Η νύχτα που ο παράδεισος έπεσε (Κεφάλαιο 27 - part 2) - Earth Stinks

 Damians POV


Ναι. Το είχα μετανιώσει πικρά. Πολύ πικρά. Κοίταξα το ρολόι μου. Έξι και τέταρτο και είχα κατεβάσει μισό μπουκάλι ουίσκι. Δεν παλευόταν άλλο το θέμα μπροστά μου.
  Το μικρό Νέφελιμ, με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη, μάθαινε την χορογραφία που άνοιγε το σόου τους. Βασικά αυτό ήταν ψέμα. Η αλήθεια ήταν ότι βελτίωνε την χορογραφία. Οι άχαρες κινήσεις των υπολοίπων κοριτσιών δεν έπιαναν τίποτα μπροστά στην ευλυγισία και την χάρη της. Δεν καταλάβαινε ότι με το που ανέβαινε στην σκηνή έκλεβε την παράσταση. Ο ερωτισμός που έκπεμπε ήταν ικανός να κολάσει και Άγγελο. Και το είχε κάνει και αυτό. Γέμισα το ποτήρι του πληροφοριοδότη μου παραπάνω και μου χαμογέλασε με τα σάπια δόντια του. Φυσικά οι άνθρωποι δεν το έβλεπαν αυτό. Για εκείνους ήταν άλλος ένας αδιάφορος άντρας. Τα ανεπαίδευτα μάτια τους δεν μπορούσαν να δουν πέρα από το προσωπείο του.
  «Ώστε ο Κάιλ είναι αδάμαστος ε;» τον ρώτησα χαμογελώντας φέρνοντας το ποτήρι στα χείλη μου.
  «Μάλιστα Άρχοντα μου. Ο δίδυμος του και ο Αρχάγελλος…» έφτυσε το πάτωμα στο όνομα του Μιχαήλ «Μετά βίας τον κρατάνε. Έχει καταφέρει να επικαλέσει 3 συμβούλια με τις Τάξεις και τους άλλους Κυρίαρχους. Δεν θα αργήσει να φτάσει και στα αυτιά των Θρόνων.» Ήπια άλλη μια γουλιά. Ο Πειρασμός στον οποίο τον είχε βάλει η Λιλιάνα ήταν ισχυρότερος από ότι περίμενα. Τα πράσινα μάτια της συναντήθηκαν με τα δικά μου και ξεροκατάπια ασυναίσθητα το σάλιο που μαζεύτηκε στο στόμα μου. Έστρεψε το βλέμμα της αλλού και άφησα μια ανάσα που δεν ήξερα ότι κρατούσα.
  «Αυτό είναι κακό» είπα μονάχα συνεχίζοντας να παρακολουθώ τις κινήσεις της προσεχτικά.
  «Μπορούμε να την ξεφορτωθούμε…» πρόφερε ψιθυριστά, σχεδόν μέσα από τα δόντια του και γύρισα να τον κοιτάξω. Τραβήχτηκε πίσω φοβισμένος και τότε συνειδητοποίησα ότι τα μάτια μου είχαν σκοτεινιάσει. Επανέφερα το παγωμένο πράσινο χρώμα τους πίσω αλλά δεν έπαψε να τρέμει από φόβο. «Ήταν απλά μια ιδέα Άρχοντά μου…»
  «Αδιαφορώ για τις ιδέες σου. Είσαι απλά για να υπακούς εντολές.»
  «Και ποιες είναι οι εντολές Άρχοντά μου;» Η Λιλιάνα κουνήθηκε αισθησιακά γύρω από το στύλο ενώ το μαύρο μπουστάκι της κολλούσε πάνω στο στήθος της από τον ιδρώτα κάνοντας το να γυαλίζει στο ελάχιστο φως και ο καστανός χείμαρρος των μαλλιών της έπεφτε προς τα πίσω σε μια αργή κίνηση μαζί με το κεφάλι της. Εικόνες από τα πρόστυχα όνειρα που είχα το τελευταίο διάστημα μαζί της κατέκλυσαν το μυαλό μου και δεν έλεγαν να σταματήσουν. Αναστέναξα ενώ το παντελόνι μου γινόταν ασφυκτικά στενό και ήπια το περιεχόμενο του ποτηριού μου μονορούφι.
