Η αιώνια μάχη: Η πτώση (Κεφάλαιο 12/Μέρος Β) - "Το πανηγύρι"

Ανέβηκαν τα λιγοστά σκαλοπάτια για να μπουν στην πλατεία κι αυτό που αντίκρισαν ήταν ότι ακόμα και μέσα στην πλατεία οι περισσότεροι πάγκοι ήταν για τους διαγωνισμούς.
Πέρασαν μπροστά από τον πάγκο όπου γίνονταν οι εγγραφές για τα διάφορα αγωνίσματα και δήλωσαν συμμετοχή. Η Αρετή στις μονομαχίες κι ο Νικόλας στην τοξοβολία. Οι περισσότερες συμμετοχές υπήρχαν στο Κεφάλι του Αγρότη.
Τα τραπέζια που είχε κλείσει ο Κάσιος μαζί με τον Ορέστη ήταν λίγα μέτρα μακριά από το σημείο που θα γινόταν ο χορός.
«Καλώς ήρθατε, Νικόλα και Αρετή» τους καλωσόρισε ο Ορέστης και σηκώθηκε να τους χαιρετήσει. Φίλησε την Αρετή στο μάγουλο κι άπλωσε το χέρι του στον Νικόλα, ο οποίος το έπιασε κι αντάλλαξαν χειραψία.
«Μπορούμε να καθίσουμε;» ρώτησε η Αρετή.
«Βέβαια, το ρωτάτε;» είπε και τράβηξε δυο καρέκλες από το τραπέζι και τις έβαλε δίπλα-δίπλα.
«Ωραίο φουλάρι, Αρετή» παρατήρησε ο Ορέστης. «Σου πάει πολύ το πράσινο».
«Ευχαριστώ πολύ, Ορέστη» τον ευχαρίστησε κι έστρεψε το βλέμμα της στον Κάσιο. «Κάσιε, έμαθα ότι θα πάρεις μέρος στις μονομαχίες, είναι αλήθεια;»
«Ναι, αλήθεια είναι, εσύ γιατί ενδιαφέρεσαι;» τη ρώτησε εκείνος.
«Γιατί μάλλον θα έρθουμε αντιμέτωποι, εάν περάσουμε από τους πρώτους αντιπάλους μας» τον ενημέρωσε.
«Και με ποιο σπαθί θα μονομαχήσεις, Αρετή;» θέλησε να μάθει και για δεύτερη φόρα εκείνη την ημέρα τράβηξε το σπαθί του Νικόλα από τη θήκη του και το τοποθέτησε επάνω στο τραπέζι.

«Με αυτό το σπαθί, Κάσιε».

«Μα αυτό το σπαθί δε σου ανήκει, Αρετή» είπε και κοίταξε τον Νικόλα για μια στιγμή κι εκείνος θυμήθηκε την ημέρα πριν από πολλά χρόνια, όταν εκείνος παρακαλούσε να του δώσει το σπαθί για δικό του κι εκείνος του το έδωσε υπό κάποιους ορούς: να το προσέχει σαν τα μάτια του και να του το επιστρέψει, όταν εκείνος του το ζητούσε. Τόσα χρόνια δεν του είχε κάνει καμιά νύξη για το σπαθί, σήμερα ήταν η πρώτη και το πρόσωπο του Κάσιου του φάνηκε θυμωμένο και στενοχωρημένο.

«Ό,τι είναι του Νικόλα είναι και δικό μου ή έτσι θέλω να πιστεύω» τον κοίταξε στα μάτια. Ήθελε να της πει ότι έτσι ήταν, αλλά το σπαθί δεν του ανήκε και εκεί που πήγε να το πει στην Αρετή τον έβγαλε από τη δύσκολη θέση ο Κάσιος.

«Έτσι είναι, Αρετή, γιατί έτσι τον μεγάλωσα».

«Νικόλα;» τον ξαναρώτησε γιατί ήθελε να το ακούσει από τα δικά του χείλη κι εκείνος το είπε. Ο Κάσιος του έδωσε την άδεια να δώσει το σπαθί του στην Αρετή.

