Ο Κυνηγός των Ευχών (Κεφάλαιο 13 - Μέρος 4ο)

Η Φιντέλμα και η Ντέιλφ ήταν πια τόσο αδύναμες, που τα πανίσχυρα μαγικά προστασίας είχαν αρχίσει να φθίνουν. Οι Αντευχές ήδη πλησίαζαν στο φως, τρίβοντας τα χέρια τους και ξερογλύφοντας τα ζαρωμένα τους χείλη. Ήδη αισθάνονταν τις λείες τους στα νύχια τους.

«Αργούν… Αργούν πολύ…» ακούστηκε αδύναμα η Ντέιλφ.
«Υπομονή… Λίγο ακόμα!» την πίεσε η Φιντέλμα.
«Δεν μπορώ… Δεν γίνεται!»
Το φως τρεμόπαιξε. Οι Αντευχές πλησίασαν.
«Πρέπει να συνεχίσουμε!» φώναξε η Φιντέλμα, αναζητώντας και το τελευταίο ίχνος δύναμης μέσα της.
Αλλά και οι δυο το ήξεραν πως έφτανε το τέλος. Όλο το κορμί τους έτρεμε από την κούραση, με το ζόρι στέκονταν όρθιες. Οι στιγμές κυλούσαν, οι κύκνοι μάχονταν εξουθενωμένοι στον ουρανό, οι θνητοί συνέχιζαν να μαζεύουν τους νεκρούς και να φροντίζουν τους τραυματίες, αγνοώντας πως οι ορδές των Αντευχών πετούσαν από πάνω τους ακονίζοντας τα νύχια τους.
Η Φιντέλμα ένιωσε και το τελευταίο ίχνος δύναμης να χάνεται. Σαν να είχε εξανεμιστεί και η τελευταία στάλα από την ζωή της, έπεσε στο έδαφος ανήμπορη να ξανασηκωθεί.
«Λυπάμαι…» ψέλλισε, ενώ έπεφτε δίπλα της και η Ντέιλφ.
Το τελευταίο πράγμα που άκουσε πριν πέσει αναίσθητη, ήταν τα ουρλιαχτά των Αντευχών και η σπαρακτική κραυγή του Λευκού Εάλα, που έσκιζε τον αέρα σαν αστραπή.

***

Η Ολκ έκλαιγε και πάλι, βουβά αυτή την φορά, ενώ τα νύχια της ήταν ακόμη μπηγμένα στην καρδιά του Όντραν.
«Πες το.» είπε εκείνος, αδύναμα μα πειστικά.
Κούνησε το κεφάλι της.
«Πες το.» είπε πιο δυνατά, πιο πιεστικά.
«Τι νόημα έχει;» φώναξε.
«Ίσως έτσι καταφέρεις να τον σώσεις.»
Τον άφησε να πέσει στο δάπεδο και έτρεξε δίπλα στον μάγο. Τα δάκρυά της κυλούσαν πια ελεύθερα, πυκνά σαν ποτάμια.
«Μάλλον είμαι τρελή που ακούω αυτόν τον θνητό…» είπε, αλλά ύστερα έπνιξε τις αμφιβολίες της. «Είναι αλήθεια, Γουάφ… Τόσους αιώνες νόμιζα πως το είχα καταπνίξει, πως είχα κλείσει τις πληγές μου. Πως σε είχα ξεχάσει, σε είχα μισήσει. Τώρα βλέπω πως ήμουν τυφλή. Δεν θέλω τίποτα πια, μόνο να γυρίσεις πίσω σε μένα. Γιατί η καρδιά μου ανήκει σε σένα. Πάντα ανήκε.»
Ο Γουάφ παρέμενε πετρωμένος. Η Ολκ ξέσπασε και πάλι σε λυγμούς. Ο Όντραν παρακολουθούσε την σκηνή σιωπηλός.
«Δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω σε μένα… Το καταλαβαίνω αυτό. Μόνο ένα θέλω να ξέρεις πριν φτάσεις για πάντα στο Άναμ Άιτ. Σε αγάπησα. Και ακόμα σε αγαπώ.» είπε, φίλησε τα δάχτυλά της και με αυτά άγγιξε τα παγωμένα χείλη του.
Ύστερα σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στον βωμό της. Ανέβηκε πάνω του και άνοιξε τα χέρια στον αέρα σαν ικέτιδα.
«Τρομερή θεά του θανάτου! Αυτή την στιγμή, σου ζητώ να με απαλλάξεις από τις δυνάμεις μου και τις υποχρεώσεις μου απέναντί σου! Saor in aisce dom! Ελευθέρωσέ με!» φώναξε.
Ένας δυνατός κεραυνός έπεσε πάνω στην σπηλιά, η οποία πνίγηκε στο φως του. Την επόμενη στιγμή, η φλόγα του άλιωτου κεριού είχε σβήσει. Η Ολκ ξάπλωνε αδύναμη και θλιμμένη πάνω στον βωμό της. Η θεά του θανάτου είχε αφαιρέσει τις δυνάμεις της, και η θεά της ζωής δεν την δεχόταν πλέον πίσω. Ήταν πια θνητή.

