Faded Memories - "Έκλυτη Πολιτεία" (Διήγημα 13ο - Μέρος Α)

«Πρέπει να βιαστούμε» άκουσα τη φωνή του Σεθ να ψιθυρίζει αγχωμένα στο αυτί μου, καθώς πίεζε με το σώμα του το δικό μου στο έδαφος για να με προστατεύσει.
«Δε θα του ξεφύγουμε» απάντησα το ίδιο αγχωμένα, προσπαθώντας να σηκώσω λίγο το κεφάλι μου, αλλά μάταια… Ήταν πολύ βαρύς για τα κυβικά μου.
«Έχε μου εμπιστοσύνη» ήταν το μόνο που είπε προς απάντηση. Το γεγονός ότι είχε εκτελέσει καθήκοντα στρατιώτη της Πόλης του Θάρρους  θα έπρεπε να με καθησυχάζει κάπως, όμως ο διώκτης μας με τα σχεδόν κατάμαυρα κι απειλητικά μάτια δε μου άφηνε πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Πρέπει να ‘χαν περάσει πάνω από πέντε λεπτά, όταν έκανα μία ακόμα προσπάθεια να μιλήσω.
«Σεθ» ψιθύρισα. «Δεν ακούω τίποτα. Λες να έφυγε;»
«Μην είσαι αφελής, μας περιμένει. Με το που ξεμυτίσουμε, θα μας τσακώσει» με κατσάδιασε ελαφρά για την απερισκεψία μου κι ακούμπησε το μέτωπό του στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου σε ένδειξη κούρασης. Δεν τον αδικούσα. Το παρόν ανθρωποκυνηγητό είχε φτάσει πια τις δύο εβδομάδες, ωστόσο έμοιαζε πιο πολύ με αιώνα παρά με μερικές μόνο μέρες. Το γελοίο της υπόθεσης ήταν ότι με τον Σεθ ήμασταν άσοι στο κυνηγητό και το κρυφτό. Όμως ο συγκεκριμένος διώκτης είχε σπάσει κάθε ρεκόρ μαζί μας. Μπορεί να κρυβόμουν πάνω από μια δεκαετία στις σκιές διαφορετικών πολιτειών, όμως ποτέ δεν είχα βρεθεί σε τόσο δυσχερή θέση όσο τώρα.
Πήγα να ρωτήσω τι θα κάναμε, αλλά το χέρι του Σεθ, που πριν λίγο ακουμπούσε στο έδαφος, βρέθηκε με μιας στο στόμα μου γεμίζοντάς το χώμα. Εντάξει, αυτό δεν ήταν καθόλου απαραίτητο… Το άλλο του χέρι παραμέρισε αργά τα μαλλιά μου, μέχρι που το στόμα του βρέθηκε κοντά στο αυτί μου. Ένα ρίγος διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά μου.
«Σςς, είναι κοντά. Κάνε μου τη χάρη και προσπάθησε να μη μας σκοτώσεις δυναμώνοντας κι άλλο τον τόνο της φωνής σου» είπε κάνοντάς με να γυρίσω τα μάτια μου περιπαιχτικά προς τα πάνω.
Πάντα υπερβολικός. Ωστόσο, όσο κι αν μου ανακάτευε τη ζωή με την υπερβολική του συμπεριφορά και τον κρυψίνους χαρακτήρα του, τον εμπιστευόμουν όσο κανέναν άλλο στον κόσμο. Κι αυτό όχι μόνο επειδή τον γνώριζα από μωρό, αλλά κυρίως επειδή ήταν ο μόνος που μου είχε σταθεί σε όλες τις δυσκολίες χωρίς να με εγκαταλείψει ούτε μια φορά. Ήταν η μόνη οικογένεια που μου είχε απομείνει καθώς οι γονείς μου είχαν πεθάνει κι ο αδερφός μου είχε πάει με τη μεριά των εχθρών μου, αφού πρώτα σκότωσε τους γονείς μας και προσπάθησε να σκοτώσει κι εμένα. Εκείνη την νύχτα, μια από τις χειρότερες φάσεις της ζωής μου και ενώ είχα πριν λίγες μέρες κλείσει τα δέκα χρόνια ζωής σε αυτόν τον απαίσιο και άδικο κόσμο, ο Σεθ ήταν ο μόνος που κατάφερε να με βγάλει έγκαιρα από το δωμάτιό μου, πριν ο αδελφός μου μπορέσει να μου επιτεθεί ξανά. Με είχε πάρει στα χέρια του και με είχε κουβαλήσει μέχρι το πλησιέστερο ποτάμι, παρόλο που τότε ήταν ένα συνηθισμένο, κοκκαλιάρικο εντεκάχρονο αγόρι. Καθώς σπαρταρούσα στην αγκαλιά του για τον θάνατο των γονιών μου και τον αδίστακτο αδελφό μου, που δεν έδειξε ούτε για μια στιγμή έλεος στα δύο άτομα που τον αγαπούσαν περισσότερο κι απ’ την ίδια τους τη ζωή, ο Σεθ πήρε στα χέρια του το πρόσωπό μου και με κοίταξε στα μάτια.
