Επικίνδυνες σκιές (Πρόλογος)

Δεν έχω όνομα, ή τουλάχιστον δεν το θυμάμαι. Βρίσκομαι παγιδευμένη σε ένα πέτρινο κελί, τη φυλακή μου. Δεν ξέρω για ποιο λόγο είμαι εδώ. Έχω πάψει να μετρώ τις μέρες που βρίσκομαι δέσμια σε αυτό το μέρος. Έχω σταματήσει να κοιτάζω το φως του ήλιου που προσπαθεί, σχεδόν μάταια, να τρυπώσει ανάμεσα από τις σιδερένιες μπάρες που σφραγίζουν το μικροσκοπικό παράθυρο. Υπολογίζω πως οι φορές που το φως έχει ξεπροβάλλει και έχει χαθεί ξανά -σηματοδοτώντας το τέλος μιας μέρας- είναι περισσότερες από τριακόσιες. Στις διακόσιες ογδόντα οκτώ, έπαψα να μετράω. Τα μάτια μου έχουν συνηθίσει το μισοσκόταδο που επικρατεί σε αυτό το μουντό γκρι δωμάτιο. Ο κοντινότερος πυρσός του κτηρίου είναι αρκετά μακριά και το φως του έχει σχεδόν χαθεί πριν φτάσει στη σιδερένια πόρτα που μου στερεί την ελευθερία. Η πόρτα αυτή αποτελείται από σιδερένιες μπάρες όπως το παράθυρο. Μόνο που είναι περισσότερες, και διασταυρώνονται μεταξύ τους, άλλες κάθετες, άλλες οριζόντιες.

Συνήθως μέσα στη μέρα, κάποιος στρατιώτης την ανοίγει και μου πετάει ένα πιάτο με κάποιο αηδιαστικό περιεχόμενο το οποίο θεωρείται φαγητό. Στην αρχή δεν είχα δεχτεί να το γευτώ, όταν όμως η πείνα μου έγινε ανυπόφορη, η ανάγκη μου για επιβίωση με έμαθε να το τρώω. Μερικές φορές δεν έρχεται κανείς, κι απλά η ώρα περνά πιο βασανιστικά με το στομάχι μου να μου αποσπά κάθε σκέψη, με την ανάγκη του για τροφή. Όσες φορές κι αν έχω ρωτήσει τους στρατιώτες που μου φέρνουν το φαγητό, για ποιο λόγο βρίσκομαι εδώ, δεν έχω λάβει απάντηση. Έπαψα να αναρωτιέμαι πολύ καιρό πριν. Έπαψα να ρωτάω. Έπαψα να μιλάω. Απορώ αν η φωνή μου θα υπακούσει την επόμενη φορά που θα τη χρησιμοποιήσω. Έχει περάσει τόσος καιρός που βρίσκεται εγκλωβισμένη μέσα στο λαιμό μου. Όλο αυτό τον καιρό δεν έχει έρθει κανείς να με επισκεφτεί. Αυτό μου προσφέρει μια ανακούφιση, αφού δεν θα αναγνώριζα κανέναν.
    Όπως είπα ξανά, δεν έχω αναμνήσεις από τη ζωή μου. Οι αναμνήσεις μου ξεκινούν την μέρα που με συνέλαβαν. Γυρίζουν συνεχώς στο κεφάλι μου, αφού είναι οι μόνες εικόνες που μου θυμίζουν τον κόσμο όπως είναι. Τις ξαναζώ μέσα στο μυαλό μου και θυμάμαι αμυδρά πως είναι το φως του ήλιου, ή πως νιώθω όταν εισπνέω φρέσκο αέρα. Κάθε φορά είναι πιο θαμπές οι εικόνες. Όμως ακόμη είναι καλύτερες από το έρημο κελί μου. Πάντα όμως, έρχεται η στιγμή που οι αναμνήσεις μου τελειώνουν, και ποτέ δεν μπορώ να αλλάξω αυτό που συμβαίνει. Όσο κι αν προσπαθώ να ξαναζήσω τις στιγμές, η φυλάκισή μου είναι αναπόφευκτη. Πάντα φτάνω εδώ, εγκλωβισμένη σε αυτό το μικρό δωμάτιο, με την ανυπόφορη σιωπή του, και την περίεργη μυρωδιά από κάτι σάπιο και πολυκαιρισμένο.
    Ο ήχος βημάτων με αποτραβά από τις σκέψεις μου. Ένας στρατιώτης ανοίγει τη πόρτα, για άλλη μία δόση τροφής. Νιώθω μια ανυπομονησία μέσα μου. Είναι η μόνη αλλαγή που συμβαίνει μέσα στις μουντές μέρες μου. Προς έκπληξή μου, δεν μου δίνει φαγητό. Φέρνει κάποιους άλλους μαζί του. Πίσω του εμφανίζονται δύο ακόμη στρατιώτες που συγκρατούν ένα ετοιμόρροπο αντρικό σώμα. Το κεφάλι του έχει γείρει προς τα μπροστά και τα μαλλιά του δεν μου επιτρέπουν να διακρίνω τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Τα ρούχα του είναι σκουρόχρωμα, και το σώμα του φαίνεται αρκετά καχεκτικό. Με μια αδύναμη κίνηση σηκώνει το κεφάλι του για να με αντικρύσει. Έχει μώλωπες στο πρόσωπο. Μορφάζω σκεπτόμενη τον πόνο που νιώθει. Ανοίγει τα χείλη για να πει κάτι, και τα μάτια του μοιάζουν να με αναγνωρίζουν.
«Άισλιν» Λέει ξέπνοα σε μένα.

    Κουνάω τα χείλη μου, προσπαθώ να τον ρωτήσω αν με λένε έτσι. Αλλά όπως το είχα φανταστεί η φωνή μου με προδίδει. Βγαίνει ένα βραχνό επιφώνημα από το στόμα μου, αλλά τίποτα παραπάνω. Εκείνος με κοιτάζει βαθειά στα μάτια, και νεύει θετικά, σαν να ξέρει τι προσπαθώ να τον ρωτήσω. Νιώθω ξαφνιασμένη. Δυσκολεύομαι να πιστέψω πως υπάρχει κάποιος που με αναγνωρίζει. Με αποκαλεί με ένα όνομα. Με λένε Άισλιν.

Ράνια Ταλαδιανού