***

Τα μάτια της Φιντέλμα τρεμόπαιξαν. Προσπαθούσε μάταια να σηκωθεί, να σταθεί στα πόδια της, να προστατεύσει τους ανθρώπους της Γιουβέρνα από τις κυρές του μίσους και του σκοταδιού. Μέσα στην θολούρα των κουρασμένων της βλεφάρων, έβλεπε τις Αντευχές να πετούν ουρλιάζοντας πάνω από την ανυποψίαστη λεία τους. Το τέλος είχε φτάσει.
Σπαρακτικά ουρλιαχτά έσκισαν τον αέρα. Ήταν όλα στριγκά και δυνατά, σαν να φώναζαν χιλιάδες νεράιδες του θανάτου μαζί σε χορωδία. Δάγκωσε τα χείλη της από την προσπάθειά της να παραμείνει ξύπνια· τελικά μάτωσαν. Με τρομερό κόπο στηρίχτηκε στους αγκώνες της και ανασηκώθηκε ελάχιστα, βαριανασαίνοντας.
Δεν ήταν ανθρώπινες κραυγές. Ήταν οι Αντευχές που ούρλιαζαν. Ήταν εκείνες που σκορπίζονταν απεγνωσμένες αναζητώντας καταφύγιο. Πετούσαν από σημείο σε σημείο, τραβώντας τα μαλλιά τους, ανοίγοντας διάπλατα τα θαμπά τους μάτια, με τον τρόμο αποτυπωμένο στα σταφιδιασμένα πρόσωπά τους, οδεύοντας για τα πιο σκοτεινά σημεία του ουρανού. Γύριζαν όλες στο σκοτάδι από όπου είχαν έρθει, περιμένοντας την στιγμή που θα ξαναγύριζαν πίσω· παραφυλώντας στις κρυψώνες τους για την επόμενη φορά που θα τις καλούσε κάποια σκοτεινή, γεμάτη μίσος καρδιά, ευχόμενη κάποια μεγάλη συμφορά.
Οι αδελφοί κύκνοι είχαν σταματήσει να παλεύουν. Πετούσαν κυκλικά, τραγουδώντας με φωνές που νόμιζες πως ήταν κλεμμένες από κάποιο μελωδικό πουλί. Η Φιντέλμα δάκρυσε. Σκέφτηκε πως δεν είχε ξανακούσει τόσο γαλήνιο, ρυθμικό ντουέτο, ούτε καν πίσω στο Άισλιγκ.
Ο Μαύρος και ο Λευκός Εάλα προσγειώθηκαν στην άγονη, μαύρη γη του Σκαθ. Άνοιξαν τα φτερά τους και ύστερα έπλεξαν τους μακριούς, κομψούς λαιμούς τους. Και τότε έγινε κάτι που κανείς δεν επρόκειτο να ξεχάσει ποτέ.
Η θάλασσα του Μπι, αυτή η μεγάλη γαλάζια άβυσσος που χώριζε τα δύο βασίλεια, σάλεψε ανήσυχη. Και τότε όλοι όσοι κατοικούσαν στα δύο βασίλεια, την άκουσαν να μιλάει με τα ίδια τους τα αυτιά. Η φωνή της ήταν γλυκιά και καθησυχαστική, όπως της μητέρας που νανουρίζει το παιδί της.
«Is é seo an deireadh…» έλεγε, και οι θνητοί δεν πίστευαν στα αυτιά τους. «Na ríochtaí aontaithe i gceann arís…»
«Αυτό είναι το τέλος… Τα βασίλεια ενώθηκαν σε ένα και πάλι…» μουρμούρισαν οι θνητοί, μεταφράζοντας τα λόγια της από την παλιά στην νέα γλώσσα.
Η θάλασσα του Μπι φούσκωσε και κύρτωσε σαν γυναίκα που κυοφορούσε –οι άνθρωποι από κάθε μεριά των δύο βασιλείων μπόρεσαν να την δουν να υψώνεται σαν κρατήρας ηφαιστείου. Και όταν τα κύματα καταλάγιασαν, ξεγύμνωσαν τα πόδια μίας πελώριας, πέτρινης, πλωτής γέφυρας.
Οι δύο άκρες της απλώθηκαν στα βόρεια και στα νότια, φτάνοντας να αγγίξουν τις δύο αντικρινές στεριές, ενώνοντας έτσι τα δύο αντίπαλα, εχθρικά για τόσους αιώνες βασίλεια.
«Aontacht aontaithe arís!» φώναξε χαρούμενη η θάλασσα.
«Το Άονταχτ ενώθηκε ξανά!» επανέλαβαν οι θνητοί από στόμα σε στόμα.
Οι δύο αδελφοί κύκνοι είχαν πια ξεχάσει την παλιά έχθρα. Τα στέμματα έλαμπαν και τα δύο στα κεφάλια τους, άθικτα.
Η ομίχλη που πασπάλιζε το Σκαθ διαλύθηκε, καθώς χάραζε η αυγή. Το μαύρο, άγονο έδαφος αναρίγησε και τρεμούλιασε. Η πεθαμένη γη σείστηκε και τίναξε από πάνω της την μαυρίλα και τον θάνατο που είχαν φέρει μαζί τους η μάγισσα Ολκ και ο προδότης του αδελφού του, ο Μπόα. Το χώμα πήρε ένα ζωντανό, καφέ χρώμα και μικρά βλαστάρια φύτρωσαν με ζωηράδα από μέσα του. Ένα δυνατό βουητό προειδοποίησε τους θνητούς που βρίσκονταν στο αλλοτινό πεδίο της μάχης για αυτό που επακολουθούσε. Σύντομα, στην μεγάλη αυλακιά του εδάφους που χώριζε τους λόφους, κύλησε φρέσκο, κελαρυστό, ποταμίσιο νερό.
Οι άνθρωποι του Σκαθ βγήκαν από τα αραχνιασμένα, στοιχειωμένα σπίτια τους. Γέμισαν δειλά τους άδειους δρόμους και έφτασαν στους λόφους έξω από το κάστρο της Κόπαρ. Χλωμά, δειλά πρόσωπα αντίκρισαν τα ενωμένα στην λυτρωτική αγκαλιά πτηνά και ζωντάνεψαν. Χαμογέλασαν, αναθάρρησαν, έσφιξαν  τα χέρια των παλιών εχθρών τους, αγκάλιασαν αδελφικά, γέλασαν δυνατά.
Τα αδέλφια από τα διαφορετικά βασίλεια είχαν πια θυμηθεί. Δεν υπήρχαν πια όρια, χρώματα, ή ονόματα. Ήταν όλοι πάλι ένα.
«Chun riamh…» ευχήθηκε η γαλάζια άβυσσος.
«Για πάντα…» ευχήθηκαν και οι θνητοί.

