Επικίνδυνες σκιές (Μέρος 1-Κεφάλαιο 14)


ΟΡΟΣΕΙΡΑ ΣΑΝΤΟΡΟΚ

    Η ΜΙΑ ΣΙΧΑΙΝΟΤΑΝ ΤΑ ΔΕΙΠΝΑ με πολλούς καλεσμένους. Όμως πάντα έβαζε πίσω τα συναισθήματά της και μιλούσε ευγενικά και όμορφα σε όλους. Απλά την κούραζαν οι πολλές συζητήσεις και οι δυνατές φωνές.  Αυτό ήταν άλλο ένα δείπνο που ο πατέρας της είχε κανονίσει, και εκείνη έπρεπε να παρευρεθεί. Βέβαια, αυτό το καταφύγιο δεν ανήκε αποκλειστικά στον πατέρα της. Αλλά εκείνος το διαχειριζόταν. Πριν να την βρει ο πατέρας της στους πρόποδες του βουνού κάτω από το οποίο ήταν χτισμένο το καταφύγιο, δεν ήξερε πως υπήρχε αυτό το μέρος. Αλλά ακόμη και στο Σόντερν, με τα μικρά μαρμάρινα σπίτια που έμοιαζαν μεταξύ τους, ο πατέρας της δεν έχανε ευκαιρία να προσκαλεί οικογένεια και φίλους. Φυσικά η Μία χαιρόταν όταν έβλεπε μακρινά μέλη της οικογενείας της και οικογενειακούς φίλους. Συνήθως καθόταν σε ένα άλλο δωμάτιο κάνοντας παρέα στα μικρά παιδιά και παίζοντας μαζί τους. Τα γαργαλούσε, τα σήκωνε στον αέρα, και εκείνα γελούσαν και την αγκάλιαζαν.

   Αυτή τη φορά όμως υπήρχαν εκατό άνθρωποι καθισμένοι σε αυτό το τραπέζι, εκ των οποίων το πολύ δέκα ήταν γυναίκες, και κανένα παιδί δεν υπήρχε ανάμεσά τους. Τα περισσότερα πρόσωπα ήταν ξένα για την Μία. Η μητέρα της -ευτυχώς- ήταν εκεί. Είχε φτάσει αυθημερόν με σκοπό να πάρει το κορίτσι πίσω στο σπίτι. Δεν ήταν μέρος εκείνο για μία κοπέλα, έλεγε. Πόσο μάλλον για την κόρη του μεγάλου στρατηγού Γκέλντορ Μόλτεν. Εκείνου που έπαιρνε τις αποφάσεις για το Σόντερν και το καταφύγιο και απαντούσε απευθείας στην ηγέτη της Λευκής Αυτοκρατορίας, Έις. Δεν ήξερε πώς θα επέστρεφε στο Σόντερν αν έπαιρνε τον Σάντεν υπό την προστασία της τελικά. Αυτό όμως ήταν κάτι που θα έπρεπε να σκεφτεί αφού θα τελείωνε αυτή η δοκιμασία του πατέρα της. Αυτή τη φορά λοιπόν, οι άνθρωποι του δείπνου ήταν υπερβολικά πολλοί, και η Μία ένιωθε πολύ μικρή καθισμένη σε αυτό το τραπέζι. Για αυτό, αποφάσισε να μείνει σιωπηλή και να παρακολουθήσει την τροπή του δείπνου.
