Επικίνδυνες Σκιές (Μέρος2ο-Κεφάλαιο 15)


ΠΟΤΑΜΟΣ ΜΠΕΡΘ

    Η ΚΟΠΕΛΑ ΑΤΕΝΙΣΕ ΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΤΟΠΙΟ που απλωνόταν γύρω της. Μόλις η Άισλιν είχε αντικρίσει τον Ίθαν, την είχε πάρει μακριά από τα σπίτια και τους δρόμους. Είχε κάνει κάποιο ξόρκι που της είχε προκαλέσει ναυτία και μια αίσθηση κλειστοφοβίας. Αμέσως μετά είχε βρεθεί στη μέση του πουθενά μαζί του. Είχε απομείνει να κοιτάζει το ασημένιο τρεχούμενο νερό ενός ποταμού. Τα ορμητικά νερά του καθρέπτιζαν τη σελήνη που ήταν ολόγιομη. Κανένα αστέρι δεν φώτιζε στον ουρανό. Η Άισλιν θυμήθηκε την ιστορία του ήλιου και της Σελήνης. Ένιωσε πως ήταν παρούσα σε εκείνη τη μοναδική στιγμή που ο ήλιος την φώτισε σαν στολίδι στον ουρανό. Κάθε ρομαντική της σκέψη όμως εξαϋλώθηκε τη στιγμή που ο Ίθαν την πλησίασε. Ξεκίνησε να δένει τους καρπούς της με σχοινί τόσο σφιχτά που τα χέρια της μούδιασαν.

    Έκλεισε τα μάτια της και προσπάθησε να βρει τον Κίλιαν. Σκοτάδι. Προχωρούσε και παντού γύρω της έβρισκε σκοτάδι. Ξαφνικά κάτι σαν ριπή ανέμου τίναξε το σώμα της κι εκείνο έπεσε με δύναμη στο έδαφος. Επανήλθε στη πραγματικότητα και κοίταξε τον Ίθαν που στεκόταν όρθιος, πάνω από το κεφάλι της. Την είχε πετάξει στο έδαφος και χαμογελούσε. Το πρόσωπό του ξεχείλιζε με ευχαρίστηση και ικανοποίηση. Την πλησίασε και γονάτισε δίπλα της. Χάιδεψε το μάγουλό της κι εκείνη έστρεψε το πρόσωπό της μακριά του.
«Άισλιν, μην προσπαθείς να ζητήσεις βοήθεια». Η φωνή του ήταν μαλακή μα στα λόγια του και στα μάτια του φώλιαζε μια απειλή. «Βλέπεις εμένα μου έλειψες πάρα πολύ. Κοίτα τι έκανα για να σε πάρω μακριά από εκεί όπου σε κρατούσαν παρά τη θέλησή σου». Την κοίταγε στα μάτια και σχεδόν την έπειθε πως ήθελε το καλό της. Τα λόγια του έφεραν πίσω την ανάμνηση της φυλάκισής της και αναρρίγησε.
«Δεν με κρατούν παρά τη θέλησή μου. Θέλω να μείνω εκεί». Είπε αποφασιστικά και πεισματάρικα. Ο Ίθαν πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό της. Τα κεχριμπαρένια μάτια του άστραψαν σαν χρυσός κάτω από το φως της σελήνης. Το σχήμα τους ήταν αμυγδαλωτό και ήταν αρκετά μεγάλα συγκριτικά με το πρόσωπό του.
«Είσαι σίγουρη για αυτό; Αν ήθελες θα σε άφηναν να φύγεις;» Την ρώτησε με εξεταστική ματιά. Μπορούσε να δει την αμφιβολία που είχε τρυπώσει τόσο στη ματιά όσο και στη σκέψη της κοπέλας. Εκείνη ξεροκατάπιε και κοίταξε επίμονα τη σελήνη. Θυμήθηκε πως η άλλη Άισλιν της είχε μιλήσει για τη μητέρα της. Της είχε πει πως εκεί θα ήταν ασφαλής, στην λευκή αυτοκρατορία.