***

«Το άκουσες αυτό;» ρώτησε συνεπαρμένος ο Όντραν. «Aontacht aontaithe arís
«Το Άονταχτ ενώθηκε ξανά!» μουρμούρισε η Ολκ, συντετριμμένη.
«Όλα τελείωσαν.» ψιθύρισε, καθώς έπεφτε στα γόνατά του γεμάτος τόση χαρά και ανακούφιση που δεν μπορούσε να περιγράψει. «Τα καταφέραμε.» είπε χαμηλόφωνα. Ύστερα το φώναξε δυνατά, λες για να το πιστέψει. «Τα καταφέραμε!» Έτρεξε δίπλα στον γέρο φίλο του που έκλεινε τα μάτια ερμητικά, σαν να κοιμόταν. «Ακούς, παλιόφιλε; Τα καταφέραμε!» επανέλαβε και τρίτη φορά, λες και αυτός με κάποιον τρόπο θα μπορούσε να του απαντήσει.
Και τότε ο Γουάφ άνοιξε τα μάτια του. Ο Όντραν άπλωσε το χέρι του και τον βοήθησε να σηκωθεί.
«Δόξα στους θεούς του φωτός που κατοικούν στον ουρανό! Δεν άντεχα άλλο να παριστάνω τον νεκρό!» είπε εκείνος καθώς ίσιωνε την πλάτη του. Οι δυο τους σφίχτηκαν μέσα σε μία εγκάρδια αγκαλιά, γελώντας από ανακούφιση.
Η Ολκ κατέβηκε από τον βωμό της παραπατώντας. «Γουάφ!» ψέλλισε μπερδεμένη. «Σε είδα! Ήσουν νεκρός! Η καρδιά σου δεν χτυπούσε! Δεν είχες σφυγμό! Σε… σε σκότωσε ο θνητός!»
Την κοίταξε και τα μάτια του, μισά γελούσαν από χαρά, μισά ήταν γεμάτα οίκτο.
«Ναι, χάρη στο μαγικό της ακινητοποίησης, που εσύ μου είχες μάθει κάποτε… Ευχόμουν να το είχες ξεχάσει και στάθηκα τυχερός…»
«Μα… Σε μισούσε! Ήθελε να σε εκδικηθεί για τα ψέματά σου!» ψέλλισε εκείνη.
«Ναι… Ομολογώ ότι ήταν ιδιαίτερα πειστικός. Για μια στιγμή και εγώ ο ίδιος τον πίστεψα.» είπε εκείνος, χαμογελώντας στραβά.
Ο Όντραν τον χτύπησε φιλικά στον ώμο, θυμούμενος το σχέδιο που είχαν συμφωνήσει λίγο πριν μπουν στην σπηλιά. Ο Γουάφ είχε χρησιμοποιήσει λίγη αψιθιά, λίγους κόκκους χώματος και μία λειασμένη πέτρα με την οποία άλεσε μεταξύ τους τα υλικά. Λίγες λέξεις στην παλιά γλώσσα και έτοιμο το φίλτρο. Είχε αλείψει τη λάμα του σπαθιού του με αυτό, κάνοντάς το να παρακάμπτει την ύλη σαν να είναι φτιαγμένο από αέρα.
«Πολύ καλή η ιδέα σου, οφείλω να ομολογήσω. Νομίζω όμως ότι η ακροάτριά μας δεν έχει πειστεί για του λόγου το αληθές. Τι λες, να της κάνουμε μια μικρή επίδειξη;» είπε ο Όντραν.
Πήρε το σπαθί και πέρασε την λάμα του μέσα από τον λαιμό του Γουάφ. Η Ολκ τσίριξε από την θέση της, αλλά αναστέναξε με ανακούφιση όταν πως δεν είχε ούτε γρατζουνιά.
«Με κοροϊδέψατε! Πώς μπόρεσες να μου κάνεις κάτι τέτοιο;» στράφηκε στον Γουάφ με γροθιές που έτρεμαν από οργή.
«Δεν συγκρίνεται με αυτό που μου έκανες εσύ.» αποκρίθηκε εκείνος κουρασμένα. «Πήρες την ζωή της μοναδικής γυναίκας που αγάπησα.»
Η Ολκ γρύλισε και απέστρεψε το βλέμμα.
«Και την ζωή χιλιάδων αθώων.»
«Δεν ξέρεις τι θα πει αγάπη. Μην μιλάς για αγάπη!» απάντησε εκείνη, ενώ έτρεμε ακόμη από οργή.
«Και βέβαια ξέρω. Τι κι αν κυλάει αίμα θεϊκό στις φλέβες μου; Άνθρωπος είμαι και γω και ξέρω. Το γνώρισα, το έζησα. Και εσύ μου το έκλεψες.»
