Η Μάγισσα του Αέρα (Κεφάλαιο 24) "Το Στενό της Αμαρτίας" - Μέρος 1ο


Όταν ανοίγω και πάλι τα μάτια μου, το μοναδικό φως που μου επιτρέπει να δω μέσα στο σκοτάδι του δωματίου μου προέρχεται από το φεγγαρόφως που περνά ανεμπόδιστο μέσα από το παράθυρό μου. Κάποιος έχει τραβήξει τις κουρτίνες στο πλάι, πράγμα που δεν είχα προσέξει νωρίτερα, και ελπίζω να ήταν η Νόρα και όχι ο Ταϊσίν, που βολόδερνε μόνος του στο σπίτι μου νωρίτερα. Γιατί αυτό θα σήμαινε πως εισέβαλε στο χώρο μου και αυτό δεν θα ήταν καλή αρχή για την συγκατοίκησή μας.
Αργά και νωχελικά σηκώνομαι από το κρεβάτι και τεντώνω με ευχαρίστηση το κορμί μου. Σα να πιάστηκα έτσι μπρούμυτα όπως ξάπλωσα. Έπειτα πηγαίνω προς τον καθρεύτη για να τσεκάρω το είδωλό μου: λίγο ανάκατα μαλλιά αλλά ευτυχώς ούτε μια μουντζούρα στο μακιγιάζ μου. Κάτι ήξερα που έβαλα αδιάβροχη μάσκαρα. Κοιτάζω το κινητό μου και η ώρα είναι δέκα. Πωπω, κοιμήθηκα αρκετές ώρες! Τι να έκανε ο Ταϊσίν άραγε τόσες ώρες μόνος του; Και πού είναι επιτέλους η Νόρα; Αν είχε επιστρέψει από τη δουλειά, λογικά θα με είχε ξυπνήσει για να με κατσαδιάσει για την παρουσία του Μαύρου Κυνηγού στο σπίτι μας.
Βάζω γρήγορα παντόφλες και κατεβαίνω στο σαλόνι.
Μα πού είναι όλα τα πτώματα των Μίσι;
«Χαχαχαχαχα, να ‘σαι καλά μικρέ, με έκανες και γέλασα», ακούω το θορυβώδες χαχανητό της αδερφής μου από την κουζίνα. Μα τι στο καλό συμβαίνει; Γιατί έχει κέφια αυτή; Να γελάει άραγε με τον Ταϊσίν; Δύσκολο.
Ζαλισμένη ακόμα από τον ύπνο αλλά και τις τόσες ενοχλητικές ερωτήσεις που ξεπηδάνε στο μυαλό μου, αποφασίζω να λύσω ένα ένα τα μυστήρια και κατευθύνομαι φορτσάτη στην κουζίνα.
«Ναι, αλήθεια σου λέω, ήταν τόσο χαζός», λέει ο Ταϊσίν στη Νόρα, η οποία έχει σκάσει στα γέλια. «Ήταν τραγικό. Πραγματικά τραγικό. Κάποιοι δαίμονες απλά δεν στροφάρουν».
«Τι ακριβώς είναι τόσο αστείο, μπορώ να μάθω κι εγώ;», παρεμβαίνω ψιλοενοχλημένη στην ευχάριστη συζήτησή τους.
«Φυσικά! Έλεγα λοιπόν...»
«Γεια σου, αδερφούλα», διακόπτει τελικά η Νόρα τον συνομιλητή της και με χαιρετά με ελαφρώς ειρωνικό τόνο στη φωνή της. Την ίδια στιγμή, ακουμπά απολογητικά το χέρι της στο μπράτσο του Ταϊσίν, που κάθεται ακόμα χαμογελαστός δίπλα της στο πάγκο της κουζίνας. Φαίνονταν και οι δυο πολύ χαλαροί, μέχρι φυσικά να κάνω αισθητή την παρουσία μου και να αλλάξει το ύφος της αδερφής μου από ευχάριστο και χαλαρό σε τσιτωμένο και εκνευριστικό. «Τι νέα;»
Ο τόνος της γίνεται όλο και πιο επιθετικός και είμαι πια σίγουρη ότι έχει εκνευριστεί που δεν την ενημέρωσα σχετικά με τον νέο μας συγκάτοικο.
«Α, τίποτα φοβερό», της απαντάω τώρα σε ήρεμο και χαλαρό τόνο. «Κάτι μικροεπεισόδια στο σχολείο με τον γιο του πελάτη σου μόνο. Εσύ; Φαίνεσαι πολύ καλά», και είναι αλήθεια, αν εξαιρέσεις την ξινότητά της προς το μέρος μου. Το πρόσωπό της λάμπει, αν και βαμμένο σε φυσικές αποχρώσεις και τα μαλλιά της, που πέφτουν ίσια και χαλαρά γύρω του, της δίνουν έξτρα πόντους γοητείας. Και παρόλο που δούλευε μέχρι αργά, δεν φαίνεται ιδιαίτερα κουρασμένη.
