Οι Ψιθυριστές (Κεφάλαιο 2)

ΆΣΕΡ

       Το σπίτι που μας έχει παραχωρήσει η Ακαδημία Ίστγουντ δεν είναι αρκετά άνετο για τα εννιά άτομα, που διαμένουν σε αυτό, όμως ακόμα κι ένα τέτοιο κατάλυμα είναι πάντα ευπρόσδεκτο. Τουλάχιστον μέχρι να επιστρέψουμε πίσω στο Ομπλίβιον, τον τρίτο Κόσμο. Με τον θάνατο της Ρέιβεν όλες οι σχέσεις που είχαμε με τη Γη κόπηκαν. Το μόνο καθήκον που έχουμε από εδώ και πέρα είναι να προσέχουμε την Φλόγα της Ζωής, που αργά ή γρήγορα θα πρέπει να επιστραφεί πίσω στο Γκόρα και τον Ναό της Φλόγας.

       Η Ντάρια βγαίνει έξω στην παγερή νύχτα και σφίγγεται ασυναίσθητα στο πανωφόρι της, παρόλο που δεν κάνει τόσο κρύο. Με βλέπει να κάθομαι στην μπροστινή βεράντα και να χαζεύω τα αστέρια, σαν να περιμένω να μου δοθούν απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα που με βασανίζουν.
       «Ούτε κι εσύ μπορείς να κοιμηθείς, ε;» την ρωτάω στραβώνοντας τα χείλη μου σε μια γκριμάτσα, που θα μπορούσε, να μοιάζει με χαμόγελο. «Λοιπόν; Ποιο είναι το πρόβλημα;»
       «Οι τύψεις» απαντά η Ντάρια πλησιάζοντάς με. Τυλίγει τα χέρια της στο ξύλινο κιγκλίδωμα του μπαλκονιού και σηκώνει το πρόσωπό της στον ουρανό μυρίζοντας άπληστα τα’ αρώματα της νύχτας. «Το δικό σου;»
       «Η Ρέιβεν» ψιθυρίζω. «Πάντα η Ρέιβεν θα είναι το πρόβλημά μου».
       «Σου λείπει;»
       «Ναι, υποθέτω. Εσένα όχι;» γυρίζω και την κοιτάζω.
       Η Ντάρια ανασηκώνει τους ώμους της και αποστρέφει το πρόσωπό της αλλού ανοιγοκλείνοντας πολλές φορές τα μάτια της. Καταπιέζει τα δάκρυά της, για να μην τα δω. Δε θα με πείραζε να της συμπαρασταθώ σε μια τέτοια στιγμή. Αυτή που χάθηκε, ήταν δίδυμη αδελφή μου και ανιψιά της. Η θλίψη είναι λογικό να υπάρχει. Όμως η Ντάρια πάντα περήφανη και δυνατή με τον σκληρό χαρακτήρα της, δεν πρόκειται, να μου επιτρέψει, να δω την αδυναμία χαραγμένη στο πρόσωπό της.
«Θα ήθελα να είχα περάσει μαζί της περισσότερο χρόνο» μονολογώ για να της αποσπάσω την προσοχή.
       «Την αγαπάς Άσερ;»
       «Φυσικά. Είναι η αδερφή μου και… πολύ καλή μας φίλη. Η Φλόγα…»
       «Δεν εννοώ αυτό και το ξέρεις» με διακόπτει η Ντάρια γυρίζοντάς με προς το μέρος της. Θέλει, να διαβάσει την ψυχή μου και για να πω την αλήθεια, δεν έχω τη δύναμη, να της αντισταθώ. «Μιλάω για εσένα και για εκείνη. Για το δέσιμό σας. Αναγνωρίζω ότι υπάρχει αυτή η έλξη μεταξύ σας, αλλά είναι τόσο δυνατή;» ρωτάει..
       «Εσύ τι πιστεύεις;» λέω σφιγμένα. «Την θέλω πίσω. Μακάρι να μπορούσα να τη φέρω πίσω».
       «Είναι πολύ αργά γι’ αυτό. Χάθηκε. Και εμείς πρέπει να βρούμε έναν τρόπο, να προχωρήσουμε».
       «Πώς μπορούμε να κάνουμε κάτι τέτοιο, από τη στιγμή που τα γεγονότα δε μας το επιτρέπουν;» κουνάω τα μάτια μου κοροϊδευτικά.
       «Μιλάς για την εξαφάνισή της από το φέρετρο;» σαρκάζει η Ντάρια.
       Γνέφω καταφατικά. Όσο να πεις, είναι αφύσικα τρελό ακόμα και για πλάσματα σαν εμάς. Η Ρέιβεν πέθανε και κηδεύτηκε. Ένα ολόκληρο σχολείο παρευρέθηκε στην τελετή της. Δεν είναι πως τα φαντάστηκα όλα αυτά. Όμως… που μπορεί να πήγε; Πως είναι δυνατόν, να εξαφανίστηκε; Και αν κάποιος την πήρε, γιατί να το κάνει; Δεν έχει πια την Φλόγα της Ζωής.
       «Εγώ δεν έχω ιδέα, τι να πω πάνω σε αυτό. Για το μόνο που είμαι σίγουρη, είναι ότι δεν υπάρχει περίπτωση να σηκώθηκε και να περπάτησε. Αλλά τι σημασία έχει πια; Έχει περάσει σχεδόν ένας μήνας από τον θάνατό της. Αργά ή γρήγορα θα πρέπει, να προχωρήσουμε».
       «Κι αυτό σημαίνει ότι πρέπει να την ξεγράψουμε; Δεν μπορώ να την ξεχάσω, αν δεν βρω πως εξαφανίστηκε. Για ποιο λόγο και ποιος το έκανε; Ποιος θα μπορούσε να θέλει ένα νεκρό κορίτσι;»
       «Η Μοργκάνα! Μόνο εκείνη κάνει τέτοιες ανοησίες». Ακούγεται πίσω μας η φωνή του Μπρόουν.
       Ξαφνιαζόμαστε. Ο Μπρόουν πλησιάζει και κάθετε δίπλα στην Ντάρια κάνοντάς με να μορφάσω ενοχλημένος. Το σαγόνι του είναι λερωμένο με αίμα και το πουκάμισό του με κόκκινο κραγιόν.
       «Ούτε κι εσύ κοιμάσαι; Μήπως ν’ αρχίσω να ανησυχώ, για το πού τριγυρνάνε οι μαθητές μου τέτοιες ώρες;» λέει με επικριτικό ύφος η Ντάρια κάνοντας τον Φύλακα του Νερού των Ζοφερών να γελάσει.
       «Δεν νύσταζα και από τη στιγμή που το Ίστγουντ έχει τόσο όμορφα κορίτσια, δεν μπόρεσα να κρατηθώ». Χαχανίζει κοιτάζοντάς με παιχνιδιάρικα. «Εσύ Άσερ; Θα φύγεις έτσι, δίχως να δαγκώσεις καμία;»

       «Άντε στο διάολο Μπρόουν!» γρυλίζω και αποχωρώ σφίγγοντας και ξεσφίγγοντας τις γροθιές μου.

Ηλιάνα Κλεφτάκη