    Όλοι μιλούσαν για πολεμικά ζητήματα, που η Μία δεν καταλάβαινε. Επίσης δεν την ενδιέφεραν, και έτσι δεν έδινε και πολύ σημασία σε αυτά. Ήξερε πως ήταν σημαντικά, αλλά ίσως σαν αντίδραση στους γονείς της προτιμούσε να μην ασχοληθεί. Άκουγε συχνά το όνομά της να αναφέρεται και κατάλαβε πως αν τελικά έμενε με τον Σάντεν, θα ήταν υποχρεωτικό για εκείνη να ασχοληθεί με τον πόλεμο. Όσο η ώρα περνούσε, τα αυτιά της πονούσαν. Δεν ήθελε να ακούσει άλλο για τους εκατοντάδες χωρικούς που έσφαξε ο στρατός του Κέζελθ, απλά και μόνο επειδή ήθελαν να κρατήσουν ένα μερίδιο της παραγωγής τους. Ούτε ήθελε να ακούσει για τα εννέα δέκατα κάθε πόλης της αυτοκρατορίας του που υποφέρουν από φτώχια και ασιτία. Ακόμη περισσότερο όμως, δεν ήθελε να ακούσει για τα παιδιά που κρεμούσε ο Κέζελθ στην είσοδο κάθε χωριού που τολμούσε να ξεσηκωθεί. Αυτό ήταν πολύ βαρύ για εκείνη. Και όλοι οι άντρες έδιναν λεπτομερείς περιγραφές, από το όνομα κάποιου παιδιού, μέχρι του ‘κρακ’ που έκανε ο λαιμός του όταν το κρέμασαν. Απλά δεν άντεχε άλλο.
    Ο δράκος μάλλον αισθανόταν το ίδιο, τώρα που κοίταζε τα άδεια πιάτα και τα ξεκοκαλισμένα αγριογούρουνα βγάζοντας μαύρους καπνούς από τα ρουθούνια του. Μόλις είδε το βλέμμα της πάνω του άνοιξε τα σαγόνια του και τσίριξε. Αυτό έκανε κάθε ομιλία να σταματήσει και όλα τα κεφάλια να στραφούν προς την Μία. Εκείνη ένιωσε αμήχανα αλλά δεν άργησε να ανακτήσει την ψυχραιμία της. Ακούμπησε το χέρι της στο τραπέζι και σηκώθηκε όρθια. Χαμογέλασε ευγενικά σε όλους.
«Αγαπητοί καλεσμένοι, σας ευχαριστώ πολύ που ήρθατε εδώ σήμερα. Ελπίζω να φάγατε καλά, και να ήπιατε καλά. Εγώ όμως νιώθω λίγο κουρασμένη, και το ίδιο και ο δράκος μου. Αν μου επιτρέπετε». ξεκίνησε να φεύγει από το τραπέζι αλλά ο πατέρας της έβγαλε έναν  προειδοποιητικό ήχο από τον λαιμό του. Γύρισε προς εκείνον.
«Πατέρα;» Είπε με ένα ευγενικό χαμόγελο που προμήνυε πως στέρευε η υπομονή της. Εκείνος ήπιε μια γουλιά από το κρασί του.
«Δεν ρώτησες τους καλεσμένους μας την τελική τους απόφαση σχετικά με τον δράκο και εσένα». Της είπε με σοβαρό ύφος. Όλοι  γύρω της ήταν σιωπηλοί και την παρατηρούσαν.
«Έχει κανείς σας να πει κάτι σχετικά με εμένα και τον δράκο;» Η Μία ευχόταν να μην ακουστεί καμία φωνή, και να αποχωρήσει σύντομα από το τραπέζι. Αλλά δυστυχώς για εκείνη ένας λεπτοκαμωμένος άντρας που φορούσε μία μακριά κατάμαυρη κάπα, σηκώθηκε όρθιος, έτοιμος να μιλήσει.