«Μάλιστα. Ευχαριστώ», μου απαντά χωρίς να χαλαρώσει. «Εγώ τα ίδια, στη δουλειά ήμουν πολλές ώρες και τα πράγματα πηγαίνουν πολύ καλά. Α, όχι, ψέμματα. Έχω και ένα νέο», μου λέει και σηκώνεται από τη θέση της για να κατευθυνθεί προς το μέρος μου. «Γύρισα σπίτι μου και βρήκα να με περιμένει κάποιος εδώ, και μάλιστα κάποιος που δεν είναι η αδερφή μου! Φοβερό; Α, και έχω και καλύτερο. Αυτός ο ΚΑΠΟΙΟΣ μου είπε ότι από δω και πέρα θα μένει εδώ, στο σπίτι μου! Απίστευτο;», με ρωτάει τελικά χαμογελώντας ακριβώς όπως ο Τζακ Νίκολσον στην Λάμψη στην πιο γνωστή σκηνή.
«Κι όμως αληθινό!», της απαντώ για να παίξω κι εγώ το παιχνίδι της.
«ΜΠΟΝΙ!», μου φωνάζει σοβαρή τώρα, χάνοντας τελικά την ψυχραιμία της. «Μπορώ να σου μιλήσω ιδιαιτέρως μια στιγμή;»
«Φυσικά», της λέω χαμογελαστή και έπειτα στρέφομαι χαλαρή προς τον Ταϊσίν. «Συγγνώμη για λίγο φίλε μου. Αν θες μέχρι να επιστρέψουμε μπορείς να διαλέξεις το βραδινό μας. Έχει κάτι φυλλάδια για να παραγγείλουμε στο πρώτο συρτάρι».
«Έγινε», μου απαντά ευγενικά αυτός, παραμένοντας διακριτικός ανάμεσα στην αδερφική μας διαμάχη.
«Έχεις τρελαθεί τελείως;», με ρωτά χαμηλόφωνα αλλά σε έξαλλη κατάσταση η Νόρα, με το που πατάμε το πόδι μας στο σαλόνι.
«Έχω σώας τας φρένας, ευχαριστώ που ρώτησες», της απαντώ για να την εκνευρίσω περισσότερο.
«Δεν σου ‘χει μείνει κουκούτσι μυαλό στο κεφάλι πια; Τόσο έρωτας πια με αυτόν τον Τέρνερ».
«Έλεος πια με αυτήν την καραμέλα! Δεν βαρέθηκες να πετάς ανυπόστατες κατηγορίες;»
«Ανυπόστατες;», μου λέει και είναι έτοιμη να εκραγεί. «Τι ανυπόστατες ρε Μπόνι, αφού σας είδα με τα μάτια μου. Και τώρα τι είναι αυτό το καινούριο; Γιατί μου έφερες μέσα στο σπίτι μου έναν Μαύρο Κυνηγό και μάλιστα επικυρηγμένο σε όλο το συνάφι του; Λες και δεν μας έφταναν οι δαίμονες της Μαρί ή ο δολοφόνος των γονιών μας να ανησυχούμε, τώρα πρέπει να έχουμε και τους κεφαλοκυνηγούς του Ταϊσίν να μας απειλούν; Το σκέφτηκες καθόλου αυτό;»
Χμ, η αλήθεια είναι πως δεν σκέφτηκα ιδιαίτερα ότι θα κινδυνέψουμε από αυτούς που τον κυνηγούν.
«Νόρα, ηρέμησε, τα έχω όλα υπό έλεγχο, εντάξει;», της λέω προσπαθώντας να την ηρεμήσω. Φτάνει με το παιχνίδι των νεύρων για σήμερα, γιατί βλέπω να καταλήγουμε στο νοσοκομείο με πολλαπλά εγκεφαλικά.
«Τι ακριβώς νομίζεις ότι έχεις υπό έλεγχο; Πώς θα έχεις υπό έλεγχο έναν εκπρόσωπο του Κακού που δουλειά του είναι να αποπλανεί αθώες μάγισσες; Ειδικά την στιγμή που τον έφερες μόνη σου στην ζωή μας!»
«Θεέ μου, Νόρα! Χαλάρωσε! Δεν κινδυνεύεις από τον Ταϊσίν! Είναι με το μέρος μας, θυμάσαι; Αυτός με βοήθησε να αποδράσω από τον Κάτω Κόσμο».