  «Θέλω στρατιές δαιμόνων να φρουρούν το σπίτι και το μαγαζί. Με βάρδιες. Δεν θέλω ούτε μύγα να μπει που να μην ενημερωθώ.» Ο δαίμονας κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Και ούτε που να σας περάσει από το μυαλό να της αγγίξετε.» Με αυτές μου τις λέξεις ο δαίμονας φάνηκε να εκλήσσεται.
  «Ο Αφέντης ενημέρωσε όλους μας ότι είναι δική σας. Μην ανησυχείτε Άρχοντά μου.» Ώστε ο αδερφός μου είχε ενημερώσει τους πάντες για το σχέδιο του να την κάνω έκπτωτο; Κούνησα το κεφάλι μου. Γιατί εκπλήσσομαι; Φυσικά και θα το είχε κάνει.
  «Έφυγες» του είπα και εκείνος σηκώθηκε από το τραπέζι και πήγε πάλι στο πόστο του. Πίσω από την μπάρα του μαγαζιού.
  Εκείνη την στιγμή η Λιλιάνα κατέβηκε από την σκηνή με ένα επιδέξιο άλμα και ήρθε στο τραπέζι, παίρνοντας το γεμάτο ποτήρι από το χέρι μου και κατεβάζοντας το γρήγορα. Χαμογέλασα χωρίς να το καταλάβω και με κοίταξε χωρίς ίχνος τύψεων.
  «Βλέπω ο μεγάλος, κακός δαίμονας έκανε έναν φίλο!» Προσπάθησα να συγκρατήσω το γέλιο μου αλλά απέτυχα.
  «Είναι δαίμονας» είπα χαλαρά και γούρλωσε τα μάτια της και κάρφωσε το βλέμμα της στον μπάρμαν.
  «Αποκλείεται! Δεν…» Τα αγγελικά της μάτια κατάφεραν να διαβάσουν πίσω από την μάσκα του και να αναγνωρίσει την μαύρη αύρα του. «Απίστευτο» ψιθύρισε στον εαυτό της.
  «Περνάς καλά;» ρώτησα και πήρα το ποτήρι από το χέρι της. Την στιγμή που τα δάχτυλα μας αγγίχτηκαν ένιωσα ένα δυνατό ηλεκτρικό ρεύμα να διαπερνά το κορμί μου. Και από το πόσο απότομα τραβήχτηκε και κοκκίνησε, μπορούσα να καταλάβω ότι ένιωσε και εκείνη το ίδιο.
  «Εμ… Ευχαριστώ» είπε σιγανά. Σήκωσα το βλέμμα μου να συναντήσω τα μάτια της αλλά το κεφάλι της ήταν σκυμμένο. Έκανε μεταβολή και χάθηκε στο βάθος του μαγαζιού.
  Κοίταξα την γυναίκα με το κοστούμι που παρακολουθούσε την πρόβα να ακολουθεί με το βλέμμα της την Λιλιάνα. Την στιγμή που είχαμε μπει μέσα είχε πεταχτεί όρθια από την θέση της ουρλιάζοντας.
  «Δεν υπάρχει περίπτωση. Μας έκανε την τιμή η αφεντιά σου να εμφανιστεί μετά από ένα μήνα;» Η Λιλιάνα της είχε πετάξει το παλτό της με χάρη στα μούτρα και προχώρησε στο να βγάλει το φόρεμα της κάνοντας τους μπάρμαν και τους σεκιούριτι να καρφωθούν πάνω της γεγονός που με είχε τσαντίσει.
  «Γιατί παραπονιέσαι; Περισσότερα λεφτά στην τσέπη σου.» Έπιασε τον στύλο και έκανε μια γρήγορη στροφή. «Ή μήπως έπεσε η πελατεία σου χωρίς τον πολύτιμο άγγελο?» Τα πράσινα μάτια της κοιτούσαν την γυναίκα με μίσος.
  «Άκου να σου πω…» Μια μεγαλύτερη γυναίκα τότε εισήλθε στον χώρο με μια από τις πιο γαλήνιες αύρες που είχα δει ποτέ μου. Οι δυο γυναίκες είχαν σταματήσει τον καυγά και είχαν γυρίσει να την κοιτάξουν.
