Η Μάγισσα του Αέρα (Κεφάλαιο 23) - "Μαύρη ιστορία" (Μέρος 2ο)


Μπαίνω στο χώρο μου και γδύνομαι αμέσως. Βγάζω τα πάντα, μέχρι και τα εσώρουχα και τα πετάω σε μια άκρη κοντά στην πόρτα του δωματίου μου, όπου το πάτωμα δεν καλύπτεται από μοκέτα ή χαλί, για να μπορώ να μαζέψω την υγρασία αργότερα με μια σφουγγαρίστρα. Έπειτα ανοίγω την ντουλάπα μου και αφού επιλέξω από το συρτάρι ένα απλό σετ μαύρα εσώρουχα, πιάνω και ένα τζιν κολάν, το οποίο επιλέγω να συνδυάσω με ένα λεπτό, πλεκτό, φαρδύ πουλόβερ σε κόκκινο χρώμα, που πέφτει ριχτό πάνω στο σώμα μου και αφήνει ακάλυπτο τον έναν ώμο. Θα ήθελα να κάνω ένα ντουζ, αλλά με τον Ταϊσίν εδώ, λέω να το αναβάλλω για λίγο.
Βγαίνω από το δωμάτιο μου και μπαίνω στο μπάνιο για να στεγνώσω γρήγορα τα μαλλιά μου και να διορθώσω λίγο το μακιγιαζ μου. Τα στεγνώνω αφήνοντας τους ένα ελαφρύ σπάσιμο για να τελειώσω σύντομα και έπειτα αφού καθαρίσω το πρόσωπό μου, βάζω μπόλικη, αδιάβροχη μάσκαρα, ένα ελαφρύ ρουζ στα μάγουλα και ένα ματ, κόκκινο κραγιόν, σε λίγο πιο σκούρα απόχρωση από το κόκκινο της μπλούζας μου. Αν και ευχαριστημένη από το αποτέλεσμα αντικρύζοντας το χειμερινό είδωλό μου στον καθρέφτη, δεν μπορώ να μη σκεφτώ πως φαίνεται να ήρθε απότομα το κρύο με τα πλεκτά του, τα μάλλινά του και τις γαλότσες του.

«Βρήκες τίποτα να φας;» ρωτάω τον Ταϊσίν μπαίνοντας αιφνιδιαστικά στην κουζίνα.
«Ναι...μιαμ, μιαμ... αμέ», μου απαντάει μπουκωμένος, έχοντας σφηνώσει κάμποσα κομμάτια κρύας πίτσας μαζί με μαρουλοσαλάτα στο στόμα του.
«Εμ, δεν χρειάζεται να βιάζεσαι», του λέω χαμογελαστή. «Με την ησυχία σου».
Ο Ταϊσίν μου γνέφει καταφατικά έχοντας κοκκινίσει, και ελπίζω η απόχρωση αυτή να είναι από αμηχανία και όχι γιατί πνίγεται.
Βάζω να πιω ένα ποτήρι νερό από τη βρύση και πηγαίνω και κάθομαι στο τραπέζι της κουζίνας, κοντά στον Ταϊσίν και σε όλα τα κρύα φαγητά που έχει απλώσει μπροστά του για να ικανοποιήσει την πείνα του. Αν κρίνω από την ποσότητα και την ταχύτητα κατάποσης, μπορεί να έχει να φάει και δυο μέρες.
«Συγγνώμη», μου λέει όταν τελικά καταπίνει, «απλά πεινάω πολύ. Από τότε που έφυγα από τον Κάτω Κόσμο, δεν έχω ηρεμήσει ούτε λεπτό, για να κάτσω να σκεφτώ ότι πεινάω και πρέπει να βρω φαγητό. Είμαι πάντα σε επιφυλακή, μήπως εμφανιστεί κάποιος κεφαλοκυνηγός για να με εξοντώσει ή ακόμα και κάποιος από τη φατρία μου. Δεν ξέρω ποιος μπορεί να με κυνηγά και τι έχει ακουστεί στον Κάτω Κόσμο».
«Θυσίασες πολλά βοηθώντας μας εκείνη τη μέρα, ε;», του λέω νιώθοντας κάποιες ενοχές για την κατάσταση στην οποία τον φέραμε. Μπορεί να είναι ένας Μαύρος Κυνηγός, αλλά δεν είναι σαν τα υπόλοιπα βδελύγματα του Κάτω Κόσμου. Ο Ταϊσίν φαίνεται... καλός.
«Και θα το ξαναέκανα χωρίς δεύτερη σκέψη», μου λέει με σοβαρότητα και κοιτώντας με βαθιά στα μάτια, μπορώ να νιώσω την ειλικρίνεια των λόγων του.
 «Για τη Ρέη;», αναρωτιέμαι.
