Οι Ψιθυριστές (Κεφάλαιο 14-Μέρος 1ο)


ΡΕΙΒΕΝ

       Σαν σε όνειρο ξαναζώ τις τελευταίες αναμνήσεις μου, πριν πεθάνω, πριν επιλέξω, να φύγω, για να προστατέψω την Φλόγα και όλα εκείνα που θεωρούσα, ότι έπρεπε να παραμείνουν ασφαλή από την Μοργκάνα -την γυναίκα που μου είχε κάνει τόσο κακό…

       Σκέφτομαι, τι θα γινόταν, αν δεν είχα δεχτεί να βοηθήσω τους Φύλακες. Αν η άγνοιά μου με ωθούσε, να παραδώσω τη Φλόγα στους Αβυσσαίους. Τα πράγματα θα ήταν καλύτερα για μένα; Οι γονείς μου θ’ άρχιζαν να με αγαπούν; Κι εγώ; Ποιο θα ήταν το δικό μου μέλλον ανάμεσα στις στρατιές των Αβυσσαίων και στο πλάι της Μοργκάνα;
       Ω! Μου λείπει ο κόσμος των ζωντανών. Θέλω να αγκαλιάσω άτομα που νιώθω, πως είναι δεμένα μαζί μου τον Άσερ και τον Μπρόουν, ακόμη και τον αγαπημένο μου Ντρέβεν, παρ’ ότι εκείνος δεν ανήκει στους ζωντανούς. Να μπορούσε άραγε η Φλόγα, να δημιουργήσει ένα όραμα μόνο και μόνο για να τον δω, να τον αγγίξω -έστω για λίγο- και να τον φιλήσω; Αν και είναι ο μοναδικός έρωτας της λαίδη Σαφίρα, νιώθω συνδεδεμένη μαζί του. Ίσως… όταν η Σαφίρα τον ερωτευόταν μέσα στα οράματά μου, να τον ερωτευόμουν και εγώ. Όμως αυτές οι σκέψεις είναι τόσο ανόητες, για να έχουν κάποια βάση.
       Τα βαριά βήματα στον διάδρομο και το κουδούνισμα των κλειδιών με επαναφέρουν στην πραγματικότητα υπενθυμίζοντάς μου, πως ότι έζησα, ανήκε στο παρελθόν. Πρέπει, να παραδεχθώ, ότι το παρόν μου είναι εδώ, σε αυτό το σκοτεινό δεσμωτήριο αλυσοδεμένη και αιώνια φυλακισμένη, μέχρι ο Μέργκολεθ να με διώξει από κοντά του, να με πετάξει στην Κόλαση ή να καταστρέψει την ψυχή μου για πάντα.
       Κλείνω τα μάτια βαριανασαίνοντας και γέρνω το κεφάλι στον αόρατο τοίχο πίσω μου. Τι μέρα είναι; Πόσος καιρός έχει περάσει από τότε, που κλείστηκα εδώ κάτω;
       Μόλις ο δεσμοφύλακας σταματά έξω από το κελί μου, νιώθω την καρδιά μου, να σφίγγεται. Οι ανήσυχοι ψίθυροι στα διπλανά κελιά μονομιάς παγώνουν και ο τρόμος απλώνεται σαν δηλητηριώδες αέριο μέσα στο σκοτάδι υποχρεώνοντας τους φυλακισμένους, να κρατούν την ανάσα τους. Σκέφτομαι τότε τους δύο «θαμώνες» του δικού μου κελιού, που τους είχαν εκτελέσει εν ψυχρώ μπροστά στα μάτια μου. Θυμόμουν το κοντό ραβδί με το κεφάλι του δράκου στην μια  του άκρη, να υψώνεται και να βγάζει ένα πράσινο κύμα φωτιάς κάνοντάς τους σκόνη. Ο δεσμοφύλακας τότε είχε χαμογελάσει ειρωνικά βλέποντας τον τρόμο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό μου. Ακόμη αντηχεί ο χλευασμός του μέσα μου σαν σφυριές, που χτυπούν στο αμόνι της αγωνίας μου. Τώρα, αυτή η ίδια αγωνία με κάνει, να πιστεύω, ότι έχει έρθει η σειρά μου…
       Ποιος λέει, ότι ο θάνατος ολοκληρώνεται με την απομάκρυνση της ψυχής από το σώμα; Ποιος πιστεύει, ότι οι ψυχές πηγαίνουν στον παράδεισο; Μόνο εκείνοι που δεν ξέρουν! Πρώτα ο Μέργκολεθ θα φροντίσει, να κάνει την εκκαθάρισή του, κατόπιν θ’ αποφασίσει, αν στους μελλοθάνατους θα χαρίσει έναν γρήγορο, αβασάνιστο θάνατο ή έναν θάνατο μαρτυρικό. Ξεροκαταπίνω στο άκουσμα του κλειδιού, που γυρίζει μέσα στην κλειδαριά. Θεέ μου! Βοήθησέ με!
