Το άστρο που έδυσε (Κεφάλαιο 2- Μέρος 1ο) - Έχε τους φίλους κοντά και τους εχθρούς σου πιο κοντά

Έχε τους φίλους κοντά και τους εχθρούς σου πιο κοντά. Παροιμιώδης φράση, σπουδαίο γνωμικό και αρχική δική μου κίνηση. Τελικά το ανθρώπινο γένος δεν είχε σταματήσει ποτέ του να με εκπλήσσει, με την έκρηξη σοφίας του, που ώρα ώρα λάμβανε χώρα στα άδυτα του εγκεφάλου του. Λαμπρό παράδειγμα αυτής της υποβόσκουσας σοφίας, είναι και ο συγκεκριμένος τίτλος. Ωστόσο εγώ, καθώς μέσα μου συνήθιζα να κοσκινίζω κάθε πληροφορία που μου δινόταν, σκέφτηκα καλά προτού αναλάβω δράση, προκειμένου να σώσω όποιο αποκαϊδι είχε απομείνει, από την αλλοτινή μου υπόληψη. Προσπάθησα λοιπόν αρχικά, αλλά για ακόμη μία φορά να ξεγελάσω τους πάντες. Ωστόσο, αν υπάρχει κάποιος από τον οποίο δεν μπορείς να κρυφτείς όσο και να θες, αυτός είναι ο ίδιος σου ο εαυτός. Αν φυσικά διακατέχεσαι από αυτογνωσία, γιατι αν σου λείπει και αυτή, μην ψάξεις γύρω σου για καμία απολύτως σανίδα σωτηρίας. Είσαι χαμένος από χέρι. Εγώ φυσικά ως Άρχων της αλαζονείας, διέθετα μία στρεβλή εικόνα του «είναι» μου, την οποία όμως ωριμάζοντας, χρειάστηκε να διορθώσω. 
 
Όλα ξεκίνησαν μία αποφράδα ημέρα, όπου ένας κατώτερος υπήκοός μου βρέθηκε στα κρυφά στον Παράδεισο, προκειμένου να μου στείλει την καθημερινή μου ενημέρωση, καθώς εδώ και λίγο καιρό, επικρατούσε ουράνια αναστάτωση. Πήγε λοιπόν ο αφιλότιμος ως εκεί, προκειμένου να ενημερωθεί για τα τεκταινόμενα, ενώ δύο ώρες αργότερα, επέστρεψε με καμμένο δέρμα, εξαιτίας του παραδεισένιου φωτός. Ξεσκονίζοντας όπως όπως τα μαύρα του φτερά και βήχοντας αμήχανα μερικές φορές, προκειμένου να κερδίσει δευτερόλεπτα σκέψης της κοτσάνας που θα μου αράδιαζε, πήρε τελικά τον λόγο, αφού με προσκύνησε τυπικά τέσσερις φορές. Εγώ από την άλλη, διακρίνοντας την αμηχανία του αλλά και την πλεονάζουσα κίνηση της τέταρτης υπόκλισης, είχα αρχίσει να φοβάμαι πως κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά.
«Μίλα και με έσκασες!» του τσίριξα και εκείνος καταϊδρωμένος, ψέλλισε :

«Αφέντη μου, όπως πολύ καλά γνωρίζεις, η ημέρα της οριστικής μας δύσης πλησιάζει. Ο Πατέρας έχει σκοπό να βάλει ένα τέλος στη βασιλεία σου και να εξυψώσει το ανθρώπινο γένος. Το άκουσα που το έλεγε ο Μιχαήλ»
Τη στιγμή εκείνη, για να αποφύγω να χειροδικήσω, προτίμησα να χαστουκίσω τον εαυτό μου, για να χαλιναγωγήσω τα νεύρα μου.
«Αν διάβαζες και λίγο, θα καταλάβαινες πως όλα αυτά που μου ανέφερες, είναι εδώ και χρόνια γνωστά» του γρύλισα περιμένωντας απάντηση.
«Μα αφέντη μου, τώρα υπάρχει λύση» επέμεινε εκείνος και εμένα αυτή η κουβέντα ήχησε στα αυτιά μου σαν απόσπασμα από φθηνό, διαφημιστικό, σλόγκαν.
«Δηλαδή;» ρώτησα μονολεκτικά.
«Δηλαδή άκουσα τον Μιχαήλ να λέει, πως αν κάνεις κάποιον να σε αγαπήσει, ξεγελώντας τον φυσικά, καθώς όπως γνωρίζεις είμαστε δαίμονες, τότε θα κερδίσεις την ζωή σου και ίσως μία δεύτερη ευκαιρία να επιστρέψεις πίσω στον Παράδεισο και στην παλιά σου αίγλη. Κοινώς ειπώθηκε πως παρά το γεγονός πως σκέφτονται να τερματίσουν τη βασιλεία σου, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποτραπεί, αν εσύ αποφάσιζες να αλλάξεις» τελείωσε εκείνος.