Η Ολκ έτρεμε ανεξέλεγκτα. Έπεσε στα γόνατά της και σύρθηκε πίσω στο βωμό της σαν πληγωμένο ζώο. Λούφαξε στην γωνία και έκλαψε γοερά. Ο Όντραν έσφιξε τον ώμο του και έφυγε, αφήνοντάς τον να αντιμετωπίσει την γυναίκα που δολοφόνησε την αγαπημένη του, όπως εκείνος νόμιζε καλύτερα.
Ο μάγος πλησίασε την, θνητή πια, γυναίκα και την κοίταξε με οίκτο.
«Και εσένα σε αγάπησα.» είπε απρόσμενα και η Ολκ σήκωσε δειλά το κεφάλι. «Με διαφορετικό τρόπο από ό, τι την Γκλόρια. Σαν αδελφή μου. Και το παράξενο είναι… ότι δεν σε μισώ πια. Κάποτε ναι, μέσα μου έβραζε το μίσος, η δίψα για εκδίκηση. Αλλά όχι πια. Χρειάστηκαν πολλοί αιώνες για να ξαναβρώ τον εαυτό μου, να σιγάσω το πάθος μου. Να καταλάβω πως τίποτε δεν μπορεί πια να την φέρει πίσω.»
Η Ολκ τώρα έκλαιγε βουβά.
«Δες τον εαυτό σου… Τι κατάφερες; Είσαι πια θνητή, δεν ανήκεις πουθενά. Τι θα κάνεις; Πού θα πας;» Κούνησε το κεφάλι του, αναστενάζοντας βαριά. «Ελπίζω να το βλέπεις πως όλα ήταν μάταια.» είπε και έστρεψε την πλάτη του.
«Το βλέπω.» απάντησε εκείνη σιγά. «Γουάφ…» ψέλλισε με τρεμάμενη φωνή. «Όσο ήσουν ακινητοποιημένος από το ξόρκι… πόσα άκουσες;»
«Αρκετά.» αποκρίθηκε.
«Και τι έχεις να πεις;»
«Τίποτα.» απάντησε, ενώ κοίταζε τα τοιχώματα της σπηλιάς, με την πλάτη στραμμένη σε εκείνη.
«Τότε θα στο ξαναπώ. Σε αγαπώ, Γουάφ. Και δεν θα το άντεχα αν πάθαινες κάτι…»
«Τότε γιατί σκότωσες την Γκλόρια;» ρώτησε εκείνος με θυμό, στρέφοντας το πρόσωπό του σε κείνη.
«Γιατί ήμουν πληγωμένη. Πονούσα… Και δεν ήθελα να πονάω άλλο. Δεν ήμουν συνηθισμένη στον πόνο. Δεν πονούν οι θεές, Γουάφ.»
«Οι θεές δεν παρασύρονται από τα πάθη τους, Ολκ.»
«Αν μπορούσα να γυρίσω πίσω το χρόνο, δεν θα της έκανα κακό… Στο ορκίζομαι, το μόνο που θέλω πια είναι να με συγχωρέσεις, να μπορέσουμε να είμαστε και πάλι φίλοι.»
«Λυπάμαι, αυτό δεν μπορεί να γίνει. Για μένα θα είσαι πάντα η δολοφόνος της Γκλόρια.» είπε και γύρισε να φύγει.
«Περίμενε! Γουάφ! Δεν μπορείς να με αφήσεις, τι θα απογίνω; Δεν ξέρω να ζω σαν άνθρωπος! Τι θα κάνω;»
«Αυτό έπρεπε να το σκεφτείς πριν τα θαλασσώσεις έτσι.» είπε σκληρά, αλλά κάτι μέσα του σαν να έσπαγε.
Συνέχισε να βαδίζει προς την έξοδο, αλλά οι λυγμοί της τον σταμάτησαν. Γύρισε πίσω, γονάτισε, σήκωσε με το χέρι του το πηγούνι της. Την κοίταξε σαν να εξέταζε κάποιο κέρμα, για να δει αν είναι κάλπικο ή όχι.
Στο πρόσωπό της είδε την παλιά του φίλη, την μακρινή του ξαδέλφη. Την φωτεινή ιέρεια της ζωής. Διάβασε πολλά στα κίτρινα μάτια της: φόβο, απογοήτευση, πόνο, θυμό. Αλλά τίποτε από αυτά δεν θύμιζαν την σκοτεινή ιέρεια του θανάτου. Ήταν λες και είχε γίνει και πάλι ο εαυτός της, την στιγμή που έδωσε πίσω τις δυνάμεις που τις είχε χαρίσει η θεά που ζούσε κάτω από το χώμα.
Και τότε θυμήθηκε το γλυκό, δροσερό πρόσωπο της Γκλόρια. Τι θα σκεφτόταν άραγε αυτός ο πορφυρομάλλης άγγελος, αυτή η γοργόνα της στεριάς που είχε κλέψει την καρδιά του, αν γινόταν ίδιος με την γυναίκα που της είχε κλέψει την ζωή; Αν την άφηνε να πεθάνει σε εκείνες τις απόμερες σπηλιές, ανάμεσα στα πεινασμένα σκυλιά και τα όρνια; Αν την άφηνε στην μοίρα της, να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής της μόνη, καταφρονεμένη και κυνηγημένη από όλους τους θνητούς και τους αθάνατους του Άονταχτ;
