Two Things He Lost της Despoina Andreou

Ο κρύος νυχτερινός αέρας τον χτυπούσε αλύπητα στο πρόσωπο, ενώ βραχνές και κοφτές ανάσες έβγαιναν, σε συνοδεία με τον καπνό του τσιγάρου απ' τα χείλη του. Τα χέρια του κρατούσαν σφιχτά το φτυάρι και κάθε φορά που έσκιζε το έδαφος με αυτό, τόσο πιο πολύ μεγάλωνε ο λάκκος που προσπαθούσε να ανοίξει. Λίγα μέτρα πιο δίπλα, μπορούσε κανείς να ακούσει στη σιωπή της νύχτας το αγκομαχητό ενός χτυπημένου άντρα, ο οποίος προσπαθούσε να λυθεί απ' τα σκοινιά που τον κρατούσαν δεμένο.
Ο μελαχρινός γαλανομάτης, σίγουρος ότι είναι αρκετά βαθύς, κίνησε προς το αυτοκίνητο, σβήνοντας το τσιγάρο στο έδαφος πατώντας το. Μόλις άνοιξε τελείως την πόρτα των πίσω καθισμάτων, ο πληγωμένος άντρας έπεσε άτσαλα στο σκληρό έδαφος, βγάζοντας ένα βογκητό. Μόλις τον έπιασε ο ψηλότερος άντρας, εκείνος άρχισε να ουρλιάζει, μάταια, καθώς το μαντίλι στο στόμα του τον κρατούσε καλά φιμωμένο. Αναστενάζοντας κουρασμένα, ο γαλανομάτης έσφιξε πιο πολύ το παλτό του πάνω στο σώμα του, σε μια προσπάθεια να ζεσταθεί, και έπιασε ξανά τον πεσμένο άνθρωπο, αυτή τη φορά σέρνοντάς τον προς το λάκκο, παρά τις διαμαρτυρίες του και τις προσπάθειές του να γλιτώσει.
Τον έριξε μέσα άτσαλα, καθώς εκείνος συνέχισε να πολεμά. Τον κοίταξε για τελευταία φορά. Το ψυχρό βλέμμα του μαυροφορεμένου άντρα για μια μόνο στιγμή άλλαξε. Έπαιρνε μια ζωή... Μα γρήγορα τον ξανά κοίταξε όπως πριν, ανάβοντας άλλο ένα τσιγάρο. Ήταν για το καλύτερο.
Καθώς εκείνος προσπαθούσε να νικήσει σε μια άνιση μάχη, ο γαλανομάτης άντρας στεκόταν και τον κοιτούσε με ενδιαφέρον, καπνίζοντας μερικές τζούρες απ' το ηρεμιστικό του. Ποτέ δεν θα καταλάβαινε γιατί οι άνθρωποι μέχρι και την τελευταία τους στιγμή πολεμάνε, ανεξάρτητα για το αν θα κέρδιζαν ή όχι. Ποτέ δεν κατάλαβε την ανάγκη για ζωή και αναπνοή που έχουν. Ποτέ δεν κατάλαβε τι το τόσο σημαντικό έχει η ζωή που να τους κάνει όλους να μη θέλουν να τη χάσουν.
Κρατώντας το απαλό χαρτάκι ανάμεσα στα χείλη του, ξανά έπιασε το φτυάρι. Άρχιζε να ρίχνει ξανά χώμα, σκεπάζοντας σταδιακά τον τρομοκρατημένο άνθρωπο, που παρακαλούσε για έλεος.
«Λυπάμαι» μόνο ψιθύρισε αχνά και συνέχισε, ακούγοντας τους λυγμούς του παραιτημένου πλέον ανθρώπου.
Και όταν πλέον το χώμα είχε καλύψει τόσο τον ίδιο όσο και τους λυγμούς του, μόνο τότε άφησε την ανάσα του να φύγει, νιώθοντας άλλο ένα βάρος να εγκαταλείπει τους ώμους του.
~~~
«Είθε ο Θεός να αναπαύσει την ψυχή του».
Όλοι στην εκκλησία βρισκόντουσαν εκεί, για να πουν ένα τελευταίο αντίο σε άλλον έναν αγαπητό προς όλους Πατέρα. Άλλοι έκλαιγαν, άλλοι κοιτούσαν το κενό και άλλοι απλώς στεκόντουσαν σοκαρισμένοι, ανίκανοι να πιστέψουν το άδοξο και ξαφνικό τέλος του. Τον βρήκαν λίγες μέρες μετά την εξαφάνισή του, σε ένα κοντινό χωραφάκι δυο κυνηγόσκυλα. Το σοκ ήταν μεγάλο, η στεναχώρια μεγαλύτερη.
Όλοι κρατούσαν σκυμμένα τα κεφάλια τους σε ένδειξη πένθους και θλίψης. Μα, ο μελαχρινός ιεροκήρυκας δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα του απ' το ξύλινο μεγάλο κουτί, όπου ξάπλωνε ο νεκρός, λέγοντας αυτά τα λόγια. Ήλπιζε μόνο, ο Θεός όντως να ανάπαυε την ψυχή του.
~~~
Ακολούθησαν και άλλες δολοφονίες. Κάθε πρωί, κρυβόταν πίσω απ' τον ρόλο του και τα λόγια παρηγοριάς και καλοσύνης και το βράδυ, πίσω από κλειστές πόρτες, σχεδίαζε το πώς θα έστελνε κοντά στον Θεό άλλον έναν αμαρτωλό Πατέρα.