«Τα πάντα». Στο άκουσμα της απάντησής του, ένα χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπό της.

«Νικόλα, ωραίο τόξο» παρατήρησε ο Κάσιος.

«Ευχαριστώ, Κάσιε».

«Πόσο σου κόστισε;» θέλησε να μάθει ο Κάσιος.

«Τίποτα, Κάσιε» απάντησε ο Νικόλας και του αφηγήθηκε τη σκηνή με τον Ευστάθιο, την Κατερίνα και την κόρη του. ακόμα του είπε πώς ονόμασε το τόξο του. Ο Κάσιος το μόνο που είπε ήταν ότι το όπλο ήταν καλό και ότι η υπόσχεση που είχε δώσει στο κοριτσάκι έκανε το τόξο καλό. Ο Νικόλας δεν το κατάλαβε απόλυτα αυτό, αλλά έτσι ήταν ο Κάσιος.

Ο Βασίλειος ήρθε στο τραπέζι τους λίγο αργότερα και πήρε την παραγγελία τους. Τη στιγμή που έφευγε ο Βασίλειος έκαναν την εμφάνισή τους οι γονείς της Αρετής.

Ο Φάνης κρατούσε έναν μικρό δίσκο, ο οποίος ήταν στηριγμένος σε τρία ποδαράκια σε σχήμα λουλουδιών.

«Φάνη, τα κατάφερες, πήρες το βραβείο για τον καλύτερο κήπο» του έδωσε συγχαρητήρια ο Νικόλας.

«Για τον δεύτερο καλύτερο. Ο Κάτω Λαγανάς κέρδισε το πρώτο βραβείο, μα δε με πειράζει, ο κήπος του νικητή ήταν πραγματικά υπέροχος».

Άρχισαν να σχολιάσουν το πανηγύρι, καθώς ήρθαν τα φαγητά που είχαν παραγγείλει και ξεκίνησαν να τρώνε. Το κρέας του αγριογούρουνου ήταν καλά ψημένο και είχε υπέροχη γεύση. Ο Βασίλειος το είχε γεμίσει με ρύζι, καλαμπόκι, αρακά κι αλλά λαχανικά και μυρωδικά που έκαναν τη γεύση ακόμα πιο υπέροχη. Δεν ήταν μόνο το κρέας νόστιμο, αλλά και οι πατάτες και οι σαλάτες. Για το κρασί δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν το καλύτερο.

Το φαγητό και το πότο σε συνδυασμό με το ότι ήταν μια υπέροχη παρέα έκανε την ώρα να περάσει γρήγορα κι ευχαρίστα.
Ένας συγχωριανός τους ήρθε στο τραπέζι και τους ενημέρωσε ότι ξεκινούσε ο διαγωνισμός της μονομαχίας και της τοξοβολίας.

Ο Νικόλας μαζί με την Αρετή και τον Κάσιο σηκώθηκαν από το τραπέζι και κατευθύνθηκαν προς το μέρος, όπου θα λάμβαναν μέρος στους διαγωνισμούς.

Ο Νικόλας ακολούθησε την Αρετή και τον Κάσιο μέχρι το μέρος των μονομαχιών, εκεί αγκάλιασε την Αρετή και της ευχήθηκε.

«Καλή τύχη και να προσέχεις».

«Νικόλα, ένας διαγωνισμός είναι μόνο, δεν πρόκειται να πάθω τίποτα» τον καθησύχασε.

«Μπορεί, αλλά τα σπαθιά είναι κοφτερά και μπορεί να κάνουν αρκετή ζημιά».

«Μην ανησυχείς, θα προσέχω. Για σένα» τον φίλησε και του ψιθύρισε: «Και σε σένα καλή τύχη».

«Ευχαριστώ. Κάσιε, να προσέχεις και καλή τύχη» του είπε και του έκλεισε το μάτι.

«Πάντα» απάντησε κι έβγαλε το σπαθί του κι έκανε νόημα στην Αρετή να πλησιάσει για να της μιλήσει.