«Γιατί τι έχει η καινούργια μου αίγλη; Δεν σου αρέσει; Εγώ την απολαμβάνω» συνέχισα την αυτοεπευφημία, δίχως να δώσω βάση στην λέξη- κλειδί που με έκαψε. Την λέξη «ξεγελώ». « Κοινώς δηλαδή, θα πρέπει να γίνω καλός. Δύσκολο, αλλά θα έκανα τα πάντα για να κερδίσω την αιώνια ύπαρξή μας, με μία φαινομενική επιστροφή στον Παράδεισο. Αυτό φαντάζομαι πως απαιτεί, να ανακτήσω όλες μου τις αρετές. Φαινομενικά πάντα. Ακούγεται σχετικά εύκολο σαν πρόταση και ίσως τότε κερδίσω και την εύνοια του Πατέρα» μουρμούρισα.
«Φαινομενικά όμως» συμπλήρωσε ο δαίμονας γελώντας.
«Ακριβώς. Όλα θα γίνουν υποθετικά, αλλά καλά σκηνοθετημένα και όταν όλοι τους πιστέψουν πως έχω πράγματι αλλάξει, θα προκαλέσω μία δεύτερη εξέγερση. Είσαι βέβαιος για όλα αυτά;» πρόφερα με έπαρση.
«Φυσικά Αφέντη. Τον άκουσα με τα ίδια μου τα αυτιά που συζητούσε με τον Ραφαήλ, ωστόσο δήλωναν απογοητευμένοι γιατί καταβάθος ξέρουν πως δύσκολα θα άλλαζες. Ωστόσο, προτιμούν να ελπίζουν» απάντησε, ενώ τον είδα να τρέμει σαν το ψάρι.«Πρόσεξε Αφέντη, πρέπει να είσαι πειστικός γιατί αν κάτι πάει στραβά θα το μετανιώσουμε όλοι μαζί» μου είπε.
«Δε μου λες, πιάνει το μάτι σου;» ρώτησα περιπαικτικά.
«Όχι Αφέντη μου, γιατί το λες αυτό;» μου απάντησε.
«Γιατί είσαι φορέας αρνητικής ενέργειας. Πότε πήγε κάτι στραβά για να πάει τώρα; Μην απαντήσεις!» συνέχισα και εκείνος είχε μείνει με το στόμα μισάνοιχτο και τη διχαλωτή του γλώσσα μαζεμένη προς τα πίσω, έτοιμη να ξεστομίσει την πρώτη λέξη. «Συνέχισε να μου δίνεις πληροφορίες» τον προέτρεψα πιο ευγενικά.
«Το θέμα είναι, πως ο Πατέρας και τα αγγελούδια του, πρέπει να δουν από εσένα μία αληθινή αλλαγή. Αλλιώς, όπως φυσικά γνωρίζεις ο Πατέρας θα τερματίσει την ύπαρξή σου και ξέρεις πολύ καλά πως έχει τη δύναμη να το κάνει» μου πέταξε στη μούρη και εγώ ένιωσα το αίμα μου να βράζει.
«Πρόσεξε πολύ καλά τα λόγια σου. Είμαι ο πιο ισχυρός άγγελος που δημιουργήθηκε! Ο πρώτος! Η δύναμή μου θα γίνει ισάξια με του Πατέρα αν το θελήσω» μούγκρισα, αλλά δεν φάνηκε να πείθεται.
«Τότε Αφέντη, ξεκίνα την πρόβα καλοσύνης. Έχεις στη διάθεσή σου έναν ανθρώπινο χρόνο. Όχι και πολύ καιρό, αν αναλογιστεί κανείς πως έχεις υπάρξει ένα κάθαρμα εδώ και εκατομμύρια αιώνες» συνέχισε ο δαίμονας.
«Ω, έλα τώρα, σταμάτα τις κολακείες και επικεντρώσου στον στόχο μας. Εξάλλου, θα πρέπει όλοι μας να δείξουμε μετανιωμένοι, αλλιώς θα καταστραφείτε και εσείς μαζί με εμένα» συνέχισα.
«Ναι, αλλά δεν θα μετανιώσουμε στ’αλήθεια»συνέχισε εκείνος.
«Μεγαλοφυές συμπέρασμα» τελείωσα χτυπώντας άκεφα παλαμάκια.