Σίγουρα δεν θα έβρισκε έτσι γαλήνη αυτό το γαλήνιο, φωτεινό πρόσωπο. Άλλωστε, ένας τέτοιος άγγελος μπορούσε να βρει γαλήνη οπουδήποτε. Ακόμα και στο Άναμ Άιτ.
Άπλωσε το χέρι του και την σήκωσε από το δάπεδο. Εκείνη σκούπισε τα δάκρυά της αβέβαιη και φοβισμένη. Έβγαλε από την ζώνη της ένα μικρό κοπίδι και του το έδωσε.
«Κάρφωσέ το στην καρδιά μου με όλη σου την δύναμη. Έτσι εσύ θα πάρεις την εκδίκησή σου και εγώ θα απαλλαγώ από τη μιζέρια μου.» είπε.
Πήρε το κοπίδι στα χέρια του, άνοιξε τα κλειστά δάχτυλά της και χάραξε την παλάμη της. Εκείνη παρακολούθησε το αίμα να στάζει στο δάπεδο περιμένοντας το τέλος της. Αντίθετα, ο Γουάφ έστρεψε την μύτη του κοπιδιού στην δική του παλάμη και την έσυρε πάνω στο δέρμα του, αφήνοντας πίσω της κόκκινους λεκέδες. Κατόπιν ένωσε τις ματωμένες τους παλάμες. Ένιωσε με έκπληξη το χέρι της να ιδρώνει μέσα στην σφιχτή γροθιά του. Το θεϊκό αίμα του Γουάφ και το θνητό αίμα της Ολκ ενώθηκαν.΄
«Τι κάνεις;» ρώτησε εντελώς μπερδεμένη.
«Νομίζω πως ξέρεις.»
«Δεν καταλαβαίνω…»
«Δεν χρειάζεται.»
«Είσαι σίγουρος για αυτό που κάνεις;»
«Όσο για το ότι η καρδιά μου θα ανήκει πάντα στην Γκλόρια.»
Μία γαλάζια λάμψη γεννήθηκε από τις ενωμένες τους παλάμες. Δυνατός άνεμος σηκώθηκε και ο στατικός ηλεκτρισμός έκανε τα μαλλιά τους να σηκωθούν και να κολυμπήσουν στον αέρα. Η Ολκ έκλεισε τα μάτια της δυνατά, καθώς δεν άντεχε τόση δύναμη σαν κοινή θνητή. Σύντομα ο άνεμος και ο ηλεκτρισμός δυνάμωσαν απότομα και έπειτα έπαψαν τελείως, ενώ η γαλάζια λάμψη έσβησε αργότερα.
Ο Γουάφ και η Ολκ κοιτάχτηκαν. Ο μάγος πήρε πίσω το χέρι του. Η γυναίκα κοίταξε έκθαμβη το δικό της. Οι πληγές τους είχαν κλείσει.
«Γουάφ… Δεν μπορώ να πιστέψω αυτό που μόλις έκανες.» είπε κλαίγοντας.
«Σου έδωσα τις μισές μου δυνάμεις.»
«Γιατί;» απόρησε.
«Γιατί είσαι ξαδέλφη μου. Το αίμα νερό δεν γίνεται.»
«Δεν φοβάσαι;»
«Δεν υπάρχει τίποτε να φοβηθώ.»
Έγνεψε μία φορά με μάτια βουρκωμένα. Δεν είπε τίποτα γιατί τα λόγια δεν έφταναν να περιγράψουν την απέραντη ευγνομωσύνη της.
«Φύγε, ξέχνα το παρελθόν και κάνε ότι μπορείς για να κερδίσεις και πάλι την εύνοια της θεάς της ζωής.» την συμβούλεψε.
Η γυναίκα δάγκωσε τα χείλη της για να μην ξεσπάσει και πάλι σε λυγμούς. Έφερε το χέρι που είχε αγγίξει το κοπίδι να ακουμπήσει με νόημα στην καρδιά της.
«Θα παλεύω κάθε μέρα να αποδείξω ότι αξίζω την καλοσύνη που μου έδειξες.» είπε.
«Απλά κάνε τις στιγμές σου να αξίζουν, Ολκ. Δεν είσαι πια αθάνατη όπως παλιά. Τώρα είσαι σαν και μένα. Απλά τα χρόνια σου διαρκούν περισσότερο. Κάποια στιγμή θα φτάσεις και εσύ στο Άναμ Άιτ.»
«Το ξέρω, Γουάφ. Και πάλι είναι ανεκτίμητο το δώρο που μου έκανες. Ίσως συναντηθούμε μετά από καιρό, εκεί.»
«Ίσως…» είπε ο μάγος και χάθηκε στις σκιές.