«Είμαι ο Λόρδος Κλέιν Έστιαλορ, από την μεγαλοπρεπή πρωτεύουσα Έραμπορν. Έφυγα από αυτήν όταν ο Κέζελθ δολοφόνησε με μαύρη μαγεία τον πατέρα μου, που ήταν μέχρι τότε το δεξί χέρι του ηγέτη της πόλης». Η Μία κοίταξε βαριεστημένα τον άντρα με τα σκελετωμένα χέρια. Μιλάει τόσο πολύ για τον εαυτό του, παρατήρησε. «Πριν όμως συμβούν όλα αυτά, είχα μάθει ξιφασκία δίπλα στον πιο ικανό ξιφομάχο όλων τον εποχών, τον Ρόμπερτ Έστιαλορ, τον πατέρα μου. Θα ήθελα λοιπόν να ζητήσω από εσάς στρατηγέ Γκέλντορ να μου δώσετε την τιμή να μεταδώσω τις γνώσεις μου στην ξιφομαχία και στην στρατηγική στην κόρη σας. Θα είναι σημαντική για τον πόλεμο αφού κρατήσει τον δράκο. Ο καλύτερος τρόπος για την επιτυχία στον αγώνα μας, είναι να προετοιμάσουμε την Μία και τον δράκο». Έκανε μία παύση στα λόγια του. «Στρατηγέ μου». Είπε αφού υποκλίθηκε, και κάθισε στη θέση του.
    Η κοπέλα κοίταξε σαστισμένη τον άντρα που είχε μόλις μιλήσει. Ήταν νέος, όχι μεγαλύτερος από τριάντα χρονών. Όμως ακόμη ήταν μεγαλύτερος από εκείνη που ήταν είκοσι. Τα μαλλιά του ήταν μαύρα και κοντοκουρεμένα. Η γραμμή τους ήταν ιδιαίτερη. Στο κέντρο του μετώπου του σχημάτιζαν μία έντονη κορυφή. Πάνω από τα χείλη του υπήρχε ένα κοντοκουρεμένο μουστάκι. Στο σαγόνι του μία λεπτή μαύρη γραμμή από μούσια ακολουθούσε το περίγραμμα των ζυγωματικών του. Τα μάτια του ήταν αρκετά μεγάλα για το πρόσωπό του. Βέβαια, αυτό δεν φαινόταν τόσο καχεκτικό όσο το σώμα του, προς μεγάλη έκπληξη της κοπέλας. Τα μάτια του ήταν καφέ, αλλά η απόχρωσή τους ήταν κατά αρκετούς τόνους ανοιχτότερη από της Μία. Όσο τον παρατηρούσε προσπάθησε να φανταστεί τον εαυτό της να ξιφομαχεί με αυτόν και απλά δεν μπορούσε. Αρχικά μισούσε την ξιφομαχία. Επιπρόσθετα φοβόταν οτιδήποτε κοφτερό. Αλλά ο κύριος λόγος που δεν μπορούσε να δημιουργήσει την εικόνα αυτή στο μυαλό της, ήταν γιατί ο άνθρωπος αυτός ήταν αδύνατος και θύμιζε πούπουλο. Η Μία αναρωτήθηκε αν είχε αρκετή δύναμη για να σηκώσει ένα μεγάλο, βαρύ σπαθί. Η κοπέλα έμεινε σιωπηλή, αναμένοντας ο πατέρας της να απορρίψει την πρόταση του άντρα.
«Η πρότασή σου είναι δεκτή Λόρδε Έστιαλορ. Είσαι πολύ φημισμένος για την μάχη στο Λέρνιαρ. Αν δεν ήσουν εσύ, έμαθα πως οι μισοί άντρες θα είχαν πεθάνει. Τους γλίτωσες από μία πολύ καλά κρυμμένη παγίδα, αν θυμάμαι καλά. Πιστεύω πως θα κάνει πολύ καλό στην κόρη μου να είναι με κάποιον έξυπνο και ικανό άνθρωπο». Τα μάτια της Μία ήταν καρφωμένα με εκνευρισμό πάνω στον πατέρα της. «Αύριο θα διατάξω να σας έχουν έτοιμα άλογα για να ταξιδέψετε στο στρατόπεδο εξάσκησης του Μέινλόουν». Ο Γκέλντορ Μόλτεν στάθηκε όρθιος, με το κύπελλό του υψωμένο στον αέρα, έτοιμος να κάνει μία πρόποση. Ο άντρας που ονομαζόταν Κλέιν έσκυψε το κεφάλι του με σεβασμό. Η Μία ένιωσε πανικό να απλώνεται μέσα της. Ο πατέρας της θα την έστελνε μέσα σε ένα στρατόπεδο, ανάμεσα σε τόσους άντρες στρατιώτες, μόνη;
«Αρκετά!» Φώναξε μία γυναίκα με λευκά μακριά μαλλιά.