       Χαμηλώνω το βλέμμα στ’ αλυσοδεμένα μου χέρια και βογκάω φοβισμένη. Δεν είμαι έτοιμη γι’ αυτό -ποιος άλλωστε είναι έτοιμος, να δεχθεί τον θάνατό του; Κι έπειτα, κανείς δεν ξέρει, πόσο καιρό θα ζει ως πνεύμα…
       Οι χοντρές μπότες του δεσμοφύλακα παύουν, να χτυπούν στις αόρατες πλάκες της φυλακής. Ήδη βρίσκεται στο κελί μου αγέρωχος μπροστά στο φοβισμένο μου βλέμμα. Κουδουνίζει ακόμη μία φορά την αρμαθιά με τα αμέτρητα κλειδιά -ένα για κάθε κελί που «φιλοξενεί» και μία ψυχή. Νιώθω το σώμα μου, να τρεμουλιάζει κάτω από τη σκιά του μυώδες κορμιού του.
       «Σήκω!» με προστάζει. «Και κοίταξέ με!».
       Οι αλυσίδες μου κουδουνίζουν, καθώς αλλάζω θέση. Στέκομαι μπροστά του και σηκώνω τα μάτια μου δειλά στα δικά του. Ο φόβος φωλιάζει για τα καλά μέσα μου. Τα μάτια του φωσφορίζουν στο ημίφως κατακόκκινα σαν πυρωμένα κάρβουνα. Εύχομαι, ό,τι είναι, να γίνει, να γίνει γρήγορα…
       «Πρώτα έχω μια ερώτηση για σένα». Γρυλίζει ο Μέργκολεθ τραβώντας αργά το ραβδί, που σκορπίζει τον τόσο βασανιστικό θάνατο. Ο μανδύας του κλείνει πάλι και αυτός απομένει, να παίζει κρατώντας χαλαρά το τρομερό όπλο του. Δεν βιάζεται.
       «Γιατί είσαι τόσο ήσυχη;» ρωτάει. Από τον τρόπο που αντιδράω μάλλον αντιλαμβάνεται,  ότι δεν έχω καταλάβει, τι εννοεί. «Θέλω να πω… από τη στιγμή που η ψυχή σου κατέβηκε στο βασίλειό μου, ήταν σαν να μην υπήρχε. Δεν σ’ έχω ακούσει ποτέ να μιλάς. Σε κανέναν…» προσπαθεί να εξηγήσει. Σκύβει μπροστά φέρνοντας σε ευθεία γραμμή το πρόσωπό του με το δικό μου. «Δεν προσπάθησες να ξεφύγεις. Σαν να ήξερες, ότι είχε φτάσει το τέλος σου. Σαν να είχες αποδεχθεί το τέλος σου…» προσθέτει και οι λέξεις καρφώνονται στ’ αυτιά μου μέχρι τα βάθη του εγκεφάλου μου.
       «Περίμενα τη σειρά μου, κύριε» τραυλίζω. «Γνώριζα, ότι κάποια μέρα θα ερχόμουν κοντά σου».