«Τώρα είμαστε μόνο οι δύο μας. Είτε σ’ αρέσει είτε όχι, δεν έχει απομείνει κανείς να μας προστατέψει».
Είχα συμφωνήσει ότι θα προσπαθούσα να φανώ δυνατή κι εκείνος είχε υποσχεθεί ότι δε θα με άφηνε ποτέ μόνη κι ότι θα με προστάτευε για πάντα. Είχαμε γίνει φυγάδες το ίδιο βράδυ στην ίδια μας την πόλη. Από εκείνη τη μέρα και μετά η Πόλη του Φωτός δε θα γινόταν ποτέ ξανά ίδια. Κάθε φορά που σκεφτόμουν το παρελθόν ένα απόλυτο κενό γέμιζε την ψυχή μου κάνοντας την αναπνοή μου ακανόνιστη και βαριά. Πάνω απ’ τη μισή ζωή μου φυγάς, να αλλάζω πολιτείες και να κρύβομαι σαν καταζητούμενος εγκληματίας.
«Μην ανασαίνεις τόσο δυνατά» με επέπληξε ο Σεθ ξανά και συνοφρυώθηκα.
«Μήπως να σταματήσω εντελώς να αναπνέω; Θα σου ‘ναι πιο βολικό;» αντιγύρισα λίγο πιο δυνατά απ’ το επιτρεπτό όριο με αποτέλεσμα να με πιέσει πιο πολύ στο έδαφος.
«Να πάρει, μας άκουσε» είπε ξέπνοα και ξαφνικά ένιωσα ελεύθερη. Τι στο…
«Τι κάνεις, τρελάθηκες;» ψιθύρισα, καθώς τον είδα να βγαίνει απ’ την κρυψώνα μας και να στέκεται όρθιος κι ακάλυπτος, εύκολη λεία για τον κυνηγό μας.
«Όταν σου πω, θα τρέξεις» είπε ατάραχα κοιτώντας αποφασιστικά μπροστά του.
«Δε θα ‘σαι σοβαρός» απάντησα σαστισμένη, αλλά δεν πρόλαβα να πω τίποτα παραπάνω. Ο διώκτης βρισκόταν ακριβώς μπροστά μας.
«Αποφάσισες επιτέλους να παραδοθείς, στρατιώτη;» Η άγρια, βαθιά φωνή του αντήχησε στ’ αυτιά μου κάνοντάς με να κουρνιάσω πιο πολύ στο έδαφος. Όσες φορές κι αν είχα ακούσει τους εχθρούς μου να μιλάνε, ποτέ δεν κατάφερνα να κρατήσω την ψυχραιμία μου. Ο εκδικητικός τους τόνος με έκανε να τρέμω ολόκληρη από φόβο και μου έφερνε κάθε φορά στο μυαλό το, παραμορφωμένο από μίσος, πρόσωπο του αδελφού μου. Θυμόμουν τον τρόπο που τα χέρια του είχαν πιάσει σφιχτά τον λαιμό μου και καθώς το οξυγόνο λιγόστευε στα πνευμόνια μου, τα μάτια μου πλημμυρισμένα στα δάκρυα ζητούσαν ένα ίχνος ελέους στα δικά του. Μάταια προσπαθούσα να ξεφύγω, μέχρι που ο πατέρας μου του είχε αποσπάσει την προσοχή κι εγώ είχα πέσει στο πάτωμα ζαλισμένη και ξέπνοη. Το μόνο που κατάφερα να κάνω μετά ήταν να λάβω μια τελευταία ματιά από τον πατέρα μου, πριν ο αδελφός μου του καρφώσει το χρυσό μαχαίρι στην καρδιά. Η μητέρα μου είχε πεθάνει πρώτη απ’ όλους. Τότε ήταν που είχε εμφανιστεί ο Σεθ και με είχε πάρει μακριά, πριν προλάβει να γίνει περισσότερο κακό.