Ο χώρος όπου θα γινόταν η τοξοβολία είχε διαμορφωθεί κατάλληλα. Εκεί όπου είχαν βάλει τους στόχους είχαν βγάλει τα τραπέζια για να μην υπάρξει κανένα ατύχημα και υπήρχαν άτομα που απομάκρυναν τα μικρά παιδιά που ήθελαν να δουν από κοντά τον διαγωνισμό.

Οι πέντε στόχοι ήταν μεγάλα τσουβάλια γεμισμένα με στάχυα και τα σημεία εκκίνησης ήταν βαμμένα με ασβέστη. Υπήρχαν τρία επίπεδα δυσκολίας. Από 15 μέτρα, 25 μέτρα και 30 μέτρα.

Στον χώρο του διαγωνισμού βρισκόντουσαν άλλοι 19 άντρες, μάλλον κυνηγοί, γιατί τα τόξα τους ήταν πολύ προσεγμένα και σε πολύ καλή κατάσταση.

Ο Νικόλας τους πλησίασε και τους χαιρέτησε κι εκείνοι ανταπέδωσαν τον χαιρετισμό του.

Ο διαγωνισμός ξεκίνησε και πέρασαν 15 άτομα μαζί με τον Νικόλα. Ο ανταγωνισμός ήταν δύσκολος. Σε κάθε γύρο έπρεπε να ρίξουν ο καθένας τρεις βολές όσο πιο κοντά στο κέντρο. Ήταν τυχερός που πέρασε στο επόμενο γύρο, γιατί το καινούργιο του τόξο ήταν πιο βαρύ. Ήθελε περισσότεροι δύναμη για να το τεντώσεις και εάν δεν ήσουν συνηθισμένος σε αυτό μπορούσες εύκολα να αστοχήσεις.

Έριξαν οι πρώτοι δέκα και μετά ήρθε η σειρά του Νικόλα μαζί με τους υπόλοιπους τέσσερις. Αυτή τη φόρα έπρεπε να ρίξουν από 25 μέτρα και αυτή τη φόρα ήταν ακόμα πιο δύσκολο. Τα δυο πρώτα βέλη του απείχαν αρκετά από το κέντρο. Τι έπαθα, σκέφτηκε. Τοποθέτησε το βέλος στη χορδή και την τράβηξε, σημάδεψε προσεχτικά κι απελευθέρωσε τν χορδή και το βέλος έσκισε τον αέρα και καρφώθηκε έξω από το κέντρο.

«Έχασα» μονολόγησε αλλά δεν τον πείραξε. Ήταν πρώτη φόρα που χρησιμοποιούσε το τόξο εκείνο, ήθελε καιρό για να το συνηθίσει και να το μάθει καλά. Έβαλε το τόξο στην πλάτη του και πήγε να μαζέψει τα βέλη του από τον στόχο. Ευχήθηκε καλή επιτυχία σε αυτούς που πέρασαν στον τελικό και πήγε να παρακολουθήσει τον Κάσιο και την Αρετή στους αγώνες τους.

Πριν δει τους αγώνες, τους άκουσε. Δυνατοί μεταλλικοί ήχοι ακούγονταν από το πεδίο των μονομαχιών. Πλησίασε και είδε την Αρετή να σκύβει και να χτυπάει την ασπίδα του αντίπαλου της. Κρατούσε κι εκείνη και ο αντίπαλος της από μια ξύλινη ασπίδα. Ο αντίπαλός της ήταν δυνατός, γιατί σε κάθε χτύπημά του εκείνη υποχωρούσε αλλά κι εκείνος δεν μπορούσε να την αποτελειώσει, γιατί ήταν πολύ γρήγορη.

Στην απέναντι γωνία είδε τον Κάσιο να αποτελειώνει τον αντίπαλό του πετώντας με το σπαθί του την ασπίδα του αντιπάλου του και ακινητοποιώντας τον βάζοντας την αιχμηρή άκρη του σπαθιού του στα πλευρά του. Εκείνος πέταξε το σπαθί του, αποδέχοντας την ήττα του. Ο Κάσιος τράβηξε το σπαθί του και έδωσε το χέρι στον αντίπαλό του και άρχισε να πηγαίνει προς το μέρος του Νικόλα.