    Στο πρόσωπό της σαραντάχρονης γυναίκας φαίνονταν αχνές ρυτίδες, όχι όμως αρκετές για να κάνουν το πρόσωπό της να μοιάζει γερασμένο. Αντιθέτως, το δέρμα της ήταν αρκετά λείο και σφιχτό για την ηλικία της. Τα μαλλιά της παρότι ήταν λευκά, φαίνονταν όμορφα και υγιή έτσι όπως απλώνονταν γύρω της. Τα μάτια της ήταν γαλάζια, τόσο ανοιχτόχρωμα, που ταίριαζαν με τα λευκά μαλλιά της.
«Ελισάβετ». Είπε προειδοποιητικά ο Γκέλντορ στην γυναίκα. Εκείνη τον κοίταξε κατάματα αυστηρά.
«Δεν θα αποφασίσεις να στείλεις την κόρη μου στον πόλεμο χωρίς πρώτα να πάρεις την έγκρισή μου». Του είπε με βαριά δυναμική φωνή. Πριν εκείνος της απαντήσει, συνέχισε να μιλάει. «Αν θέλεις να πολεμήσει, θα το δεχτώ. Αλλά μέχρι να είναι έτοιμη, θα μείνει μακριά από την πολεμική ζώνη. Μακριά από το Μέινλοουν, μακριά από το Λέρνιαρ, όσο πιο μακριά γίνεται». Η Μία για άλλη μια φορά στη ζωή της σκέφτηκε πόσο αγαπάει τη μητέρα της και ένιωσε ανακουφισμένη. Ήθελε απλά να γυρίσει μαζί της στο Σόντερν, και ας ήταν να κάνει μαθήματα ξιφομαχίας. Ο πατέρας της άφησε το κύπελλό του, και στηρίχτηκε πάνω στο τραπέζι με τα δύο χέρια του, σκύβοντας ελαφρά.
«Αν πραγματικά αγαπάς την κόρη σου πρέπει να με αφήσεις να τη στείλω στο Μέινλοουν. Εκεί βρίσκονται οι περισσότεροι στρατιώτες μας. Αν κάτι συμβεί, θα είναι πρόθυμοι να δώσουν και τη ζωή τους για τη Μία. Αν τη στείλουμε, στο Σόντερν, στο Λάιμ ή στο Άλντορφολ, είναι σχεδόν σίγουρο πως ο Κέζελθ με μία εκστρατεία μπορεί να κατατροπώσει τις πόλεις και να βλάψει την κόρη μας». Η Ελισάβετ αναστέναξε, σκεπτική ακόμα.
«Εντάξει. Αλλά αν της συμβεί κάτι.». Δεν συνέχισε τα λόγια της. Προτίμησε να αφήσει την απειλή της να αιωρείται στην ατμόσφαιρα. Η Μία κοίταξε τη μητέρα της με δυσπιστία. Πραγματικά, θα την άφηνε τόσο εύκολα να φύγει μακριά; Θυμός ξεκίνησε να βράζει στα σωθικά της. Ήταν ήδη όρθια, οπότε ξεκίνησε να αποχωρεί από το δωμάτιο.
«Εγώ δεν συμφώνησα με τίποτα από όλα αυτά. Δεν σκοπεύω να ταξιδέψω στο Μέινλοουν, ούτε αύριο, ούτε ποτέ». Μιλούσε προς όλους, έχοντας στραμμένη την πλάτη της προς αυτούς καθώς απομακρυνόταν. Πριν προχωρήσει παραπάνω το χέρι του πατέρα της έπιασε με δύναμη τον καρπό της και την τράβηξε προς τα πίσω.