Δεν ήταν εύκολο. Μα είχε συνηθίσει. Η διπλή ζωή του δεν του πρόσφερε τίποτα παρά μόνο πίεση. Ένιωθε παγιδευμένος. Μα, εκείνος το είχε επιλέξει. Και ο Θεός εκείνον...
Εκείνος ήταν αυτός που θα καθάριζε τον κόσμο απ' τη σαπίλα. Εκείνος ήταν αυτός που θα έσωζε τους ανθρώπους απ' τους αμαρτωλούς απεσταλμένους του Διαβόλου. Εκείνους που χρησιμοποιούσαν το όνομα και τον τίτλο, μόνο και μόνο για να παίρνουν. Εκείνος ήταν ο ένας...
Έτσι πίστευε...
Ο κλοιός έκλεινε ασφυκτικά γύρω του. Η ώρα που περίμενε είχε φτάσει. Γνώριζε εξαρχής ότι κάποια στιγμή, κάποιος θα καταλάβαινε ότι κάτι συνέβαινε.
~~~
Βγαίνοντας απ' το τζιπ του, ο αστυνομικός Αλεξάντερ Σμιθ έσφιξε πιο σφιχτά το βαρύ παλτό του πάνω στο σώμα του, προσπαθώντας με κάποιο τρόπο να ζεσταθεί και να προστατευτεί απ' τον τσουχτερό αέρα του Άαμπενραα. Ίσως δεν έπρεπε να πάρει μετάθεση τόσο βόρεια... Μα, ήταν μεγάλη ευκαιρία, το γνώριζε. Αν έβρισκε τον δολοφόνο, τότε η καριέρα του θα απογειωνόταν και επιτέλους, θα είχε το σεβασμό που του άξιζε. Ήξερε καλά ότι ο αρχηγός του τον είχε στείλει εδώ, μόνο και μόνο για να τον ξεφορτωθεί.
«Το νιάνιαρο προκαλεί μόνο προβλήματα. Διώξτον το συντομότερο».
Τα είχε ακούσει με τα αυτιά του αυτά τα λόγια. Οι συνάδελφοι του δεν τον ήθελαν. Ο λόγος άγνωστος. Μα, δεν μπορούσε να παραπονεθεί όπως όταν ήταν μικρός. Είχαν περάσει προ πολλού αυτά τα χρόνια. Πλέον, έπρεπε να φερθεί σαν άντρας που ήταν και να παλέψει για να δείξει την αξία του.
Το άνοιγμα της πόρτας ακολούθησε το χαρακτηριστικό κουδούνισμα. Αμέσως, η ζέστη τον κατέκλυσε, κάνοντας τους σφιγμένους μύες του να χαλαρώσουν ελάχιστα. Η μυρωδιά διαφόρων λιχουδιών, τσιγάρου και Gammel Dansk αναμιγνύονταν στον αέρα, προσφέροντας ένα οικείο και ζεστό συναίσθημα, κάνοντάς τον να καταλάβει ότι πλέον βρισκόταν σίγουρα στη Δανία. Καθώς περπάτησε προς το μπαρ, το ξύλινο πάτωμα από κάτω του έτριζε ελαφρά σε κάθε του βήμα. Μόλις κάθισε, μια νεαρή γυναίκα -όχι πάνω από είκοσι-, εμφανίστηκε μπροστά του.
Η ομορφιά της εκθαμβωτική, δεν έμοιαζε καθόλου με τις υπόλοιπες κοπέλες που είχε δει. Τα μάτια της κατάμαυρα, τα χαρακτηριστικά της σοβαρά. Τον κοίταξε, έτοιμη να πάρει την παραγγελία του. Φαινόταν στα μάτια της ότι δεν κοιτούσε αυτόν. Δεν ήταν εκεί. Ήταν αλλού, βαθιά μέσα της βρισκόταν κάπου αλλού που ήθελε σαν τρελός να μάθει.
Μα, χωρίς να θέλει να δημιουργήσει λανθασμένες πρώτες εντυπώσεις, φέρθηκε έξυπνα και αγνόησε το σκοτεινό βλέμμα της. «Ένα ζεστό ρόφημα, παρακαλώ».
«Συγκεκριμένη προτίμηση;» τον ρώτησε η νεαρή, σηκώνοντας ένα σκούρο φρύδι και περιμένοντας την απάντησή του.
Εκείνος σώπασε για λίγο, κοιτώντας την. «Βότκα» είπε με προφορά και εκείνη τον κοίταξε έκπληκτη.
«Ένας Ρώσος... Τι δουλειά έχει ένας Ρώσος απ' τα μέρη μας;» τον ρώτησε, αρπάζοντας το μπουκάλι με τη βότκα και σερβίροντάς του σε ένα ποτήρι.
«Μυστικά του επαγγέλματος... Δε νομίζω να ενδιαφέρεσαι» της είπε, κοιτώντας την χαμογελώντας. Με τη πρώτη γουλιά, ένιωσε το λαιμό του να καίει και την οικεία αίσθηση να χαλαρώνει τους σφιγμένους μυες του.