«Να παραδοθώ;» είπε ο Σεθ γελώντας, «Ούτε κατά διάνοια».
Κατάφερα να σηκωθώ λίγο από το έδαφος κι εκείνος μπήκε μπροστά μου καλύπτοντας με ολόκληρη, με αποτέλεσμα να χάσω τον διώκτη μας από το οπτικό μου πεδίο. Ωστόσο, παρόλο που με περνούσε δύο κεφάλια και με έκρυβε εξ’ ολοκλήρου, τα μάτια του κυνηγού μας ήταν τόσο έντονα που τα ένιωθα να διαπερνούν το σώμα του φίλου μου, φτάνοντας κατευθείαν στα δικά μου. Μαύρα, έντονα, διαπεραστικά μάτια. Έτοιμα να με δουν να παρακαλάω για έλεος. Για λύπηση. Για ελευθερία.
«Ας τελειώνουμε, στρατιώτη. Ούτως ή άλλως και οι δύο ξέρουμε ποιος θα νικήσει στο τέλος» άκουσα και πάλι τον κυνηγό μας κι έκανα ένα βήμα πιο πέρα για να τον αντικρίσω.
Η στάχτη περιφερόταν στον αέρα κάνοντας τα μάτια μου να δακρύζουν από το τσούξιμο. Η ψηλή του φιγούρα και ο γεροδεμένος του σωματότυπος δεν έλεγαν τίποτα μπροστά στο φρικαλέο του πρόσωπο. Τα άδεια χωρίς συναίσθημα μάτια του φανέρωναν τη δίψα του για αίμα. Δεν υπήρχε μέρος διαφυγής. Κοίταξα γύρω μου τα χαλάσματα της Πόλης του Θάρρους, της πόλης που κατάφερε να μου προσφέρει άσυλο τα τελευταία πέντε χρόνια και που είχα αρχίσει να τη νιώθω δεύτερο σπίτι μου. Πριν λίγες μέρες ήταν μια φλογερή ανεξάρτητη πόλη, έτοιμη και προετοιμασμένη για την οποιαδήποτε συμφορά. Στην Πόλη του Θάρρους εκπαιδεύονταν οι δυνατότεροι και πιο θαρραλέοι άντρες του κόσμου. Γίνονταν στρατιώτες έτοιμοι να πέσουν στη μάχη για να προστατέψουν τους συμπολίτες τους. Δεν ήταν ακριβώς η κατάλληλη πόλη για μια κοπέλα σαν εμένα, αλλά κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη μου προσφέροντας αμέσως καταφύγιο σε εμένα και τον Σεθ από την πρώτη στιγμή και να μας προστατέψει από τον επικείμενο κίνδυνο. Τώρα η πόλη αυτή δεν ήταν μεγαλοπρεπής. Τα ψηλά κτίρια και οι μεγάλες πλατείες είχαν μετατραπεί σε ένα γνώριμο, γκρίζο τοπίο. Ήταν το τοπίο της απόλυτης καταστροφής. Όλα είχαν γίνει κομμάτια είτε από τις φωτιές που εξαπλώνονταν συνεχόμενα εδώ και τρεις συνεχόμενες μέρες είτε από τις κατά μέτωπο επιθέσεις των εχθρών μας. Όπως πάντα, δεν έδειχναν το παραμικρό έλεος και μπορεί να χάθηκαν πολλοί από αυτούς στη μάχη, αλλά χάσαμε κι εμείς πολλούς που θυσιάστηκαν για να μας προστατεύσουν. Για μια στιγμή είχαμε πιστέψει με τον Σεθ ότι είχαμε καταφέρει να ξεφύγουμε, όμως ένας από αυτούς μας είχε καταλάβει και μας είχε ακολουθήσει. Τους άρεσε το κυνηγητό. Ήταν το αγαπημένο τους παιχνίδι.