Από τη στιγμή που έφυγε, εγώ δεν έπαψα λεπτό να επεξεργάζομαι τις πληροφορίες που είχα στα χέρια μου. Ώστε, ακόμη ήλπιζαν σε μία αλλαγή μου. Ακόμη με περίμεναν. Λοιπόν, θα ερχόμουν, αλλά αυτή τη φορά παίζοντας με τους δικούς μου κανόνες. Μολαταύτα, ο πιστός μου υπηρέτης είχε ξεχάσει να μου αναφέρει, γιατί πολύ απλά δεν είχε ακούσει, πως σε μία τέτοια δοκιμασία αλλαγής, δεν χωρούσε το ψέμα. Κοινώς, εκείνος ή εκείνη που θα με αγαπούσε ειλικρινά, θα έπρεπε να το κάνει έχοντας δει όλα όσα πραγματικά είμαι. Όλη τη φρίκη του κόσμου δηλαδή μαζεμένη σε ένα πρόσωπο. Ωστόσο, όπως προείπα, εγώ βάδιζα στα τυφλά και είχα αρκεστεί στην παραπληροφόρηση, ότι έπρεπε απλώς να ξεγελάσω ένα ανθρώπινο πλάσμα, καθώς ένα αγγελικό ήταν αδύνατον, να παραστήσω τον καλό και να κερδίσω την εύνοια όλων. Εύκολα και απλά.
Μολαταύτα, λογάριαζα και πάλι χωρίς τον ξενοδόχο, όπου ξενοδόχος στην περίπτωσή μου θεωρούνταν διάφοροι αστάθμητοι παράγοντες, σκοτεινής προέλευσης. Έχοντας μείνει μονάχος μου στην αίθουσα του θρόνου μου, προσπαθούσα να σκεφτώ ποια θα ήταν η αφετηρία της περιπέτειάς μου στον κόσμο των θνητών. « Άλλο να τον κυβερνάς εξ αποστάσεως και άλλο να μπλεχτείς έχοντας ενεργό ρόλο» σκέφτηκα και η ιδέα με έκανε να αναπηδήσω. Είχα μόλις ξεστομίσει τη σωστή λέξη «ρόλος». Χρειαζόμουν λοιπόν έναν ανθρώπινο ρόλο, προκειμένου να μπορώ να κινηθώ με την άνεσή μου, ανάμεσα στα θνητά βλέμματα, δίχως να προκαλέσω τυχόν εμφράγματα.
Με βαριά καρδιά, στάθηκα μπροστά από έναν ολόσωμο καθρέπτη. Μαυρίλα τριγύρω μου, μαύρος και εγώ, σαν πολύ μονότονο μου φάνταζε το θέαμα. Αν λοιπόν μεταμορφωνόμουν σε άνθρωπο, θα ήθελα να φοράω κόκκινο πουλόβερ, ή και κίτρινο. Κάτι που να με φωτίζει τελοσπάντων και να μου υπενθυμίζει πως η παλέτα των χρωμάτων ήταν κάτι περισσότερο από ένα γκρί και ένα μαύρο. Κοιτάχτηκα ξανά, προσεκτικά, όταν την απόλυτη συγκέντρωσή μου, έσπασε η ενοχλητική φωνή του υπηκόου μου.
«Αφέντη, θα πρέπει να γνωρίζεις ένα πολύ βασικό πράγμα» μου είπε.
«Υπονοείς πως υπάρχουν πράγματα που διαφεύγουν της προσοχής και γνώσης μου;» γρύλισα.
«Όχι φυσικά, μα πως θα μπορούσα άλλωστε, μία απλή υπενθύμιση…» ψιθύρισε.
«Άντε να σε δω!» απάντησα.
«Ακόμη και άνθρωπος να γίνεις, δεν θα μπορέσεις να έχεις μία όμορφη εμφάνιση» τελείωσε.
Εγώ στένεψα τα μάτια, προσπαθώντας να μη δείξω πως εκπλήσσομαι.
«Αναμενόμενο» μουρμούρισα. «Η εσωτερική μου ασχήμια, θα αντικατοπτριζόταν και στην εξωτερική μου εμφάνιση. Άλλη μία τιμωρία από τον Πατέρα. Δεν πειράζει όμως, ας είναι. Η μελλοντική ομορφιά, απαιτεί και θυσίες» είπα και αίφνης ξεκίνησα την μεταμόρφωσή μου.
Όταν τελείωσα και κοιτάχτηκα στον καθρέπτη, το αποτέλεσμα ήταν πραγματικά μετριότατο.
«Ακούω σχόλια» άστραψα και βρόντηξα στον καημένο τον δαίμονα που ξεροκατάπινε, ψάχνοντας επειγόντως για αποδιοπομπαίο τράγο.
«Περιττά» μου απάντησε χαμογελώντας ψεύτικα και τότε τον άρπαξα από τον λαιμό «Λέγε μου αμέσως, αλλιώς θα βασανιστείς σκληρά για μία αιωνιότητα» του φώναξα.
«Θέλεις την αλήθεια;» ρώτησε ιδρωμένος.