***

Ο Όντραν κρατούσε στην αγκαλιά του την Φιντέλμα. Δεν το πίστευε ότι όλα είχαν τελειώσει. Τα μάτια του έτρεξαν από τους αγκαλιασμένους κύκνους στον Νιλς που στριφογύριζε γελώντας την Ντέιλφ σαν να ήταν μικρό κορίτσι. Οι άνθρωποι του Σκαθ και της Γιουβέρνα έσφιγγαν τα χέρια πάνω από την ζωντανή πια γη.
«Σαν ψέματα μου φαίνεται…» ψιθύρισε, φιλώντας τα μεταξένια μαλλιά της.
«Πίστεψέ το! Κοίτα γύρω, Όντραν. Εσύ το έκανες αυτό. Εσύ έφερες την ειρήνη.» είπε εκείνη, καθώς ζωντάνευε μέσα στην αγκαλιά του.
Κοίταξε προς την μεριά του μαύρου κάστρου. Έστεκε ακόμα απόρθητο, πίσω από τον λόφο. Αλλά ακόμα κι έτσι, δεν μπορούσε να νικήσει την χαρά μέσα του.
Όταν ήρθε το βράδυ, οι θνητοί άναψαν τις νεκρικές πυρές για να τιμήσουν τους νεκρούς τους. Μαζεύτηκαν γύρω από τα σώματά τους και τραγούδησαν με βαριά καρδιά, για το μάταιο του θανάτου τους. Ο Όντραν άφησε τα δάκρυά του να κυλήσουν σιωπηλά, χωρίς ντροπή, για τον άντρα που του έσωσε τη ζωή στην μάχη, τον γενναίο Σίμπχακ. Η Φιντέλμα του κρατούσε το χέρι όλη την ώρα, ενώ τραγουδούσε μαζί του.

«Do anamacha taisteal tríd an solas
Thaibhsí atá ag fanacht leat
Anois beidh tú a bheith i measc iad
Agus ní bheidh tú ag teacht ar ais ó Anam Áit.
Beannacht, ár deartháireacha, beannacht

«Οι ψυχές σας ταξιδεύουν μέσα από το φως
Τα φαντάσματα σας περιμένουν
Τώρα θα είστε ανάμεσά τους
Και δεν θα γυρίσετε πίσω από το Άναμ Άιτ.
Αντίο, αδέρφια μας, αντίο.»