«Αντιθέτως! Η ζωή εδώ είναι πολύ μουντή, ψοφάω για κάτι τέτοια!» του απάντησε, εκπλήσσοντας τον. «Λοιπόν;» σήκωσε το φρύδι της για άλλη μια φορά, έχοντας στα χέρια της μια πετσέτα και ένα ποτήρι.
Εκείνος έσμιξε τα φρύδια του μπερδεμένος. «Οι φόνοι δηλαδή δε σε εκπλήσσουν στο ελάχιστο; Σου φαίνεται τόσο μουντή και συνηθισμένη η ζωή, παρόλα αυτά;» τη ρώτησε περίεργος και εκείνη κάγχασε.
«Αστυνομικός, λοιπόν! Σκούρα θα τα βρεις, σε προειδοποιώ...»
«Τι εννοείς;»
«Πιστεύεις ότι είναι οι πρώτοι φόνοι που γίνονται;» ήταν ρητορική ερώτηση, δε χρειαζόταν απάντηση. Μα και πάλι, εκείνος έγνεψε. Αυτά του είχαν πει, με αυτές τις γνώσεις είχε έρθει. Εκείνη κάγχασε ξανά. «Πρέπει να ξανακοιτάξεις τις σημειώσεις σου» τον ειρωνεύτηκε, συνεχίζοντας να καθαρίζει τα ποτήρια.
«Πού ξέρεις ότι έχουν γίνει και άλλοι; Και τι έγινε;» τη ρώτησε, διψώντας για πληροφορίες που μόνο εκείνη ήταν ικανή να δώσει.
Η κοπέλα σταμάτησε και τον κοίταξε. «Δε σε αφορά από πού το ξέρω» του απάντησε κοφτά και απομακρύνθηκε.
Εκείνος ξεφύσηξε. Όσο σκεπτική φαινόταν άλλο τόσο εκνευριστική ήταν, συμπέρανε.
Την άφησε λίγο να ηρεμήσει και αποφάσισε να ξαναπροσπαθήσει. «Κοίτα... Δεν έχω έρθει με κακιά πρόθεση»
«Αυτό το ξέρουμε, για αυτό είσαι και αστυνομικός» τον διέκοψε, εκνευρίζοντάς τον.
Εκείνος ξεφύσηξε, μα κράτησε την ψυχραιμία του. Έπρεπε να μάθει. «Μα χρειάζομαι την βοήθειά σου. Είσαι η μόνη που μπορείς να με βοηθήσεις να τα βγάλω πέρα».
Παρέμεινε σιωπηλή.
Έβλεπε ότι τη χρειαζόταν. Φαινόταν ότι είχε τη διάθεση να λύσει πάση θυσία αυτήν την υπόθεση. Και όσο εκείνος χρειαζόταν την βοήθειά της, άλλο τόσο αυτή χρειαζόταν απαντήσεις.
Τον κοίταξε μέσα σε αυτά τα γαλανά μάτια. Το βλέμμα του τόσο καθαρό και σίγουρο, ειλικρινές και αποφασιστικό. «Ρώτα με» του έδωσε την άδεια.
Μόνο τότε εκείνος επέτρεψε στον εαυτό του να αναπνεύσει.
~~~
Είχαν περάσει μέρες συνεργασίας τους, μα ακόμα και μετά από τόσο καιρό, ο δολοφόνος συνέχιζε να διαπράττει φόνους, κάτω απ' τη μύτη τους, χωρίς κανένα πρόβλημα. Θα έβαζε το χέρι του στη φωτιά, ακόμα και ολόκληρος θα έμπαινε, ότι ήταν ανάμεσά τους. Και σίγουρα, για να μην είχε κάνει πίσω με έναν αστυνομικό στη πόλη, ήξερε καλά τις δυνατότητες και την επιρροή του στην κοινωνία του Άαμπενραα.
Η συνεργασία του με το κορίτσι, το οποίο άκουγε στο όνομα Σελήν, είχε αποδειχθεί πετυχημένη και επωφελούμενη, καθώς χωρίς την πολύτιμη βοήθεια της ήταν σίγουρος ότι θα είχε χαθεί και θα σπαταλούσε ατελείωτες ώρες πίσω από χρήσιμα χαρτιά, τα οποία μπορούσε να αντικαταστήσει με ερωτήσεις σε κατοίκους.
Παρόλα αυτά, το ερώτημα τον βασάνιζε και το σκοτάδι στο οποίο ήταν παγιδευμένος τον έπνιγε. Ποιος ήταν ο δολοφόνος; Πόσο μεγάλη επιρροή είχε; Και γιατί σκότωνε; Όλα τα θύματα δεν είχαν μεγάλα χτυπήματα, μόνο γρατζουνιές και μώλωπες που είχαν προκληθεί απ'την πάλη μεταξύ εκείνων και του δολοφόνου. Μα, όλοι πέθαιναν με τον ίδιο τρόπο: από ασφυξία που δημιουργούνταν λόγο έλλειψη οξυγόνου. Τους έθαβε λες και προσπαθούσε να τους τιμωρήσει. Και όλοι τους είχαν ένα κοινό στοιχείο: ήταν παπάδες. Ο δολοφόνος σίγουρα είχε κάτι εναντίον της εκκλησίας και προσπαθούσε να σκοτώσει όλους τους παπάδες. Ίσως να ήταν τρελός που το σκεφτόταν έτσι, μα δεν υπήρχε άλλη εξήγηση. Προσπαθούσε να μπει στη θέση του δολοφόνου, να σκεφτεί όπως αυτός και να προβλέψει τις επόμενες κινήσεις του. Είχε κυριολεκτικά τρελαθεί με τις κινήσεις του, όμως. Ενώ έπρεπε να κρύβεται και να φροντίζει να μη βρεθούν τα θύματα, ήταν σίγουρος ότι περπατούσε ανέμελος γύρω τους. Όσο για τα θύματα, αυτά βρισκόντουσαν αρκετά κοντά ώστε να τα βρίσκουν σε σύντομο χρονικό διάστημα λαγωνικά και να τα ξεθάβουν απ' το χώμα.
