Η αιώνια μάχη: Η πτώση (Κεφάλαιο 10) - "Έρωτας"

Το δυνατό λάλημα του κόκορα τον ξύπνησε και ταυτόχρονα ακούστηκαν έξω από το παράθυρο τα κελαιδίσματα των χελιδονιών. Η πρώτη ημέρα της άνοιξης είχε έρθει, το πανηγύρι θα γινόταν σήμερα. Αυτό το πρωινό του φάνηκε λίγο παράξενο, γιατί συνήθως νευρίαζε με τον κόκορα που τον ξυπνούσε. Μετά όμως από τέτοιον εφιάλτη δεν μπορούσε να του κρατήσει κακία, γιατί σε εκείνο το όνειρο είχε ένα παράξενο αίσθημα ότι κινδύνευε.
Χουζούρεψε για λίγο στο κρεβάτι του, πριν σηκωθεί. Ο ήλιος ξεκινούσε την πορεία του για να πάρει τη θέση του στον ουρανό, δίνοντας αρκετό φως σε όλα τα πλάσματα της Λέινορ για να ξεκινήσουν την ημέρα τους και κάνοντας την προσμονή του πανηγυριού πιο γλυκιά.
Μπορεί να μην είχε συνηθίσει εντελώς το ότι ο Αρίωνας είχε περάσει στο κενό και ότι ήταν ελεύθερος να κάνει ό,τι ήθελε, ότι δε χρειαζόταν να φέρει μαζί του κάποια προφύλαξη. Έτσι σηκώθηκε από το κρεβάτι, τεντώθηκε, πλύθηκε από τη λεκάνη με το νερό και φόρεσε τα ρούχα της δουλειάς. Για πρώτη φόρα βγήκε από το δωμάτιό του για δουλειά με ένα χαμόγελο σχηματισμένο στο πρόσωπό του.
Η κουζίνα ήταν άδεια και μάλλον ο Κάσιος κοιμόταν, αφού είχε αναλάβει όλες τις δουλειές στο αγρόκτημα για σήμερα. Σκέφτηκε να φτιάξει πρωινό, αλλά άλλαξε γνώμη. Αποφάσισε να τελειώσει όλες τις δουλειές του και να καθίσει αργότερα να πάρει το πρωινό του παρέα με τον Κάσιο.
Ο ουρανός είχε ένα υπέροχο γαλάζιο χρώμα και δεν υπήρχε ούτε ένα σύννεφο που θα μπορούσε να φέρει βροχή και να καταστρέψει το πανηγύρι. Το άρωμα των λουλουδιών ήταν μεθυστικό, καθώς έβγαινε πλούσιο από αυτά μαζί με την πρωινή δροσιά που εξατμιζόταν από τον πρωινό ήλιο.
Πριν προχωρήσει για τον στάβλο έριξε μια μάτια στο αγαπημένο του χωριό. Ήταν αρκετά πρωί ακόμα, οι περισσότεροι συγχωριανοί του τώρα άρχισαν να ξυπνάνε και να ανάβουν τα τζάκια για να φτιάξουν το πρωινό τους. Η μόνη καμινάδα που κάπνιζε ήταν εκείνη του φούρνου, που ο φούρναρης ξυπνούσε από τα χαράματα για να ετοιμάσει τα ψωμιά και άλλα εδέσματα, μα σήμερα είχε περισσότερη δουλειά λόγω του πανηγυριού. Το μάτι του ασυναίσθητα έπεσε στο σπίτι της Αρετής και αναρωτήθηκε τι να έκανε. Είχε καιρό να τη δει και αυτό τον τρέλαινε, αλλά σήμερα θα ήταν όλη την ημέρα μαζί.

Ο στάβλος ήταν περιφραγμένος με έναν ξύλινο φράχτη. Είχε καιρό να έρθει στον στάβλο τους και τώρα που έβλεπε τον φράχτη, σε κάποια σημεία έπρεπε να αλλαχτούν τα ξυλά, γιατί τα είχε φάει το σαράκι. Άνοιξε την πόρτα και πήγε στην αποθηκούλα πίσω από τον στάβλο να πάρει την τροφή για τα κοτόπουλα. Πρώτα πλησίασε τον κόκορα και του έριξε ξεχωριστή μερίδα από τις κότες. Ο κόκορας δεν τον εμπιστευόταν, γιατί παλιά είχε προσπαθήσει να τον χτυπήσει και για αντίποινα εκείνος του είχε κάνει μια γερή τσιμπιά στο γόνατο που ακόμα και τώρα είχε το σημάδι.

«Δε θα σε πειράξω ούτε τώρα ούτε ποτέ, σου χρωστώ χάρη που με ξύπνησες τις προάλλες».

Άφησε τον κόκορα να τελειώσει το φαγητό του και πήγε στο κοτέτσι όπου άνοιξε την πόρτα του και οι κότες όρμησαν έξω κυκλώνοντάς τον, περιμένοντας να τους ρίξει το σιτάρι. Άδειασε όλο το περιεχόμενο και μετά μπήκε μέσα στο κοτέτσι και μάζεψε τα αυγά που είχαν γεννήσει το προηγούμενο βράδυ.