Ένα χέρι ακούμπησε στον ώμο του, γύρισε και είδε την Λοϊάνα.

«Καλησπέρα, Νικόλα. Τι κάνεις;»

«Καλησπέρα και σε εσένα Λοϊάνα, μια χαρά είμαι, εσύ;»

«Μια χαρά είμαι και εγώ. Αγωνίζεσαι;»

«Αγωνίστηκα στην τοξοβολία, αλλά έχασα» εξήγησε κι εκείνη τη στιγμή ήρθε κοντά τους ο Κάσιος.

«Νικόλα, για παρακολούθα για λίγο την Αρετή» του είπε και εκείνος γύρισε και είδε την Αρετή να έχει πάρει μια παράξενη θέση. Είχε πετάξει την ξύλινη ασπίδα, είχε πιάσει με τα δυο χέρια της τη λαβή του σπαθιού και είχε τοποθετήσει τη λάμα του στη δεξιά πλευρά της.

«Μπορεί να τραυματιστεί» είπε ο Νικόλας και στο πρόσωπο του εμφανίστηκε η ανησυχία.

«Νικόλα, ξεχνάς» ανάφερε ο Κάσιος με ένα χαμόγελο στα χείλη του. Ο αντίπαλος της Αρετής είχε σαστίσει για λίγο από τη στάση της και έπειτα επιτέθηκε, η Αρετή αυτό περίμενε γιατί με μια γρήγορη κίνηση σήκωσε το σπαθί της και χτύπησε με δύναμη το σπαθί του αντιπάλου της, το έριξε μακριά και ύστερα έκανε ένα κύκλο από τον άοπλο πλέον αντίπαλο της και πέρασε το σπαθί στον λαιμό του.

«Λοιπόν, δε θα με γνωρίσεις με τη φίλη σου, Νικόλα;» άλλαξε απότομα θέμα ο Κάσιος.

Ο Νικόλας ακόμα σκεπτόταν την Αρετή και το στιλ που χρησιμοποίησε για να νικήσει. Ήταν σίγουρος ότι αυτό δεν της το είχε διδάξει, γιατί ήταν επικίνδυνος τρόπος. Εάν καθυστερούσες να αποκρούσεις ή να αποφύγεις το χτύπημα του αντιπάλου ήσουν σίγουρα χαμένος.

«Εεε, συγγνώμη, Κάσιε, αφαιρέθηκα για λίγο» απολογήθηκε. «Λοιπόν, Κάσιε, από εδώ η Λοϊάνα, συγγενής της Αρετής».

Ο Κάσιος χαμήλωσε λίγο το βλέμμα του λέγοντας:

«Χάρηκα για τη γνωριμία, Λοϊάνα».

«Κι από εδώ Λοϊάνα, ο Κάσιος, ο φίλος που σου ανάφερα το μεσημέρι».

«Κι εγώ χάρηκα για τη γνωριμία, Κάσιε».

«Νικόλα, με είδες;» είπε η Αρετή και τον αγκάλιασε. «Γεια σου Λοϊάνα».

«Γεια σου, Αρετή».

«Αρετή, να σου πω λίγο;» τη ρώτησε και χωρίς να περιμένει απάντηση την πήρε αγκαζέ και την τράβηξε λίγο παραπέρα από τον Κάσιο και τη Λοϊάνα.

«Τι είναι;»

«Δε θέλω να ξανακάνεις αυτήν την κίνηση, Αρετή» την επέπληξε.

«Ποια κίνηση, Νικόλα;» τον ρώτησε με κάπως αυστηρό τρόπο.

«Την παραπλάνηση του αντιπάλου. Είναι επικίνδυνη κίνηση. Λίγο να αφαιρεθείς, είναι σίγουρο ότι θα σου κοστίσει».

«Δεν πρόκειται να κάνω λάθος» τον καθησύχασε.

«Δεν μπορείς να το ξέρεις αυτό…»

«Δεν μου έχεις εμπιστοσύνη, Νικόλα;». τον διέκοψε με υψωμένη φωνή κοιτάζοντας τον στα μάτια. «Μην ξεχνάς ότι εσύ με δίδαξες να χρησιμοποιώ το σπαθί».

