με σκοτώσεις;»
«Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα σταματήσω, αφού σε σκοτώσω;» το βραχνό του γέλιο αντήχησε προκαλώντας μου τρόμο. «Θα απολαμβάνω να σε βασανίζω κι αφότου σταματήσεις να αναπνεύσεις. Δεν είναι σκοπός μου να σε σκοτώσω, όχι επίτηδες τουλάχιστον. Αν φτάσουμε εκεί, θα είναι επειδή το σώμα σου θα είναι αδύνατον πλέον να διατηρηθεί ζωντανό. Αλλά μέχρι τότε…»
«Αυτό θα το δούμε» είπα και με όση δύναμη μου είχε απομείνει, άρπαξα μια μεγάλη πέτρα και την έριξα προς το μέρος του. Την απέφυγε γελώντας ειρωνικά.
«Ωραία βολή, αν και άστοχη. Στ’ αλήθεια πιστεύεις ότι μια πέτρα είναι αρκετή για να μου κάνει κακό;»
«Όχι, αλλά αυτό μπορεί» απάντησα και κλότσησα με δύναμη τη λάσπη μπροστά μου πετυχαίνοντας το αριστερό του μάτι. Άρχισε να φωνάζει κι εκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία που μου δόθηκε για να του ξεφύγω. Τα πόδια μου πήραν φωτιά. Θα με ακολουθούσε… Δε θα γλίτωνα ποτέ από τα χέρια του. Ήταν το μόνο μου περιθώριο να δραπετεύσω από τον σίγουρο θάνατο που με περίμενε στα χέρια του. Η ανάσα μου βαριά και κοφτή ανταγωνιζόταν τον ήχο των ποδιών μου στο έδαφος. Έτρεχα για τη ζωή μου. Όμως είχα αρχίσει να κουράζομαι. Κοίταξα πίσω μου, αλλά δε φαινόταν πουθενά. 
Όταν στάθηκα να ξαποστάσω και να πάρω μια ανάσα, συνειδητοποίησα ότι ναι μεν ήμουν περικυκλωμένη από δέντρα, αλλά το τοπίο μού ήταν άγνωστο. Δεν είχα ξαναβρεθεί από εκείνη τη μεριά του δάσους. Η βροχή είχε σταματήσει πια κι έτσι κατάφερα να εξερευνήσω λίγο καλύτερα τον χώρο. Τα μάτια μου γούρλωσαν με αυτό που αντίκρισαν μπροστά τους. Μια ξύλινη καλύβα. Έτρεξα γρήγορα προς το μέρος της και προσπάθησα να ανοίξω την πόρτα. Ήταν μαγκωμένη. Με μια κλοτσιά κατάφερα να την κάνω να υποχωρήσει και την έκλεισα ξανά γρήγορα πίσω μου. 
Ησυχία. Άφησα έναν αναστεναγμό να μου ξεφύγει κι έπειτα άρχισα να ψάχνω για κάτι φαγώσιμο. Όμως το σπίτι ήταν σχεδόν άδειο, τα μόνα που υπήρχαν ήταν μια σκισμένη κουβέρτα κι ένας σκουριασμένος καθρέφτης, που με το ζόρι στηριζόταν στον τοίχο. Κοίταξα μέσα του την όψη μου. Τα καστανοκόκκινα μαλλιά μου ήταν ακόμα νωπά, όμως ήδη είχαν αρχίσει να σχηματίζονται οι πρώτες μπούκλες. Το πρόσωπό μου ήταν ωχρό και μελανιασμένο. Ασθενικό. Όλα τα κιλά που είχα χάσει αυτές τις μέρες φαίνονταν στο φόρεμά μου, που σακούλιαζε πάνω μου και από στιγμή σε στιγμή δε θα στεκόταν πλέον στο σώμα μου. Ποτέ δεν είχα σωστά ρούχα, άλλωστε μια παρακατιανή του δρόμου, που τριγυρνούσε τα βράδια στα έρημα σοκάκια, δε θα μπορούσε να είχε καλύτερη μοίρα. Κάθε νύχτα οι ίδιοι μεθυσμένοι πελάτες, ο ίδιος βρώμικος δρόμος, που μόνο από θαύμα δεν είχα κολλήσει εκείνη τη φοβερή ασθένεια που είχε προσβάλει πριν λίγο καιρό και την Άννι. Ο γιατρός την είχε ονομάσει χολέρα. Τώρα ευχόμουν να είχα καλύτερα κολλήσει την αρρώστια και να πέθαινα έτσι, παρά στα χέρια εκείνου του τέρατος.
«Ωραία αλλαγή σκηνικού. Κρίμα που δε θα κρατήσει για πολύ».
Δεν πρόλαβα να κουνηθώ. Το βαρύ του χέρι βρέθηκε στα μαλλιά μου και μέσα σε δευτερόλεπτα με πέταξε στον τοίχο. Το κεφάλι μου χτύπησε πάνω του κι όλα σκοτείνιασαν. Ένιωσα να με σέρνει στο πάτωμα, λίγο πριν χάσω εντελώς τις αισθήσεις μου. Το τελευταίο που αντίκρισαν τα μάτια μου ήταν το σαρδόνιο χαμόγελό του. Τι ωραίο παιχνίδι που του είχα προσφέρει…


Σέρβου Θεοδώρα