«Άντε λοιπόν, τι περιμένεις;» τον τσίγκλησε ο Σεθ ήδη έτοιμος να επιτεθεί. Ήξερα ότι το να κάνω μερικά βήματα πίσω ήταν η καλύτερη επιλογή της στιγμής, αφού σε δευτερόλεπτα το πλάσμα επιτέθηκε στον προστάτη μου και τον έριξε στο έδαφος. Άρχισαν να παλεύουν με μανία στο έδαφος, καθώς και οι δύο προσπαθούσαν να εξουδετερώσουν ο ένας τον άλλο. Κάθε φορά που έβλεπα τον Σεθ να παλεύει, η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Ήξερα ότι ήταν ένας από τους καλύτερα εκπαιδευμένους στρατιώτες όλων των πολιτειών, ωστόσο δεν έπαυα να αισθάνομαι τον κίνδυνο του θανάτου να τον πλησιάζει ολοένα και πιο πολύ. Σιχαινόμουν οικτρά το πόσο αδύναμη και αβοήθητη ήμουν σε στιγμές σαν κι αυτή. Δεν μπορούσα ούτε να αμυνθώ ούτε να τον βοηθήσω σε τίποτα κι ενώ του είχα ζητήσει αμέτρητες φορές να μου μάθει έστω κάποιες βασικές μορφές αυτοάμυνας, εκείνος αρνούταν πεισματικά.
«Θα σε προστατεύω για πάντα, μέχρι το τέλος της ζωής μου» είχε πει πριν λίγο καιρό. «Οπότε όσο περνάει από το χέρι μου, εσύ δε θα χρειαστεί να κάνεις τίποτα παραπάνω από το να μείνεις πίσω και ασφαλής». Με κοίταζε με τόση σιγουριά που και να ήθελα να φέρω αντίρρηση, δεν μπορούσα.
Έτσι έκανα και τώρα κι ενώ έβλεπα τους δύο άντρες να μονομαχούν μεταξύ τους, ένιωθα την καρδιά μου έτοιμη να σπάσει από την αγωνία. Κοιτούσα γύρω-γύρω μήπως βρω κάποιο είδος βοήθειας, κάποιον Θαρραλέο να βοηθήσει, αλλά όλοι ήταν στο κεντρικό πεδίο της μάχης. Μέχρι που το βλέμμα μου σταμάτησε μερικά μέτρα πιο μακριά δίπλα σε ένα ακόμα φλεγόμενο κτίριο. Ήταν ένας ακόμα από αυτούς. Τα μάτια μου γούρλωσαν στη στιγμή καθώς με αναγνώρισε κι εκείνος.
«Σεθ;» είπα με δυνατή αλλά τρεμάμενη φωνή. Το βλέμμα τού προστάτη μου που είχε το πάνω χέρι στη μάχη στράφηκε προς τα πίσω στον δεύτερο διώκτη μας, με αποτέλεσμα να δεχτεί μια γερή μπουνιά στο σαγόνι. Προσπάθησε να ανακτήσει την κυριαρχία, αλλά ήδη ο άλλος άντρας τον είχε κολλήσει στο έδαφος με τα δόντια του κοντά στον ώμο του. Το βλέμμα του συνάντησε το δικό μου σε μια προσπάθεια επικοινωνίας, πριν χτυπήσει για μια ακόμα φορά τον άλλον άντρα.
«Τρέξε» είπε δυνατά χωρίς να με κοιτάει αυτή τη φορά, αλλά εγώ δεν κουνήθηκα από τη θέση μου. Τα πόδια μου είχαν παραλύσει απ’ τον τρόμο, καθώς έβλεπα τον δεύτερο διώκτη μας να πλησιάζει με αποφασιστικά βήματα προς το μέρος μας. «Τρέξε!» ούρλιαξε αυτή τη φορά κι ένιωσα τα δάκρυα να θολώνουν την όρασή μου, την ίδια στιγμή που τα πόδια μου άρχισαν να προχωρούν προς τα πίσω.
