Τα παιδιά της ομίχλης (Κεφάλαιο 10) - "Μετά το ξύπνημα"

 
Οι πρώτες μέρες ήταν δύσκολες. Περπατούσε για ώρες στα από καιρό σβησμένα μονοπάτια του δάσους με τη μνήμη της ακόμα θολή από το σκοτάδι τόσων αιώνων αναμονής στον ακοίμητο ύπνο, με το ναρκωτικό μούδιασμα του νερού νωπό ακόμα στο πίσω μέρος του κορμιού της. Περπατούσε με ανάλαφρα βήματα, γυμνά που μόλις άγγιζαν τη γη, ακουμπώντας τα δάκτυλα των χεριών της στους γέρικους σκονισμένους κορμούς, θέλοντας να τραβήξει πίσω από τη λήθη τις μνήμες εκείνες που είχαν αποκοιμηθεί μέσα της, μα ήταν ακόμα ζωντανές στις μυστικές φωνές των δέντρων και των λουλουδιών που επιζούσαν πλάι στο δικό της ύπνο μέσα στα ανήλιαγα βάθη του δάσους. Βόμβοι από έντομα της νύχτας μπλέκονταν στα μαλλιά και τα χέρια της, καθώς προσπαθούσε να τα αδράξει και να τα φέρει μπροστά στα μάτια της, να αναστηθούν μέσα της ξανά τα περιγράμματα και οι φωνές τους.
Ο κόσμος της, ο τόσο παλιός, φαινόταν ξαφνικά ολότελα καινούριος σαν αποκάλυψη που ανοίγεται διακριτικά στα μάτια ενός πλάσματος αθώου που περπατά όμως αντίστροφα στο μονοπάτι της ζωής από τα γηρατειά προς τη νεότητα.

Καμιά φορά ένιωθε ακόμα πως έπλεε πάνω στο νερό, παγιδευμένη στον μαγικό του κύκλο.

Οι μικροί φωσφορισμοί και η χορεία των μαγικών πλασμάτων την ακολουθούσαν σκορπισμένα σε μια μικρή απόσταση. Γρύπες, μονόκεροι και φαύνοι χαρούμενοι και σιωπηλοί περίμεναν υπομονετικά τη βαθιά ανάσταση της μνήμης. Και ήταν αληθινή μαγεία αυτή η όμορφη πομπή της ξωτικοβασίλισσας και της ακολουθίας της που περπατούσε μισοζαλισμένη στα αλλοτινά γνώριμά της μονοπάτια να ξαναπερνά από την αρχή τον ίδιο δρόμο. Κι από όπου περνούσε άγρια κι άνυδρα φυτά κι αρρωστημένα δέντρα έπαιρναν ξαφνικά το μαλακό χρώμα της ζωής κι ανάσαιναν για λίγο ντροπαλά κι όλο το δάσος γέμιζε ελαφριές τραγουδιστές πνοές κι αναλαμπές από δέντρινες λαλιές ξεχασμένες, καθώς η αρχή της παλαιάς δύναμης αφυπνιζόταν στις ψυχές τους.

Εκείνοι όμως που κοιμούνταν θλιβεροί κάτω από τις ρίζες και το χώμα αναταράχτηκαν, συσπάστηκαν ανάμεσα στον ύπνο τους κι έτριξαν τα δόντια, τα μακριά τους χέρια με τα σουβλερά ακροδάχτυλα σφίχτηκαν και βυθίστηκαν μέσα στο δέρμα, γιατί κατάλαβαν πως τώρα που αυτή είχε ξυπνήσει οι μέρες τους κάτω από τη γη θα γίνονταν μακρύτερες και πως τη νύχτα θα ήταν δύσκολο να σηκωθούν κι ελεύθεροι να ασκηθούν στα ανόσια παιχνίδια τους. Και πιο πολύ ταράχτηκε εκείνος που δεμένος μέσα στον μαγικό του κύκλο, εγκλωβισμένος από χέρι ισχυρό στα χρόνια ακόμα της παντοδυναμίας του, ένιωσε τη σκέψη της θαμπή και κουρασμένη ακόμα να περιφέρεται μέσα στην καρδιά του δάσους αναζητώντας εκείνα που κάποτε γνώριζε, περίεργη μα ταυτόχρονα αναπαυμένη στην ισχυρή βεβαιότητα μιας απροσδιόριστης επίγνωσης της δύναμής της.