«Και για τη Ρέη. Αλλά και γιατί δεν νιώθω να ανήκω με όλα αυτά τα αιμοδιψή, διπρόσωπα και ανελέητα πλάσματα του Κάτω Κόσμου. Δεν με ενδιαφέρει ούτε να σκοτώνω Καθοδηγητές, ούτε να διεφθείρω αθώες μάγισσες, ούτε βέβαια και να βοηθάω με τα σχέδιά του, τον οποιοδήποτε φιλόδοξο δαίμονα που κάθεται στο θρόνο. Δεν με γεμίζουν όλα αυτά και μάλιστα η ιδέα του φόνου, με βρίσκει εντελώς αντίθετο».
«Πώς συνέβει αυτό;», τον ρωτάω ξεκάθαρα χωρίς περιστροφές και ελπίζω να μην τον φέρνω σε δύσκολη θέση. «Εννοώ, πώς γίνεται να διαφέρεις τόσο πολύ απο όλους τους άλλους του είδους σου. Φαντάζομαι θα ήταν κάτι σαν οικογένεια για σένα, σωστά;»
«Ίσως να συμβαίνει αυτό επειδή... επειδή είμαι καινούριος στη φατρία μου, κατά κάποιο τρόπο».
«Δηλαδή;»                                     
«Μέχρι τα δώδεκά μου, με μεγάλωνε η μητέρα μου. Κρυφά βέβαια, απ’ όλους και απ’ όλα, γιατί φοβόταν τρομερά τι θα μπορούσε να μου συμβεί αν με ανακάλυπτε ο πατέρας μου, και μακριά από όλα αυτά που υποτίθεται ότι πρέπει να είμαι σαν Μαύρος Κυνηγός. Με μεγάλωσε σαν αυτόνομο και ελεύθερο άνθρωπο, περνώντας μου αξίες όπως είναι ο σεβασμός, η ειλικρίνεια, η ευγένια και η συμπόνοια. Μετά, δυστυχώς και όλως τυχαίος, μας εντόπισε ο πατέρας μου. Από αυτόν πήρα τα γονίαδια του Μαύρου Κυνηγού βλέπεις. Και επειδή ήμουν το μοναδικό αρσενικό παιδί που κατάφερε να αποκτήσει, αποπλανώντας αθώες λευκές μάγισσες, δεν υπήρχε περίπτωση να μας αφήσει ήσυχους. Είμαι ο διάδοχός του».
«Κατάλαβα», του λέω, συμπονώντας τον, για το οικογενειακό του δράμα. «Άρα από τα δώδεκά σου μέχρι τώρα, ζεις κανονικά σαν Μαύρος Κυνηγός; Όταν λέω ‘κανονικά’ εννοώ...»
«Ναι, ξέρω τι εννοείς Μπόνι», με διακόπτει και χαμηλώνει το βλέμμα. «Και ναι, κανονικότατα. Μέχρι σήμερα που είμαι είκοσι δύο χρονών, έχω σκοτώσει, έχω αποπλανήσει, έχω βασανίσει και έχω κάνει πολλά ακόμα για τα οποία ντρέπομαι. Ζω δέκα χρόνια μέσα στο σκότος. Αλλά ήμουν αναγκασμένος να τα κάνω όλα αυτά. Αν δεν έκανα ότι με πρόσταζαν... αν δεν έφτανα τις προσδοκίες του πατέρα μου, αυτός θα την σκότωνε. Θα σκότωνε τη μητέρα μου».
Αναγνωρίζοντας το δράμα της ιστορίας του, μια δυσάρεστη ανατριχίλα ποτίζει το κορμί μου και νιώθω να σχηματίζεται ένας κόμπος στο λαιμό μου. Σίγουρα ο Ταϊσίν έχει περάσει πολλά και εύχομαι η ζωή κάποτε να τον αποζημιώσει για όλα αυτά.
Ασυναίσθητα σηκώνω το χέρι μου και το τοποθετώ απαλά πάνω στο δικό του.
«Λυπάμαι. Πραγματικά λυπάμαι πολύ», του λέω και νιώθω τα μάτια μου να υγραίνουν.
«Μην ανησυχείς, ήδη τα πράγματα είναι καλύτερα», μου απαντά βάζοντας το ελεύθερο χέρι του πάνω στο δικό μου. «Πολύ καλύτερα», λέει και με κοιτά στα μάτια χαμογελώντας στραβά.
«Πώς;» αναρωτιέμαι και περιμένω με αγωνία να μου εξηγήσει.
«Χάρη στη Ρέη, η μητέρα μου είναι πια ασφαλής, οπότε τώρα μπορώ να κάνω κυριολεκτικά ό,τι περνάει από το χέρι μου για να γκρεμίσω τον Κόσμο τους. Όλο τον Κάτω Κόσμο. Θα είναι σαν να λέμε η λύτρωσή μου, ένα πράγμα».
Λέγοντας αυτά, απελευθερώνει τελικά το χέρι μου και γυρνάει πίσω στο φαγητό του, χαμογελαστός.