Έβαλα όση δύναμη μπόρεσα να βρω πάνω μου κι έριξα ένα τελευταίο απελπισμένο βλέμμα στον Σεθ, πριν γυρίσω κι αρχίσω να τρέχω με όλη μου τη δύναμη προς την αντίθετη κατεύθυνση. Τα πόδια μου έκαιγαν από την κούραση των ημερών και οι λυγμοί απειλούσαν να κόψουν την αναπνοή μου, ωστόσο συνέχισα να τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Μια ματιά προς τα πίσω μού επιβεβαίωσε ότι ήμουν για μια ακόμα φορά το θήραμα, καθώς ο δεύτερος διώκτης μας με ακολουθούσε με μεγάλες δρασκελιές. Ήταν γρήγορος… Πιο γρήγορος από εμένα. Προσπάθησα να μην πανικοβληθώ και συνέχισα να τρέχω παρόλο που ο αέρας έκανε τα μαλλιά μου να κολλάνε στο πρόσωπό μου και να μου μειώνουν την όραση. Πέρασα πάνω από τα χαλάσματα του σιντριβανιού που υπήρχε στη δεύτερη μεγαλύτερη πλατεία της Πόλης του Θάρρους και θυμήθηκα που τις προηγούμενες μέρες είχα πείσει τον φίλο και προστάτη μου να πάμε στη γιορτή της πόλης. Μου είχε κάνει την χάρη παρόλο που δεν του άρεσαν τέτοιου είδους «εκδηλώσεις» και είχαμε κάτσει στα δροσερά πετρώματα του σιντριβανιού. Τότε παρά την ενόχλησή του έδειχνε ανέμελος και χαλαρός. Τώρα πάλευε με ένα πλάσμα του σκότους για χάρη μου κι έχανε τη μάχη. Τα δάκρυα πλημμύρισαν και πάλι τα μάτια μου και δάγκωσα το κάτω χείλος μου για να συγκρατηθώ. Καθώς περνούσα πάνω από πεθαμένα σώματα και κατεστραμμένα σπίτια, πήρα τη στροφή προς τα σύνορα της πόλης. Το να κρυφτώ μέσα στις στάχτες της Πόλης του Θάρρους δεν είχε κανένα νόημα, θα με έβρισκαν ξανά στο δευτερόλεπτο. Ήταν ένας πολύ μακρύς δρόμος και ήμουν σίγουρη ότι τα πόδια μου δε θα άντεχαν σε καμία περίπτωση μέχρι το τέλος της διαδρομής, όταν ένιωσα έναν οξύ πόνο στον δεξί μου ώμο.
Ούρλιαξα από έκπληξη και έπεσα στο έδαφος με τα μούτρα. Ήταν η δεύτερη φορά μέσα στην ίδια μέρα που έτρωγα χώμα κι ήλπιζα ότι θα ήταν και η τελευταία. Προσπάθησα να πιάσω το αντικείμενο που είχε καρφωθεί στον δεξιό ώμο μου, αλλά ήταν πολύ βαθιά και δε μου είχε απομείνει αρκετή δύναμη για να το κάνω μόνη μου. Ο διώκτης μου το έβγαλε με μανία και γυρίζοντάς με απότομα από την άλλη το ξανασήκωσε γρήγορα για να το καρφώσει στο σώμα μου. Τα μάτια μου γούρλωσαν και προσπάθησα να αμυνθώ χτυπώντας τον στα πλάγια με τα πόδια μου. Ωστόσο, εκείνος δεν έδειξε να ενοχλείται και απλώς με ακινητοποίησε στο έδαφος. Ξανασήκωσε το μαχαίρι ψηλά και τότε ήταν που, πριν φτάσει στο στομάχι μου, τα χέρια μου τυλίχθηκαν γύρω απ’ τα δικά του. Τα τελευταία ίχνη δύναμης που είχα κράτησαν το μαχαίρι όσο πιο σφιχτά μπορούσαν και έκλεισα τα μάτια μου, προσπαθώντας να αντισταθώ στην πίεση που ασκούσε εκείνος στο μαχαίρι για να χωθεί μέσα μου. Ξανάνοιξα τα μάτια μου αποφασισμένη και τον κοίταξα με μίσος. Δε μου απέμενε πολλή δύναμη ακόμα, αλλά τουλάχιστον δεν θα είχα πέσει στο πεδίο της μάχης χωρίς να παλέψω. Το μαχαίρι άρχισε να κατεβαίνει όλο και πιο κάτω, ώσπου η μύτη του ακούμπησε το δέρμα μου. Ένιωσα το αίμα να βράζει μέσα μου και τα μάτια μου θόλωσαν για μια στιγμή, ενώ η αδρεναλίνη μου χτύπησε κόκκινο. Τα πάντα ανέκφραστα μάτια του διώκτη μου άνοιξαν πλατιά και η έκφρασή του έγινε απορημένη.