Εκείνο το βράδυ οι ψυχές των πολεμιστών έφτασαν στο Άναμ Άιτ υπό τα νεκρικά τραγούδια των ανθρώπων του Άονταχτ.
Το επόμενο πρωί βρήκε την Φιντέλμα να θαυμάζει την ανατολή του ήλιου στην άλλη μεριά της θάλασσας του Μπι, το Τάλαμ Ούισκε. Η γέφυρα που ένωνε τις δύο άκρες της θύμιζε χαμόγελο κάποιου παλιού, μεγαλόκαρδου θεού. Άνθρωποι περνούσαν πεζοί και έφιπποι από την μία άκρη στην άλλη, ελεύθεροι πια. Παιδιά έτρεχαν πέρα δώθε, δοκιμάζοντας την νέα αυτή διαδρομή, βρίσκοντάς την ενδιαφέρουσα. Ταξιδιώτες από το Σκαθ αντάλλαζαν φιλικούς χαιρετισμούς με τους ντόπιους, κοιτούσαν τους πάγκους, έφερναν δώρα συμφιλίωσης και καλής θέλησης.
Η ειρήνη είχε αποκατασταθεί.
«Τρομερή αλλαγή, δε βρίσκεις;»
Η Φιντέλμα γύρισε και κοίταξε τον Γουάφ. Του έγνεψε με ένα χαμόγελο.
«Μπορεί να μην αποφεύχθηκε τελικά ο πόλεμος, αλλά τελικά βγήκε κάτι καλό από αυτήν την ιστορία.» απάντησε κοιτώντας την γέφυρα.
«Μερικά πράγματα είναι γραφτό να συμβούν. Δεν μπορείς να τα αποφύγεις.» αποκρίθηκε ο μάγος. «Δεν ξέρει τίποτα, έτσι;» ρώτησε κατόπιν.
«Θεώρησα πως είναι καλύτερο να μην μάθει.» απάντησε άχρωμα. «Ίσως είναι καλύτερα έτσι.»
«Καλύτερα δεν είναι. Αλλά εσύ αποφασίζεις.»
Οι φωνές της Ντέιλφ και του Νιλς διέκοψαν την συζήτησή τους.
«Όχι αύριο!» έλεγε εκείνη γελώντας, ενώ ο Νιλς την γέμιζε φιλιά. «Είναι πολύ νωρίς!»
«Ή αύριο ή καθόλου!» απάντησε εκείνος. «Εντάξει! Εντάξει! Όποτε θέλεις εσύ!» βιάστηκε να διορθώσει, όταν την είδε να το σκέφτεται. Ύστερα την φίλησε και έφυγε.
«Τι συνέβη;» ρώτησε η Φιντέλμα μόλις ο Νιλς εξαφανίστηκε στο πλήθος.
«Αυτό που κατάλαβες.»
«Δηλαδή θα γίνεις και επίσημα η κυρία Μακ Λερ;»
«Ακριβώς!» είπε εύθυμα και η Φιντέλμα την αγκάλιασε ζεστά.
«Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χαίρομαι για σένα, Ντέιλφ!» της είπε.
«Και βέβαια μπορώ. Στο κάτω κάτω, είμαστε κάτι παραπάνω από φίλες. Είμαστε σχεδόν αδελφές!» αποκρίθηκε η Ντέιλφ και τα μάτια της Ευχής θάμπωσαν από συγκίνηση.
«Μακάρι να μπορούσα να είμαι εδώ εκείνη την ημέρα…»
Το χαμόγελο της Ντέιλφ έσβησε αργά.
«Ω θεοί, το είχα ξεχάσει…» είπε και δάκρυσε και εκείνη. «Πότε θα φύγεις;»
«Σήμερα κιόλας.»
Την αγκάλιασε σφιχτά. «Μην πεις τίποτε άλλο. Ξέρω. Τρέξε κοντά στον Κίαν, Φιντέλμα. Να ξέρεις πως δεν θα σε ξεχάσω ποτέ…» είπε κλαίγοντας. «Μακάρι τα πράγματα να ήταν διαφορετικά… Και να μην έπρεπε να σε χάσω μόλις σε βρήκα!»
«Σσσςς…» την καθησύχασε, αλλά ήταν κι εκείνη το ίδιο, αν όχι περισσότερο λυπημένη. «Χάρηκα τόσο πολύ που σε γνώρισα, Ντέιλφ. Να θυμάσαι πάντα πως μια Ευχή δεν ξεχωρίζει από το πέπλο της, αλλά από την καρδιά της. Και εσύ έχεις καρδιά Ευχής, γλυκιά μου. Και μην σκεφτείς ποτέ το αντίθετο.»
Ο Γουάφ πλησίασε καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια να κρύψει τα δάκρυά του. Δεν τα κατάφερνε, ωστόσο, και κάθε τόσο φυσούσε την μύτη του στο μεταξωτό του μαντίλι. Την αγκάλιασε σφιχτά, χωρίς να πει κουβέντα.
«Γουάφ… Στάθηκες δίπλα μου σαν πατέρας… Δεν έχω λόγια να περιγράψω την ευγνωμοσύνη μου.»
Εκείνος της έκανε νόημα να σωπάσει.
«Πήγαινε. Έχεις μαζί σου το υπόλοιπο φίλτρο μεταφοράς; Ξέρεις πώς να το χρησιμοποιήσεις. Όπως και το χτενάκι σου, αυτό που σε κρατά προστατευμένη, αθέατη από κάθε είδους μαγεία· φόρα το, για καλό και για κακό… και…»
«Γουάφ, μην ανησυχείς, θα είμαι καλά. Τίποτα δεν μπαίνει πια εμπόδιο ανάμεσα σε εμένα και τον Κίαν. Είμαι ελεύθερη.»
«Σωστά… Σωστά…» ψέλλισε συγκινημένος. «Πήγαινε, κορίτσι μου…»
Η Φιντέλμα τον αγκάλιασε με όλη της την δύναμη.
«Ευχαριστώ για όλα…» ψιθύρισε. «Δεν ξέρω τι θα συμβεί μόλις…»
«Ναι.» την διέκοψε, μη θέλοντας να ακούσει.
«Αν τυχόν δω την Γκλόρια…»
«Πες της πως μου λείπει…» ψιθύρισε εκείνος. «Και εσύ θα μου λείψεις πολύ…» συμπλήρωσε κατόπιν με έναν κόμπο στο λαιμό. «Ήσουν σαν την κόρη που δεν είχα ποτέ.»