«Φυσικά και το θυμάμαι», μου απαντά και οι τόνοι της χαλαρώνουν λίγο. «Και εννοείται ότι εκτιμώ και αναγνωρίζω την πολύτιμη βοήθεια του», συνέχιζει και χαμηλώνει το βλέμμα. «Αλλά Μπόνι, κορίτσι μου, δεν γίνεται να παίξουμε το κεφάλι μας κορώνα γράμματα για έναν άγνωστο».
«Αυτός ο άγνωστος μου έσωσε τη ζωή».
«Και θα του πάρουμε ένα δώρο να τον ευχαριστήσουμε γι’ αυτό».
«Ε, τώρα, δε μιλάς σοβαρά!»
Πραγματικά, ο τρόπος που σκεφτόμαστε τον τελευταίο καιρό εγώ και η Νόρα δεν έχει κανένα απολύτως κοινό σημείο. Μα κανένα. Από εκεί που πάντα κινούμασταν στο ίδιο μήκος κύματος και συνεννοούμασταν άψογα, έχουμε καταλήξει να έχουμε τελείως διαφορετικές αντιλήψεις και μάλιστα σε όλους τους τομείς.
«Μπόνι, σταμάτα να μου πηγαίνεις κόντρα επιτέλους!», λέει και πάλι σε έντονο ύφος η Νόρα, ενώ με έχει αρπάξει ξαφνικά από τους ώμους και με ταρακουνά.
«Εσύ σταμάτα τις βλακείες!», της λέω και αποτινάζω τα χέρια της από πάνω μου με μια απότομη κίνηση. «Και σκέψου επιτέλους και κάποιον άλλον πέρα από τον εαυτό σου!»
«Αυτό κάνω! Εσένα σκέφτομαι!»
«Αρκετά κορίτσια, αρκετά», επεμβαίνει ξαφνικά ο Ταϊσίν στη συζήτησή μας. Λογικό ήταν να συμβεί και αυτό, έτσι όπως φωνάζουμε η μία στην άλλη. Με δυο βήματα έρχεται και στέκεται ακριβώς ανάμεσά μας, δημιουργώντας έναν τοίχο ασφαλείας μεταξύ μας, αφού έχει καταλάβει και με το παραπάνω ότι πλέον η ατμόσφαιρα είναι ιδιαιτέρως ηλεκτρισμένη. «Σταματήστε τώρα, πριν κάνετε ή πείτε κάτι που αργότερα θα μετανιώσετε».
Ελαφρώς ντροπιασμένες και οι δυο για τα όσα ειπώθηκαν μέχρι τώρα και ειδικά για το γεγονός ότι τα περισσότερα τελικά τα άκουσε και ο καημένος ο Ταϊσίν, σταματάμε την λογομαχία αμέσως. Η Νόρα ξεφυσά από τη μία μεριά αναστατωμένη, προσπαθώντας να αποδιώξει την ένταση από το σώμα της με αυτόν τον τρόπο. Εγώ από την άλλη, έχω σταυρώσει τώρα τα χέρια στο στήθος και εισπνέω βαθιά.
«Ταϊσίν, δεν ξέρω πόσα άκουσες από αυτά που είπαμε, αλλά θέλω να ξέρεις ότι λυπάμαι», του λέω μετά από μερικά λεπτά αμήχανης σιωπής και πολλών εισπνοών ηρεμίας.
«Δεν πειράζει Μπόνι, καταλαβαίνω», μου απαντά αυτός και συνεχίζει. «Και επειδή ακριβώς καταλαβαίνω και κατανοώ πολλά, αποφάσισα να φύγω τελικά».
Αμέσως στρέφω το οργισμένο μου βλέμμα στη Νόρα. Την ίδια στιγμή γυρίζει και αυτή να με κοιτάξει. Το βλέμμα της, παρόλο που τελικά πέτυχε τον σκοπό της να διώξει τον Ταϊσίν, δεν δείχνει ιδιαίτερη ικανοποίηση από το αποτέλεσμα των πράξεών της.
«Κοίταξε, Ταϊσίν, δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να νιώσεις άσχημα...»
«Όχι, όχι, Νόρα σε καταλαβαίνω. Δε χρειάζεται να απολογείσαι», την διακόπτει ευγενικά. «Εννοείται πως προτεραιότητά σου είναι να προστατεύσεις την οικογένειά σου. Και από τη στιγμή που νιώθεις πως αυτό δεν μπορείς να το καταφέρεις με εμένα εδώ, φυσικά και θα φύγω. Δεν θέλω να δημιουργώ προβλήματα».
«Και πού θα πας;», τον ρωτάω ανήσυχη.
«Δεν ξέρω ακόμα. Θα δείξει».
«Ε, καλά δε χρειάζεται να φύγεις αμέσως. Μπορείς να μείνεις εδώ απόψε», προτείνει η Νόρα και μπορώ να καταλάβω την ενοχή στη φωνή της. Ευτυχώς, γιατί είχα αρχίσει να ανησυχώ πως η συνείδησή της την είχε εγκαταλείψει.