«Είσαι μια Φωτεινή» είπε βραχνά. Αντιστάθηκα στην παρόρμηση μου να γυρίσω τα μάτια μου περιπαιχτικά προς τα πάνω κι εκμεταλλεύτηκα τη σαστιμάρα του με μια μπουνιά στη μύτη. Εντάξει, εμένα προφανώς με πόνεσε πολύ περισσότερο από εκείνον, αλλά μου έδωσε προβάδισμα και κατάφερα να τον διώξω από πάνω μου. Καθώς προσπάθησα να σηκωθώ με δυσκολία από το έδαφος, τον είδα με την άκρη του ματιού μου να βγάζει από μια θήκη ένα χρυσό σπαθί. Το μυαλό μου μεταφέρθηκε για ακόμη μια φορά στο βράδυ του θανάτου των γονιών. Με ένα ίδιο είχε σκοτώσει ο αδερφός μου τον πατέρα μου. Όλα είχαν την αίσθηση του απόλυτου déjàvu  περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Δεν έκατσα να περιμένω να χτυπήσει και άρχισα πάλι να τρέχω παρά τον χτυπημένο μου ώμο. «Είσαι μια βρωμοφωτεινή! Νόμιζες ότι θα κρυβόσουν για πολύ καιρό ακόμα;» τον άκουσα να φωνάζει από πίσω μου. Προσπάθησα να τον αγνοήσω όσο μπορούσα, αλλά τα λόγια του είχαν καταφέρει να με επηρεάσουν. Να πάρει, θα πρέπει να είδε τα μάτια μου… «Είσαι μια βρωμοβασιλική Φωτεινή… Δεν ξέρεις τι τιμή που είναι να σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια» γρύλισε απειλητικά και γύρισα να τον κοιτάξω. «Ω ναι… Τα μάτια σου δεν μπορούν να το κρύψουν. Φαντάζομαι ότι δεν ξέρεις καν πώς να το ελέγχεις… Ακόμα πιο εύκολο για εμένα».
«Δεν έχεις ιδέα τι λες» προσπάθησα να τον παραπλανήσω, αλλά ήξερα καλά ότι δεν υπήρχε περίπτωση να το αποφύγω πλέον.
«Ξέρω πολύ καλά τι λέω. Θα μπορούσα ακόμα και να σε αφήσω να προσπαθήσεις να πολεμήσεις μαζί μου. Αλλά νομίζω πως γνωρίζουμε και οι δύο ότι δεν ξέρεις ούτε καν αυτό να κάνεις» είπε με σιγουριά και τον κοίταξα με μίσος. Άρχισα να κάνω βήματα προς τα πίσω όσο τον έβλεπα να προχωράει αργά και σταθερά προς το μέρος μου.
«Μη χαίρεσαι πολύ, δε θα αργήσει να σε βρει ο Σεθ και να σε σκοτώσει» τον απείλησα κι εκείνος φάνηκε να το διασκεδάζει.
«Ο Σεθ; Αυτό το παιδαρέλι που τάχα σε προστάτευε; Στοιχηματίζω ότι είναι εδώ και πολύ ώρα νεκρός» είπε περιπαιχτικά καταφέρνοντας να ποντάρει στο αδύναμο σημείο μου. Όχι, ο Σεθ ήξερε τι έκανε. Είχε αντιμετωπίσει χιλιάδες από αυτούς και είχε καταφέρει να ξεφύγει από όλους. Δεν μπορούσε να είναι νεκρός.
«Προφανώς δεν τον ξέρεις τόσο καλά» είπα σχεδόν ψιθυριστά και χαστούκισα τον εαυτό μου νοερά για την αδυναμία μου.
Βρισκόμουν σε δίλημμα. Άμα έτρεχα θα μου κάρφωνε το χρυσό μαχαίρι σε δευτερόλεπτα, αλλά και το να πιάσω συζήτηση μαζί του δεν ήταν και πολύ ελπιδοφόρο. Δεν ήξερα να παλεύω και σίγουρα δεν ήξερα να χρησιμοποιώ τις δυνάμεις μου με κανέναν τρόπο. Καταράστηκα τον εαυτό μου σιωπηλά που δεν είχα πιέσει τον Σεθ πιο πολύ να μου μάθει να παλεύω και συνέχισα να κάνω αργά βήματα προς τα πίσω.
«Δεν έχεις πού να πας. Γιατί δεν παραδίνεσαι επιτέλους να τελειώνουμε;» είπε σοβαρά και κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. «Πολύ καλά» απάντησε και άρχισε να έρχεται κατά πάνω μου απειλητικά.