«Εσύ όμως με απήγαγες, με έδεσες». Του είπε εκνευρισμένα και έτεινε το σχοινί προς το μέρος του. Ο Ίθαν κίνησε κυκλικά τα δάχτυλά του και ο κόμπος λύθηκε.
«Αυτό ήταν προφύλαξη, για να μην ξεκινήσεις να τρέχεις μακριά μου πριν μιλήσουμε και να μην.». Δίστασε και την κοίταξε με βλέμμα τρομαγμένο. «Να μην ασκήσεις μαγεία πάνω μου». Είπε τελικά. Η Άισλιν θυμήθηκε τι του είχε κάνει τότε που είχε σκοτώσει το κορίτσι. Τον είχε αφήσει σχεδόν νεκρό. Ήταν λογικό που την φοβόταν.
    Δεν τον εμπιστευόταν καθόλου. Η αλήθεια ήταν πως ύστερα από την ανάμνησή της, περίμενε να αντικρίσει κάποιον χειρότερο άνθρωπο. Ακόμη δεν τον συμπαθούσε. Αλλά σκεφτόταν πως ίσως είχε δίκιο σχετικά με την ελευθερία της. Άλλωστε την στιγμή που την είχε πάρει μακριά από το σπίτι του Κίλιαν, είχε αποφασίσει να φύγει. Δεν εμπιστευόταν τον Ίθαν. Αλλά εκείνη την Άισλιν, την εμπιστευόταν. Ήταν η καλή Άισλιν, όχι η υστερική. Και αν της είχε αποκαλύψει την αλήθεια για τη μητέρα της, σήμαινε πως δεν εμπιστευόταν τον Κίλιαν. Εκείνη βέβαια τον εμπιστευόταν. Ήταν η άγκυρά της από τη στιγμή που είχε βγει από το κελί. Οι σκέψεις της σβούριζαν στο κεφάλι της και της προκαλούσαν ζαλάδα. Έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα στην εμπιστοσύνη της προς τον Κίλιαν ή τον εσωτερικό εαυτό της. Πήρε μια βαθειά ανάσα και αποφάσισε πως ο Κίλιαν την είχε απογοητεύσει περισσότερο από όσο θα έπρεπε. Δεν μπορούσε να πάψει να τον εμπιστεύεται, όμως μπορούσε να τον αφήσει πίσω. Κοίταξε τον Ίθαν και τα υγρά του στομάχου της ανακατεύτηκαν.
«Πες μου. Στα αλήθεια ήθελες να με βοηθήσεις να αποδράσω;» Τον ρώτησε με απορία. Εκείνος ένευσε και η ματιά του παρέμεινε καρφωμένη στη δική της. «Θέλω να με πας στην Έις». Του είπε αποφασιστικά και εξέτασε το βλέμμα του. Δεν υπήρχε δισταγμός ή δυσφορία. Ο άντρας με τα μελαχρινά μαλλιά σηκώθηκε όρθιος και υποκλίθηκε.
«Φυσικά, αυτό είχα σκοπό να κάνω». Είπε και την βοήθησε να σηκωθεί. Ύστερα την τράβηξε κοντά του και την αγκάλιασε. «Είναι καλό που σε έχω ξανά». Της είπε και αναστέναξε. Απομακρύνθηκε λίγο ώστε να την κοιτάξει. «Πραγματικά εύχομαι να με συγχωρήσεις σχετικά με εκείνη την μέρα». Τα μάτια του έμοιαζαν να λιώνουν από αισθήματα μετάνοιας. Η Άισλιν τον κοίταζε άψυχα. Όλη εκείνη την ώρα δεν ανταποκρινόταν στις αλλόκοτες κινήσεις του άντρα. Του χαμογέλασε σκληρά.
«Πήγαινέ με στην Έις και ίσως να το σκεφτώ». Του είπε και σχεδόν αισθάνθηκε την ατμόσφαιρα γύρω της να παγώνει. Ο Ίθαν έφερε το χέρι του στο κεφάλι του και γέλασε.
