Ψυχοβιβλίο του Φώτη Κυζάκη

Πάλι βροχή. Εδώ και δυο βδομάδες βρέχει συνεχώς. Καλά από πού το μάζεψε τόσο νερό πια; Αλλά και εγώ δεν πάω πίσω. Κάθε μέρα τρέχω στη δουλειά. Δεν μου έκοψε να πω μια φορά: «Τι κρίμα, σήμερα δεν μπορώ, γιατί βρέχει και μου είναι δύσκολη η μεταφορά!» Εμμ, έχω και τα βλαμμένα στο πανεπιστήμιο που θέλουν να κάνουν μάθημα. Εγώ θυμάμαι ότι στο Ιστορικό Πανεπιστήμιο παρακαλούσα να χάσω μάθημα, για να πάω για καφέ! Αυτή η νέα γενιά έχει ξεφύγει τελείως. Γιατί δεν προχωράνε τα αυτοκίνητα, γαμώτο;  
 
Αυτές ήταν οι πρώτες σκέψεις του Ίθαν Χόγκερ, του καθηγητή Λατινοαμερικανικής Ιστορίας στο πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, όταν έπεσε για πέμπτη συνεχόμενη μέρα στην κίνηση της Τζάκσον Στριτ.

«Μια διαδρομή δέκα λεπτών την κάνω σε μιάμισι ώρα! Έλεος!» φώναζε χτυπώντας το χέρι του στο δερμάτινο τιμόνι της άσπρης MAZDA του.

Πράγματι επί δύο βδομάδες έβρεχε ασταμάτητα, προκαλώντας πολλά προβλήματα στην περιοχή. Ένας νέος τυφώνας είχε χτυπήσει το Ντιτρόιτ και δεν έλεγε να σταματήσει.

Θα κόψω δρόμο πάλι, σκέφτηκε από μέσα του και έστριψε απότομα το τιμόνι, κατευθύνοντας το αυτοκίνητο πάνω στις αυλές των σπιτιών. Περνούσε τα περιβόλια χωρίς να τον νοιάζει τι κατέστρεφε. Όσοι ήταν έξω του φώναζαν και τον έβριζαν δίχως προηγούμενο, αλλά πού να καταλάβει ένα ζώο όπως ο Χόγκερ.

Θα στρίψω από τον περιφερειακό στην Κόλινγουντ και θα κατέβω την Οδό Ελευθερίας για να φτάσω πιο γρήγορα! Ναι αυτό θα κάνω, έλεγε από μέσα του.

Έστριψε λοιπόν, στην Κόλινγουντ και γρήγορα έφτασε στην Οδό Ελευθερίας. Κοίταξε την βενζίνη. Εντάξει γεμάτο είναι το ντεπόζιτο! Είδε ακόμα και ένα ανοιχτό μπουκάλι μπύρας  στην θήκη της πόρτας του συνοδηγού.

Ο γιατρός σου είπε ότι πρέπει να το κόψεις, συμβούλευσε τον εαυτό του. Έπασχε από αλκοολισμό και μάλιστα άσχημης μορφής. Κοιτούσε το μισογεμάτο μπουκάλι διαβολεμένος. Του άρεσε η σκέψη μια ωραίας μπύρας αντί για καφέ ή ακόμα αντί για νερό. Τα χείλη του υγράνθηκαν. Έλα μωρέ τώρα για μια μπυρίτσα, σιγά!

Έπιασε λοιπόν, την μπύρα πατώντας ταυτόχρονα και το γκάζι. Με μια ανάσα την κατέβασε ολόκληρη. Πόσο γαμάει τελικά η γεύση μια ωραίας μπύρας το πρωί; Όχι! Δεν γαμάει μόνο το πρωί… όλη την μέρα! σκεφτόταν και γελούσε.

Αλλά αυτή η κωλοπεριοχή! Το Αν Άρμπουρ δεν έχει τις αγαπημένες μου γαμώ το κέρατο μου! Να δεις πως τις λέγανε… Κίνγκ; Όχι! Μάστερμπιρ! Ναι, ναι! Έτσι τις λέγανε!