Κανένας από τους κατοίκους της μικρής μας πόλης δεν είχε καταλάβει την αλλαγή παρά μόνο μια μικρή διαφορά στη μυρωδιά του αέρα απροσδιόριστη κι ανεπαίσθητη σχεδόν για τις κοινές αισθήσεις. Έμοιαζε σαν δροσιά που ερχόταν φερμένη από πυκνά σκοτάδια, σαν καθαρό νερό κρυστάλλινης πηγής, κρυμμένης αιώνες στα σπλάχνα κάποιας άγνωστης σπηλιάς. Κανένας, εκτός από το γηραλέο φύλακα του παλιού νεκροταφείου που τινάχτηκε γεμάτος φόβο στα μισά του ύπνου του με το στόμα στεγνό τη νύχτα εκείνη που τα μάγια του ύπνου της έσπασαν, αλλά και μια γριά νέγρα που την έλεγαν πως ήταν μάγισσα και καθισμένη στα σκαλιά της άθλιας καλύβας της κοντά στο νεκροταφείο των σκλάβων, λίγο πιο πίσω από τις απαρχές της ανατολικής πλευράς του δάσους, μετρούσε ονόματα νεκρών στις χάντρες του καινούριου της κομπολογιού, μελετώντας με τραγουδιστή φωνή κι από ένα ξόρκι για κάθε κεφάλι. Εκείνες οι δύο απόκληρες από τη ζωή της πόλης μας ψυχές, περίμεναν εδώ και καιρό το ξύπνημά της, ο ένας φυλλομετρώντας τους τρόμους του στα όνειρα της αγρύπνιας του τα βράδια του χειμώνα και η άλλη ταΐζοντας νυχτερινές φωτιές με αλλόκοτα σχήματα κι απλώνοντας πάνω από τις ζεστές τους ανάσες μακριά δάχτυλα σχεδόν γυμνά από σάρκα και νοτισμένες από τη νυχτερινή πάχνη κατάρες.

Αυτοί οι δυο άκουσαν και τα βήματα του περιπλανώμενου που επέστρεψε τη νύχτα εκείνη του μεσοκαλόκαιρου πίσω στην πόλη μας κι εγώ τον είδα. Κάτω από τα ανοιχτά πέταλα των ματιών μου που δεν κοιμούνται πια, το βλέμμα μου συνάντησε το δικό του και στο μυαλό μου άκουσα τη φωνή του να αναμετρά τις συλλαβές του ονόματός μου. Κι αν το σκοτάδι και τα δέντρα του δάσους με είχαν κρύψει, εγώ είχα αποκτήσει πια τη μυστική ενόραση.

Και κάπως έτσι τα ένιωθα όλα και τα έβλεπα όλα. Αυτά που είχαν γίνει, εκείνα που γίνονταν κι όσα έμελλε να γίνουν. Έπλεα από τότε που την ξύπνησα στην ήσυχη, ακίνητη λίμνη της με τα μάτια ολάνοιχτα σε ένα γαλήνιο όνειρο, στον ατελείωτο, ζωντανό ύπνο ακούγοντας πολλές φωνές από όλες τις εποχές του κόσμου, συνταιριασμένες στους φθόγγους τους σαν μελωδίες δεμένες μεταξύ τους σε ένα πλέγμα. Τα θαμπά οράματά της διαχέονταν μπροστά στα μάτια μου περαστικές αλληλουχίες, μα δεν ένιωθα φόβο παρά μόνο γαλήνη, γιατί φόβο δεν ένιωθε ούτε αυτή.

Τα φωτάκια τρεμόσβηναν δίπλα μου, χόρευαν μπροστά στο πρόσωπό μου με μια υπέροχα φιλόστοργη διάθεση κι όταν εκείνη ερχόταν κι έσκυβε πάνω στους καρπούς μου να ταϊστεί από το αίμα μου να δυναμώσει, η σκοτεινή της μνήμη μου χάριζε και νέα οράματα.

Και ήμουν ευτυχισμένος μέσα στην αδράνειά μου και περίμενα, εγώ που είχα υπάρξει με τον τρόπο μου ένας απόκληρος της ζωής των ανθρώπων, ακόμα και τον καιρό που ζούσα ανάμεσά τους. Όσο ευτυχισμένος μπορεί να είναι εκείνος που ετοιμάζει το έργο μιας νέας εποχής από την πλέον αθέατη θέση.


Δέσποινα Μανωλακάκη