Η αλήθεια μου (Κεφάλαιο 1-Reboot)

Υπάρχουν για όλους μας στιγμές που ευχόμαστε οι ζωές μας να μην είναι τόσο κανονικές, τόσο συνηθισμένες. Να είναι κάπως πιο… ιδιαίτερες. Μοιάζει σαν άγραφος κανόνας, κάτι που ισχύει σχεδόν για όλους τους ανθρώπους. Σχεδόν. Μιας και εγώ έχω διαφορετική άποψη πάνω στο θέμα.
 Ευχόμουν πάντα μια συνηθισμένη ζωή όπως όλα τα παιδιά της ηλικίας μου. Δεν γνώρισα ποτέ τον πατέρα μου και όσες φορές προσπάθησα να μάθω για εκείνον από τη μητέρα μου, εκείνη άλλαζε πάντα θέμα συζήτησης.
 Η μητέρα μου, η Μιράντα, λατρεύει να ταξιδεύει. Έτσι, μόλις τελειώνω το σχολικό έτος, ή και στα μισά του χρόνου, αποφασίζει ότι πρέπει να φύγουμε. Πηγαίνουμε για καλοκαιρινές διακοπές και μετά συνεχίζω το σχολείο σε άλλη χώρα. Με αυτόν τον τρόπο έχω ταξιδέψει σχεδόν σε όλο τον κόσμο.
Τώρα είμαστε στη Σουηδία και ετοιμαζόμαστε να μετακομίσουμε ξανά. Όταν ήμουν μικρή, μου άρεσε να βλέπω τον κόσμο, αλλά με τα χρόνια η λαχτάρα μου σταμάτησε να είναι τόσο έντονη.
Βλέπετε, με τον τρόπο που ζω είναι δύσκολο να κρατήσει κανείς φιλικές σχέσεις.
Θυμάμαι μια φορά, όταν ήμουν έξι χρονών και ήμασταν στο Μεξικό, δέθηκα πραγματικά πολύ με ένα κορίτσι, την Ανίτα. Ήμασταν όλη τη μέρα μαζί. Εκείνοι οι εννέα μήνες πέρασαν χωρίς να το καταλάβω. Κάποια μέρα είχα πάει στο σπίτι της Ανίτα για να διαβάσουμε μαζί και ξέχασα να το πω στη μητέρα μου. Εκείνη κατέληξε να ορμήσει ξαφνικά στο δωμάτιο με δάκρυα στα μάτια. Ζήτησα συγγνώμη από την Ανίτα που θα έφευγα τόσο νωρίς και ακολούθησα τη μητέρα μου στο αυτοκίνητο.
Η διαδρομή για το σπίτι, παρά τη μικρή απόσταση που χώριζε τις οικίες μας, μου φάνηκε αιώνας. Δεν μιλούσε καμιά μας, ούτε μουσική από το ραδιόφωνο ακουγόταν. Απόλυτη σιγή, που έσπαζε μόνο από τις ανάσες μας. Αρκετές φορές προσπάθησα να μιλήσω, να της εξηγήσω το γιατί δεν πήγα αμέσως σπίτι. Μάταια όμως, αφού οι λέξεις δεν έλεγαν να βγουν από το στόμα μου.
Όταν φτάσαμε, μου ζήτησε να πλύνω τα χέρια μου και να τσιμπήσω κάτι όσο εκείνη θα φόρτωνε τις βαλίτσες μας στο αυτοκίνητο και «Φεύγουμε για Λονδίνο».
Από τότε σταμάτησα να προσπαθώ για μια ουσιαστική φιλία. Κλείστηκα στον εαυτό μου όσο ποτέ άλλοτε. Συνήθισα να είμαι η καινούρια του σχολείου, το μυστηριώδες και μοναχικό κορίτσι που δεν μιλάει σε κανέναν και κανένας δεν μιλά σε εκείνη, πάντα άριστη στα μαθήματα και που οι καθηγητές συνιστούν να επισκεφτώ κάποιον ψυχολόγο για τη μοναχικότητά μου.
Μα πού πήγαν οι τρόποι μου; Σας μιλώ τόση ώρα και δεν έχω συστηθεί ακόμα. Είμαι η Εύα, ένα κορίτσι δεκάξι χρονών, που αν το δεις στο δρόμο θα νομίσεις πως είναι ένα απλό κορίτσι όπως όλα τα άλλα στην ηλικία του, αλλά αν κοιτάξεις καλύτερα, θα δεις μια θλίψη στα μάτια του, ένα κενό βλέμμα, σαν κάτι να λείπει. Εμφανισιακά, είμαι μετρίου αναστήματος, αδύνατη, με κόκκινα, μακριά, σγουρά μαλλιά και μάτια γαλάζια και φωτεινά σαν τη θάλασσα και μεγάλα σαν την πανσέληνο. Έτσι τα περιέγραψε μια γριά τσιγγάνα που γνώρισα στο Παρίσι τέσσερα χρόνια πριν. Θα θυμάμαι πάντα τα λόγια της.
