Στη λάθος πλευρά του παραδείσου (Κεφάλαιο 10)

Μάταια ο Κάρλ φώναζε το όνομα της Σιμόν. Αφού τη γύρεψε σε όλο το σπίτι και δεν μπόρεσε να τη βρει, αποφάσισε να κατέβει τα σκοτεινά σκαλοπάτια. Ούτε κι εκεί φαινόταν και έτσι, εκνευρισμένος, παράτησε το ψάξιμο και ξαναγύρισε πάνω να συνεχίσει τη διασκέδαση του. Στο ανέβασμα συνάντησε τους δύο φίλους μα ήταν τέτοιος ο θυμός του, που προτίμησε να μην τους μιλήσει.
               Ο Μαξ σιγουρεύτηκε πως ήταν μόνοι στο υπόγειο.  Έβγαλε ένα πούρο και το έδωσε στον Τόμας. Έπειτα πήγε στο κελάρι και επέστρεψε με ένα μπουκάλι από το πιο καλό κρασί.
               Η Σιμόν μόλις που πρόλαβε και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Έκλεισε το στόμα με τα χέρια της στην προσπάθεια να μην ακουστεί. Η Ρίτα περιεργαζόταν τα μαλλιά της με ένα βλέμμα τρομακτικό, αλλόκοτο. Η μορφή της, αποκρουστική, της προκαλούσε ένα αίσθημα απέχθειας ανάμεικτο με συμπόνια. Σφίχτηκε πάνω στην πόρτα, προσπαθώντας να την αποφύγει και να μην προκαλέσει κάποιο θόρυβο που θα την πρόδιδε.
               Οι δύο άντρες, έξω από τη βαριά σιδερένια πόρτα, τσούγκριζαν τα κρυστάλλινα ποτήρια τους.
«Στην υγεία του Φύρερ μας!» έκανε πρόποση ο Μαξ.
               Ο Τόμας συγκατένευσε υψώνοντας το δικό του «Για τον αγώνα  υπέρ της καθαρότητας του πολιτισμού μας» είπε «Το σχέδιο για την κάθαρση της γερμανικής κουλτούρας από επικίνδυνες ιδέες αύριο φτάνει στο αποκορύφωμά του».
               «Έμαθα πως στην αυριανή τελετή θα παραστεί και ο υπουργός Εκπαίδευσης του Λαού και Προπαγάνδας, ο ίδιος ο Τζόσεφ Γκέμπελς» είπε ο Μαξ.
               «Βεβαίως!» είπε με έπαρση ο Τόμας «Πρέπει όλοι να δουν πως ο αιώνας του ακραίου εβραϊκού διανοουμενισμού πρέπει να τελειώσει και η γερμανική επανάσταση να ανοίξει και πάλι τον δρόμο στο γερμανικό ον».
               Τσούγκρισαν ξανά τα ποτήρια τους και γέλασαν δυνατά.
               «Θα έρθει εκείνη η στιγμή, που η άρια φυλή θα κυριαρχεί και όλα αυτά τα μιάσματα οι σιωνιστές Εβραίοι θα χαθούν από προσώπου γης».
               Ο Μαξ κούνησε καταφατικά το κεφάλι του «Όλοι εκείνοι, οι φυλετικά κατώτεροι  απέναντι στην υπεροχή της Άριας γερμανικής φυλής, οι υπάνθρωποι , οι υπεύθυνοι για την κρίση όχι μόνον της Γερμανίας αλλά και για τις συμφορές όλου του κόσμου». 
               «Υπάρχει στα άμεσα σχέδια του Γκέμπελς ξέρεις, η ενορχήστρωση ενός ειδικού σχεδίου με ειδικά προγράμματα ευθανασίας στη Γερμανία, από Ναζί γιατρούς, για ανθρώπους διανοητικά καθυστερημένους, ανάπηρους και άλλες κατηγορίες ατόμων με ειδικές ανάγκες. Επίσης, θα υπάρχει ειδική μνεία για ομάδες ατόμων όπως οι Ρομά και οι ομοφυλόφιλοι».
               Ο Μαξ προσπάθησε να κρύψει τον εκνευρισμό που του προκάλεσε η δήλωση αυτή του φίλου του. Ένας κόμπος του στάθηκε στο λαιμό και ξερόβηξε.
               «Θα πρέπει να κανονίσουμε και τους αρραβώνες» συνέχισε ο Τόμας «Πολύ σύντομα ο Καρλ θα κληθεί να αναλάβει αξίωμα στον γερμανικό στρατό και καλό θα ήταν ο γάμος να τελεστεί, πριν γίνει αυτό».
               Ο Μαξ συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι του, ευχαριστημένος που άλλαξαν θέμα «Μια τέτοια ένωση, θα με έκανε κάτι παραπάνω από ευτυχή».
               «Όμως η Σιμόν, πώς να το πω, δεν τη βλέπω και τόσο πρόθυμη».