Ρίχνοντας κάτω τον στυλό του, έτριψε τους κρόταφούς του κουρασμένος. Η οικεία μυρωδιά του καφέ πλημμύρισε τα ρουθούνια του, καθώς βήματα ακουγόντουσαν ολοένα και πιο δυνατά. Μια κούπα με το καφέ ρόφημα τοποθετήθηκε κοντά του και μόνο τότε σήκωσε το κεφάλι του για να τη δει να κάθεται στην καρέκλα απέναντί του.
Από το ύφος της φαινόταν ότι τα νέα δε θα του άρεσαν. «Πες μου» αποφάσισε να παίξει τη μοίρα του.
«Πέθανε και άλλος».
~~~
Η εκκλησία είχε μια αποπνικτική ατμόσφαιρα που τον έκανε να θέλει να το βάλει στα πόδια. Δεν ήξερε γιατί είχε έρθει εδώ ακριβώς. Ποτέ δεν ήταν αυτό που λέμε Οπαδός του Χριστιανισμού'' και ειδικότερα της εκκλησίας. Πίστευε ότι εκεί υπήρχε όλη η σαπίλα. Λεγόταν Χριστιανός μόνο στα χαρτιά και ίσως και να πίστευε και σε κάποια λόγια που είχε πει ο Ιησούς. Σε πολλά συμφωνούσε, μάλιστα. Μα, παρέμενε σχεδόν άθεος.
Περπάτησε μέσα απ' τον μακρινό διάδρομο, νιώθοντας μια παράξενη αύρα. Οι θέσεις τελείως άδειες, μόνο κάνα δυο-τρεις υπήρχαν γεμάτες, όπου καθόντουσαν άνθρωποι, είτε για να προσευχηθούν, είτε για να ηρεμήσουν, είτε για κάτι άλλο, ίσως πιο προσωπικό. Το άγαλμα του εσταυρωμένου Ιησού βρισκόταν στο τέλος του διαδρόμου με το κόκκινο χαλί, άσπρο και πανύψηλο, καλοφτιαγμένο τόσο που τον έκανε να θαυμάζει το έργο του καλλιτέχνη. Στάθηκε μπροστά και το κοίταξε. Ίσως και να ζητούσε βοήθεια, μα γνώριζε ότι δεν επρόκειτο να άκουγε καμιά πανίσχυρη θεϊκή δύναμη έναν άνθρωπο σαν αυτόν. Τέτοια πράγματα χρειαζόντουσαν πίστη και η δική του είχε χαθεί πριν από πολύ καιρό...
«Όμορφο, δεν είναι;» άκουσε μια φωνή να λέει από πίσω του. Γυρίζοντας, αντίκρισε έναν μελαχρινό άντρα -όχι πάνω από σαράντα πέντε ή έστω σαράντα οκτώ-- με ράσα και εξωπραγματικά γαλανά μάτια. Τον κοίταξε μπερδεμένος, καθώς εκείνος τον πλησίαζε. «Όταν το είχα πρωτοδεί το χάζευα για ώρες ολόκληρες. Τόση λεπτομέρεια... Τόση μαεστρία... Αν συγκεντρωθείς μπορείς ακόμα και να το νιώσεις!» είπε με πάθος στα λόγια του. Στάθηκε δίπλα του και με τα δάχτυλά του ακούμπησε το άγαλμα, πρώτα τα δάχτυλα και μετά πιο πάνω, στα πόδια. «Τι μπορεί να κάνει ο Κύριος...;» στα λόγια του υπήρχε θαυμασμός και δεν τον αδικούσε.
Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά, κοιτώντας και ο ίδιος αυτό το κομμάτι τέχνης. «Πράγματι. Τα χαρίσματα που δίνει σε μερικούς αγγίζουν τη φαντασία. Μα, εγώ δεν πιστεύω πολύ σε αυτά» είπε χωρίς να φοβάται. Κάτι τον έκανε να νιώθει ότι ίσως αυτός ο άντρας να τον καταλάβαινε καλύτερα από κάθε άλλον...
Ο ιερέας τον κοίταξε μπερδεμένος. «Τότε τι κάνεις σε έναν τέτοιο χώρο; Σίγουρα δεν ζητάς βοήθεια απ' τον Κύριο» υποθέτει, όντας σωστός.
«Πράγματι, δεν είμαι εδώ για αυτό. Έχω έρθει εδώ για άλλο λόγο».
«Ο οποίος είναι;»
«Οι δολοφονίες» απαντά εκείνος ευθέως.
Ο ιερέας δε φαινόταν να εκπλήσσεται, κάθε άλλο! Ίσως και να το περίμενε... Δε γνώριζε. «Και σε τι μπορώ να βοηθήσω εγώ;» τον ρώτησε.