Στο άκουσμα αυτής της λέξης, μου ήρθε να γελάσω, αλλά αποφάσισα να συνεχίσω αυτήν την κωμωδία.
«Πάντα» του είπα.
«Είσαι αυτό ακριβώς που πρεσβεύεις».
«Διπλωματική απάντηση για να μην με αποκαλέσεις άσχημο. Ελεύθερος» διέταξα και εκείνος εξαφανίστηκε τρέχοντας.
Κοίταξα ξανά το ανθρώπινο είδωλό μου. Μπροστά μου στεκόταν ένας άντρας σχετικά ψηλός, όχι και τόσο γεροδεμένος, με σκούρα, κοντά μαλλιά και ένα πρόσωπο γεμάτο ουλές. «Γαμώτο!» αναφώνησα, αλλά ήξερα πως το αποτέλεσμα δεν θα άλλαζε. Έχοντας ετοιμαστεί να μετατρέψω σε μικροσκοπικά θρύψαλα το άθλιο κάτοπτρο, πρόσεξα μία λεπτομέρεια που μου είχε διαφύγει. Τα μάτια μου. Σε αντίθεση με το υπόλοιπο συνολάκι, τα μάτια μου είχαν ακόμη εκείνο το υπέροχο, γαλάζιο χρώμα, από τότε που ήμουν ακόμη άγγελος. Έμοιαζαν σαν δύο πολύτιμες χάντρες που γυάλιζαν στο σκοτάδι, ερχόμενες σε πλήρη αντίθεση με τα σκούρα, σχεδόν μαύρα μαλλιά μου και τα άσχημα χαρακτηριστικά μου. Δίχως δεύτερη σκέψη, ίσιωσα το παπιγιόν μου με φινέτσα, ξεσκόνισα ανέμελα το μαύρο μου κοστούμι και γυάλισα τα σκαρπίνια μου. Είχα επιλέξει τον ρόλο μου και έμενε να βρω και το κατάλληλο θύμα. Προτού το βρω όμως, έπρεπε να συντάξω το βιογραφικό μου, καθώς αυτό θα αποτελούσε και το πολύτιμο διαβατήριο στον κόσμο των θνητών.
Έκατσα και σκέφτηκα πολύ ώρα, για το τι θα έπρεπε απαραιτήτως να συμπεριλαμβάνει ένα άψογο βιογραφικό, ενός προικισμένου νεαρού επιχειρηματία. Ταυτόχρονα, προσπαθούσα να αποδιώξω την εικόνα των τριών αδερφών μου και ειδικά του Μιχαήλ, να γελούν μέχρι δακρύων βλέποντάς με να αγωνίζομαι να γίνω αρεστός στους θνητούς. Δυστυχώς όμως, με τέτοια όψη, στο μόνο πράγμα που θα μπορούσα να ποντάρω, ήταν τα προσόντα του μυαλού μου. Μου πήρε μονάχα τρία λεπτά για να το συμπληρώσω και άλλα τρία για να αποφασίσω σε πιο σημείο του κόσμου θα εμφανιζόμουν. Η επιλογή μου, θα ήταν αδιαμφισβήτητα, το κέντρο του κόσμου. Η πόλη που ποτέ δεν κοιμάται και καλά κάνει δηλαδή, γιατί ούτε εγώ κοιμάμαι, οπότε θα έχω άπειρες επιλογές ενασχόλησης, τις ώρες που θα βρίσκομαι εκτός γραφείου και εκείνες που δεν θα βασανίζω κάποιον θνητό. Η Νέα Υόρκη με περίμενε και εγώ εμφανίστηκα στα ξαφνικά, σε μία απόμερη γωνιά του Σέντραλ Παρκ, προκειμένου να μην τραβήξω τα αδιάκριτα ανθρώπινα βλέμματα, καθώς εκτός από αμαρτωλοί, οι άνθρωποι είναι και αδιάκριτοι.
Ο Δεκέμβρης, ήταν ο πρώτος μήνας του χειμώνα και άπαντες γύρω μου, ήταν τυλιγμένοι με βαριά ρούχα και κασκόλ, σε αντίθεση με εμένα που περπατούσα ανέμελα, φορώντας μονάχα το κοστούμι μου και κρατώντας περήφανα τον χαρτοφύλακά μου. Λυπάμαι άνθρωποι, μα ο Πατέρας σας έφτιαξε εντελώς άτριχους και για αυτόν τον λόγο, ώρες ώρες σας δικαιολογώ που σφάζετε τις καημένες τις αλεπούδες. Κατά βάθος τις ζηλεύετε για την ανθεκτικότητά τους στο κρύο. Εγώ όμως, είμαι καλύτερος, ακόμη και από το ζωικό βασίλειο, καθώς δεν νιώθω ούτε κρύο, ούτε ζέστη. Βλέποντας όμως τα βλέμματα όλων να με κοιτάζουν σαν να βλέπουν τον έξω από εδώ, αποφάσισα πως έπρεπε να αγοράσω επειγόντως ένα πανωφόρι, για να μοιάζω πιο φυσιολογικός. Ευτυχώς για εμένα, η λεωφόρος Μάντισον είχε άπειρες και πάνω από όλα σικάτες επιλογές ντυσίματος. Σταματώντας στο πρώτο πολυκατάστημα που βρέθηκε στο διάβα μου, μπήκα μέσα ανέμελα, ερχόμενος αντιμέτωπος με το τρομαγμένο βλέμμα των πωλητών.