  «Ζέλντα, πόσες φορές σου έχω πει να μην ασχολείσε με την Λιλιάνα;» ρώτησε απαλά αλλά αυστηρά την γυναίκα με το μαύρο κοστούμι που είχε έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με την Λιλιάνα.
  «Και εσένα κορίτσι μου, πόσες φορές σου έχω πει να μην μιλάς έτσι;» Τα μάτια της Λιλιάνας άστραψαν από εκνευρισμό. Το είχα καταλάβει ότι δεν της άρεσε να την επιπλήτουν. Τα κουρασμένα καστανά μάτια της γυναίκας έπεσαν πάνω μου. Φορούσε ένα μαύρο ίσιο παντελόνι και ένα λευκό πουκάμισο. Είχε κοντό κόκκινο μαλλί και φορούσε μαύρες χαμηλές γόβες αλλά και πάλι την περνούσα δυο κεφάλια. «Ο κύριος;» ρώτησε ενώ τα μάτια της με εξέταζαν εξονυχυστικά. «Πελάτης; Ξέρετε δεν έχουμε ανοίξει…» Έπιασα το χέρι της και το έφερα στα χείλη μου χμογελώντας της πλατιά.
  «Με λένε Ντέιμιαν. Και είμαι εδώ με την Λιλιάνα». Οι δυο γυναίκες γύρισαν το βλέμμα της στο κορίτσι.
  «Τι;» ρώτησε αδιάφορα και σήκωσε τους ώμους της.
Το βλέμμα της Ζέλντας δεν είχε φύγει από την Λιλιάνα σε όλη την πρόβα ενώ το βλέμμα της Ζόι παρέμενε καρφωμένο πάνω μου. Σηκώθηκα να ακολουθήσω την Λιλιάνα όταν ένιωσα ένα ζεστό χέρι να τυλίγεται γύρω από τον καρπό μου. Γύρισα να κοιτάξω την Ζόι.
  «Να σου μιλήσω ένα λεπτό;»

Liliana’s POV

Έριξα μπόλικο παγωμένο νερό στο πρόσωπο μου προσπαθώντας να απαλλαγώ από το ηλίθιο κοκκίνισμα που είχα βάψει τα μάγουλα μου και να κατεβάσω την θερμοκρασία του κορμιού μου. Ηλίθιος δαίμονας. Ηλίθιος, ηλίθιος… Αλλά δεν μπορούσα να τον βγάλω από το μυαλό μου. Από την στιγμή που είχε δεχτεί να επιστρέψω στην δουλειά είχα δει μια άλλη πλευρά του. Πιο ανάλαφρη. Πιο χαρούμενη. Γαμώ το σύνδρομο της Στοκχόλμης μου. Έβγαλα τα ρούχα μου και κάθισα στο πάτωμα με τα εσώρουχα μου. Πως τα είχα κάνει έτσι; Μετρούσα πληγές για ακόμα μια φορά αλλά τώρα ήταν διαφορετικά. Δεν ήταν στο σώμα μου. Να σκαλίζω τις ουλές και να βλέπω το αίμα να κυλάει αργά από αυτές. Όχι. Αυτήν την φορά ήταν πιο βαθιά. Στο μυαλό μου ήρθα ασυναίσθητα ο Κάιλ. Ο γλυκός, καλός Κάιλ. Με το ντροπαλό χαμόγελο, τον καθαρό αέρα που τον περιέβαλε και τα λαμπερά γαλάζια μάτια. Τα δροσερά του χείλη πάνω στα δικά μου σε ένα κλεμμένο, απελπισμένο φιλί λίγο πριν αφήσω τον Παράδεισο. Άραγε με σκεφτόταν καθόλου; Είχε αναρωτηθεί για εμένα ή με είχε ξεχάσει μαζί με το φιλί μας; Μετά ήταν ο Άαρον. Ο φίλος μου. Ο άνθρωπος που με ήξερε περισσότερο από τον καθένα. Που με είχε βοηθήσει, προστατεύσει και είχε διώξει τους εφιάλτες μου μακριά. Που είχε σταθεί στο πλάι μου απέναντι στα πάντα και είχε αποδείξει ότι δεν έβαζε τίποτα πάνω από εμένα. Το δυνατό του κράτημα. Η σφιχτή του αγκαλιά και η ανθρώπινη φύση του, έκαναν τα βράδια μου ήσυχα και γαλήνια. Αναστέναξα βαθιά και έκρυψα το πρόσωπο μου στις παλάμες μου.
