Faded Memories - "No. 2" (Διήγημα 15ο)

Ο βηματισμός μου ήταν γρήγορος καθώς βιαζόμουν να φτάσω σπίτι μου, ωστόσο το θέαμα μπροστά μου με έκανε να ακινητοποιηθώ. Η κλασική ξύλινη πόρτα της πολυκατοικίας στην οποία έμενα, είχε αντικατασταθεί από ένα πέτρινο ερείπιο. Οι σκιές και οι ψίθυροι των γειτόνων μου με ώθησαν να προχωρήσω πιο κοντά. Γκρίζα, θρυμματισμένη πέτρα. Καταπονημένη από τον καιρό. Ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά. Περπάτησα μέχρι την πόρτα της διπλανής πολυκατοικίας, που βρισκόταν στο ίδιο συγκρότημα με τη δική μου. Αντίκρισα το ίδιο θέαμα. Αναρωτήθηκα πώς θα έφτανα σπίτι μου, δύο ορόφους πιο πάνω από το έδαφος που στεκόμουν.
Η πόρτα ήταν ανοιχτή και με περίμενε.            Μπήκα μέσα στο ασανσέρ τρομοκρατημένη κι άκουσα την πόρτα να κλείνει από πίσω μου. Το έντονο φως και η κατασκευή έδειχναν την καλή κατάσταση του ανελκυστήρα, παρά τη φαινομενική καταστροφή που έδειχνε να έχει υποστεί το κτίριο. Παρατήρησα ότι τα κουμπιά του ήταν αλλαγμένα και αναβόσβηναν, σαν υπερπολυτελή κουμπιά από ασανσέρ ξενοδοχείου. Πήρα μια βαθιά ανάσα και πάτησα με αποφασιστικότητα το κουμπί του δεύτερου ορόφου. Το ασανσέρ πήρε μπρος κι άρχισε να ανυψώνεται. Ένα αίσθημα ανακούφισης με κατέλαβε, το οποίο όμως χάθηκε σύντομα. Είχα περάσει τον δεύτερο όροφο και το ασανσέρ δεν έλεγε να σταματήσει. Άρχισα να πατάω επανειλημμένα το δεύτερο κουμπί, αλλά δεν μπορούσα να το σταματήσω. Οι φωτισμένες ενδείξεις των αριθμών όλο και ανέβαιναν, μέχρι που σταμάτησα στον όροφο με τον αριθμό «129». Πάτησα ξανά το κουμπί του δεύτερου ορόφου και ένιωσα να κατεβαίνω με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Το μηχάνημα σταμάτησε στον πρώτο όροφο.
Η πόρτα άνοιξε και βγήκα έξω κοιτάζοντας έντρομη τον χώρο. Δεν υπήρχε σκάλα για να ανέβω. Μπήκα ξανά στο ασανσέρ κι άρχισα να χτυπάω το κουμπί του ορόφου μου. Έφτασα στον όροφο «90». Κατέβηκα στον «70» και ανυψώθηκα και πάλι στον όροφο με τον αριθμό «200».
Αποφάσισα να δοκιμάσω ξανά την τύχη μου και βγήκα έξω από το μηχάνημα.
Μπροστά μου βρισκόταν μια σκάλα που οδηγούσε μόνο προς τα πάνω. Ανέβηκα τις σκάλες με κόπο, με το κεφάλι μου να γυρίζει μπερδεμένο. Στη μέση της σκάλας, κοντοστάθηκα. Άκουγα φωνές. Κοίταξα προς τα πάνω και είδα μια γυναίκα να βγαίνει από μια πόρτα διαμερίσματος. Εκείνη προχώρησε με το μωρό στην αγκαλιά της, μέχρι την απέναντι πόρτα. Συνομίλησε σύντομα με έναν άντρα και γύρισε πάλι στο διαμέρισμά της, κλείνοντας την πόρτα πίσω της. Κανείς τους δεν με είχε δει, αλλά ούτε κι εγώ μπορούσα να ακούσω καθαρά τι έλεγαν. Μόνο κάτι για ένα ληγμένο γάλα και σκόνη από μάρμαρο. Γύρισα πίσω στην ανοιχτή πόρτα, που περίμενε να με κάνει να αισθανθώ ακόμα πιο απελπισμένη απ’ όσο ήδη ήμουν. Πάτησα το γνωστό κουμπί απαλά και ένιωσα να διακτινίζομαι προς τα κάτω. Έκλεισα τα μάτια μου κι ευχήθηκα να βρεθώ σπίτι μου, αντί σε κάποιον άγνωστο όροφο. Ανοίγοντας την πόρτα, αντίκρισα το ισόγειο.