               Το πρόσωπο του Μαξ συννέφιασε «H Σιμόν θα συμμορφωθεί με αυτό που θέλω εγώ» είπε άγρια.
Ο Τόμας έγειρε με τη σειρά του το κεφάλι χαμογελώντας. Στο άκουσμα όλων αυτών, η καρδιά της Σιμόν σκίρτησε «Θεέ μου!» μουρμούρισε τρομοκρατημένη και η ματιά της έπεσε στο πλάσμα που καθόταν απέναντί της με ένα βλέμμα που θαρρείς έχασκε στο κενό. Η Σιμόν ήταν πράγματι εγκλωβισμένη, κι όχι αποκλειστικά στον χώρο. Έπρεπε να μάθει ποιό ήταν αυτό το πλάσμα ή μήπως έπρεπε να το βάλει στα πόδια; Το δεύτερο έμοιαζε πιο λογικό, ωστόσο δεν γινόταν να μην ανακαλύψει την ταυτότητα αυτού του καραφλού κοριτσιού, το οποίο της θύμιζε λίγο τη θεία της την Άννα, την αδελφή του πατέρα της.
               «Ποιά είσαι;» ρώτησε για άλλη μια φορά, προσπαθώντας να μην αφήσει τον δικαιολογημένο φόβο της να επηρεάσει τη φωνή της.
               Η Ρίτα έβγαλε ένα παρατεταμένο μουγκρητό, όμοιο με εκείνο λαβωμένου ζώου. Το μουγκρητό κλιμακώθηκε ώσπου κατέληξε σε μια πνιχτή κραυγή. Πριν καλά καλά η νεαρή Λίμπερ συνειδητοποιήσει ότι το κορίτσι στο αναπηρικό αμαξίδιο, τόσα χρόνια έγκλειστο, είχε ξεχάσει και τις λιγοστές λέξεις που είχε κάποτε ακούσει, δέχτηκε επίθεση. Τα μακρουλά χέρια της Ρίτας τυλίχτηκαν εν ριπή οφθαλμού γύρω από τον αλαβάστρινο λαιμό της αδελφής της. Τα γαμψά της νύχια κατάφεραν να χωθούν στο ευαίσθητο δέρμα της. Καυτό αίμα στάλαξε στην αριστερή πλευρά του λαιμού, ώσπου κυλώντας αργά κατέληξε στο ξεκίνημα της ωμοπλάτης.
               Το ουρλιαχτό της Σιμόν ακούστηκε ως το σαλόνι. Όλοι κατάλαβαν ότι προερχόταν από το κελάρι. Οι γονείς της αλληλοκοιτάχτηκαν με τρόμο.
 «Δεν πιστεύω να...» ψέλλισε ο πατέρας της.
Ο Καρλ ήταν αυτός που αντέδρασε αμέσως «Κάτι πρέπει να έπαθε η Σιμόν!»
               Η ανησυχία του φαινόταν ειλικρινής. Κανείς δεν γνώριζε όμως το σκοτεινό του μυστικό. Ο Καρλ ένιωθε στην πραγματικότητα έλξη μόνο για άτομα του ίδιου φύλου. Ο Καρλ έκανε έναν γρήγορο έλεγχο στη θήκη του σακακιού του. Το όπλο ήταν φυσικά στην θέση του, όπως όφειλε εξάλλου. Με βήματα γοργά κατέβηκε προς τα κάτω. Ας έδειχνε λοιπόν για άλλη μια φορά πόσο αρσενικό ήταν. Αυτό δεν περίμενε ο πατέρας του από αυτόν; Αυτό και θα του έδινε!
               Ο Μαξ και ο Τόμας τον ακολουθούσαν. Κάτι πήγε να πει ο Μαξ μα ήταν ήδη αργά. O ήχος του όπλου ήταν πιο γοργός από το στόμα του....
               «Τι έκανες;» ούρλιαζε η μητέρα της Σιμόν τραβώντας τα καλοχτενισμένα μαλλιά της «Σκότωσες το παιδί μου!»
               «Ε όχι και παιδί σου η κόρη της... πεθαμένης σου αδελφής!» πετάχτηκε ο Μαξ κεραυνοβολώντας τη σύζυγό του «Καλά έκανες Καρλ παιδί μου. Φέρθηκες σαν σωστός Γερμανός πολίτης. Η χώρα έχει ανάγκη την αφρόκρεμα και μόνο την αφρόκρεμα. Μ' ακούς;»
               Η Σιμόν έτρεμε σαν να είχε ακατέβατο πυρετό. Ο πατέρας της προσπαθούσε να της εξηγήσει ότι η Rita ήταν η επικίνδυνη ξαδέλφη της, την οποία είχαν σκοπό να πάνε σε ίδρυμα. Η Σιμόν δεν είχε καλυφθεί, ήθελε πιο χειροπιαστές πληροφορίες.