Η αδρεναλίνη μου ξαναχτύπησε κόκκινο και ήμουν σίγουρη ότι τα μάτια μου είχαν πάρει το γνωστό, λαμπερό ασημί χρώμα αντί του κανονικού γαλαζοπράσινού μου. Ένιωσα το τρέμουλο στα χέρια μου να αυξάνεται και πήρα μια βαθιά ανάσα. Τα χέρια μου βρέθηκαν στο στήθος του κυνηγού μου, πριν προλάβει να κατεβάσει το μαχαίρι του πάνω μου και είδα τα μάτια του να κλείνουν. Είχα δει μια φορά τον πατέρα μου, όταν μας είχαν επιτεθεί ξανά πριν αρκετά χρόνια, να κάνει το ίδιο και παρόλο που δεν ήξερα πώς, ήξερα ακριβώς τι έκανα. Το άγγιγμά μου ήταν σαν δηλητήριο στο δέρμα του και παρόλο που ο άντρας μπροστά μου ήταν ότι το πιο κοντινό υπήρχε στον κόσμο μας σε δαίμονα, το δέρμα του καιγόταν κάτω από το άγγιγμά μου σαν να ήταν φτιαγμένο από χαρτί. Τον άκουσα να ουρλιάζει ενώ ο δικός μου ιδρώτας έτρεχε ποτάμι, λόγω της υπερβολικής προσπάθειας που κατέβαλα. Ξέροντας ότι δε θα μπορούσα να συνεχίσω για πολύ ώρα να το κάνω αυτό, έδωσα όση πιο πολύ ώθηση μπορούσα ρίχνοντάς τον μερικά μέτρα πιο πέρα. Το κάψιμο είχε σταματήσει απ’ τη στιγμή που τα χέρια μου είχαν χάσει επαφή με το σώμα του, όμως ήλπιζα ότι θα χρειαζόταν λίγη ώρα για να συνέλθει. Άρχισα να τρέχω κοιτάζοντας τα χέρια μου που ήταν κατακόκκινα από τη χρήση μαγείας και με έτσουζαν υπερβολικά. Ήταν η πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό που χρησιμοποιούσα τις δυνάμεις μου και συνολικά η τρίτη φορά σε όλη μου τη ζωή. Αυτό το πεδίο ήταν τόσο άγνωστο και περίπλοκο για μένα που στις καλές μου μέρες σχεδόν το ξεχνούσα. Αν με έβλεπε ο Σεθ τώρα, θα με κατσάδιαζε. Υποστήριζε ότι κανείς δεν έπρεπε να βλέπει τις δυνάμεις μου, γιατί έμπαινα σε τεράστιο κίνδυνο. Άλλο να είσαι απλός φυγάς της Πόλης του Φωτός και άλλο βασιλικός φυγάς της Πόλης του Φωτός.
Δεν κοίταξα για πολλή ώρα πίσω μου, μέχρι που συνειδητοποίησα ότι δε με ακολουθούσε κανείς. Δεν ήξερα αν είχα καταφέρει να τον μπερδέψω ή αν απλώς ήταν κάπου κοντά, όμως δεν άφησα τον εαυτό μου να σταματήσει και να ξεκουραστεί. Πίεσα τα πόδια μου να προχωρήσουν μέχρι το τέλος, ώσπου μετά από αρκετή ώρα βρέθηκα λαχανιασμένη μπροστά σε μια τεράστια σιδερένια πόρτα περιτριγυρισμένη από άσπρη πέτρα. Η Πόλη της Ειρήνης. Άρχισα να χτυπάω μανιωδώς την πόρτα όσο πιο δυνατά μπορούσα, μέχρι που άνοιξε κι εμφανίστηκαν δύο φύλακες με κοντάρια στα χέρια. Αφού με εξέτασαν προσεχτικά με άφησαν να εισέλθω στην πόλη και με οδήγησαν τελικά στο παλάτι του βασιλιά, όπως είχα επιμείνει επί δύο ολόκληρες ώρες. Η Πόλη της Ειρήνης ήταν από τις λίγες πόλεις που οι εχθροί μας δεν είχαν καταφέρει να εισβάλουν και να καταστρέψουν και πλέον ένα από τα ελάχιστα καταφύγια που είχαν απομείνει. Μόλις μπήκα στη βασιλική αίθουσα ένιωσα ντροπή για τα σκισμένα μου ρούχα και το βρώμικό μου πρόσωπο, ωστόσο δεν είχα ώρα για να περιποιηθώ τον εαυτό μου. Έπρεπε να πάρω την έγκριση του Ειρηνικού βασιλιά.
«Ο βασιλιάς της Πόλης της Ειρήνης σας υποδέχεται θερμά και δέχεται την ακρόασή σας. Μπορείτε να προχωρήσετε μπροστά» μου είπε ένας υπήκοος και του ψιθύρισα ένα σύντομο ευχαριστώ. Καθώς προχωρούσα μπροστά παρατήρησα τα περίεργα βλέμματα των άλλων βασιλικών μελών. Φυσικά δε με αναγνώριζαν. Είχαν περάσει πολλά χρόνια που ο οποιοσδήποτε είχε να μάθει νέα μου.