«Δεν μπορεί να μου συμβαίνει αυτό!» φώναξα αγανακτισμένη με βουρκωμένα μάτια. Οι σκιές των γειτόνων σταμάτησαν να μουρμουρίζουν κι ένας προχώρησε πιο μπροστά.
«Τι έγινε;» με ρώτησε με απορία στη φωνή του. Ήταν λες και όλα ήταν φυσιολογικά για εκείνους. Έκλεισα την πόρτα του ανελκυστήρα θυμωμένη, χάνοντάς τους από το οπτικό μου πεδίο και προσπάθησα να συγκεντρωθώ. Έπρεπε να φτάσω σπίτι μου. Πάτησα το κουμπί και έτριξα τα δόντια μου βλέποντας τον άπιαστο δεύτερο όροφο να περνάει μπροστά από τα μάτια μου. Σχεδόν μπορούσα να γευτώ την επιτυχία στην γλώσσα μου, όταν σταμάτησα στον τρίτο όροφο. Τα σχέδια μου όμως χάλασαν, όταν συνειδητοποίησα ότι δεν υπήρχε σκάλα προς τα κάτω. Ξεφύσησα απογοητευμένη και η δυσαρέσκεια μου ήταν εμφανής, όταν σταμάτησα ξανά στον αριθμό «50». Δεν μπήκα στον κόπο να εξερευνήσω τον όροφο και έχοντας πάρει την απόφαση να εγκαταλείψω την προσπάθεια, πάτησα το «0». Είχα κουραστεί και για κάποιον ανεξήγητο λόγο δε θα έφτανα ποτέ στο σπίτι.
Το ασανσέρ σταμάτησε στον αριθμό «2».
Βγήκα έξω με γουρλωμένα μάτια και βρήκα μπροστά μου μια πόρτα. Μια γνωστή, αλλά κατεστραμμένη και φθαρμένη πόρτα. Δεν υπήρχε σκάλα προς τα πάνω ή προς τα κάτω, αλλά δεν είχε σημασία. Είχα φτάσει στο σπίτι μου. Όλες αυτές οι προσπάθειες τελικά δεν είχαν πάει χαμένες. Χτύπησα το κουδούνι και σχεδόν μπορούσα να μυρίσω το αγαπημένο μου φαγητό να με περιμένει στο τραπέζι. Δάκρυα χαράς ανέβλυσαν από τα μάτια μου, μόλις άκουσα το κλειδί να γυρίζει στην κλειδαριά.  Η πόρτα άνοιξε διάπλατα.
Κάτι δεν πήγαινε καλά. Ήταν το σπίτι μου, αλλά συγχρόνως δεν ήταν. Τα πρόσωπα των γονιών μου περιφέρονταν στον χώρο, όμως το σπίτι έμοιαζε διαφορετικό και ξένο. Φαινόταν λες και ήταν στοιχειωμένο. Μπήκα διστακτικά μέσα, παρατηρώντας το θολό τοπίο. Το σαλόνι ήταν ίδιο με θάλαμο αερίων. Το ένιωθα εντελώς επικίνδυνο και απειλητικό. Οι γονείς μου ως δια μαγείας είχαν εξαφανιστεί. Ήμουν εντελώς μόνη.
Κάτι δεν πήγαινε καθόλου, μα καθόλου καλά.


Σέρβου Θεοδώρα