«Σου έχω απόλυτη εμπιστοσύνη και το ξέρεις αυτό, αλλά αυτήν την κίνηση δε σου την έδειξα εγώ, γιατί κρύβει κινδύνους» της επισήμανε ξανά.

«Αφού μου έχεις εμπιστοσύνη, σταμάτα να ανησυχείς, την κίνηση αυτή την είδα όταν πολεμούσες εναντίων των τεράτων».

«Αρετή, σε παρακαλώ» την παρακάλεσε κοιτώντας τη στα μάτια.

«Νικόλα».

«Χρησιμοποίησέ τη μόνο εάν είναι απαραίτητο και δεν μπορείς να κάνεις κάτι άλλο, σε παρακαλώ».

«Αυτό μπορώ να το δεχτώ» αποφάνθηκε τελικά εκείνη.

«Αρετή» ακούστηκε η φωνή του Κάσιου. «Έλα, είναι ξανά η σειρά σου».

«Καλή τύχη» της ευχήθηκε και την άφησε από την αγκαλιά του να πάει να αγωνιστεί.

Οι επόμενοι αγώνες ήταν αρκετά θεαματικοί και σκληροί. Ο χώρος όπου γινόντουσαν οι μονομαχίες ήταν γεμάτος από τους θορύβους που έκαναν τα σπαθιά μεταξύ τους, όταν ερχόντουσαν σε επαφή με την ξύλινη ασπίδα αλλά και από μερικά βογκητά πόνου, χαράς ή κούρασης.

Ο Κάσιος ήταν φοβέρα δυνατός για τους αντίπαλους του και η Αρετή ήταν επιδέξια στο σπαθί και πιο γρήγορη από τους άντρες. Η Λοϊάνα είχε μείνει άφωνη με τις ικανότητες της Αρετής.

Στον τελικό πέρασαν η Αρετή κι ο Κάσιος, μα κανένας από τους δυο δεν πήγε στον Νικόλα και στη Λοϊάνα για τους ευχηθούν καλή τύχη. Είχε πιάσει ο καθένας τους μια γωνία του χώρου και ξεκουραζόταν. Η μονομαχία που ακουλούθησε ήταν εκπληκτική.

Ο Κάσιος δε χρησιμοποιούσε καθόλου δύναμη ή ταχύτητα, αλλά μόνο την επιδεξιότητα που κατείχε στο σπαθί. Ο Νικόλας δεν μπόρεσε ποτέ να μάθει να χρησιμοποιεί με τέτοιον τρόπο το σπαθί. Η Αρετή από την άλλη μονομαχούσε σαν να χόρευε. Με σβέλτες κινήσεις προσπαθούσε να κουράσει τον Κάσιο και να βρει ένα άνοιγμα, ώστε να τον ακινητοποιήσει.

Η μάχη κράτησε αρκετή ώρα. Κάποια στιγμή, μετά από μια επίθεση του Κάσιου, ο οποίος έκανε μια περιστροφική κίνηση με το σπαθί του με στόχο το κεφάλι της, εκείνη έσκυψε και γύρισε γρήγορα στο σπαθί στα ανυπεράσπιστα πλευρά του Κάσιου, μα ο Κάσιος δεν ήταν πρωτάρης το είχε προβλέψει κι έκανε την κίνηση να μπλοκάρει την επίθεσή της, μα εκείνη την τελευταία στιγμή άλλαξε χέρι και προσπάθησε να τον χτυπήσει στα πόδια, αλλά απέτυχε. Το σπαθί έφυγε από το αριστερό χέρι της και έπεσε με θόρυβο στο έδαφος. Ο Κάσιος το μόνο που έκανε ήταν να φέρει την αιχμή του σπαθιού στον λαιμό της Αρετής κι εκείνη παραδέχτηκε την ήττα της.

«Πολέμησες πολύ καλά. Ο Νικόλας είναι καλός δάσκαλος» τη συνεχάρη ο Κάσιος καθώς τη βοηθούσε να σηκωθεί.