«Μάτια πληγωμένα έχεις, κόρη μου, μάτια που έκλαψαν και που θα κλάψουν πολύ ακόμα μέχρι να θολώσουν και έτσι απαρηγόρητα θα περιμένουν να περάσει η καταιγίδα. Θα περιμένουν πολύ μέχρι να δουν το φως της ευτυχίας. Φως που θα σου χαρίσει αυτός που κρατά το κλειδί της καρδιάς σου» μου είπε. Σήκωσα το χέρι μου και ψηλαφώντας τον λαιμό μου βρήκα το ασημένιο κολιέ σε σχήμα καρδιάς, με κλειδαρότρυπα στη μέση, που μόλις είχα αγοράσει.
Από τότε και για κάθε βράδυ βλέπω το ίδιο όνειρο. Ένα δωμάτιο σκοτεινό σαν τη νύχτα και σαν τον φόβο που νιώθω, σαν την απελπισία που με κυκλώνει και σιγά σιγά ροκανίζει την κάθε ελπίδα που μπορεί να μου έχει απομείνει. Μέχρι που δεν υπάρχει τίποτα πια να μου πάρει, ούτε ελπίδες ούτε όνειρα. Μένω για λίγο στο απόλυτο κενό, με μόνα αισθήματα αυτά του πόνου και της παγωμένης ατμόσφαιρας... Ζέστη. Γλυκιά ζέστη, που επαναφέρει την ελπίδα μέσα μου και κάτι σαν σπίθες φωτιάς φαίνεται να ξεπροβάλλουν κάτω από την πόρτα. Ασφυκτική ζέστη. Σε πολύ λίγο, οι σπίθες μετατρέπονται σε απειλητικές φλόγες φωτιάς και σύννεφα καπνού με πνίγουν. Κάποιος σπάζει την ξύλινη πόρτα και μπαίνει μέσα, με σηκώνει μισολιπόθυμη και...
Ξυπνώ στο κρεβάτι μου λουσμένη στον κρύο ιδρώτα και με μια αίσθηση δύσπνοιας. Είναι μόλις τέσσερις το πρωί.
Είμαι στο δωμάτιό μου, καθισμένη στο πάτωμα. Μόλις τελείωσα να πακετάρω τα πράγματά μου και αναρωτιέμαι πού θα πάμε αυτή τη φορά. Η Μιράντα, εδώ και χρόνια έχω πάψει να της αναφέρομαι ως μαμά, μιας και η σχέση μας είναι τελείως τυπική, δεν με ενημερώνει για την επόμενη «στάση» πια. Δεν πιρουνιάζομαι, αφού έτσι κι αλλιώς θα είναι ακόμα μια στάση και θα φύγουμε για αλλού πολύ σύντομα. Με φωνάζει για να φύγουμε... πάλι.
Βοηθάω να φορτώσουμε τις κούτες στο φορτηγό, αφού πρόσφατα πουλήσαμε το αυτοκίνητο, και μπαίνω στο πίσω κάθισμα του ταξί, έχοντας στο χέρι τα βιβλία που μου έδωσε: μια μίνι εγκυκλοπαίδεια για το μέρος που πάμε και ένα λεξικό. Αν και πάντα πηγαίνω σε πολυεθνικά σχολεία, με βασική γλώσσα τα αγγλικά και παίρνω σαν δεύτερη τα ελληνικά, μου αρέσει να έχω μια ιδέα από τη γλώσσα της εκάστοτε χώρας. Δεν ξέρω γιατί αλλά καθώς κρατάω στα χέρια μου αυτά τα βιβλία, πριν ακόμα δω τον τίτλο τους, κάτι νιώθω μέσα μου. Κάτι σε αυτά τα βιβλία μοιάζει να είναι τόσο οικείο. Και μια ματιά στο εξώφυλλο του λεξικού μου δίνει την απάντηση.
Θα πάμε στην Ελλάδα. Το αεροδρόμιο είναι τρεις με τέσσερις ώρες μακριά, άρα έχω αρκετό χρόνο να φρεσκάρω τις γνώσεις μου στην Ελληνική ιστορία και γλώσσα. Όχι πως το χρειάζομαι, αλλά ποτέ δεν χάνω την ευκαιρία να ασχοληθώ με ό,τι αφορά αυτή τη χώρα.
Η διαδρομή είναι βαρετή. Διαβάζω όλη την εγκυκλοπαίδεια μέσα σε δύο ώρες. Μου αρέσει τόσο πολύ αυτή η χώρα και ο ενθουσιασμός μου κάνει πάρτι μέσα μου. Τουλάχιστον όσα ξέρω από βιβλία και ταινίες με κάνουν να ανυπομονώ να βρεθώ εκεί. Μύθοι για ήρωες, θεούς, έρωτες και τόσα άλλα. Είναι ταλαιπωρημένη χώρα, πάντα όμως βγαίνει νικήτρια.