Μέχρι να αφήσει τα αυγά σε ένα σημείο στον στάβλο πήγαινε πιο αργά και από χελώνα. Κάθε κάτοικος μπορούσε να προσφέρει κάτι στο πανηγύρι κι εκείνος είχε σκοπό να φτιάξει μια λεμονόπιτα μιας και είχε όλα τα υλικά εκτός από το αλεύρι, το οποίο μπορούσε εύκολα να προμηθευτεί από τον φούρνο ή τον νερόμυλο στο τέλος του χωριού.

Τα ζώα μέσα στον στάβλο άρχισαν να βελάζουν από την πείνα, καθώς τον έβλεπαν να μπαίνει μέσα. Έδωσε βρόμη στο άλογο τού Κάσιου και στην Αφροδίτη και τα έβγαλε έξω για να βοσκήσουν στον καταπράσινο λόφο. Η γουρούνα με τα γουρουνάκια της ήταν ανυπόμονα και τον έριξαν κάτω μαζί με την τροφή τους. Η γουρούνα μέσα σε λίγα λεπτά καθάρισε το πάτωμα και τα γουρουνάκια έσκουζαν ευτυχισμένα, καθώς βύζαιναν τη μάνα τους. Η κατσικούλα στο διάστημα που εκείνος ήταν αναίσθητος είχε γεννήσει δυο υπέροχα μικρά κατσικάκια που μόλις τον είδαν όρμησαν για να παίξουν μαζί του, ήταν και τα δυο πολύ σκανταλιάρικα. Τάισε την κατσικούλα και τα μικρά της και τα άφησε να πάνε να βοσκήσουν. Τελευταία άφησε την αγελάδα, η οποία ήθελε άρμεγμα. Κανονικά άρμεγμα ήθελε και η κατσίκα, αλλά μπορεί να βύζαινε ακόμα τα κατσικάκια οπότε την άφησε. Πήρε ένα μεγάλο κουβά και ένα σκαμπό και πλησίασε την αγελάδα. Της έδωσε λίγο σανό για να ηρεμήσει και άρχισε την προσπάθεια να την αρμέξει, το οποίο αποδείχτηκε δύσκολο γιατί δεν καθόταν με τίποτα. Στο τέλος τα κατάφερε. Μετέφερε προσέχτηκα τον κουβά με το γάλα εκεί όπου είχε αφήσει και τα αυγά και έβγαλε για να βοσκίσει και την αγελάδα.

Πριν μπει μέσα στον στάβλο για να τον καθαρίσει έβαλε καθαρό και δροσερό νερό από το πηγάδι στις στέρνες για να δροσίζονται τα ζώα. Ο καθαρισμός του στάβλου ήταν πολύ εύκολη δουλειά για τον Νικόλα, διότι ήταν πολύ μικρότερος από αυτούς που καθάριζε στον Αρίωνα, αλλά και πιο ευχάριστη εργασία γιατί ήταν δικά του και όχι κάποιου αλλουνού.

Όταν τελείωσε τη δουλειά του στον στάβλο, βγήκε έξω στον λόφο και πήγε να πειράξει την Αφροδίτη. Τη βρήκε να τρέχει γύρω-γύρω από τα υπόλοιπα ζώα με τη μακριά, μαύρη χαίτη της να ανεμίζει από τον άνεμο. Προσπάθησε να την πιάσει αλλά εκείνη ήταν πιο γρήγορη και βασικά δεν ήθελε να τη σταματούν, όταν έτρεχε. Ο Νικόλας δεν το καταλάβαινε αυτό, όταν ήταν ακόμα μικρός και όταν ρώτησε τον Κάσιο εκείνος του εξήγησε ότι στα άλογα το τρέξιμο ήταν η ζωή τους και στην περίπτωση της Αφροδίτης ένιωθε ελεύθερη.

Μόλις τελείωσε τις δουλειές στον στάβλο πήρε τα πράγματα από εκεί που τα είχε αφήσει και πήγε στο σπίτι όπου τα ακούμπησε επάνω στο τραπέζι και έπειτα πήγε στο λουτρό για να βγάλει τη βρομιά από το σώμα του.

Το λουτρό δεν ήταν τίποτα σπουδαίο αλλά μπορούσαν να κάνουν ζεστό μπάνιο. Μόλις πλύθηκε ανέβηκε στο δωμάτιό του και φόρεσε καθαρά ρούχα και έπειτα κατέβηκε στην κουζίνα για να ετοιμάσει πρωινό. Ένα μεθυστικό άρωμα από ομελέτα ήρθε και τον χτύπησε στα ρουθούνια του πριν καλά μπει στην κουζίνα.

Άνοιξε την πόρτα της κουζίνας και μέσα βρήκε την Αρετή να μαγειρεύει πρωινό.

«Τι κάνεις εσύ εδώ πέρα;» της είπε καθώς την πλησίασε και την αγκάλιασε δίνοντας της ένα φιλί στο μάγουλο.

«Βρήκα τον Κάσιο στο χωριό και μου είπε ότι θα έκανες όλες τις δουλειές μόνος σου, έτσι σκέφτηκα να έρθω να σε βοηθήσω, αλλά είχες ήδη τελειώσει οπότε είπα να ετοιμάσω πρωινό». Έφυγε από την αγκαλιά του για να γυρίσει την ομελέτα και εκείνη τη στιγμή μπήκε στη κουζίνα ο Κάσιος φέρνοντας μαζί του ένα ζεστό καρβέλι ψωμί.