«Θέλω να μου πείτε τι γνωρίζετε» του απάντησε εκείνος. «Για τις δολοφονίες... Για τα θύματα... Ποιους υποψιάζεστε...»
Εκείνος αναστέναξε, φανερά σκεπτικός. «Για τις δολοφονίες ξέρω ότι έγιναν πολύ απλά, χωρίς τα θύματα να βασανιστούν. Ήταν άνθρωποι που βρισκόντουσαν εδώ πέρα, στην εκκλησία, δουλεύαμε μαζί! Όσον αφορά τους υπόπτους, δεν έχω κάποιον στο νου μου. Θέλω να πιστεύω ότι δεν είναι κάποιος ντόπιος, εξάλλου είμαστε μια σχετικά μικρή κοινωνία» απάντησε εκείνος λιτά μία-μία τις ερωτήσεις του.
Και έτσι πέρασε η ώρα, με τον αστυνομικό να ρωτά και τον ιερέα να απαντά.
Μα, όσο και να απαντούσε ο ιερέας, ο Αλεξάντερ ένιωθε ότι γνώριζε πολλά περισσότερα από αυτά που έδειχνε...
~~~
Φύσηξε τον καπνό απ' το τσιγάρο για τελευταία φορά και το έριξε στο πάτωμα, πατώντας το να σβήσει.
Άλλος ένας θάνατος. Άλλη μια κηδεία. Λίγο ακόμα πιο κοντά στο τέλος.
Μόνο ένας έμενε... Μόνο ένας και θα τελείωνε αυτή η ιστορία. Ίσως να έκανε λάθη. Ίσως να μην έπρεπε να ακολουθήσει ένα συγκεκριμένο μοτίβο. Μα, δεν τον ένοιαζε πλέον. Ίσως να πήγαινε να παραδοθεί και μόνος του στην αστυνομία. Ίσως και να έφευγε. Ο τόπος πλέον δεν τον χωρούσε.
Είχε δει τον νεαρό αστυνομικό. Θαύμαζε το πείσμα του, την εργατικότητά του, τη φιλοδοξία του. Είχε μιλήσει μαζί του. Φαινόταν αποφασισμένος να βγάλει εις πέρας την υπόθεση, ό,τι και αν γινόταν. Του θύμιζε εκείνον... Και εκείνος ήταν κάποτε έτσι. Τόσο αποφασισμένος, λίγο ανέμελος... παιδί.
Έβγαλε το ράσο του και φόρεσε τα μαύρα του ρούχα.
Απόψε, θα τελείωνε την αποστολή του. Απόψε, κάποιος θα σήκωνε τη σημαία ήττας. Ήλπιζε μόνο να μην ήταν αυτός...
~~~
Ο Αλεξάντερ πλέον ήταν σίγουρος για πάρα πολλά πράγματα. Όλα έμοιαζαν ξεκάθαρα μπροστά στα μάτια του, σχεδόν έμοιαζε λες και ο δολοφόνος του έστρωνε έτοιμο μονοπάτι να το διασχίσει. Το μόνο που φοβόταν ήταν μην ήταν όλο αυτό μια παγίδα.
Τα είχε κανονίσει όλα. Θα ήταν σε επιφυλακή γύρω απ' το σπίτι του Μητροπολίτη. Αυτός ήταν ο τελευταίος στη λίστα, το ήξερε. Αυτός ήταν το προβλεπόμενο θύμα...
Το φεγγάρι δεν άργησε να φανεί και η ώρα έτρεξε γρήγορα να το συνοδεύσει στα μεσάνυχτα. Όλα έμοιαζαν ήσυχα. Τόσο ήσυχα όσο ένα σύννεφο λίγο πριν ρίξει τους κεραυνούς του...
Ξαφνικά, καθώς καθόταν στο μπροστινό κάθισμα του αυτοκινήτου του, άκουσε ήχους από τα πίσω καθίσματα. Σε εγρήγορση όπως ήταν, δεν άργησε να ξεσκεπάσει τον εισβολέα. Μα, ξαφνιασμένος, ήρθε αντιμέτωπος με ένα αναπάντεχο θέαμα: τη Σελήν να τον κοιτά με ένα βλοσυρό βλέμμα.
«Σελήν;»
Εκείνη ξεφύσηξε, καθώς ανακάθισε στα πίσω καθίσματα και σκαρφάλωσε, για να πάει στο μπροστινό. «Έτσι με λένε».
«Τι κάνεις εδώ; Σου είπα να μην έρθεις!» της φώναξε σαστισμένος με την συμπεριφορά της και εκνευρισμένος με την ανυπακοή της.
«Από πότε σε ακούω;» του αντιγύρισε ειρωνικά, κοιτώντας τριγύρω. «Και τώρα κάνε ησυχία γιατί όπου να'ναι μπορεί να έρθει.»
Εκείνος ξεφύσηξε εκνευρισμένα, μουρμουρίζοντας κάτω απ' την ανάσα του. Όφειλε να ομολογήσει ότι η καστανή κοπέλα τον είχε βοηθήσει κατά πολύ με την υπόθεση, μα με το να είναι εδώ, έθετε σε κίνδυνο την ασφάλειά της! Γνωρίζοντας παρόλα αυτά ότι δεν επρόκειτο να φύγει, παρέμεινε ήσυχος, προσηλωμένος στην αποστολή του.