«Κύριε, είστε εντάξει; Μήπως κρυώνετε;» με ρώτησε μία ατσαλάκωτη γυναίκα, με μαλλί πιασμένο πίσω σε σφιχτό και αυστηρό κότσο.
Για λίγο δεν αποκρίθηκα, αλλά μετά σκέφτηκα πως κάτι έπρεπε να κάνω. Κάτι που να θυμίζει ανθρώπινη συμπεριφορά. Ω, ναι να της χαμογελάσω και να είμαι ευγενικός.
«Σας ευχαριστώ πολύ για το ενδιαφέρον σας. Βρίσκομαι εδώ, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο. Θα ήθελα να αγοράσω ένα μαύρο παλτό και… ένα κόκκινο κασκόλ αν έχετε, όχι πολύ χοντρό όμως γιατί με πνίγει» της απάντησα δείχνοντας το αστραφτερό μου χαμόγελο.
Εκείνη, με αντιμετώπισε πρόσχαρα και με εξυπηρέτησε αμέσως. Μολαταύτα, καθώς τίποτε δεν διαφεύγει της προσοχής μου, διέκρινα μία αμηχανία από μέρους της, τη στιγμή που με κοιτούσε. Όχι γιατί ήταν δυνατόν να καταλάβει ποιος πραγματικά ήμουν, αλλά γιατί οι ουλές μου, έρχονταν σε αντίθεση με τα υπέροχα μάτια μου και γιατί οι άνθρωποι πάντοτε προσέχουν το διαφορετικό, ό,τι και αν αυτό σημαίνει. Δίχως να χάσω ούτε στιγμή, αγόρασα το παλτό και το κασκόλ, με χρήματα που ως δια μαγείας είχαν εμφανιστεί στα χέρια μου και ξεχύθηκα ξανά στους πολύβουους δρόμους της παγκόσμιας πρωτεύουσας, έτοιμος να ενδώσω σε κάθε πειρασμό που θα εμφανιζόταν στο δρόμο μου, εκτός από έναν: τον σαρκικό. Απεχθανόμουν να με ακουμπάνε και θεωρούσα απίθανο το ενδεχόμενο να μοιραστώ το αθάνατο κορμί μου, με κάποιο ανθρώπινο πλάσμα. Τώρα, το πώς με αυτά τα μυαλά, θα κατάφερνα να γίνω αξιαγάπητος και να κερδίσω τη θέση μου στον Παράδεισο, ήταν μεγάλη συζήτηση και απαιτούσε πολύ σκέψη. Χρόνος όμως για σκέψεις δεν υπήρχε και ειδικά όταν μπροστά σου εμφανίζονταν βιτρίνες με σοκολατένια γλυκά.
Καθώς τα πλησίασα, ανακάλυψα πως είχαν σχήμα αγγέλων. Μα φυσικά, πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και εγώ σκεφτόμουν να πέσω σε χειμερία νάρκη, μέχρι να περάσει αυτός ο μήνας. Μολαταύτα, εγώ χαμογέλασα σαρδόνια στη σκέψη και μόνο πως θα διασκέδαζα τρομάζοντας τις μπάντες που τραγουδούσαν τα κάλαντα στις γειτονιές και μου δημιουργούσαν πονοκέφαλο.
Προχωρώντας για λίγο ακόμη στη Μάντισον και κατόπιν στρίβοντας αριστερά για την Λέξινγκτον, βρέθηκα μπροστά στην υποψήφια εταιρεία, όπου θα περνούσα τον υπόλοιπο χρόνο μου, παριστάνοντας τον αγαπησιάρη υπάλληλο, υψηλών όμως προδιαγραφών. Blueground Navigation, ήταν το όνομα της εταιρείας και τα γραφεία βρίσκονταν στον τριακοστό όροφο. Όπως ήταν φυσικό και επόμενο δεν μπήκα στον κόπο να πάρω το ασανσέρ. Φροντίζοντας να μη με δει κανένα μάτι, διακτινίστηκα κατευθείαν στον όροφο που βρισκόταν η γραμματεία. Για την ακρίβεια μερικά σκαλιά πιο πριν, για να φανεί πως τα ανέβαινα. Φτάνοντας μπροστά στη γραμματεία, είδα δύο γυναίκες που παρίσταναν πειστικότατα πως δούλευαν.