Τις σκέψεις μου διακόπτει στη μέση της διαδρομής ο οδηγός, προσποιούμενος ανησυχία για τη σιωπή μου, και με βομβαρδίζει με ερωτήσεις. Για τις επόμενες δύο ώρες αποφασίζω να ακούσω μουσική, αν και καταλήγει να με πάρει ο ύπνος μέχρι να φανεί το αεροδρόμιο στο παράθυρο.
Έπειτα, σειρά είχε η διαδικασία επιβίβασης: ξεφορτώσαμε τις αποσκευές και τις μεταφέραμε προσεκτικά στον έλεγχο. Μετράμε τις κούτες και δένουμε πάνω τους μπλε κορδέλες για να ξεχωρίζουν από τις υπόλοιπες.  Περνάμε τον έλεγχο, εισιτήρια, επιβίβαση. Πέντε ώρες πριν φτάσουμε, θυμάμαι το λεξικό που πήρα νωρίτερα και θεωρώ ότι ο χρόνος είναι αρκετός για να το μελετήσω.
Στο αεροδρόμιο, στην Αθήνα, με το που βγαίνουμε από το αεροπλάνο, νιώθω το ίδιο συναίσθημα όπως και με τα βιβλία. Στην αρχή δεν δίνω σημασία, αλλά όταν αργότερα το σκέφτομαι ξανά, τρομάζω.  Πώς γίνεται να νιώθω έτσι για ένα μέρος που γνωρίζω μόνο μέσα από βιβλία και ταινίες;
 Έξω από το αεροδρόμιο μας περίμενε η κυρία Μαίρη , μια γλυκιά κυρία, όχι πάνω από σαράντα ετών, μαζί με ένα φορτηγό και ένα ταξί.
Το σπίτι όπου θα μείνω είναι αρκετά μεγάλο. Είχα μείνει και σε μεγαλύτερο όταν ήμασταν στη Γερμανία, αλλά ήταν άχαρο και δύσκολο να καθαριστεί. Μόλις φτάνουμε επιτέλους και μπαίνω μέσα, από την πόρτα κιόλας, αρχίζω να σκέφτομαι πώς θα φτιάξω τον χώρο μου.
Υπάρχει ένα μακρόστενο ευρύχωρο δωμάτιο, το οποίο θα χρησιμοποιώ ως σαλόνι, με ένα απαλό μπεζ χρώμα στους τοίχους. Ένας ψηλός πάγκος, επενδυμένος με ξύλο γύρω του και με μάρμαρο στο πάνω μέρος, χωρίζει το σαλόνι από την κουζίνα, με ξύλινη και αυτή επένδυση και μάρμαρο στο πάνω μέρος, όπως ακριβώς και ο πάγκος. Πιο μέσα υπάρχουν άλλα τρία δωμάτια, δύο υπνοδωμάτια με απαλό μπεζ χρώμα στους τοίχους και ένα μπάνιο ντυμένο με ανοιχτές αποχρώσεις του μπλε.
Αυτό το σπίτι είναι σχεδόν τέλειο. Σχεδόν, γιατί δεν έχει κήπο. Το καλύτερο όμως είναι ότι θα είναι όλο δικό μου, αφού η Μιράντα έχει κανονίσει να δουλέψει ως οικιακή βοηθός σε κάποιο σπίτι στη γειτονιά που μένουμε, άρα θα περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας εκεί, στο διπλανό σπίτι.
 Όχι πως την υπόλοιπη μέρα θα είναι μαζί μου. Σπάνια πατάει το πόδι της στο σπίτι. Ακόμα και τις νύχτες αργεί να γυρίσει. Πού πάει; Ούτε ξέρω ούτε θέλω και να μάθω. Όταν είπα πως η σχέση μας είναι τυπική, το εννοούσα.
Τακτοποιούμε τις κούτες και ετοιμαζόμαστε να πάμε για φαγητό στης κυρίας Μαίρης. Θα μαγειρέψει η ίδια Ελληνικές συνταγές και θα μας εξηγήσει πώς λειτουργούν εδώ τα πράγματα. Αύριο θα είναι κουραστική μέρα για μένα. Έχω να καθαρίσω το σπίτι, να τακτοποιήσω τα πράγματα και να πάω για ψώνια με την κόρη της κυρίας Μαίρης, την Έλενα, η οποία δεν μας κάνει την τιμή να εμφανιστεί στο τραπέζι. Δεν ενοχλούμαι όμως, μιας και έτσι κι αλλιώς δεν ήθελα να τη γνωρίσω.
        Φεύγω σχεδόν αμέσως αφού τελειώσω με το γεύμα μου και αφήνω τη Μιράντα και την κυρία Μαίρη μόνες. Θέλω χρόνο να τακτοποιήσω το σπίτι μου, τουλάχιστον το μπάνιο, και να πέσω για ύπνο.  Έστω και στον καναπέ, αφού δεν έχω μοντάρει ακόμα το κρεβάτι. Η ώρα είναι αργά το μεσημέρι, όμως νιώθω ήδη τόσο κουρασμένη, που  αμφιβάλλω αν θα ξυπνήσω πριν το επόμενο πρωί.


Ελένη Ζερβάκου