«Ευχαριστώ κι εσύ είσαι εκπληκτικός, μα και ο Νικόλας είχε καλό δάσκαλο». Έσκυψε και σήκωσε το σπαθί από το έδαφος. «Κάσιε, είσαι τυχερός πάντως».

«Γιατί Αρετή;» θέλησε να μάθει.

«Γιατί εάν δε μου έφευγε το σπαθί από το χέρι θα είχες χάσει» του είπε με ένα χαμόγελο.

«Δεν το νομίζω Αρετή».

«Γιατί όχι, Κάσιε;» ρώτησε.

«Γιατί το σπαθί που χρησιμοποίησες δεν ήταν δικό σου, αλλά ξένο. Και το σπαθί που δεν είναι δικό σου, δεν μπορεί να ανταπεξέλθει πάντα όπως εσύ θέλεις».

«Δεν κατάλαβα, τι εννοείς Κάσιε;» τον ρώτησε με απορημένο ύφος η Αρετή καθώς πλησίαζαν τον Νικόλα με την Λοϊάνα.

«Θα καταλάβεις την επομένη φόρα που θα κάνω στον Νικόλα εκπαίδευση, στην οποία θέλω να έρθεις κι εσύ, μιας και ο Νικόλας σου έχει αρχίσει εκπαίδευση».

«Μα δε χρειάζεται πια να κάνουμε καμιά εκπαίδευση, Κάσιε. Ο Αρίωνας πέρασε στο κενό».

«Δε βλάπτει να είμαστε σε καλή κατάσταση και η εκπαίδευση μας βοηθά να είμαστε υγιής».

«Συγχαρητήρια, Κάσιε» τον συνεχάρη ο Νικόλας. «Αν και η Αρετή ήταν εκπληκτική, στάθηκες τυχερός, Κάσιε» του είπε κι αγκάλιασε την Αρετή και τη στιγμή που δεν έβλεπε η Αρετή, του έκλεισε το μάτι.

«Συγχαρητήρια, Κάσιε» τον συνεχάρη και η Λοϊάνα κι εκείνος έκλινε ελαφρώς το κεφάλι του.

«Ευχαριστώ, Λοϊάνα».

«Κάσιε, δε νομίζεις ότι ξέχασες κάτι;» ρώτησε η Λοϊάνα.

«Τι πράγμα;» αναρωτήθηκε εκείνος.

«Το βραβείο, Κάσιε» του απάντησε εκείνη.

«Τα βραβεία θα τα παραδώσουν λίγο πριν ξεκινήσει ο χορός».

«Νικόλα, πάμε μια βόλτα» κι όπως συνήθως δεν περίμενε απάντηση και τον τράβηξε από το μπράτσο.

Σταμάτησε σε ένα δέντρο δίπλα από τον Καταράχη. Στάθηκε απέναντι από τον Νικόλα και τον κοίταξε στα μάτια.

Ήταν υπέροχη. Τα πράσινα μάτια της έλαμπαν σαν τα αστέρια στον μαύρο ουρανό.

«Νικόλα, γιατί ο Κάσιος σου κάνει ακόμα εκπαίδευση;» ρώτησε θυμωμένη.

Πού το ήξερε αυτό… Δεν της το είχε πει, γιατί περίμενε τέτοια αντίδραση. Τελευταία είχε κρύψει πολλά κι από εκείνη κι από τον Κάσιο, αλλά στην πραγματικότητα ούτε εκείνος ήξερε γιατί ο Κάσιος επέμενε να συνεχίσουν να κάνουν εκπαίδευση.

«Αρετή, πρέπει να με πιστέψεις ότι ο Κάσιος επιμένει να συνεχίσουμε και όταν τον ρώτησα μου είπε ότι θα καταλάβω σύντομα τον λόγο. Δε σου το είπε, γιατί περίμενε μια τέτοια αντίδραση και με το δίκιο σου».