Άφησε το ψωμί επάνω στο τραπέζι και πλησίασε την Αρετή και τη φίλησε στο μάγουλο.

«Τι καλό μας ετοιμάζεις».

«Ομελέτα» είπε και του έδειξε το τηγάνι.

«Πάλι καλά που ετοιμάζεις εσύ κάτι για να φάμε, γιατί άμα ετοίμαζε ο Νικόλας μάλλον θα μέναμε νηστικοί».

«Ευχαριστώ, Κάσιε, για τα καλά σου λόγια».

«Τίποτα, μου αρέσει να λέω καλά πράγματα για κάποιον».

«Τι νέα από το χωριό, Κάσιε;» ρώτησε ο Νικόλας.

«Όλα καλά, όλοι ετοιμάζονται για το μεγάλο πανηγύρι» είπε κι έκατσε σε μια από τις καρέκλες γύρω από το τραπέζι και ακούμπησε τα χέρια του πάνω σε αυτό. «Νικόλα, μην το ξεχάσεις, όταν θα κατέβεις στο χωριό να περάσεις από το σιδηρουργείο για να μιλήσεις με τον Ορέστη για τη δουλειά που θέλει να σου προσφέρει. Με βρήκε σήμερα και μου είπε να στο θυμίσω».

«Δεν το είχα ξεχάσει καθόλου, αλλά δεν έχω κατέβει καθόλου στο χωριό για να πάω να τον βρω. Με την πρώτη ευκαιρία να είσαι σίγουρος ότι θα περάσω από εκεί και θα το συζητήσω».

«Όσο ποιο γρήγορα μπορείς, γιατί θέλει βοήθεια και δε θέλει να πάρει άλλον» είπε και άρχισε να ψάχνει στις τσέπες του για τον καπνό. «Πού στο καλό τον έχω βάλει;». μουρμούρισε μοναχός του. «Α, το ξέχασα, τελείωσε». Τότε άνοιξε ένα μικρό συρτάρι που είχε το τραπέζι κι έβγαλε ένα μικρό σακουλάκι που μέσα είχε καπνό. Πάντα είχε μια μικρή ποσότητα σε περίπτωση που του τελείωνε.

«Νικόλα, θα κατέβετε σήμερα το μεσημέρι καθόλου στο χωριό;» ρώτησε τον Νικόλα που είχε πάει στο ντουλάπι για να βγάλει πιάτα για να φάνε.

«Δεν ξέρω, Κάσιε, τι θα κάνουμε πιο μετά».

«Εγώ λέω να πάμε για μπάνιο στο ποτάμι μόλις φάμε το πρωινό. Νικόλα, τι λες;» τον ρώτησε η Αρετή και τον σκούντηξε για να κάνει παραπέρα για να μπορέσει να αφήσει το τηγάνι με την ομελέτα επάνω στο τραπέζι, στο οποίο ο Κάσιος είχε ανάψει την πίπα του κι έβγαζε καπνούς.

«Κανένα πρόβλημα, αγάπη μου» της είπε και τη φίλησε.

«Ναι αλλά μετά θα περάσουμε κι από το σπίτι μου για να πάρεις κάποια πράγματα και μετά μπορείς να περάσεις να αγοράσεις καπνό από το μαγαζί με τα βότανα».

«Τι πράγματα θέλεις να πάρω από το σπίτι σου;» τη ρώτησε καθώς καθόταν δίπλα της στο τραπέζι και έπαιρνε το καρβέλι για να το κόψει σε κομμάτια.

«Θα δεις και φέρε κοντά το πιάτο σου για να σου βάλω ομελέτα» είπε τη στιγμή που έκοβε με ένα μαχαίρι την ομελέτα.

Για λίγες στιγμές έφαγαν χωρίς να μιλάνε και ο μόνος θόρυβος που ακουγόταν ήταν των μαχαιροπήρουνων και των χελιδονιών που φτιάνανε τις φωλιές τους απ’ έξω.

Μόλις τέλειωσαν το φαγητό τους, μάζεψαν τα πιάτα και τα στοίβαξαν σε μια άκρη του τραπεζιού, ενώ ο Κάσιος τους ρώταγε τι θα έκαναν.

«Τι εννοείς, Κάσιε;». ρώτησαν μαζί καθώς ήταν αγκαλιασμένοι.

«Μπορεί λόγω των γεγονότων που συνέβησαν τις προάλλες μεταξύ εσένα και του Αρίωνα να έμαθαν όλοι για των αρραβώνα σας, αλλά ακόμα δεν είναι επίσημο και μπορεί να λένε πολλά για εσάς και ιδιαίτερα για την Αρετή».

«Και τι μας νοιάζει τι λένε, βρε Κάσιε;» ρώτησε ο Νικόλας. «Τόσα χρόνια λένε τόσα για μένα και θα με πειράξουν μερικά κουτσομπολιά;»

«Ναι, αλλά τώρα όλοι ξέρουν ότι δεν είσαι τρελός, αλλά ένας κανονικός άνθρωπος» έκοψε τον Κάσιο η Αρετή και σταμάτησε για να κοιτάξει για λίγο τον Νικόλα στα μάτια, πριν συνεχίσει. «Τώρα είσαι μαζί μου και εγώ μαζί σου και στους ανθρώπους αρέσει να επικρίνουν τους άλλους, όταν τους δίνεται η ευκαιρία και ιδιαίτερα σε θέματα σχέσεων».