       «Μα δεν ήταν η ώρα σου -και το ήξερες». Σηκώνει το γαντοφορεμένο του χέρι και τα δάχτυλά του περνούν μέσα από το αόρατο μάγουλό μου προσπαθώντας, να με αγγίξουν. «Τόσο νέα…» μονολογεί. Περπατά γύρω από εμένα, σαν να κοιτάζει ένα πλάσμα αξιοπερίεργο. «Οι νέες ψυχές προσπαθούν να ξεφύγουν. Φωνάζουν ότι αδικήθηκαν…» προσθέτει, σαν να με κατηγορεί για την διαφορετική συμπεριφορά μου.
       «Εγώ πέθανα, κύριε». Λέω παραδομένη. «Το διάλεξα».
       Ένα αχνό πικρό χαμόγελο ξεπροβάλει στην θύμηση των φίλων μου και όσων περάσαμε μαζί. Έζησα ευτυχισμένη με όλους αυτούς, ποτέ δεν θα άλλαζα το παρελθόν μου. Η αλήθεια αυτή μου δίνει δύναμη.
«Επέλεξα να πεθάνω, κύριε, και δεν μετανιώνω γι’ αυτό!» λέω με θάρρος. Έχω ξαναβρεί τον αυτοσεβασμό μου!
       Ο Μέργκολεθ τρίβει προβληματισμένος το πιγούνι του. Το ύφος του δείχνει δυσπιστία.
«Και είσαι έτοιμη, να πεθάνεις ακόμα μία φορά; Αυτή που θα σε σβήσει για πάντα; Θα είναι, σαν να μην υπήρξες ποτέ σου. Οι φίλοι σου θα σε ξεχάσουν».
       Κουνάω το κεφάλι μου καταφατικά και παίρνω βαθιά ανάσα.
«Αν αυτό είναι πραγματικά το πεπρωμένο μου, δεν έχω παρά, να το αποδεχτώ. Απλά κάντο!» ακούγεται μέσα μου μια τρεμουλιαστή φωνή.
       Ο δεσμοφύλακας στρέφεται προς την πόρτα και απομακρύνεται με αργά, συρτά βήματα. Είναι ολοφάνερο, πως η αγέρωχη στάση μου έχει απορροφήσει σαν σφουγγάρι το μένος του, έχει κλέψει την διάθεσή του, να με πάρει και να με εξαφανίσει. Αναθαρρώ. Ίσως θελήσει, να μου δώσει μια ακόμα ευκαιρία στον κόσμο των ζωντανών.
Κάποιος στέκεται έξω από το κελί μου περιμένοντας τη διαταγή του Μέργκολεθ, για να μπει μέσα. Δεν ξεχωρίζω τα χαρακτηριστικά του προσώπου του.
       «Ίσως όχι εγώ, όχι τώρα…» μουρμουρίζει ο δεσμοφύλακας. «Δεν έχει έρθει ακόμα η ώρα, να σε πάρω». Προσθέτει, λες και διάβασε τις σκέψεις μου.
       Πριν ακόμη τελειώσει εκείνη την τελευταία φράση, η φυλακή αρχίζει να μεταμορφώνεται. Καθώς ακούω τα βαριά βήματά του στον διάδρομο, το κελί μου φωτίζεται. Μπορώ πια, να διακρίνω όλες τις λεπτομέρειες ενός κανονικού κελιού, ενός πραγματικού κελιού. Μπορώ να δω τα δάχτυλα των χεριών και των γυμνών ποδιών μου. Ν’ αγγίξω το λευκό φόρεμα και τα μακριά καστανά μαλλιά μου. Η καρδιά μου χτυπά δυνατά, νομίζω, ότι από λεπτό σε λεπτό θα σπάσει και θα γεμίσει ο χώρος από τα τρυφερά της κομμάτια. Και τότε οι αλυσίδες πέφτουν απ’ τα χέρια μου! Είμαι… είμαι ελεύθερη!