«Τότε γιατί τον αφήνεις να σου το επιβάλει;»

«Γιατί σύντομα θα αρχίσω δουλειά στον σιδεράδικο, όπου ο Ορέστης μου προσφέρει δουλειά και έτσι δε θα έχω χρόνο για εκπαίδευση. Εσύ που το ξέρεις ότι συνεχίζουμε την εκπαίδευση;»

«Μου το είπε ο ίδιος και μάλιστα με κάλεσε να συμμετάσχω αι εγώ μιας και εσύ ήδη μου έχεις δείξει κάποια πράγματα».

«Μάλιστα» έκανε ο Νικόλας. Ο Κάσιος ήταν πολύ παράξενος μερικές φορές. Να θέλει να εκπαιδεύσει και την Αρετή…

«Νικόλα, ορίστε το σπαθί σου» είπε η Αρετή και τον έβγαλε από τις σκέψεις του, καθώς του έτεινε το σπαθί με τη λαβή προς το μέρος του κι εκείνος το πήρε και το έβαλε ξανά μέσα στο θηκάρι του. Η λάμα έκανε ένα μικρό σφυριχτό ήχο, καθώς σερνόταν μέσα στο θηκάρι.

Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν για λίγο και ύστερα ξεκίνησαν για το τραπέζι τους.

Η ώρα περνούσε γρήγορα και ευχάριστα βλέποντας τους διαγωνισμούς και πίνοντας αρκετό πότο. Όλοι στην πλατεία ήταν ευχαριστημένοι και χαρούμενοι. Τα βραβεία αποδόθηκαν στους νικητές. Ο Κάσιος πήρε ένα μικρό χρυσό νόμισμα κι ένα θερμό χειροκρότημα μιας και ήταν ένας από τους δυο ήρωες του χωριού. Ο νικητής στην τοξοβολία κέρδισε μια φαρέτρα με καινούργια βέλη, ο νικητής στην κηπουρική μια καινούργια τσάπα και συνέχισαν με τα υπόλοιπα βραβεία. Το πιο αστείο από όλα ήταν για τον νικητή του διαγωνισμού «Το κεφάλι του αγρότη». Ήταν ένα δεμάτι με βότανα για το πονοκέφαλο.

Λίγο πριν ξεκινήσουν οι τροβαδούροι τα τραγούδια στον χώρο του χορού ανέβηκε ο Φάνης.

«Μητέρα, τι κάνει ο πατέρας;» ρώτησε η Αρετή.

«Μια φόρα αρραβωνιάζει κάνεις την κόρη του και θέλει εκείνος να ανακοινώσει τον αρραβώνα σας».

«Μα…» πήγε να πει κάτι η Αρετή, αλλά η μητέρα της δεν την άφησε.

«Αρετή ασ’ τον. Είναι πολύ ευτυχισμένος που ο Νικόλας σε αγαπάει τόσο πολύ κι έχει πιει αρκετά».

«Δεν πειράζει» είπε ο Νικόλας. «Καλύτερα έτσι, θα το αποδεχτούν καλύτερα, εάν δουν ότι η οικογένειά της στηρίζει αυτόν τον αρραβώνα».

«Αρετή, Νικόλα ελάτε κοντά μου» τους φώναξε ο Φάνης, αφού είχε ήδη ανακοινώσει τον αρραβώνα τους. Σηκώθηκαν και πήγαν κοντά στον πατέρα της, ο οποίος πήρε το χέρι της Αρετής και το δικό του και τα ένωσε. Τους φίλησε και τους δυο σταυρωτά. Οι τροβαδούροι άρχισαν να τραγουδούν με τη συνοδεία μιας άρπας κι εκείνος μαζί με την Αρετή αγκαλιάστηκαν κι άρχισαν να χορεύουν. Σιγά-σιγά άρχισαν να έρχονται κι αλλά ζευγάρια για να χορέψουν κι έτσι έπαψαν να είναι το επίκεντρο της προσοχής.

Παρότι δεν του άρεσε να χορεύει, όταν το έκανε με την Αρετή πετούσε στα σύννεφα κι εκείνο το βράδυ ένιωθε ότι πετούσε στον έναστρο ουρανό.


Νίκος Καρδαμπίκης