«Και μην ξεχνάς, Νικόλα, ότι εσύ είσαι και ο ήρωας του χωριού και όλοι θα ψάχνουν κάτι για να σε επικρίνουν και να σε μειώσουν για να φαίνονται αυτοί καλύτεροι» συμπλήρωσε ο Κάσιος.

«Και τι μπορούμε να κάνουμε για αυτό το θέμα, Κάσιε;» ρώτησε ο Νικόλας.

«Σήμερα το βράδυ στο πανηγύρι για την πρώτη ημέρα της άνοιξης μπορείτε να ενημερώσετε τους συγχωριανούς σας για τον αρραβώνα σας και έτσι θα παύσουν και θα σιωπήσουν αρκετά στόματα για ένα χρονικό διάστημα».

«Άντε πάλι» αντέδρασε ο Νικόλας. «Γιατί μόνο ένα χρονικό διάστημα;».

«Γιατί μόλις τελειώσει το πανηγύρι όλοι θα σου ζητάνε διάφορα πράγματα και χάρες λόγω των δυνάμεών σου και αυτό σε βάζει σε μεγάλο κίνδυνο».

«Ορίστε;» έκανε η Αρετή. «Γιατί σε μεγάλο κίνδυνο;»

«Ο πρώτος και κυριότερος λόγος είναι ότι δεν ξέρει να διαχειρίζεται τις δυνάμεις και μπορεί να προκαλέσει μεγάλο κακό χωρίς να το θέλει και δεύτερον δεν είναι το μοναδικό πλάσμα που διαθέτει τέτοιες δυνάμεις και όσα τις διαθέτουν δεν είναι καλά, όπως ο Νικόλας. Εκείνα σκοτώνουν για να πάρουν τις δυνάμεις του αντιπάλου τους».

Τα τελευταία λόγια του Κάσιου έβαλαν τον Νικόλα σε σκέψεις. Δεν είχε αναφέρει το όνειρο, όραμα ή παραίσθηση ή οτιδήποτε άλλο ήταν, αυτό με τον δράκο και τον άγγελο στον Κάσιο κι επίσης ότι εκείνος ο άγγελος τού είχε αναφέρει ότι είχε μια αδελφή που έπρεπε να πάει να τη βρει. Εάν δεν είχε την Αρετή, θα είχε ήδη ξεκινήσει την αναζήτηση, αλλά τώρα δεν ήταν μόνος του.

«Νικόλα, Νικόλα, τι έπαθες και κάθεσαι έτσι;» ακούστηκε η φωνή της Αρετής που ταυτόχρονα τον ταρακουνούσε.

«Τίποτα δεν έπαθα, απλώς με απορρόφησαν κάποιες σκέψεις μου» είπε και κοίταξε τον Κάσιο που εκείνη τη στιγμή στούμπωνε την πίπα με καπνό και αναρωτήθηκε για λίγο, εάν έπρεπε να του μιλήσει, αλλά σκέφτηκε πως κάποια άλλη στιγμή χωρίς την Αρετή θα ήταν πιο συνετή.

«Λοιπόν, Αρετή, τι λες να επισημοποιήσουμε τον αρραβώνα μας στους συγχωριανούς μας;» τη ρώτησε ενώ ταυτοχρόνως τη γαργάλησε στα πλευρά της.

«Δεν μπορούμε να κάνουμε κι αλλιώς. Έτσι και αλλιώς είναι αλήθεια ότι αγαπιόμαστε και δε χρειάζεται να το κρύβουμε» απάντησε στην ερώτηση του κι άρχισε να ανταποδίδει το γαργαλητό με τσιμπιές.

Έπιασε τα χέρια της και τα έβαλε πίσω από την πλάτη της ώστε να μην μπορεί τον τσιμπάει στα χέρια και στην κοιλιά. Μετά από τη μάχη αυτή, γαργαλητό εναντίων τσιμπιών, στον οποίο ο Νικόλας έχασε, αποφάσισαν να φύγουν για να πάνε για μπάνιο, αφού πρώτα προσφέρθηκαν να πλύνουν τα πιάτα, αλλά ο Κάσιος δεν τους άφησε.

Αφού ο Νικόλας ανέβηκε στο δωμάτιό του και ετοιμάστηκε για το μπάνιο κατέβηκε ξανά στην κουζίνα και βγήκαν μαζί από το σπίτι. Προχώρησαν προς την Αφροδίτη που είχε ξαπλώσει στη σκιά ενός δέντρου και απολάμβανε το τοπίο. Ακούγοντας την ομιλία η Αφροδίτη σηκώθηκε και τους πλησίασε.

Ήταν όπως πάντα. Τα μαύρα μάτια της φανερώνουν μια παιχνιδιάρικη διάθεση και εξυπνάδα που ο Νικόλας πίστευε ότι κανένα άλλο ζώο δεν είχε.

«Πάω να φέρω τη σέλα» είπε στην Αρετή.

«Σε παρακαλώ κράτα τη, μην την κυνηγάμε, ξέρεις τι παιχνιδιάρα είναι» τελείωσε τη φράση κι έφυγε για να πάει να φέρει τη σέλα και το σχοινένιο χαλινάρι της μιας και η Αφροδίτη μισούσε το σιδερένιο.