               «Εν καιρώ κόρη μου ,εν καιρώ...» ήταν η κοφτή του απάντηση.

Το ίδιο βράδυ...

               Η γυναικεία φιγούρα είχε καλύψει το πρόσωπό της με ένα σκούρο μαντίλι, το οποίο είχε τόσο καιρό καταχωνιασμένο, αφού της φαινόταν εντελώς άχρηστο. Να που τώρα είχε έρθει η στιγμή να το αναζητήσει για να κρύψει τα χαρακτηριστικά του όμορφου προσώπου της. Δεν ήθελε να την αναγνωρίσει κανείς. Το σακί από τα σιτηρά, το οποίο τους είχε στείλει πέρυσι ο ξάδελφος της από την επαρχία, έμοιαζε ασήκωτο, αν και στην ουσία "φιλοξενούσε" μόνο ένα μάτσο κόκαλα.
               Ο λοφίσκος ήταν αρκετά ανηφορικός και σχεδόν απάτητος από τους Γερμανούς, αφού τον απέφευγαν διότι ήταν διάσπαρτος από βρέφη που τους περίμενε η λάθος πλευρά του παραδείσου, διάσπαρτος από τα κουφάρια Εβραίων, από νεκρά παιδιά του Γιαχβέ.
               «Κάνε ό, τι θέλεις με δαύτη!» της είχε πει ο Μαξ όταν ζήτησε να τη θάψουν «Μακριά όμως από τη δική μας αμόλυντη γη, τ' ακούς; Μακριά!  Όχι δεν υπήρξε ποτέ κόρη μου. Για μένα ήταν πάντα η τιμωρία του Θεού σε εσένα για το αίμα που ρέει στις φλέβες σου, όσο κι αν το αρνείσαι. Αυτό που προέχει τώρα είναι να καθησυχάσω το πραγματικό μου παιδί, τη Σιμόν!»
               Η Σιμόν Λίμπερ ήταν στην πραγματικότητα κόρη της Έλσε Ρίτερ, μιας κοπέλας από τη Φρανκφούρτη, την οποία ο Μαξ είχε παντρευτεί μόνο και μόνο επειδή είχε περιουσία. Με τη Ντίτρε, την όμορφη κόρη ενός μπακάλη, διατηρούσε δεσμό πριν ακόμη γνωρίσει την Έλσε. Είχαν φέρει μάλιστα στον κόσμο τη Ρίτα, η οποία όμως έμεινε ανάπηρη σε ηλικία τεσσάρων ετών ύστερα από μια πτώση της από άλογο.
               Δεν είχαν ακόμη παντρευτεί αφού η μητέρα του Μαξ ήταν ανένδοτη. Ο γιος της έπρεπε να πάρει μια ευκατάστατη γυναίκα κι όχι αυτή την ξεβράκωτη! Κι ενώ ο Μαξ είχε σκοπό να παντρευτεί την καλή του, έστω και κρυφά, το ατύχημα της Ρίτα τον έσπρωξε στην αγκαλιά της Έλσε, γεγονός που χαροποίησε τη μητέρα του.
               Ο θάνατος της Έλσε κατά τη διάρκεια ενός δύσκολου τοκετού άλλαξε τα δεδομένα. Η Ντίτρε, η οποία παρέμενε πάντα ερωμένη του, έδειξε μεγαλείο ψυχής και δέχτηκε να μεγαλώσει το βρέφος σαν δικό της παιδί.  Έναν χρόνο αργότερα κι αφού η Σιμόν ήταν ήδη ενός έτους, ο Μax θα μάθαινε τυχαία πως η προγιαγιά της Ντίτρε ήταν Εβραία. Ενοχλήθηκε, μα για το καλό της Σιμόν το "ανέχτηκε".       Εκείνη ήταν η χρονιά που αποφάσισε τον εγκλεισμό της Ρίτας στο κελάρι.
               Η Ντίρε έσκαψε με τα χέρια της έναν βαθύ λάκκο. Με το που τοποθέτησε το κορμί της Ρίτας μέσα, ένωσε το μοιρολόι της με το πένθιμο γουργούρισμα του κρύου ανέμου.
               «Κόρη μου άσε να σε βοηθήσω... θα σκεπάσουμε μαζί με χώμα το παιδί σου. Σε νιώθω... κι εγώ είχα νεκροφιλήσει τον γιο μου...»
               «Ποιά είσαι;»
               «Με λένε Μαριάμ».
               Ίσως να τη γελούσαν τα μάτια της, ίσως και το μυαλό της να ήταν θολωμένο από τη θλίψη και την οδύνη, μα σάμπως και της φάνηκε πως είδε να πλαισιώνει το κεφάλι της ένας φωτεινός κύκλος, σαν φωτοστέφανο…


Χριστίνα Καρρά
Ηλίας Στεργίου