«Καλημέρα σας» είπα αεράτα στην πρώτη, η οποία με στραβοκοίταξε κάτω από τα μικροσκοπικά γυαλιά της. Ταυτόχρονα, μασούσε επιδεικτικά μία τεράστια, ροζ τσιχλόφουσκα.
«Είστε ο κύριος;» με ρώτησε.
Έλα μου ντε; Την ίδια ακριβώς απορία είχα και εγώ. Μα, ποιός ήμουν τελοσπάντων; Έπρεπε να σκεφώ κάτι άμεσα. Σκέψου, κοίταξε γύρω σου, ψάξε για αφίσες με ανθρώπινα ονόματα και… Σταμάτα να καρφώνεις την γυναίκα σαν να έχεις ακούσει τη χειρότερη βρισιά». Τότε, για καλή μου τύχη, το βλέμμα μου έπεσε σε μία μικρή κάρτα που βρισκόταν ακουμπισμένη μπροστά μου και την οποία τα σαΐνια της γραμματείας δεν είχαν καν προσέξει.
«Το όνομά μου είναι Λύαμ, Λύαμ Χελ για την ακρίβεια» απάντησα περήφανα για την μικρή αλλαγή στο ονοματεπώνυμο και τις είδα να φτύνουν διακριτικά τον κόρφο τους. Στο σημείο αυτό, μου δημιουργήθηκαν υποψίες πως οι ρίζες τους θα έπρεπε να ήταν ελληνικές.
«Καλωσήρθατε κύριε… κύριε Χελ» μου απάντησε η μία, προφέροντας την λέξη «Χελ» με πολύ κόπο. Προλήψεις. « Εχθές είχε έρθει ένας άλλος κύριος, ισχυριζόμενος πως είναι εσείς..»
«Είναι ο καημένος ο βοηθός μου. Με ζηλεύει πολύ ξέρετε, αλλά δεν τον παρεξηγώ. Τον αφήνω να ισχυρίζεται πως είναι εγώ, αν αυτό τον κάνει να αισθάνεται καλύτερα. Ενδιαφέρομαι ιδιαίτερα για την προφύλαξη του ψυχικού του κόσμου» απάντησα πειστικότατα.
Αχ, καλοσύνη σας κύριε, η αλήθεια δεν είχε τον αέρα σας και την κορμοστασιά σας. Πάντως, ήρθατε πάνω στην ώρα θα έλεγα, γιατί ο κύριος Τόμας Μίλερ σας περιμένει και πιστέψτε με, δεν έχει καθόλου υπομονή» συνέχισε κοφτά.
« Το βέβαιο είναι, πως δεν γνωρίζει τι τον περιμένει. Αν το γνώριζε και υπομονή θα έδειχνε και μεταμέλεια μη σου πω, προκειμένου να μην καταλήξουμε στο μέλλον αγκαλίτσα να κατευθυνόμαστε στο πρώτο καζάνι» σκέφτηκα.
Πράγματι, ο κύριος Μίλερ ξεφυσούσε έντονα, ωστόσο, τη στιγμή που με αντίκρυσε πάγωσε. Μάλλον δεν περίμενε κάποιον τόσο ψηλό, σε σχέση πάντα με το δικό του ελαττωματικά μικρό ανάστημα και σίγουρα όχι κάποιον, του οποίου το εμφανισιακό προφίλ, δεν ανταποκρινόταν πλήρως σε αυτό που είχε στο μυαλό του.
«Καλησπέρα σας κύριε Λύαμ. Είχατε έρθει και χθες και μας αφήσατε την κάρτα σας, αλλά το προσωπικό ξέχασε να μου τη δώσει. Θυμίστε μου να τους επιπλήξω καταλλήλως για την αβλεψία τους» μούγκρισε βραχνά και ομολογώ πως η διάθεσή του για βασανιστική επίπληξη, σε συνδυασμό με το διόλου αγγελικό του βλέμμα, με έκανε να τον συμπαθήσω μονομιάς. Τελικά η ανθρωπότητα, εξακολουθούσε να έχει ελπίδες να μου μοιάσει.
«Χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω κύριε Μίλερ. Βασικά δεν είχα έρθει αυτοπροσώπως εχθές, είχα στείλει εκπρόσωπό μου» του είπα δίνοντάς του την επαγγελματική κάρτα που βρήκα τυχαία στη γραμματεία, με το ως δια μαγείας αλλαγμένο επώνυμο. Τη στιγμή που την πήρε στα χέρια του, τον είδα να συνοφρυώνεται και κατόπιν η ματιά του να ξεφεύγει από τον τίτλο της κάρτας, στο πρόσωπό μου και αντιστρόφως.