Μπήκε στον στάβλο και προχώρησε προς το σημείο όπου κοιμόταν το άλογό του. Πάνω από εκεί που κοιμόταν η Αφροδίτη υπήρχε μια σειρά από γάντζους όπου κρεμιόντουσαν τα πράγματά της. Η κουβέρτα της, τα χαλινάρια της , το μαντήλι που έβαζε στο κεφάλι της για να μη φαίνεται η άσπρη γραμμή στο κεφάλι της και την αναγνωρίσουν και ταυτόχρονα κι εκείνον και η βούρτσα της, με την οποία καθάριζε και γυάλιζε το τρίχωμά της. Η σέλα της ήταν μαζί με τη μικρή κουβέρτα που έμπαινε κάτω από αυτήν για να μη γδέρνει την πλάτη της.

Μόλις είχε πιάσει την κουβέρτα και ετοιμαζόταν να σηκώσει και τη σέλα στον στάβλο, όταν μπήκε η Αρετή καβάλα στην Αφροδίτη και σταμάτησαν πίσω του. Η Αφροδίτη δεν κρατήθηκε και τον έσπρωξε με το κεφάλι της και τον έριξε πάνω στα άχυρα που είχε στρώσει το πρωί.

«Μπράβο, βρε Αρετή, και σε είχα για σοβαρή κοπέλα… Γιατί την έφερες μέσα;» τη ρώτησε καθώς σηκωνόταν και καθάριζε τα άχυρα από τα ρούχα του.

«Άσε τη σέλα και πάρε μόνο το χαλινάρι» του είπε. «Έτσι και αλλιώς δεν πάμε μακριά».

«Ωραία τότε κατέβα και βάλε την κουβέρτα πάνω στην πλάτη της για να μη γλιστράμε και εγώ θα της περάσω το χαλινάρι». Έβγαλε το χαλινάρι από το γάντζο, καθώς η Αρετή κατέβαινε από την πλάτη της Αφροδίτης και έπιανε τη διπλωμένη κουβέρτα δίπλα από τη σέλα.

Ο Νικόλας πάλεψε αρκετή ώρα με την Αφροδίτη για να της βάλει το χαλινάρι, αλλά εκείνη δεν καθόταν. Η Αρετή βαρέθηκε να περιμένει κι αφού έριξε την κουβέρτα πάνω στην Αφροδίτη, ανέλαβε δράση.

«Φέρε το χαλινάρι» είπε και του το πήρε μέσα από τα χέρια του. Σε σύντονο χρονικό διάστημα το είχε περάσει και του είπε ειρωνικά: «Τόσο δύσκολο ήταν». Και ανέβηκε στην πλάτη της Αφροδίτης.

«Γυναίκες» είπε ο Νικόλας σιγανά αναστενάζοντας και κουνώντας το κεφάλι του. Η Αρετή χαμογέλασε βλέποντας την αντίδρασή του και ύστερα το χαμόγελό του που προσπάθησε να κρύψει, αλλά χωρίς να το καταφέρει.

Μόλις ανέβηκε και ο Νικόλας στην πλάτη της Αφροδίτης, πίσω από την Αρετή ξεκίνησαν για το ποτάμι.

Άφησε την Αρετή να οδηγήσει την Αφροδίτη κι αυτός ακούμπησε το κεφάλι του στον ώμο της και άρχισε να μυρίζει το άρωμά της. Αυτή ήταν όλη του η ζωή. Δεν ήξερε τι θα γινόταν στο μέλλον, αλλά τώρα το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν εκείνη η στιγμή που ήταν μαζί της.




Ο καιρός ήταν τέλειος. Ο ήλιος είχε ανεβεί στην κορυφή του ουρανού όπου δεν υπήρχε ούτε ένα ίχνος σύννεφου. Τα ζώα στο δάσος ήταν κι αυτά ευτυχισμένα τώρα που είχε έρθει η άνοιξη κι αυτό φαινόταν στα κελαιδίσματα και τις χαρούμενες κραυγούλες που ακούγονταν μέσα από το δάσος. Η άνοιξη ήταν η εποχή της άνθησης για τα φυτά και του ζευγαρώματος για τα περισσότερα ζώα.

Ασυναίσθητα ο Νικόλας σκέφτηκε τη συζήτηση που είχε με τον Φάνη και θυμήθηκε ότι η Αρετή δεν είχε ακολουθήσει το σχέδιό του και είχε έρθει πιο νωρίς στη μάχη.

«Αρετή, γιατί παράκουσες το σχέδιό μου τότε που πολεμούσα με τον Αρίωνα;»

«Το παράκουσα, γιατί αισθάνθηκα ότι κινδύνευες και είχα δίκιο. Έτσι δεν είναι;»

«Πράγματι έχεις δίκιο, αλλά και πάλι παράκουσες την εντολή μου και παραλίγο να χαθείς. Για μένα δε με ένοιαζε, αλλά εσύ είσαι τα πάντα για μένα και…»

Η Αρετή τράβηξε απότομα το χαλινάρι και η Αφροδίτη σταμάτησε απότομα με αποτέλεσμα ο Νικόλας να πέσει πάνω στην πλάτη της. Εκείνη τον έσπρωξε πίσω με το κορμί της και γύρισε να τον κοιτάξει. Στο πρόσωπό της ήταν αποτυπωμένη μια έκφραση πολύ παράξενη που δεν μπόρεσε να την καταλάβει.