  Και μετά ήταν ο Ντέιμιαν. Ο απαιτητικός, αυστηρός, σατανικός δαίμονας που με διέταζε και με είχε κλειδώσει σε ένα σκοτεινό δωμάτιο στην Κόλαση. Με είχε αφήσει να λιμοκτονήσω, να πληγωθώ και να πληγώσω τους ομοίους του. Την ίδια στιγμή όμως με είχε βοηθήσει. Με είχε ψάξει, με είχε βοηθήσει και είχε τιμωρηθεί για την απόφαση του να εκδικηθεί τους θετούς πατεράδες μου. Δεν ήμουν τόσο απληροφόρητη στα θρησκευτικά θέματα όσο ήθελα να πιστεύουν όλοι τους. Ήξερα ότι το Ντέιμιαν είναι ψεύτικο όνομα. Ήξερα ότι ο άντρας που είχε δεχτεί τις έξι φλεγόμενες λεπίδες στο στήθος του ήταν ο ίδιος που ήταν φυλακισμένος για δεκάδες χιλιάδες χρόνια με φλογισμένες αλυσίδες και φρουρούταν από 660 Αγγέλους. Μέχρι που ο αδερφός του τον είχε θελήσει πίσω. Τότε ο Μάμμωνας είχε ανοίξει τα μάτια του για πρώτη φορά μετά την Πτώση και είχε χρησιμοποιήσει τις φλογισμένες αλυσίδες σαν όπλο για να πνίξει τους Αγγέλους που τον κρατούσαν δέσμιο.
  Γύρισα το κεφάλι στο πλάι για να δω τον σάκο μου που περιείχε το βιβλίο που είχε κρύψει η Στέφανι στα ρούχα μου όταν είχαμε αποχαιρετιστεί στην Κόλαση. Μου το είχε δώσει όταν ο Ντάμιαν ήταν ακόμα αναίσθητος και ανάρρωνε από τις πληγές του. Έλεγε όλα αυτά που τα θρησκευτικά βιβλία απέκρυπταν. Η Στέφενι είχε αγνοήσει τις ερωτήσεις μου για ποιόν λόγο μου το είχε δώσει και είχε απλά επιμείνει να το διαβάσω. Καταλάβαινα τον λόγο αλλά ήμουν υπερβολικά πεισματάρα για να το παραδεχτώ ακόμα και στον ίδιο μου τον εαυτό. Έκλεισα τα βλέφαρα μου και αναστέναξα νιώθοντας την μυρωδιά από το θειάφι της Κόλασης και μια φωτιά να απλώνεται στα χείλη μου. Έμπηξα τα νύχια μου στις παλάμες μου ασυναίθητα. Ήταν και το δικό του φιλί φυσικά. Ένα φιλί για να καταφέρει να με αποσπάσει από τον πόνο μου και την προσπάθεια να πετάξω μακριά. Ένα φιλί που είχε αφυπνίσει κάθε κύτταρο του κορμιού μου και με είχε κάνει να ικετεύω για περισσότερα. Και τώρα κάθε εκατοστό του κορμιού μου έκανε αυτό ακριβώς. Ο ηλεκτρισμός που διαπέρασε τα κόκκαλα μου όταν τα δάχτυλα μας είχαν αγγιχτεί ήταν κάτι απερίγραπτο. Σκατά! Χτύπησα τα χέρια μου στο πάτωμα. Γιατί γαμώτο? Έπρεπε να ψάχνω τρόπο να ξεφύγω από όλα αυτά όχι να συμβιβάζομαι με τον αιώνιο πόλεμο τους και την επιθυμία τους να θέλουν να με χρησιμοποιήσουν για πιόνι. Και ας μην ήξερε ο Ντάμιαν τι ήμουν και ας το υποψιαζόταν μονάχα.