       «Θα χαίρεσαι φαντάζομαι». Ακούγεται η μορφή, που παρέμεινε έξω στον διάδρομο.
Με πλησιάζει. Φοράει μάσκα. Κοιτάζω μέσα από τις σχισμές στην θέση των ματιών, προσπαθώντας μάταια, να τον αναγνωρίσω. Τα κεχριμπαρένια μάτια, το ψηλό και γεροδεμένο ανάστημα και οι ξανθές τούφες που ξεφεύγουν από την φαρδιά του κουκούλα, δεν μου θυμίζουν τίποτα.
       «Ποιος είσαι;» ρωτάω καχύποπτα. Ακόμη δεν χορταίνω την ιδέα, ότι έχω πια ελευθερωθεί, η καρδιά μου φτερουγίζει τρελά σπρώχνοντας τον φόβο στη μικρή, αθέατη γωνιά της..
       «Αυτός που σου έσωσε τη ζωή» απαντά η μάσκα. «Αυτός που θα σε πάρει από τούτον τον μακάβριο τόπο και θα σε πάει πίσω στον κόσμο των ζωντανών».
       Μένω για λίγο σιωπηλή μετρώντας τα λόγια του.
«Και τι θέλεις ως αντάλλαγμα;» ρωτάω παραδομένη στην καχυποψία.
       «Τίποτα!» λέει θαρρετά ο άγνωστος ανοίγοντας την κάπα του και τραβώντας με πάνω του, για να με σκεπάσει. «Μόνο να έρθεις μαζί μου. Αυτό μόνο». Ψιθυρίζει μέσα απ’ το σιδερένιο του πρόσωπο.
       Η ανάσα του λούζει τα μαλλιά μου. Με τραβά αποφασιστικά μαζί του στον δρόμο προς την ελευθερία. Κανονικά θα έπρεπε, να νιώθω ευτυχισμένη, όμως κάτι μέσα μου έλεγε, πως η ελευθερία αυτή που ο άγνωστος υποσχόταν οδηγούσε κατευθείαν στην Κόλαση…
       Ξυπνάω απότομα νιώθοντας ατσάλινα χέρια, να με ακινητοποιούν, αλλά με μια γρήγορη ματιά τριγύρω στο σκοτεινό δωμάτιο καταλαβαίνω, ότι είναι μόνο η ιδέα μου. Δεν θυμάμαι να έχω ονειρευτεί ποτέ μου κάτι δίχως τη βοήθεια της Φλόγας, όμως από τότε που την γνώρισα και μπήκαμε ολοκληρωτικά η μία στη ζωή της άλλης, πολλά πράγματα είχαν αλλάξει και για τις δυο μας...
       Κλείνω τα μάτια και γυρίζω πλευρό τραβώντας τα σκεπάσματα έως επάνω στο κεφάλι μου. Κάνει πολύ κρύο. Κουλουριάζομαι σαν μωρό κι κρύβω το κεφάλι μου μέσα στα διπλωμένα μου μπράτσα θέλοντας, να ξεχάσω την ενοχλητική φαγούρα στους καρπούς και το τσούξιμο στην πλάτη μου. Την αισθάνομαι χαρακωμένη, υγρή απ’ το πύον και το αίμα που δήθεν αναβλύζει απ’ τις ρωγμές του δέρματος, σαν να με έχουν μαστιγώσει χιλιάδες φορές! Προσπαθώ, να ηρεμήσω, αλλά δεν μπορώ, να κοιμηθώ πάλι. Ξέρω, ότι έχω επιστρέψει στον κόσμο των ζωντανών -άγνωστο πώς. Αναρωτιέμαι, πού βρίσκομαι, μα παύω, να βασανίζομαι, έτσι κι αλλιώς δεν έχει σημασία. Σημασία έχει μόνο το γεγονός, ότι είμαι πάλι πίσω και ότι αργά ή γρήγορα, θ’ ανταμώσω ξανά με την πολυαγαπημένη μου Σαφίρα. 

Ηλιάνα Κλεφτάκη