«Μόνο τον εαυτό σου σκέφτεσαι;» αντέδρασε η Αρετή

«Μα…»

«Σταμάτα» τον έκοψε. «Τώρα μιλάω εγώ». Σταμάτησε για λίγο για να πάρει μια ανάσα. «Ξέρω τι είπατε με τον πατέρα μου, αλλά τον πατέρα μου δεν πρέπει να τον νοιάζει το τι κάνουμε και λέμε εμείς. Αυτά είναι μεταξύ μας. Το ξέρω πως ανησυχεί για μένα, αλλά δεν είμαι πια μικρή και μπορώ να κάνω μόνη μου τις επιλογές μου» είπε και τον κοίταξε με ένα πολύ έντονο βλέμμα που τον έκανε να γυρίσει αλλού το βλέμμα του για λίγο. «Και δεν μπορείς να ανησυχείς μόνο εσύ για μένα κι εγώ να κάθομαι. Δεν ξέρεις τι πέρασα, όταν ο Κάσιος ήρθε και μας ανακοινώσε ότι ο Ευστάθιος σε είχε καταλάβει και σε είχε σκοτώσει. Έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου» σταμάτησε για να πάρει μια ανάσα και να ηρεμήσει. Σκούπισε τα δάκρυα που είχαν κυλίσει στο όμορφο πρόσωπό της.

«Συγγνώμη, Αρετή, αλλά με επηρέασαν τα λόγια του πατέρα σου και η αγάπη μου για σένα» βρήκε την ευκαιρία να μιλήσει τώρα που σταμάτησε. «Ναι, αλλά πως το κατάλαβες ότι κινδύνευα και ήρθες στη συμπλοκή;» ρώτησε παρόλο που ήξερε την απάντηση.

«Θα σου πω αλλά μην πεις ότι λέω ανοησίες».

«Όχι, πες μου».

«Το υπόσχεσαι;»

«Το υπόσχομαι».

«Ήμασταν στο σημείο που μας είχες υποδείξει και περιμέναμε το σινιάλο σου για να επιτεθούμε, αλλά αυτό δεν ερχόταν και κάποια στιγμή…» σε αυτό το σημείο της κουβέντας της, ακούμπησε το χέρι της στην καρδιά της και είπε: «Ένιωσα στην καρδιά μου έναν πόνο, όχι σωματικό αλλά ψυχικό. Ένιωσα το πνεύμα σου να με καλεί κοντά σου. Αυτή η αίσθηση ήταν ακαταμάχητη, δεν μπορούσα να περιμένω, με ωθούσε να έρθω και να σε βοηθήσω» τελείωσε τη φράση της και τον κοίταξε στα μάτια του. «Δε με θεωρείς τρελή;»

Δεν ήταν τρελή, την είχε νιώσει κι αυτός και αυτή η αίσθηση είναι πράγματι ακαταμάχητη και μακάρι να ήξερε τι ήταν. Μα ό,τι και να ήταν αυτή αίσθηση, ήταν πάρα πολύ δυνατή.

«Δε σε θεωρώ καθόλου τρελή. Σε όλη τη διάρκεια της μονομαχίας μου με τον Αρίωνα σε σκεφτόμουν. Ήσουν το σχοινί που κρατιόμουν, ο κυριότερος λόγος που μαχόμουν».

Στο άκουσμα των λέξεων αυτών η Αρετή ηρέμησε και τον αγκάλιασε με δύναμη, ο Νικόλας δεν το περίμενε και την αγκάλιασε και αυτός με λίγη αμηχανία. Τα λόγια της ήταν σωστά, δεν πρέπει να ακούει κανέναν άλλο εκτός από εκείνη. Η ζωή τους ήταν μόνο δικιά τους και κανενός τρίτου. Κάλυψαν την υπόλοιπη διαδρομή χωρίς να πουν τίποτα άλλο.




Το σημείο που πήγαν για μπάνιο ήταν τέλειο. Η όχθη του ποταμού ήταν καταπράσινη από το χορτάρι και οι κατακόκκινες παπαρούνες που μαζί με τις μαργαρίτες έκαναν το τοπίο παραδεισένιο. Το ποτάμι αντανακλούσε το καταπράσινο δάσος Έκναταν από την αντίπερα όχθη κι ο ήλιος φαινόταν να χάνεται μέσα στα δέντρα.

Έστρωσαν μια μεγάλη κουβέρτα που είχαν φέρει μαζί τους πάνω στο γρασίδι κι έκατσαν για λίγη ώρα εκεί κοιτάζοντας τα παιχνίδια που έκανε το φως του ήλιου στην επιφάνεια του ποταμιού.

Το παιχνίδι ξεκίνησε όταν ο Νικόλας άρχισεε να γαργαλά τη Αρετή. Ύστερα από λίγο βρέθηκαν και οι δυο μέσα στο ποτάμι να συνεχίζουν εκεί την πάλη. Κολυμπούσαν σχεδόν όλο το μεσημέρι. Το νερό ήταν υπέροχο και καθαρό. Της Αρετής της άρεσε να βουτά και να παρακολουθεί κάτι κόκκινα ψαράκια που πήγαιναν όλα μαζί. Σε μια βουτιά της η Αρετή βρήκε ένα παράξενο πέτρωμα που όμοιο του δεν είχαν ξαναδεί, το οποίο και κράτησε. Όταν το έδειξε στον Νικόλα, εκείνος παρατήρησε ότι είχε σχεδόν το ίδιο χρώμα με τα μάτια της Αρετής.