«Χελ; Αυτό είναι το επίθετό σας;» με ρώτησε με σταθερή φωνή.
«Μάλιστα» αποκρίθηκα με βλέμμα που γυάλιζε.
«Ενδιαφέρον, πολύ ενδιαφέρον. Λοιπόν κύριε Χελ, όπως έχω ενημερωθεί, ενδιαφέρεστε για τη θέση του λογιστή. Καθώς καταλαβαίνετε, είμαστε μία από τις μεγαλύτερες ναυτιλιακές εταιρείες και έχουμε πολλές απαιτήσεις και πολύ δουλειά. Θα μπορούσα λοιπόν να δω το βιογραφικό σας, για να δικαιολογήσω τις καλές συστάσεις προς το πρόσωπό σας;» με ρώτησε και εγώ αργά και νωχελικά, του έδωσα τον φάκελο, σίγουρος για την επιτυχία μου.
Καθώς το διάβαζε, επιφωνήματα θαυμασμού έβγαιναν πότε πότε από το στόμα του, κάνοντας το χαμόγελό μου να γίνει πλατύτερο, για να σβήσει μονομιάς τη στιγμή που το αυτί μου έπιασε μία κουβέντα προερχόμενη από τη γραμματεία. Γύρισα αργά το κεφάλι μου, για να αντικρύσω ένα πολύ ενδιαφέρον θέαμα, που υπό άλλες συνθήκες θα παρακολουθούσα ευχαρίστως, συνοδευόμενος από ένα σνακ. Ο αληθινός Λύαμ, οριόταν μπροστά στις δύο ατυχήσασες γυναίκες, ενώ εκείνες πάλευαν να τον ξεπροβοδίσουν με ούριο άνεμο. Προτού ο θρασύς νεαρός γίνει η αιτία να καταρρεύσει το σχέδιό μου, σηκώθηκα διακριτικά από τη καρέκλα που καθόμουν και αφού βγήκα, τον άρπαξα, καθόλου διακριτικά, από τον γιακά του πουκάμισού του. Αφού βγήκαμε λίγο έξω από τα γραφεία, άρπαξα με τα δυό μου χέρια το κεφάλι του και τον κοίταξα στα μάτια.
«Φύγε» τον διέταξα, αλλά εκείνος ιδρωμένος καθώς ήταν, ξεκίνησε τις βρισιές που περιλάμβαναν το όνομά μου, με όλους τους πιθανούς συνδυασμούς. Ωστόσο, καθώς περαιτέρω χρόνος για χάσιμο δεν υπήρχε, πήρα το ρίσκο να του αποκαλύψω μέρος της αληθινής μου ομορφιάς. Δευτερόλεπτα αργότερα, ο άτυχος νέος βρέθηκε να τρέχει πανικόβλητος καταμεσής των δρόμων, προκαλώντας εκνευρισμό στους οδηγούς και ωθώντας τους στη χρήση βομολοχιών, οι οποίες για ακόμη μία φορά αναφέρονταν στο όνομά μου και στον τόπο κατοικίας μου. Κουραστικό. Γυρνώντας ξανά προς το μέρος της γραμματείας, παρατήρησα πως το κλίμα ήταν διαφορετικό. Μία υποψία φόβου πλανιόταν στον αέρα από μέρους των δύο γυναικών που είχαν ακούσει τις κραυγές του Λύαμ, λίγα δευτερόλεπτα πριν. Φυσικά, αυτό διόλου με ενόχλησε. Ίσιωσα το σακάκι μου και με αέρα θριαμβευτή, μπήκα ξανά στο γραφείο του κυρίου Μίλερ για να ακούσω την εξής φράση :
«Συγχαρητήρια κύριε Χελ. Προσλαμβάνεστε»
Ένας προσποιητός ενθουσιασμός φάνηκε στο πρόσωπό μου, καθώς ήμουν βέβαιος για το αποτέλεσμα.
«Δεν βλέπω την ώρα να ξεκινήσω» πρόφερα, με την πρότασή μου να συνοδεύεται ηχητικά από ένα, μάλλον ζοφερό, παρά ευχάριστο γέλιο.
«Από σήμερα κιόλας αν θέλετε. Μονάχα, να σας ενημερώσω, πως για την προσωπική σας διευκόλυνση, θα έχετε στο πλευρό σας μία άξια βοηθό, την δεσποινίδα Αντέϊρα Σμιθ» μου είπε και από την μπροστινή μας πόρτα, ξεπρόβαλε η εκδίκηση της ανθρωπότητας, η μετενσάρκωση της πρωτόπλαστης Εύας. Τότε όμως, δεν την είχα προβλέψει την επικείμενη καταστροφή μου. Είδα το εμφανίσιμο θηλυκό, σαν το μελλοντικό μου εισητήριο για τον Παράδεισο ή κατά πως φάνηκε, το οριστικό μου εξιτήριο.