«Δεν έχεις αλλάξει καθόλου. Πραγματικά, πόσα θυμάσαι;» Η κοπέλα κοίταξε το έδαφος αγχωμένα. Αυτή τη φορά δεν ήξερε τι να απαντήσει. Τα πάντα, της είπε η Άισλιν πού ήταν κρυμμένη  μέσα στο μπερδεμένο κεφάλι της. Γιατί; Την ρώτησε εκείνη. Η κοπέλα αναστέναξε. Γιατί δεν τον εμπιστεύομαι. Η Άισλιν δεν ήταν ακόμη σίγουρη αν έπρεπε να ακούσει τη σωσία της. Και αν μου μιλήσει για πράγματα που δεν ξέρω; Ένιωσε την κοπέλα να αγγίζει κατευναστικά το χέρι της. Τότε θα σου πω εγώ όσα χρειάζεται να γνωρίζεις.
«Τα πάντα». Απάντησε τελικά. Ο Ίθαν την κοίταξε έκπληκτος και ξεκίνησε να περπατάει.
«Αυτό είναι καλό νέο. Σημαίνει πως έχεις βρει τον εαυτό σου». Η Άισλίν τον πρόφτασε. Προχωρούσαν κατά μήκος του ποταμού. «Αλλά δεν καταλαβαίνω πώς κατέληξες να ερωτευτείς πάλι εκείνον». Τα λόγια του Ίθαν ήταν αιχμηρά και διαπέρασαν την ψυχραιμία της Άισλιν.
    Η καρδιά της ξεκίνησε να πάλλεται ανεξέλεγκτα. Η Άισλιν στο κεφάλι της ήταν σιωπηλή αυτή τη φορά. Την αναζήτησε μα ούτε ίχνος της. Άισλιν! Της φώναξε, μα δεν πήρε καμία απάντηση. Ένας ξεψυχισμένος ψίθυρος ήχησε τελικά στο κεφάλι της. Πες του πως.. δεν τον ξεπέρασες ποτέ. Η κοπέλα ένιωθε τόσο μπερδεμένη που ήθελε να βάλει τα κλάματα. Ήξερε τον Κίλιαν; Τον είχε δει ξανά; Τον είχε ερωτευτεί; Δεν της είχε πει τίποτα. Τίποτα απολύτως. Θυμήθηκε τότε που η σωσίας της τον είχε αναγνωρίσει μέσα στο κεφάλι της και τον είχε διώξει. Τώρα συνειδητοποιούσε πως ήταν πολλά και σημαντικά αυτά που δεν θυμόταν. Ένιωθε πως ήθελε να τρέξει πίσω στον Κίλιαν και να απαιτήσει να μάθει όλη την αλήθεια. Μα είχε πάρει μια απόφαση. Και θα βασάνιζε την Άισλιν που τώρα σιωπούσε μέχρι να μάθει όλη την αλήθεια.
«Δεν ξέρω». Είπε όσο πιο αδιάφορα μπορούσε. «Θα έλεγα πως δεν τον ερωτεύτηκα αυτή τη φορά». Ο Ίθαν γέλασε και την κοίταξε παιχνιδιάρικα. Δεν της απάντησε.
    Απλώς συνέχισε να περπατάει αμέριμνα. Προχωρούσαν για ώρα και το ποτάμι συνέχιζε να γεμίζει το μαύρο τοπίο με το ασημένιο χρώμα του. Τα τρεχούμενα νερά ηχούσαν δυνατά καθώς έρρεαν ορμητικά. Η αμυδρή ψύχρα της καλοκαιρινής νύχτας έκανε την ατμόσφαιρα γύρω τους δροσερή. Τα φύλλα των δέντρων λικνίζονταν αρμονικά και έμοιαζαν σαν να χορεύουν στην αχνή μελωδία του ανέμου. Όσο δυνάμωνε ο άνεμος, τόσο τα φύλλα και τα κλαδιά των δέντρων ανταποκρίνονταν σε αυτόν. Ο Ίθαν και εκείνη είχαν παραμείνει σιωπηλοί. Ο καθένας ήταν χαμένος στις δικές του σκέψεις.