  Η πόρτα μου άνοιξε διάπλατα αλλά δεν μπήκα καν στον κόπο να σηκωθώ. Το βλέμμα του Ντάμιαν καρφώθηκε στο δικό μου μέσα από το μεγάλο καθρέφτη μπροστά μου. Δεν κοιτούσε τίποτα άλλο και ας ήμουν μόνο με τα εσώρουχα, πεσμένη στα γόνατα στο πάτωμα του δωματίου. Προχώρησε αργά στο εσωτερικό του δωματίου χωρίς να παίρνει το βλέμμα του από τα μάτια μου και έκλεισε την πόρτα πίσω του. Κατάπια τον κόμπο στον λαιμό μου ενώ πλησίαζε περισσότερο. Ένιωσα σαν θήραμα. Και αυτό ακριβώς ήμουν για εκείνον. Ένα φοβισμένο ελάφι στα φώτα του αυτοκινήτου. Όπως με είχε περιγράψει ο Άαρον. Δεν απομάκρυνα το βλέμμα μου ενώ πάλευα να κρατήσω την ανάσα μου σε φυσιολογικό ρυθμό. Έπιασε τον καρπό μου και με έστρεψε γρήγορα προς το μέρος του κάνοντας με πρώτα να σταθώ στα πόδια μου και ύστερα να κολλήσω την πλάτη μου στον καθρέφτη. Δεν με κοιτούσε πια. Και η όλη χάρη της αέρινης κίνησης του να με σηκώσει και να με κολλήσει σε εκείνη την θέση είχε χαθεί όταν χτύπησε τον καθρέφτη με την γροθιά του κάνοντας τον να σπάσει σε χιλιάδες μικρά κομματάκια και να πέσει στα πόδια μας. Οι ψηλές, δερμάτινες μπότες μου ευτυχώς προφύλαξαν τα πόδια μου από όλο αυτό τον καταρράχτη θρυψάλλων. Τον ένιωσα να αφήνει μια βαθιά εκπνοή πάνω από το γυμνό δέρμα της κλείδας μου κάνοντας το δέρμα μου να ανατριχιάσει όπως ποτέ ξανά αλλά συνέχισα να κοιτάω μπροστά και πέρα από τον ώμο του. Πόσο είχε πιει τελικά?
   «Σε μισώ» είπε τελικά και άφησα μια ανάσα ανακούφισης. Αυτό ήταν καλό έτσι; Ήταν και εκείνος μπλεγμένος σε μια κατάσταση που του είχε επιβάλλει κάποιος άλλον ενώ δεν ήθελε να ήταν εδώ, σωστά; Τότε γιατί δεν το πίστευα; «Υπάρχει όμως ένα κομμάτι μου…» συνέχισε κάνοντας μια μικρή παύση ξανά προσπαθώντας να συγκεντρώσει δυνάμεις και τις κατάλληλες λέξεις «Πολύ δυνατό και αδύνατο να κατευνάσω που έλκετε απίστευτα από την σκοτεινή σου πλευρά.» Ένιωσα το κάτω χείλος μου να τρέμει από ένταση και το φυλάκισα ανάμεσα στα δόντια μου προσπαθώντας να το κάνω να σταματήσει και έκλεισα τα μάτια μου.
  «Μην το αφήσεις να σε κυριεύσει» ψιθύρισα αργά. Τον άκουσα να γελάει ανόρεχτα και ένιωσα την ανάσα του ανα απομακρύνεται από την κλείδα μου και να χαϊδεύει το πρόσωπο μου.
  «Φοβάσαι ότι θα σου επιτεθώ;» Άνοιξα τα μάτια μου για να δω τα δικά του να με κοιτάζουν με ένταση. Πήρα μια βαθιά ανάσα.
  «Φοβάμαι ότι θα ενδώσω».


"Σε μισώ. Υπάρχει όμως και ένα κομμάτι μου, πολύ δυνατό και αδύνατον να κατευνάσω, που έλκεται απίστευτα απο την σκοτεινή σου πλευρά."
"Μην το αφήσεις να σε κυριεύσει."
"Φοβάσαι ότι θα σου επιτεθώ?"
"Φοβάμαι ότι θα ενδώσω."


Nadia