Αρκετή ώρα μετά και ενώ τα μάτια του έμοιαζαν να τον προδίδουν, καθώς βάραιναν απ' την κούραση, άκουσε έναν ήχο. Αμέσως, πετάχτηκε και κοίταξε γύρω, προσπαθώντας να εντοπίσει αυτό που τον δημιούργησε. Μα, το μόνο που έβλεπε ήταν τα φύλλα των δέντρων να κουνιούνται...
«Κοίτα!» άκουσε την Σελήν να λέει και να του δείχνει μια σκιά που κουνιόταν δίπλα απ' το παράθυρο του σπιτιού.
Ο μαυροφορεμένος άντρας, χωρίς να κοιτάξει γύρω λες και είχε επίγνωση του ότι ήταν περικυκλωμένος, άνοιξε το παράθυρο και σκαρφαλώνοντας πήδηξε μέσα, αφήνοντας το ανοιχτό.
Αυτή η κίνηση παραξένεψε τον Αλεξάντερ, μα δεν έδωσε σημασία για την ώρα. Παίρνοντας τον ασύρματο, τον πλησίασε κοντά στα χείλη του.
«Ετοιμαστείτε. Να είστε σε επιφυλακή. Όταν σας πω, θα μπείτε» πρόσταξε την ομάδα του και σιγά σιγά βγήκε απ' το αυτοκίνητο μαζί με τη Σελήν.
Σίγουρος ότι είχε το όπλο του στη ζώνη του παντελονιού του, με σιγανά βήματα πλησίασε το παράθυρο και βεβαιώνοντας ότι δεν ήταν πουθενά κοντά ο δολοφόνος, πήδηξε μέσα. Από πίσω του άκουσε τη Σελήν να πηδά μέσα και έτσι περπάτησε λίγα ακόμα βήματα. Ξέροντας ότι το θύμα ήταν στον επάνω όροφο, κατευθύνθηκε με ήσυχα μα γοργά βήματα, με τη Σελήν να τον ακολουθεί πιστά και σιγανά, κρατώντας το δικό της όπλο.
Το πάτωμα κάτω του έτριζε σε κάθε βήμα, κάνοντάς τον να βλαστημά σιωπηλά τους ήχους που έβγαζε το παλιό σπίτι. Η ιδέα του να πέσει κάτω και να μπουσουλήσει φάνταζε ιδανική, μα ήξερε ότι τα ρούχα του θα έκαναν πιο δυνατούς ήχους ενάντια στο ξύλινο πάτωμα.
Πλησιάζοντας το δωμάτιο του Μητροπολίτη, έβγαλε το όπλο του και έκανε νόημα στη Σελήν να έρθει πιο κοντά.
3...2...1...
Μέτρησε με τα δάχτυλά του και παίρνοντας μια ανάσα, άνοιξε με δύναμη την πόρτα και μπούκαρε μέσα. Το θέαμα τον άφησε τελείως απροετοίμαστο, παρόλα αυτά...
«Σε περίμενα» ο ιερέας που είχαν μιλήσει στην εκκλησία πριν δύο μέρες καθόταν στην πολυθρόνα που υπήρχε στο υπνοδωμάτιο του Μητροπολίτη, με τα χέρια του χαλαρά μπροστά και ένα χαμόγελο στα χείλη. Απ' την άλλη, ο ίδιος ο Μητροπολίτης βρισκόταν δεμένος στο κρεβάτι του, ουρλιάζοντας για βοήθεια.
Ο αστυνομικός στάθηκε για λίγο μπερδεμένος, χωρίς να μπορεί να καταλάβει τι γινόταν μπροστά του. Αν και όλα ήταν τόσο φανερά το παζλ ήταν τόσο δύσκολο να συναρμολογηθεί! Είχε μπροστά του τον δολοφόνο, είχε το τελευταίο θύμα, είχε τον τόπο, είχε τον τρόπο που πέθαναν τα θύματα, μα το κίνητρο έλειπε. Ή ήταν τόσο προφανές και εκείνος τόσο τυφλός για να το δει. «Εσύ... Πώς...;» μπέρδευε τα λόγια του, ίσως και να φαινόταν γελοίος, δεν τον ένοιαζε. Το μυαλό του αυτή τη στιγμή ήταν ένα κουβάρι και δεν μπορούσε να βρει την αρχή και το τέλος!
Ο μαυροφορεμένος άντρας χαμογέλασε για άλλη μια φορά. «Μπερδεύτηκες, ε; Λογικό... Δε βρίσκεις συχνά έναν ιερέα να βρίσκεται στον τόπο του εγκλήματος...» σηκώθηκε απ' την θέση του, πλησιάζοντάς τον. Ο Αλεξάντερ σήκωσε το όπλο του σε θέση άμυνας, μα εκείνος δε φαινόταν να φοβάται. Στάθηκε ακριβώς μπροστά του, κοιτώντας τον κατάματα. «Θα προσπαθήσεις να τον σώσεις, μα είναι αργά. Το δηλητήριο έχει ήδη απορροφηθεί απ' τον οργανισμό του και ούτε καν οι τρεις ενέσεις δεν θα μπορέσουν να το σταματήσουν» τον πληροφόρησε, καθώς εκείνος απ' το βάθος άκουγε τις φωνές του Μητροπολίτη να γίνονται πιο σιγανές, πιο αχνές, ώσπου στο τέλος το μόνο που ακουγόταν ήταν η προσπάθειά του να αναπνεύσει. Κανένας, όμως, δεν κουνήθηκε. Ο Μητροπολίτης θα πέθαινε από λεπτό σε λεπτό, ήταν χαμένη μάχη να τον κρατήσει στη ζωή ή να τον σώσει. Τώρα, το μόνο που χρειαζόταν ήταν απαντήσεις.