    Η Άισλιν είχε μια σημαντική συζήτηση να κάνει μέσα στο κεφάλι της. Βούτηξε στις σκέψεις της και εκεί την βρήκε. Καθόταν σε ένα μαρμάρινο δωμάτιο. Τα πάντα ήταν φτιαγμένα από λευκό μάρμαρο. Το πάτωμα, το κρεβάτι, το κομοδίνο. Βρισκόταν κουλουριασμένη πάνω στο κρεβάτι. Η Άισλιν την πλησίασε και κάθισε δίπλα της.
Δεν πιστεύω πως κράτησες κρυφό κάτι τέτοιο. Της είπε εκνευρισμένη.
Φύγε. Η φωνή της σωσία της ήχησε απόμακρη και μονότονη.
Δεν πάω πουθενά αν δεν μάθω.. Η κοπέλα κούνησε τα χέρια της και το στόμα της Άισλιν έκλεισε. Προσπάθησε να ανοίξει τα χείλη της μα ήταν μάταιο.
Δεν έχω κάτι να σου πω, φύγε.
    Η Άισλιν συνέχισε να προσπαθεί να μιλήσει. Οργή κόχλαζε μέσα της μα δεν μπορούσε να φωνάξει ή να ουρλιάξει. Πήρε μια βαθειά ανάσα και βρήκε την αυτοκυριαρχία της. Βγήκε από το μυαλό της και επέστρεψε στην πραγματικότητα. Μάλλον δεν μπορούσε να μάθει την αλήθεια από τη σωσία της. Έπρεπε όμως να θυμηθεί. Αποφάσισε πως έπρεπε να εκμαιεύσει ένα κομμάτι της αλήθειας από τον άντρα που περπατούσε δίπλα της.
«Ίθαν, ακόμη κι αν είχα ερωτευτεί ξανά τον Κίλιαν, γιατί θα σε ενοχλούσε τόσο;» Η ερώτησή της θα μπορούσε να προδώσει την άγνοιά της ή να της δώσει μερικές απαντήσεις. Εκείνος την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω με ερωτικό βλέμμα και το βλέμμα της Άισλιν  στράφηκε προς το ποτάμι αμήχανα.
«Δεν είναι και ότι καλύτερο να ξέρω πως εκείνος που έκλεψε την καρδιά σου ενώ ήσουν μαζί μου, στην έκλεψε ξανά». Η ανάσα της Άισλιν κόπηκε μόλις άκουσε τα λόγια του Ίθαν. Ήταν σε σχέση με τον Ίθαν όμως είχε ερωτευτεί τον Κίλιαν.
«Ούτε κι εσύ έχεις κλέψει την καρδιά μου αυτή τη φορά Ίθαν». Είπε παιχνιδιάρικα και του χαμογέλασε.
«Αυτό το ξέρω, αλλά δεν θέλω να σε δω να πληγώνεσαι πάλι. Θυμάσαι τι μου είχες πει; Ότι δεν νιώθει τίποτα;» Η Άισλιν κάγχασε σαν να της έλεγε κάτι γνώριμο όμως το στομάχι της ανακατεύτηκε επικίνδυνα.
«Φυσικά και θυμάμαι Ίθαν». Στην φωνή της αποτυπωνόταν σιγουριά ενώ μέσα της επικρατούσε πανικός. Η φωνή της Σύλβια, του Ίθαν και η δική της ξεκίνησαν να έρχονται στο μυαλό της. Της έλεγαν πως ο Κίλιαν δεν ένιωθε τίποτα κι εκείνη έκλεινε τα αυτιά της. Δεν μπορούσε να δεχτεί κάτι τέτοιο. Τα μάτια της βούρκωσαν και κοίταξε την λευκή σελήνη.


Ράνια Ταλαδιανού