Ακολουθούσε διασταύρωση. Το βλέμμα του Ίθαν ήταν χαμένο. Κοιτούσε δεξιά αριστερά, δέντρα και γκόμενες που περνούσανε. Πωπω κώλος! σκεφτόταν.

Ακούστηκε μια κόρνα. Ένα αυτοκίνητο χτύπησε τη MAZDA του Χόγκερ πάνω στην διασταύρωση. Το αμάξι τουμπάρισε, το ίδιο και το μυαλό του Ίθαν… Θα έμενε σε κώμα! Για πολύ καιρό…



Ο Ίθαν Χόγκερ άνοιξε τα μάτια του μπροστά στο πηχτό σκοτάδι. Ένα δροσερό αεράκι κυριαρχούσε στον χώρο. Τα χέρια του ένιωθαν την υφή καλοσχηματισμένων πετρωμάτων.

Που βρίσκομαι;

Ελαφρύ φως αντανακλούσε από το έδαφος. Ο Ίθαν σηκώθηκε και κοίταξε καλύτερα τον χώρο γύρω του. Κοκκινωπά ανάγλυφα βρίσκονταν στους τοίχους παριστάνοντας περίεργες εικόνες.

«Βασιλιάδες… Θυσίες… Δεν μπορεί… Βρίσκομαι σε ναό των Αζτέκων!» ψιθύρισε στον εαυτό του και γύρισε το κεφάλι του προς το κενό που ήταν τοποθετημένο στο κέντρο του δωματίου και κοιτούσε προς ένα υπόγειο δωμάτιο.

Τρεις άνδρες βρίσκονταν γύρω από ένα πέτρινο τραπέζι. Ο ένας κρατούσε ένα βιβλίο, ο άλλος ένας πήλινο μπολ με κόκκινο υγρό μέσα, ενώ ο τρίτος πασπάτευε με ένα μαχαίρι κάτι πάνω στο τραπέζι. Ο Χόγκερ ψαχούλεψε το σημειωματάριο του. Πρέπει να ονειρεύομαι, σκεφτόταν, είναι η μεγαλύτερη στιγμή της καριέρας μου!

Ο ένας κάτι ψιθύρισε…

«Κατάρες!» αναφώνησε ο Ίθαν, «Κάνουν θυσία σε έναν θεό!»

Χτύπησε ελαφρά τις τσέπες του μπουφάν, τις εσωτερικές και τις εξωτερικές, αλλά τίποτα. Το σημειωματάριο του δεν ήταν πουθενά. Δεν πειράζει, θα τα θυμάμαι!

Ο κεντρικός άνδρας, ο αρχιερέας, σήκωσε ένα κόκκινο ασύμμετρο πράγμα στο φως. Το φως προερχόταν από μια αχτίδα που έβγαινε από το ταβάνι.

Θυσία στον θεό Ουιτζιλοπότστλι, στον θεό ήλιο, σκέφτηκε.


Ένας βρυχηθμός ακούστηκε. Οι ιερείς σταμάτησαν. Αυτός που κρατούσε το βιβλίο ψιθύρισε κάτι... ή μάλλον διάβασε κάτι. Οι άλλοι δύο συνέχισαν για πολύ λίγο μέχρι που ξαφνικά ξανασταμάτησαν. Θέλουν και άλ… Κάποιος χτύπησε τον Ίθαν στο κεφάλι μην επιτρέποντας του να ολοκληρώσει. Το ξύλινο ρόπαλο του φρουρού του ναού «έκλεψε» τις αισθήσεις του και τον κοίμισε.


 


Μετά από λίγη ώρα, ο Χόγκερ άνοιξε τα μάτια του. Μέσα στη θολούρα είδε το σώμα του γυμνό και βαμμένο με κατακόκκινες και λευκές γραμμές. Προσπάθησε να μιλήσει. Όχι δεν είμαι θύμα! Ήθελε να φωνάξει αλλά το στόμα του ήταν γεμάτο από υγρά Τέτρουμ. Αυτά ήταν βιολογικά υγρά ενός εντόμου που παρέλυαν αλλά δεν σκότωναν. Τα χέρια και τα πόδια του ήταν απλωμένα και δεμένα σε μορφή Χ πάνω στον βωμό και ο ιερέας συνέχιζε να διαβάζει.