«Σας ευχαριστώ πολύ για την ευγενική σας αποδοχή» είπα με δυνατή και γεμάτη αυτοπεποίθηση φωνή, κάτι που έκανε τους γύρω μου να αρχίσουν να ψιθυρίζουν. «Το ξέρω ότι έχετε κάνει μια μεγάλη εξαίρεση για να με δεχτείτε ενώπιών σας και το εκτιμώ θερμά».
«Οι φύλακές μας υποστήριξαν πως ήσασταν ιδιαίτερα ένθερμη κατά την είσοδό σας στην Πόλη» είπε χαμογελώντας. Ο βασιλιάς της Πόλης της Ειρήνης ήταν πάντα γνωστός ως ένας φιλάνθρωπος και ήρεμος άνθρωπος. Ποτέ δεν υπήρξε αλαζόνας ή υπεροπτικός και το ήξερα από πρώτο χέρι, αφού όταν ακόμα ζούσαν οι γονείς μου, είχε χρειαστεί να συναντηθούν αρκετές φορές και πάντα έφερνε μαζί του την παιδική μου φίλη, την Αννέτα, για να παίξουμε όσο εκείνοι συζητούσαν για τα σοβαρά θέματα. Την είχα ήδη αναγνωρίσει να κάθεται κοντά στους γονείς της και να με κοιτάει κι εκείνη περίεργα όλη αυτήν την ώρα. Της χάρισα ένα απλό χαμόγελο και τα μάτια της γούρλωσαν ως δείγμα αναγνώρισης.
«Ναι, με συγχωρείτε γι’ αυτό, αλλά ήμουν κάπως βιαστική» εξήγησα στον βασιλιά κι εκείνος με κοίταξε με περιέργεια. «Με κυνηγούσε ένας ακόλαστος» του αποκάλυψα και οι ψίθυροι έγιναν ακόμα πιο δυνατοί.
«Καημένο μου κορίτσι» είπε με συμπόνια ο βασιλιάς και ένευσε. «Πώς κατάφερες να του ξεφύγεις;» ρώτησε κι ο τόνος του έδειχνε πραγματικό ενδιαφέρον. Του χαμογέλασα απλά και σήκωσα τους ώμους μου.
«Δεν έχει πλέον σημασία, αφού ήσασταν τόσο γενναιόδωρος για να μου προσφέρετε πρόσβαση στην Πόλη σας. Ωστόσο, ζήτησα την παρούσα ακρόαση για άλλον λόγο».
«Ο οποίος είναι;» ανασηκώθηκε από τη θέση του και με κοίταξε κατάματα, καθώς έσκυψα κάνοντας τη βασιλική υπόκλιση.
«Ζητώ άσυλο και προστασία από τους ακόλαστους που μόνο ένα βασιλικό παλάτι θα μπορούσε να μου προσφέρει» είπα με θάρρος και τον είδα να συνοφρυώνεται.
«Αγαπητή μου, το ξέρω ότι έχεις τρομοκρατηθεί από το κυνηγητό στο οποίο υποβλήθηκες και σου υπόσχομαι ότι θα σου προσφέρουμε όλα τα εφόδια για να ζήσεις στην πόλη μας, αλλά το ξέρεις ότι δεν μπορείς να ζητήσεις βασιλική προστασία».
«Τότε δε θα το ζητήσω ως απλός πολίτης, αλλά ως βασιλικό μέλος» είπα ξανά με αυτοπεποίθηση.
«Ως βασιλικό μέλος;» είπε με απορία κι ένευσα.
«Ονομάζομαι Άρια Έβανς και είμαι ένα από τα τελευταία βασιλικά μέλη της Πόλης του Φωτός» ανακοίνωσα με δυνατή φωνή και πλέον οι ψίθυροι έγιναν φωνές.
«Μα η Άρια…» είπε με τρεμάμενη φωνή η βασίλισσα κοιτώντας την κόρη της με δυσπιστία. Προφανώς η αποχή μου από τα βασιλικά καθήκοντα είχαν οδηγήσει τους ομοίους μου στο να με θεωρούν νεκρή εδώ και πολύ καιρό.
«Είμαι η Φωτεινή πριγκίπισσα, Άρια, κόρη του αποθανόντα βασιλιά της Πόλης του Φωτός» ξαναείπα με έμφαση και με έκπληξη είδα τον ίδιο τον βασιλιά της Πόλης της Ειρήνης να υποκλίνεται σαστισμένος… σε εμένα.

(To be continued...)

Θεοδώρα Σέρβου