«Σε ευχαριστώ που τα μοιράστηκες όλα αυτά μαζί μου», του λέω και το εννοώ. Είναι δύσκολο να μιλάς για πράγματα που σε πληγώνουν, πόσο μάλλον να εμπιστευτείς με αυτά κάποιον τελείως άγνωστο για σένα. «Τώρα καταλαβαίνω τη φύση της φιλίας σου με την Ρέη. Και φυσικά, τώρα κατανοώ όλα αυτά που έκανες για μένα μέχρι τώρα. Να ξέρεις πως από δω και πέρα, έχεις την εμπιστοσύνη και την φιλία μου. Μπορείς να μείνεις εδώ για όσο χρειαστεί», του λέω με κάθε ειλικρίνεια.
«Σε ευχαριστώ –μιαμ, μιαμ- πολύ, Μπόνι», μου λέει και πάλι μπουκωμένος, αυτή τη φορά, με ένα παγωμένο μπούτι κοτόπουλου και λίγες πατάτες φούρνου στο στόμα.
«Οκέυ, το ξέρω! Μπορείς να συνεχίσεις το φαγητό σου, τελείωσε η ανάκριση για σήμερα», του λέω και μου απαντά με μια χειρονομία ότι όλα είναι καλά, στρέφοντάς τον αντίχειρά του προς τα πάνω. «Θα είμαι πάνω αν με χρειαστείς, έχω λίγο διάβασμα», του λέω και κατευθύνομαι και πάλι προς το δωμάτιό μου.
Κλείνομαι και πάλι στο δωμάτιό μου, με τη σκέψη πως κάποιοι άνθρωποι έχουν περάσει πολλά, περισσότερα από όσα μπορεί να φανταστεί κάποιος, κι όμως μένουν ακόμα όρθιοι και πιστοί στις αρχές του και το παλεύουν. Παλεύουν τη ζωή. Παλεύουν για τη ζωή.
Και μετά εγώ κάθομαι και χαλιέμαι για την ηλίθια συμπεριφορά του Τάι. Πόσο ανώριμη είμαι τελικά; Υπάρχουν πολύ περισσότερο σημαντικά πράγματα να ασχοληθώ από αυτό.
Πέφτω με φόρα στο μαλακό κρεβατάκι μου και κλείνω για λίγο τα μάτια. Ναι, είμαι ανώριμη. Αλλά είμαι και ερωτευμένη. Και επιπλέον, τώρα είμαι και πληγωμένη. Άσε που είμαι μόνο δεκαεφτά. Αν δεν δείξω ανωριμότητα τώρα, πότε θα δείξω;
Γυρίζω σιγά σιγά μπρούμυτα πάνω στα φρεσκοπλυμμένα σεντόνια μου και για λίγο χάνομαι στην χαλαρωτική μυρωδιά της λεβάντας που έχει ποτίσει τις ίνες του. Το λατρεύω αυτό το μαλακτικό που χρησιμοποιεί η Νόρα. Είναι ακριβώς το ίδιο με αυτό που χρησιμοποιούσε η μητέρα μας τόσα χρόνια πριν, όταν ακόμα ήταν ζωντανή και μας φρόντιζε στοργικά. Χαίρομαι πολύ που χρησιμοποιούμε το ίδιο, ακόμα και μετά τον χαμό της. Νιώθω πως είναι και αυτός ένας τρόπος να κρατήσουμε ζωντανή την ανάμνησή της. Όσο και να μας πονάει η θύμηση της απουσία της, είναι σαν να την έχουμε ακόμα κοντά μας.
Και αυτή την αίσθηση- η καλύτερα την ψευδαίσθηση- πως είναι ακόμα εδώ, κοντά μας, την ενδυνάμωνε το μενταγιόν της. Το υπέροχο βίντατζ μενταγιόν της με τις αστραφτερές πέτρες που πάντα φορούσε στο λαιμό της και που την μέρα της δολοφονίας της πέρασε στα χέρια μας. Το μενταγιόν του Αέρα.
Τόσα χρόνια το είχαμε στα χέρια μας, τόσο καιρό στόλιζε μία το λαιμό μου και μία το λαιμό της Νόρα, χωρίς να σκεφτούμε ούτε λεπτό να ψάξουμε για την προέλευση ή τη δύναμή του. Και όλα αυτά τα χρόνια, αυτή η τεράστια δύναμη έμενε ανενεργή. Ακριβώς κάτω από τη μύτη μας. Θα μπορούσε ακόμα και να ήταν το κλειδί για να εκδικηθούμε τον χαμό των γονιών μας. Αχ, μόνο να γνωρίζαμε για τη δύναμή του... Τώρα τα πράγματα θα ήταν τόσο διαφορετικά. Θα είχαμε ήδη αποδώσει δικαιοσύνη για τον φόνο των γονιών μας. Θα είχαμε χαλάσει μια και καλή τα σχέδια της Μαρί, χρησιμοποιώντας τη δύναμή του για να την εξοντώσουμε. Και δεν θα κρυβόμασταν ποτέ πια από κανέναν.
Τώρα όμως που αγνοείται η τύχη του... Τίποτα από όλα αυτά δεν μοιάζει εφικτό.

Και με αυτήν την απαισιόδοξη γεύση στον ουρανίσκο του μυαλού μου, αφέθηκα αδιαμαρτύρητα στην αγκαλιά του Μορφέα.



Foni Nats