Η θυσία θα ξεκινούσε. Οι Αζτέκοι πίστευαν πως οι ανθρωποθυσίες ήταν απαραίτητες για την ύπαρξη του κόσμου και του ανθρώπινου είδους και ότι, αν δεν έκαναν θυσίες στον θεό Ουιτζιλοπότστλι, ο ήλιος δεν θα ξανανέβαινε στον ουρανό για να φωτίσει. Θεωρούσαν ακόμα, σύμφωνα με την μυθολογία τους, ότι ο Ουιτζιλοπότστλι χρειαζόταν οπωσδήποτε τις καρδιές και το αίμα των ανθρώπων ως τροφή, ώστε να νικήσει τους εχθρούς του και να τροφοδοτήσει την γη με ενέργεια απαραίτητη για την επιβίωση της.

Αυτά δίδασκε ο Ίθαν στο πανεπιστήμιο και τώρα ήταν αναγκασμένος να τα ζήσει. Ο αρχιερέας ξεκινούσε την θυσία…

Κραδαίνοντας ένα καλά ακονισμένο πέτρινο μαχαίρι έκανε μια τομή στο στήθος του Χόγκερ κατά μήκος του στέρνου και των πλευρών του. Ο δεύτερος σε ιεραρχία ιερέας έβαλε το πήλινο μπολ σε μια ειδική υποδοχή στην βάση του βωμού και εκείνο άρχισε να γεμίζει αίμα. Ο τρίτος έφερε τα αγάλματα των θεών και τα τοποθέτησε σε έναν ξεχωριστό τετράγωνο πέτρινο βωμό. Ανασήκωσε το μπολ και με πλατιά φύλα έβαψε τα αγάλματα με ζεστό αίμα. Ο Χόγκερ κοιτούσε και φώναζε. Δεν μπορούσε να βγάλει παρά μόνο κραυγές καθώς η γλώσσα του είχε παραλύσει τελείως. Το βιβλίο επέστρεψε.

Ο δεύτερος ιερέας διάβασε μια σειρά από το Νεκροβιβλίο και το έκλεισε απότομα και με δύναμη. Ο αρχιερέας έπιασε ένα πιο μικρό μαχαίρι, απέκοψε την καρδιά και την σήκωσε προς τον ουρανό. Ύστερα θα την τοποθετούσαν σε ένα πέτρινο βάζο, θα έκοβαν το κεφάλι και θα έτρωγαν το υπόλοιπο σώμα. Η ψυχή του είχε αφιερωθεί στον θεό. Ο Ίθαν ήταν νεκρός!



Άνοιξε τα μάτια απότομα. Η μυρωδιά της νοσοκομειακής αλκοόλης ήταν έντονη στην μύτη του. Είχε λαχανιάσει χωρίς λόγο. Δύο τύποι με άσπρα ρούχα τον πλησίασαν. Ήταν γιατροί στο Κεντρικό Νοσοκομείο του Μίσιγκαν.

«Κύριε Χόγκερ, ηρεμήστε!»

«Τι έγινε; Είμαι ζωντανός;!» είπε και ακούμπησε το χέρι στο στόμα του. Μιλάω, σκέφτηκε.

«Ναι είστε σε κώμα εδώ και τρεις μήνες μετά από αυτοκινητιστικό ατύχημα».

«Αλήθεια;»

«Ναι, ηρεμήστε και όλα θα πάνε καλά», είπε ο ένας γιατρός και αποχώρησε. Μετά από δευτερόλεπτα αποχώρησε και ο άλλος.

Κάτι ένιωθε να τον πονάει στο στήθος. Η ποδιά του είχε βαφτεί κόκκινη.

«Όχι! Όχι!» φώναξε. Σηκώθηκε από το κρεβάτι κόβοντας τα καλώδια από τα χέρια του. Ο πόνος ήταν αφόρητος! Αίμα έτρεχε από παντού. Άνοιξε το παράθυρο και πήδηξε στο κενό…

Φώτης Κυζάκης