«Γιατί;» δεν έδειχνε παράπονο η φωνή του, μόνο απλή περιέργεια. Δεν τον κατηγορούσε. Ήξερε ότι είχε χάσει, η μισή παρτίδα είχε λήξει εις βάρος του, μα γνώριζε ότι το δεύτερο μέρος πλησίαζε και είχε σκοπό να νικήσει.
Εκείνος παρέμεινε ήρεμος. Το όπλο του αστυνομικού τον ακουμπούσε απαλά στο στομάχι, μια κίνηση, ένα τράβηγμα της σκανδάλης και θα βρισκόταν στο λεπτό κάτω στο πάτωμα, να παλεύει για να μείνει στη ζωή. Δεν τον ένοιαζε, όμως, πλέον. Είχε τελειώσει. Είχε κάνει το καθήκον του. Τώρα, έπρεπε να δώσει απαντήσεις. «Κοίτα τον. Δες πώς είναι. Ξέρεις πόσα έχει κάνει στη ζωή του αυτός ο άνθρωπος; Δε νομίζεις ότι αργά ή γρήγορα έπρεπε με κάποιο τρόπο να τιμωρηθεί;»
«Και οι άλλοι;»
«Οι άλλοι ήταν σκαλιά» του απάντησε απλά. «Δεν μπορείς να φτάσεις κατευθείαν στο πρώτο αν δεν περάσεις όλα τα υπόλοιπα. Και το καθένα από αυτά είχε τις δικές του αμαρτίες να κουβαλά.»
«Και ποιος νομίζεις πως είσαι και δικάζεις;» η υπομονή του εξαντλούνταν, ένιωθε την αδικία να χτίζει ξίφος μέσα του και να τον καρφώνει αλύπητα. «Όλοι εσείς το παίζεται άγιοι μα το μόνο που κάνετε είναι να δικάζετε! Κανείς δεν έχει δικαίωμα να δικάζει, παρά μόνο αυτή η πανίσχυρη δύναμη για την οποία μιλάτε! Μιλάτε για αγάπη, για δικαιοσύνη, μα δε δίνεται τίποτα από αυτά! Τα λόγια αγάπης και στοργής είναι ξένα για εσάς! Η δικαιοσύνη και ό,τι έχει να κάνει με αυτήν είναι εχθρός σας!» η φωνή του δυνατή, σχεδόν έφτυνε κάθε λέξη γεμάτος μίσος και απέχθεια για το πρόσωπο του άντρα μπροστά του. Μα, εκείνος παρέμενε ήρεμος, λες και δεν τον άκουγε. Λες και αυτός ήταν κάπου στο βάθος, μακριά, πολύ πιο μακριά από αυτόν και ίσα ίσα που η φωνή του έφτανε στα αυτιά του...
«Ίσως να έχεις δίκιο. Οφείλω να ομολογήσω ότι εγώ δεν είμαι καλύτερος από αυτούς. Μα, κάποιος έπρεπε να κάνει αυτή τη δουλειά, δε νομίζεις;»
Ίσως και να ζητούσε την άδειά του, μπορεί να ήθελε να εξιλεωθεί. Μπορεί βαθιά μέσα του να γνώριζε ότι είχε κάνει λάθος, δεν ήταν δουλειά του να παίρνει ζωές. Μα, εκείνος δεν ήταν δικαστής ούτε ο Θεός για να τον συγχωρέσει. Εκείνου το καθήκον ήταν ένα: να τον συλλάβει.
«Δε νομίζω τίποτα, πάτερ. Δεν είναι δική μου δουλειά να νομίζω» του απάντησε ευθέως και έβγαλε αμέσως τις χειροπέδες από τη ζώνη του. «Τώρα, αυτό μπορούμε να το κάνουμε με τον εύκολο ή τον δύσκολο τρόπο».
Τα εξωπραγματικά γαλανά μάτια του ιερέα κίνησαν μία στα χέρια του, μία στο όπλο και τέλος ξανά στο πρόσωπό του. Απόλυτη ησυχία υπήρχε στο δωμάτιο και ίσως να μπορούσες να ακούσεις μια βελόνα να πέφτει αν συγκεντρωνόσουν. Στάθηκε αμίλητος μπροστά του, φανερά σκεπτικός. «Ή με σκοτώνεις ή το κάνω μόνος μου»τον άκουσε να λέει, διακόπτοντας εκείνος την σιωπή. Μπερδεμένος, στένεψε τα μάτια του, μα εκείνος τον πρόλαβε πριν ρωτήσει. «Και πρέπει να σου πω, σε ένα πράγμα μοιάζουμε: ποτέ δεν ακολουθούσα τους κανόνες».