Σε όλη την διάρκεια του μπάνιου δεν αναφέρθηκαν ξανά στη μάχη, στον Αρίωνα ή σε πράγματα που θα τους χαλούσαν τη διάθεση. Βασικά δεν είχαν σκοπό να τα ξανασυζητήσουν.




Το απόγευμα είχε έρθει και έτσι αποφάσισαν να βγουν για να στεγνώσουν. Ο Νικόλας σκέφτηκε πως ήταν άδικο, το πόσο γρήγορα κυλάει ο χρόνος, όταν περνάς ευχάριστα.

Ξάπλωσαν δίπλα-δίπλα στην όχθη. Έκανε αρκετή ζέστη για εκείνη την ώρα, έτσι αποφάσισαν να στεγνώσουν στις απογευματινές ακτίνες του ήλιου. Δεν υπήρχε μεγαλύτερη απόλαυση από το να είναι μαζί της ακόμη και όταν δεν είχαν τίποτα να συζητήσουν. Του αρκούσε να είναι δίπλα της και να θαυμάζει την ομορφιά της. Στο παρελθόν είχαν περάσει αρκετά βράδια καθισμένοι στα παγκάκια της πλατειάς, κοιτάζοντας τον έναστρο ουρανό έχοντας τη στην αγκαλιά του. Εκείνη η απλή σωματική επαφή ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να περιμένει όλη την ημέρα. Θαυμάζοντας την Αρετή, η οποία είχε στηριχτεί στους αγκώνες της, έχοντας κλείσει τα μάτια απολαμβάνοντας πάνω στο γυμνό της κορμί τον ήλιο, έμοιαζε με θεά στα μάτια του. Το βρεγμένο της κορμί γυάλιζε και ανέδιδε ένα υπέροχο άρωμα που του θύμιζε τριαντάφυλλο και που τον μάγευε.

Είχε ξαναδεί την Αρετή γυμνή στο παρελθόν, μα τώρα εκείνη τη στιγμή, νέα συναισθήματα έβγαιναν στην επιφάνεια, τα οποία δεν μπορούσε να συγκρατήσει. Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει γρήγορα καθώς άφηνε τον εαυτό του ελεύθερο. Την αγαπούσε και την ήθελε.

Μετακίνησε το κορμί του πιο κοντά σε εκείνη. με το δεξί του χέρι άρχισε να της χαϊδεύει τα ακόμη βρεγμένα μαλλιά προχωρώντας προς τον λαιμό της. Το άγγιγμα του εκεί την έκανε να ανατριχιάσει από την επαφή. Τη θέση του χεριού την πήραν τα χείλη του, διστακτικά στην αρχή περιμένοντας την αντίδραση Αρετής.

Φιλούσε απαλά τον λαιμό της, απολαμβάνοντας την αίσθηση του απαλού της δέρματος της, ανεβαίνοντας προς τα πάνω. Τα κόκκινα σαν κεράσια χείλη της είχαν σχηματίσει ένα χαμόγελο ευχαρίστησης. Πέρασε από πάνω τους, ακουμπώντας την ελάχιστα, αλλά χωρίς να τη φιλήσει και συνέχισε να φιλάει και την άλλη πλευρά του λαιμού της.

Η Αρετή άφησε το κορμί της να ξαπλώσει δίνοντας του χώρο να ανεβεί από πάνω της. Εκείνος δε δίστασε, τον ήθελε κι εκείνη, το ένιωθε μέσα του, αλλά και στο κορμί της, ήθελε κι εκείνη να ολοκληρώσουν τη σχέση του.

Τα φιλία του άρχισαν να γίνονται πιο σίγουρα, πιο διεκδικητικά και απαιτητικά μετά τη συγκατάθεσή της. καθώς συνέχισε να τη φιλάει από τον λαιμό προς το στήθος της κάνοντάς τη να αναριγήσει. Τα χέρια της μπλέχτηκαν στα μαλλιά του, κολλώντας τα χείλη του πάνω στο κορμί της, οδηγώντας τον σε σημεία που δεν είχε ξαναφιλήσει. Ένιωθε το δέρμα της να καίει κάτω από τα χείλη του.

Εκεί όπου του κορμί της Αρετής ακουμπούσε το δικό του, ένιωθε να φλέγεται. Η αίσθηση ήταν υπέροχη. Η Αρετή τον τράβηξε από τα μαλλιά και έφερε το πρόσωπό του στο δικό της. Τα μάτια της είχαν μια λάμψη που δεν είχε ξαναδεί μέσα τους, πρόδιδαν προσμονή. Τα χείλη τους ενώθηκαν σε ένα απαλό φιλί, το όποιο έγινε πιο άγριο, μιας και το πάθος κυρίευε τα κορμιά και τις αισθήσεις του. Ήταν η πρώτη φορά και για τους δυο, αλλά τα κορμιά τους ήξεραν τι να κάνουν.