Η Φιντέλμα ένιωσε την αλμύρα των δακρύων της στην άκρη των χειλιών της. Σκούπισε τα μάτια της και τους κοίταξε με τη σειρά. Πρώτα την Ντέιλφ, την φίλη και αδελφή της, και ύστερα τον Γουάφ, τον άνθρωπο που στάθηκε φύλακας και προστάτης της. Κατόπιν γύρισε την πλάτη της και έφυγε.
Ο Όντραν κοιτούσε σιωπηλός την γαλάζια άβυσσο που οι θνητοί, πριν αιώνες, είχαν ονομάσει Μπι. Ήταν ήρεμη, ακίνητη σαν δάπεδο από κυανή γυαλιστερή πέτρα.
«Κοίτα πόσο απίστευτα ήρεμη είναι!» θαύμασε σαν μικρό παιδί, μιλώντας στον ξάδελφό του.
«Κάποιος μου είχε πει κάποτε πως μετά την απανεμιά ξεσπά η καταιγίδα. Δεν είναι καλό σημάδι.» απάντησε ζοφερά ο Νιλς.
Κοιτάχτηκαν σιωπηλοί για ένα δευτερόλεπτο. Ύστερα έσκασαν και οι δύο σε δυνατά, νευρικά γέλια.
«Δεν ήμουν και πολύ αισιόδοξος έτσι;» ρώτησε ο Όντραν.
«Δεν θα το έλεγα.» απάντησε ο Νιλς, ενώ και οι δυο σοβάρευαν σιγά σιγά.
«Τελικά ίσως να ισχύει το αντίθετο.» σκέφτηκε δυνατά. «Ίσως τελικά να είναι σημάδι τύχης. Άλλωστε, αν το σκεφτείς, αυτό που κάποτε χώριζε το Σκαθ και τη Γιουβέρνα, τώρα πλέον τα ενώνει.»
Ο Νιλς χτύπησε τον ώμο του, αφήνοντας την σιωπηλή χειρονομία να μιλήσει εκ μέρους του.
Απαλά βήματα ακούστηκαν στο μαρμάρινο δάπεδο. Ο Νιλς έφυγε και δίπλα του κοντοστάθηκε η Φιντέλμα. Ακούμπησε στα κάγκελα του παρατηρητηρίου και αγνάντεψε την θάλασσα.
«Φεύγεις…» συνειδητοποίησε ο Όντραν.
«Ήρθε η ώρα…» αποκρίθηκε ήρεμα εκείνη.
Γύρισε και την κοίταξε. Ήταν πανέμορφη όπως την έλουζαν οι χρυσαφένιες πρωινές ακτίνες. Έλαμπε ακόμα περισσότερο από ότι συνήθως. Ο ανοιξιάτικος άνεμος παράσερνε τις άκρες του πέπλου της και τα μακριά μαλλιά της αλλά εκείνη δεν έκανε ούτε μια προσπάθεια να τα συμμαζέψει.
«Ίσως δεν έχω δικαίωμα να ρωτάω…»
«Ρώτα με όπως και να ‘χει.» τον διέκοψε χαμογελώντας.
«Θα γυρίσεις πίσω; Κάποτε;» ρώτησε και τα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά της με προσμονή.
«Να ζήσεις την ζωή που δεν έζησες…» απάντησε η Ευχή αποφεύγοντας την ερώτηση. «Να εύχεσαι που και που, αν βρεις κάποιο τετράφυλλο τριφύλλι, ή κάποιο πεφταστέρι…»
Ο Όντραν χαμογέλασε. Πήγε να πει κάτι, αλλά τον διέκοψε ξανά.
«Ο Κίαν με καλεί…» είπε και κοίταξε πίσω από τον ώμο της, νιώθοντας σαν να ήταν κομμένη στα δύο.
«Θα σε περιμένω, Φιντέλμα. Ελπίζω να σε συναντήσω ξανά. Μέχρι τότε θα το εύχομαι.»
Η Φιντέλμα στράφηκε αργά να φύγει, μα ο Όντραν την πρόλαβε. Την τράβηξε κοντά του με δύναμη και κόλλησε τα χείλη του στα δικά της. Την φίλησε με θέρμη που ισοδυναμούσε με χίλιες ευχές· ευχές για να ξαναγυρίσει κοντά του, να ξαναδεί τα μάτια της, να ξαναγευτεί τα χείλη της, να ξαναθαυμάσει το μεγαλείο της καρδιάς της. Ύστερα την άφησε απαλά, μα τα χέρια του δεν αποχωρίστηκαν τα δικά της, σαν να μην ήθελε να την αφήσει πραγματικά να φύγει.
«Κάποτε…» ψέλλισε εκείνη. «Σχετικά με αυτό που με ρώτησες. Ίσως κάποτε… Αν το ευχηθείς με όλη σου την καρδιά…» είπε, κρύβοντας την θλίψη  της πίσω από ένα πλατύ χαμόγελο.
«Bealtaine déithe a chosaint tú daor…» ευχήθηκε ο Όντραν.
«Bealtaine beidh an solas a bheith i gcónaí in éineacht leat.» απάντησε η Φιντέλμα, και ύστερα τα βήματά της την πήραν μακριά του.
Σε ένα από τα βαθιά δάση του Τάλαμ Ούισκε, όπου δεν θα την ενοχλούσε κανείς, η Φιντέλμα άνοιξε το μπουκάλι που φυλούσε το φίλτρο του Γουάφ και έριξε όλο το περιεχόμενό του κυκλικά γύρω της.

«Θέλω να βρεθώ αμέσως δίπλα στον Κίαν, τον άνθρωπό μου, τον λόγο για τον οποίο άφησα την χώρα μου. Το παιδί που ευχήθηκε για μένα.» είπε δυνατά και έκλεισε τα μάτια της που έριχναν ανάμεικτα δάκρυα λύπης και χαράς, καθώς άφηνε πίσω της για πάντα το πολύχρωμο Τάλαμ Ούισκε, για να βρεθεί στο Κάρικ. Στον Κίαν. Στον άνθρωπό της.

Ιωάννα Τσιάκαλου