«Όκευ, αυτό θα κάνω τότε. Ένα βράδυ εδώ και από το πρωί θα ψάξω κάτι άλλο. Ευχαριστώ κορίτσια».
Νομίζω πως η καλή διάθεση του Ταϊσίν και το ενδιαφέρον του για τις μεταξύ μας σχέσεις με τη Νόρα, την έχει κάνει ήδη να νιώθει χάλια που συμπεριφέρθηκε τόσο άκομψα και εγωιστικά. Ή τουλάχιστον έτσι θέλω να πιστεύω. Παλαιότερα βέβαια, θα ήμουν σίγουρη γι’ αυτό, αλλά τελευταία έχω μπερδευτεί με την αδερφή μου.
«Ταϊσίν, πού είναι τα πτώματα των Μίσι;»
Θεωρώ πως τώρα είναι η καταλληλότερη στιγμή για να μάθω πώς εξαφανίστηκαν οι νεκροί δαίμονες από το σαλόνι μας, για να καταλάβει και η αδερφή μου από τι κίνδυνο μας γλίτωσε η παρουσία του ‘εκπροσώπου του Κακού’ εδώ μέσα.
«Α, αυτά...ε, τα ξεφορτώθηκα. Έχω παρτίδες με έναν πολύ καλό αλχημιστή από το Σαν Φρανσίσκο που μου έχει φτιάξει ένα φίλτρο άμεσης αποτέφρωσης χωρίς ίχνη. Λίγες σταγόνες εξαφανίζουν κάθε νεκρό οργανικό κύτταρο και έτσι γλιτώνουμε το καθάρισμα».
«Υπήρχαν εδώ μέσα... Δαίμονες;», ρωτά με ένα εμφανές κόμπιασμα στη φωνή της η Νόρα.
«Ναι. Εισέβαλαν στο χώρο σας όσο ήμουν εδώ και τους ξεπάστρεψα», παραδέχετε ο Μαύρος Κυνηγός.
«Π-πόσοι ήταν;»
«Αρκετοί για να τα βρούμε πολύ σκούρα. Τώρα καταλαβαίνεις γιατί είναι καλύτερα και για εμάς να μείνει εδώ ο Ταϊσίν; Γιατί πήρα αυτήν την απόφαση μόνη μου και χωρίς δεύτερες σκέψεις;»
Η Νόρα μένει για λίγο να μας κοιτά με μάτια ολοστρόγγυλα από την έκπληξη και τον τρόμο  των νέων πληροφοριών.
«Πολύ καλά λοιπόν. Κέρδισες. Ο Ταϊσίν μπορεί να μείνει όσο θέλει».
«Δε χρειαζ-ΆΟΥΤΣ!»
«Ευχαριστώ πολύ Νόρα!», λέω αφού πρώτα δώσω μια γερή αγκωνιά στο στομάχι του νέου μου φίλου για να τον προλάβω πριν πει βλακεία. Τώρα που την πείσαμε, πρέπει να βγάλουμε τον σκασμό. «Λοιπόν, πάω με τον Ταϊσίν στην κουζίνα να παραγγείλουμε», λέω και τον σπρώχνω βιαστικά προς την κατάλληλη κατεύθυνση.
«Μπόνι, δε χρειάζεται να μαλώνεις για χάρη μου με την αδερφή σου», μου λέει ο Ταϊσίν αφού μπούμε πάλι στην κουζίνα.
«Μια χαρά χρειάζεται», του λέω  αποφασιστικά. «Μερικές φορές δε συμφωνούμε από την αρχή, αλλά όπως βλέπεις στην πορεία τα βρίσκουμε». Συνήθως. «Άσε την αδερφή μου τώρα, θέλω να σε ρωτήσω κάτι πολύ σημαντικό και δεν έχουμε πολύ χρόνο», λέω κοιτάζοντας αγχωμένη το ρολόι. «Τι μπορείς να μου πεις για το ξόρκι αφύπνισης δαίμονα;»
«Τίποτα μάλλον. Δεν το έχω ξανακούσει ποτέ».
«Μάλιστα. Καλύτερα να πάω να ετοιμαστώ τότε». Χωρίς δεύτερη σκέψη. Πάλι. Πρέπει να μάθω τι ξέρει γι’ αυτό ο Κα. Είναι η μόνη μου επιλογή τελικά.
«Πού θα πας; Δε θα φάμε;»
«Φάτε οι δυο σας. Εγώ έχω ραντεβού», του λέω και φεύγω αμέσως για πάνω, δίχως να αφήσω χώρο και χρόνο στον Ταϊσίν για περισσότερες ερωτήσεις.


Foni Nats