Δεν κατάλαβε πότε έτρεξε μακριά του και πήδηξε απ' το πανύψηλο παράθυρο. Δεν κατάλαβε πότε προσγειώθηκε στην αυλή και πότε εκείνος έτρεξε στο παράθυρο. Δεν κατάλαβε ακόμα και πώς του έπεσαν οι χειροπέδες και το όπλο του. Το μόνο που κατάλαβε ήταν ότι ο δυνατός ήχος που ακούστηκε τον ξύπνησε απ' τον προσωρινό λήθαργό του.
Σοκαρισμένος, κοίταξε κάτω στην αυλή, ενώ οι σειρήνες των αυτοκινήτων ακούγονταν. Μέσα στο σκοτάδι της νύχτας μπορούσε να διακρίνει τον ιερέα να κείτεται νεκρός πάνω απ' το καπό του αυτοκινήτου του. Μπορούσε να διακρίνει μερικές κηλίδες αίματος να τρέχουν, καθώς μέλη της ομάδες έριχναν φώτα από φακούς πάνω του.
«Αυτό σίγουρα θα αφήσει σημάδι» άκουσε τη Σελήν να λέει δίπλα του και γύρισε να την κοιτάξει. Αναστέναξε κουρασμένα και έσκυψε το κεφάλι.
Ο ιερέας είχε πεθάνει. Τη συνομιλία τους την είχαν ακούσει όλα τα μέλη της ομάδας απ' το woki tokie. Και το παιχνίδι είχε τελειώσει.
Ποιος ήταν ο νικητής; Αυτό και για τον ίδιο ήταν άγνωστο...
~~~
Για πρώτη φορά απ' τη μέρα που είχε έρθει, ο καιρός έδειχνε να χαμογελά.
Η υπόθεση είχε κλείσει, οπότε δεν υπήρχε λόγος να έμενε παραπάνω. Είχε ετοιμάσει τα πράγματά του και τώρα το μόνο που έμενε ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι: ο αποχαιρετισμός.
«Από ότι φαίνεται όπου πας διώχνεις τον καιρό, έτσι Σμιθ;» άκουσε τη φωνή της από πίσω του και γύρισε αμέσως.
Άφησε ένα γάργαρο γέλιο να του ξεφύγει και την κοίταξε. «Ποτέ δεν μου άρεσε ο καλός καιρός. Πολλή ζέστη... Πολύς ήλιος...»
«Σίγουρα τώρα θα σε σέβονται περισσότερο. Ένας άξιος συνεργάτης! Στα όπα όπα θα σ’ έχουν!»
Χαμογέλασε, παραμένοντας για λίγο σιωπηλός. Ο εγωισμός του τού το απαγόρευε να το ομολογήσει, μα ίσως να ήταν η τελευταία φορά που την έβλεπε... Ποιος νοιαζόταν για τον εγωισμό; «Δε θα τα κατάφερνα χωρίς εσένα. Ευχαριστώ» ήταν φανερό ότι την έπιασε απροετοίμαστη. Εκείνη δε μίλησε. Απλώς χαμογέλασε και έγνεψε το κεφάλι της. Γρήγορα άλλαξε την κουβέντα, όμως. «Αν και... οφείλω να ομολογήσω ότι εσείς οι Δανέζες είστε πολύ... κρύες γυναίκες. Και ξεροκέφαλες».
Εκείνη σήκωσε προκλητικά το φρύδι της, χαμογελώντας. Τον πλησίασε με αργά βήματα και στάθηκε μπροστά του. «Είσαι σίγουρος για αυτό που είπες;» κούνησε το κεφάλι του. Κάτι του έλεγε ότι θα του άρεσε η συνέχεια... Χωρίς να προλάβει να κάνει κάτι, τον άρπαξε και σύντριψε τα χείλη της με τα δικά του. Δεν αντιστάθηκε, όμως. Απαλά και στην αρχή δειλά, έπιασε την μέση της, μα εκείνη ήδη ήξερε τι έκανε... Τον κράτησε κοντά της, δίνοντάς του ένα απ' τα καλύτερα φιλιά που έλαβε ποτέ. Μόλις η ανάγκη για οξυγόνο ήταν απαραίτητη, απομακρύνθηκε από κοντά του, κοιτώντας τον με σηκωμένο το ένα φρύδι της. «Λοιπόν; Ακόμα νομίζεις;»
«Μμμ... νομίζω πως αναθεώρησα λίγο...» της απάντησε αστειευόμενος και εκείνη γελώντας, τον έσπρωξε μακριά της.
«Καλό ταξίδι, Σμιθ! Να προσέχεις πού μπλέκεις!» του φώναξε, καθώς έφευγε.
«Θα το κάνω!» υποσχέθηκε καθώς έμπαινε στο αυτοκίνητό του, γελώντας. Οδηγώντας προς το αεροδρόμιο, κάτι τον σταμάτησε. Κάτι τον παρακινούσε να στρίψει δεξιά από ότι αριστερά... Στρίβοντας εν τέλη, είδε μπροστά του ένα πελώριο δέντρο με κάτι σκαλισμένο πάνω του.
Παρκάροντας, βγήκε απ' το αμάξι και πλησίασε να δει καλύτερα. Πάνω στο ξύλο ήταν πεντακάθαρα χαραγμένη η λέξη ''Τελείωσε''. Χαμογελώντας, κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.
Πράγματι είχε τελειώσει...



Despoina Andreou