«Όταν μου μιλάς, θα με κοιτάς στα μάτια. Είσαι κόρη μου Μία, και ως πατέρας σου ξέρω πιο είναι το καλύτερο για σένα. Αν δεν θέλεις να πας στο Μέινλοουν είσαι ελεύθερη να γυρίσεις στο Σόντερν. Αλλά ο δράκος θα μείνει εδώ». Της είπε με δυνατή φωνή. Το χέρι του πίεζε τον καρπό της στο σημείο που το χέρι του Εστέφαν της είχε αφήσει μια μελανιά δύο νύχτες πριν.
«Άσε το χέρι μου, με πονάς». Είπε η Μία μέσα από τα δόντια της, με μία απειλητική χροιά στην φωνή της. Ο πατέρας της χαλάρωσε την λαβή της και της επέστρεψε να πάρει το χέρι της μακριά. «Εντάξει, θα πάω στο Μέινλοουν μαζί με τον Σάντεν, αλλά θα έρθει και ο Εστέφαν μαζί μου για να μου μάθει τοξοβολία». Τον διέκοψε εκείνη. Θα πήγαινε εκεί που ήθελε ο πατέρας της, αλλά με τους δικούς της όρους. Και ήταν σίγουρη πως είχε διαλέξει εκείνον που θα τον εξόργιζε. Χαμογέλασε ικανοποιημένη με τον εαυτό της και χάιδεψε το λαιμό του δράκου της που τώρα προσπαθούσε ανεπιτυχώς να βολευτεί στον μικρό ώμο της. Ο πατέρας της ατένισε το τεράστιο δωμάτιο σκεπτικά και κάθισε στην θέση του.
«Αυτό αποκλείεται, είναι κρατούμενος. Σε απήγαγε αν θυμάσαι καλά. Είναι τυχερός που είναι ακόμα ζωντανός». Για άλλη μια φορά ο Γκέλντορ ήταν απόλυτος.
    Η Μία πρόσεξε πως όλη αυτήν την ώρα οι καλεσμένοι ήταν τόσο σιωπηλοί, που μετά βίας ανέπνεαν. Αν έπεφτε μία καρφίτσα στο πάτωμα, σίγουρα όλοι θα άκουγαν τον θόρυβο της πτώσης της. Υπέροχα. Οικογενειακό δράμα τώρα και σε παράσταση. Ένιωθε πως όλοι αυτοί ήταν παρόντες σε μία άκρως οικογενειακή συζήτηση, ενός σημαντικού ζητήματος. Αλλά δεν έφταιγαν αυτοί. Ο πατέρας της ήταν υπεύθυνος που αυτή η συζήτηση γινόταν την ώρα του δείπνου.
«Αν δεν έρθει μαζί μου ο Εστέφαν, δεν πηγαίνω στο Μέινλοουν». Ο Γκέλντορ φαινόταν εξοργισμένος ύστερα από τα λόγια της Μία.
«Σου επιτρέπω να πάρεις μαζί σου έναν δράκο. Ένα μυθικό πλάσμα που μέχρι πρότινος δεν ξέραμε πως είναι υπαρκτό». Της είπε αφήνοντας έναν εκβιασμό να υποβόσκει στα λόγια του. Η Μία του χαμογέλασε ψυχρά.
«Ναι πατέρα μου. Αλλά ο δράκος μου, ο Σάντεν γιατί έτσι τον έχω ονομάσει, με διάλεξε. Στην ουσία δικαιούμαι να είμαι μαζί του». Του έδειξε την φολίδα που είχε σχηματιστεί στο στέρνο της. «Και σου λέω για άλλη μια φορά πως αν δεν έρθει μαζί μου ο Εστέφαν, δεν θα πάω εκεί που θέλεις». Ήξερε πως μετά από όσα του είπε ο πατέρας της δεν θα μπορούσε να αρνηθεί τον παράλογο όρο της. Και ήταν ευχαριστημένη που δεν πήγαιναν όλα όπως θα ήθελε. Αυτή τη φορά ξεκίνησε να φεύγει και δεν την σταμάτησε κανείς.


Ράνια Ταλαδιανού