Τα πόδια της Αρετής τον αγκάλιασαν κάνοντας τα κορμιά τους ένα. Η αίσθηση της πρώτης επαφής προσέφερε αυθόρμητα και ταυτόχρονα έναν αναστεναγμό ευχαρίστησης και στους δυο.

Δεν κινήθηκε αμέσως απολαμβάνοντας την καυτή αίσθηση του κορμιού της. Η Αρετή κινήθηκε πρώτη, φιλώντας τον και κινώντας τους μηρούς της. Αυτό ήταν. Τα κορμιά τους ξεκίνησαν να κινούνται, χορεύοντας συντονισμένα στο πάθος τους. Η ανάσες τους έβγαιναν κοφτές και γεμάτες αναστεναγμούς από την ηδονή του έρωτά τους. Ένας νέος χείμαρρος αισθήσεων τους κατέκλυσε, όταν η Αρετή περιέστρεψε τα κορμιά τους και βρέθηκε πάνω του. Οι κινήσεις της ήταν πιο αργές, αλλά η αίσθηση ήταν πιο έντονη. Τα χέρια της ακούμπησαν στο στήθος του, στηριζόμενη πάνω του για να κινείται πιο εύκολα. Σε αυτή τη θέση μπορούσε να θαυμάζει το υπέροχο κορμί της Αρετής να κινείτε αργά επάνω του, προκαλώντας τον να το αγγίξει.

Χαϊδεύοντας τα πόδια της, ένιωθε την ένταση στους μύες της, καθώς κινούνταν αισθησιακά πάνω του. Όταν άγγιξε το απαλό στήθος της, ένιωσε τους χτύπους της καρδιάς της να αυξάνονται και οι αναστεναγμοί να γίνονται πιο βαθιοί κι έντονοι. Έκλεισε τα ματιά της ρίχνοντας το κεφάλι της προς τα πίσω απολαμβάνοντας το άγγιγμά του. Τα μαλλιά της έπεσαν σαν βεντάλια γύρω της και με τον ήλιο, που είχε έδυε εκείνη τη στιγμή πίσω της, η Αρετή έμοιαζε να λάμπει.

Σηκώθηκε και την πήρε στην αγκαλιά του, τα χέρια της Αρετής πέρασαν γύρω από τον λαιμό του, τραβώντας το στόμα του πάνω στο δικό της. Αυτό το φιλί ήταν το πιο έντονο που είχαν δώσει πότε μιας και τα κορμιά τους δεν άντεχαν άλλο και αποζητούσαν την ολοκλήρωση.

Οι κινήσεις του άρχισαν να γίνονται ξανά. όλο και πιο έντονες. Νέες αισθήσεις κυρίευαν τα κορμιά του. Το φιλί ήταν αδύνατο να συνεχιστεί γιατί οι ανάσες του γινόντουσαν πιο κοφτές και οι αναστεναγμοί πιο βαθιοί.

Ολοκλήρωσαν και οι δυο ταυτόχρονα. Η προηγούμενη φωτιά στο κορμί της Αρετής δεν ήταν τίποτα σε σύγκριση με την πυρκαγιά της ολοκλήρωσής της, φέρνοντας τη δική του ολοκλήρωση, σαν να προσπαθούσε να σβήσει την πυρκαγιά της. Τα κορμιά τους έτρεμαν από την ηδονή. Ο Νικόλας φίλησε έντονα την Αρετή στον λαιμό και εκείνη τον έσφιξε με δύναμη πάνω της, γρατζουνώντας με τα νύχια της την πλάτη του. Δεν ένιωσε πόνο, αλλά ρίγη ευχαρίστησης στα σημεία που τα νύχια της τον γρατζούνησαν.

Έμειναν ακίνητοι. Είχαν ενώσει τα μέτωπα τους προσπαθώντας να ξαναβρούν την ανάσα τους. Τα στήθη τους ανεβοκατέβαιναν γρήγορα από την ένταση της ολοκλήρωσης.

Τη στιγμή που η ανάσα τους επανήλθε στο φυσιολογικό, κοιταχτήκαν στα ματιά και ένα τεράστιο χαμόγελο σχηματίστηκε στα πρόσωπά τους.

«Σε αγαπώ» ψιθύρισαν ταυτόχρονα. Αυτό τους έκανε να γελάσουν. Το γέλιο της Αρετής, ήταν για εκείνον η καλύτερη μελωδία,

Συμφώνησαν να ξαπλώσουν για λίγη ώρα, ώστε για να ξεκουραστούν. Η Αρετή αποκοιμήθηκε σχεδόν αμέσως με το χαμόγελο να μην έχει σβήσει από το πρόσωπό της.

Εκείνος δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Πώς να κοιμηθεί άλλωστε; Νόμιζε πως δεν μπορούσε να αγαπήσει ακόμη πιο πολύ την Αρετή, μα ο έρωτας του έδειξε τον τρόπο. Να αφήνεσαι απόλυτα στα χέρια του ανθρώπου που αγαπάς. Να γίνεσαι ένα μαζί του. Αυτό σήμαινε έρωτας. Με αυτή τη σκέψη και την καρδιά του να ξεχειλίζει αγάπη για την Αρετή, άρχισε να χαϊδεύει τα μαλλιά της, ευχόμενος η ζωή του μαζί της να ήταν έτσι πάντα.





Νίκος Καρδαμπίκης