Με κοίταξε παράξενα. Θέλω να πω, πως ήταν ίσως ο πρώτος άνθρωπος που δεν στάθηκε καθόλου στα εμφανή μειονεκτήματα της εξωτερικής μου εμφάνισης. Απεναντίας, μου είπε ένα ενθουσιώδες «χάρηκα πολύ κύριε Λύαμ. Έχω ακούσει πολλά για εσάς». Καθώς την κοιτούσα, έκανα διάφορες σκοτεινές σκέψεις. Πως έπρεπε απαραιτήτως να μάθω τα πάντα για εκείνη. Οικογενειακή κατάσταση, τόπο κατοικίας, κοντινό και μακρυνό παρελθόν, αγαπημένο φαγητό, αγαπημένο τόπο διασκέδασης, τυχόν κατοχή κατοικιδίου. Κοινώς, τα πάντα. Όταν αποχώρησε ο Μίλερ, μείναμε οι δυο μας. Τα γραφεία μας, ήταν αντικρυστά και ο χώρος γύρω μας σχετικά άνετος.
«Για πείτε μου δεσποινίς Αντέϊρα. Τι ακριβώς γνωρίζετε για εμένα, που σας ώθησε πιο πριν να απελευθερώσετε όλον αυτόν τον ενθουσιασμό;» τη ρώτησα ευγενικά, μα η χροιά στη φωνή μου ήταν κάπως ψυχρή.
Εκείνη, κάθισε στο γραφείο της, δείχνοντας ακόμη πιο ενθουσιασμένη, που κάποιος σαν εμένα της απεύθυνε τον λόγο έτσι απλά.
«Αχ, κύριε… Συγγνώμη, το επίθετό σας μου διαφεύγει» μου είπε.
«Χελ» της απάντησα, αλλά για ακόμη μία φορά δεν έδειξε να ξαφνιάζεται με την πρωτοτυπία του.
«Ναι, κύριε Χελ. Είστε ένας από τους καλύτερους λογιστές της Νέας Υόρκης. Όταν ενημερώθηκα πως υπήρχε περίπτωση να συνεργαστούμε, πραγματικά ενθουσιάστηκα. Νομίζω πως μπορώ να μάθω πολλά από την πολύχρονη πείρα σας στον χώρο» πρόφερε χαμογελαστά.
«Έχω την εντύπωση, πως ακόμη και αν ξημερώνεσαι πλάι μου, τα χρόνια της πείρας μου γενικά σε πολλούς χώρους, δεν θα τα φθάσεις ποτέ» απάντησα αλαζονικά.
«Έχετε δίκιο κύριε. Θα προσπαθήσω όμως να σταθώ δίπλα σας, ως μία άξια βοηθός» συνέχισε εκείνη.
«Όχι και πολύ δίπλα μου δεσποινίς. Καλό είναι και το απέναντι δεν νομίζετε; Και τώρα, μιλήστε μου για εσάς. Η καλή συνεργασία λένε για να υπάρχει, προϋποθέτει οι συνεργάτες να γνωρίζονται μεταξύ τους»
«Τι το ενδιαφέρον θα μπορούσε να έχει η δική μου ζωή; Λοιπόν, μένω μόνη μου σε ένα διαμέρισμα στο Μπρούκλιν. Η μητέρα μου πέθανε πέρυσι και ο πατέρας μου επίσης, εδώ και αρκετά χρόνια. Έχω μία αδερφή, αλλά εκείνη μένει στο Μαϊάμι. Οπότε, εγώ ζω μονάχη μου εδώ» τελείωσε και εμένα μου πήρε μερικά δευτερόλεπτα να επεξεργαστώ τις πληροφορίες.
«Κάποιος σύντροφος στο πλάι σας, ίσως;» ρώτησα αινιγματικά.
«Κύριε Χελ, καλύτερα να βρεθώ στην κόλαση, παρά με έναν ακόμη άντρα που να μου κάνει τη ζωή δύσκολη» απάντησε εκείνη βαριανασαίνοντας και εγώ ευχαριστήθηκα ιδιαιτέρως, που επιτέλους βρέθηκε ένας θνητός να εκτιμά τον τόπο κατοικίας μου.
«Άψογη η τοποθέτησή σας δεσποινίς» απάντησα.
«Ευχαριστώ κύριε»
«Λέγε με Λύαμ. Το προτιμώ» απάντησα κοφτά και επιτέλους κάθισα αναπαυτικά στην κινούμενη καρέκλα μου. Με τα πρώτα δεδομένα να τίθενται προς επεξεργασία, κατάλαβα πως είχα πολύ δουλειά μπροστά μου.


Ιφιγένεια Μπακογιάννη