Οι Ψιθυριστές (Κεφάλαιο 16)


ΡΕΙΒΕΝ

            Οι αναμνήσεις καίνε, όπως καίει μια ανοιχτή πληγή. Θυμόμουν τον εαυτό μου στον κόσμο των ζωντανών. Αν δεν επέστρεφα στο Λονδίνο για την μέρα των Ευχαριστιών, θα έμενα κρυμμένη στο σχολείο και ποτέ μου δεν θα είχα μπλεχτεί σε τούτο το σκοτεινό παιχνίδι στο οποίο καμία θέση δεν είχα. Ο αδερφός μου και η θεία Κέιτ θα ήταν ασφαλείς, οι γονείς μου στη δική τους λυπητερή μοναξιά και οι Φύλακες δεν θα με έφερναν αντιμέτωπη με τη Μοργκάνα…

            Ο Λενιξ και ο Άβαλαν, η Βασάλτη και ο Άσερ, ο Μπρόουν και ο Αζούρα  και ο Γκέιλ, όλοι είχαν γίνει φίλοι μου. Έκαναν τα πάντα, για να προστατέψουν εμένα και την Φλόγα. Δεν μπορώ, να πάψω, να τους σκέφτομαι -τόσα είχα περάσει μαζί τους... Μπορεί, να μην ήμουν αρκετά ικανή να πολεμήσω την Μοργκάνα στο πλάι τους, να προστατεύσω τη Φλόγα… ίσως και να θύμωσεμαζί μου, όταν την άφησα, όμως, έκανα το καλύτερο που μπορούσα. Πώς θα καταφέρω, να την ξαναδώ; Να της μιλήσω; Μόνο για μια φορά;
            Ξυπνάω από το υπερβολικό κρύο, που περονιάζει τα κόκαλά μου έως το μεδούλι κι σφίγγω τα σκεπάσματα γύρω μου προσπαθώντας, να σταματήσω τα ρίγη που κάνουν όλο το σώμα μου, να τρέμει. Η ανάσα μου βγαίνει από το στόμα μου αχνιστή και τα βλέφαρά μου είναι πασπαλισμένα με βελούδινη πάχνη. Γέρνω το κεφάλι μου προς το σβηστό τζάκι και μορφάζω από τον πόνο στον αυχένα μου. Ειναι κι εκείνος παγωμένος, η παραμικρή κίνηση τον κάνει, να τρίζει σαν σκουριασμένη πόρτα! 
            Ακούω τον Μισέρι, να γελάει και το στήθος μου σφίγγεται από φόβο και μίσος μαζί. Τι θέλει από εμένα; Γιατί με πήρε από τον Κάτω Κόσμο; Για πόσο ακόμα θα με αφήνει, να πλέω στο σκοτάδι της άγνοιάς μου; Σηκώνω με τα ξυλιασμένα μου δάχτυλα τα μαξιλάρια και ακουμπάω πάνω τους την παράλυτη από το κρύο πλάτη μου κοιτάζοντας την σιδερένια του μάσκα. Είμαι παράφορα  ενοχλημένη με την απάθειά του, μα περισσότερο επειδή στέκεται και με χαζεύει,σαν να είμαι το πολύτιμό του αξιοθέατο.
            «Τι θέλεις επιτέλους;» ξεσπάω.
            Ανασηκώνει τους ώμους του.
«Τι μπορείς, να μου δώσεις;» σαρκάζει πλησιάζοντάς τη μεριά του κρεβατιού όπου βρίσκομαι μισοξαπλωμένη. Τα βήματά του χτυπούν απειλητικά στο πάτωμα.
            «Την Φλόγα δε την έχω πλέον…» παραδέχομαι.      
            «Αυτό ήδη το ξέρω. Είναι όμως δουλειά της μητέρας μου ν’ ανησυχεί για την Φλόγα, όχι δική μου».
            «Τότε; Για ποιο πράγμα προορίζομαι εγώ;»
            Ο Μισέρις χαχανίζει και σκύβει από πάνω μου.
«Προς το παρόν… να μου κάνεις παρέα! Τουλάχιστον μέχρι ν’ αλλάξουν οι εντολές, που έχω για σένα…» λέει και πιάνοντας το αριστερό μου χέρι χαϊδεύει το σημάδι του Ιερού Φιλιού, που μου είχε δημιουργήσει ο Μπρόουν, όταν με δάγκωσε. «Θα πρέπει, να έχεις νόστιμο αίμα για να ξελόγιασες έναν βρικόλακα σαν τον Μπρόουν Ρέιβεν». Μονολογεί παρατηρώντας το σημαδάκι.
            «Δεν νομίζω, ότι κάποιος σαν αυτόν χρειάζεται ξελόγιασμα».Λέω με απέχθεια φέρνοντας στο μυαλό μου το βράδυ, που ο Μπρόουν ήπιε το αίμα μου. Κοιμήθηκε δίπλα μου και όταν ξαναδίψασε με ακινητοποίησε, ώστε να βυθίσει ανενόχλητος τα δόντια του στον λαιμό μου και πάλι. Μου είχε συμπεριφερθεί σαν ζώο και τον απεχθανόμουν γι’ αυτό. «Είναι ένας βλάκας, που νομίζει, ότι έχει στα πόδια του ό,τι ποθήσει».
            «Υπάρχει τρόπος, να απαλλαγείς από τον δεσμό μαζί του…».
            Ακούω τα δόντια του, να βγαίνουν αργά από τις θήκες τους και στρέφω το βλέμμα μου προς τις δυο λεπτές σχισμές, όπου βρίσκονται τα κεχριμπαρένια μάτια του.
«Εγώ δεν θα σε χρησιμοποιούσα» πρόσθεσε με νόημα.
            Φέρνοντας το πρόσωπό του στο δικό μου η παγωμένη του ανάσα χαϊδεύει τρυφερά τα χείλη μου. Με τα γαντοφορεμένα του χέρια ρίχνει το κεφάλι μου προς τα πίσω και παραμερίζει τα μαλλιά μου σηκώνοντας ελαφρά τη μάσκα του. Το χείλη του ακουμπούν πάνω στις φλέβες του νεκρού κορμιού μου και οι κυνόδοντές του γρατσουνίζουν παιχνιδιάρικα το δέρμα μου. Η ανάσα μου βγαίνει καυτή μέσα από τα μελανιασμένα μου χείλη.
            «Σε παρακαλώ, μη με δαγκώσεις». Ψελλίζω, παρόλο που το σώμα μου θέλει σαν τρελό το… αντίθετο!
Ποθώ -είναι αλήθεια- να νιώσω για λίγο αυτό το ανεπαίσθητο τρύπημα, τον γλυκό πόνο που προκαλούσε η διείσδυση, την απαλή ζάλη που φέρνει το δηλητήριο των βρικολάκων. Ω ναι, το θέλω…
            «Φυσικά και όχι». Τραβιέται απότομα από πάνω μου σπρώχνοντας το κεφάλι μου άγαρμπα στο πλάι. «Τι να πάρω από σένα; Δεν είσαι καν ζωντανή». Η φωνή του γεμίζει κοροϊδία και απέχθεια για μένα κάνοντάς με, να καταπιώ έναν βιαστικό λυγμό.
            «Είσαι ένας… ένας…» φωνάζω.
            «Είμαι Αβυσσαίος και υπερβολικά καλός μαζί σου». Απομακρύνεται τοποθετώντας τη μάσκα του στην αρχική της θέση. «Γι’ αυτό να είσαι ευγνώμων και να μην τολμήσεις, να κάνεις πάλι κόλπα σαν τα χθεσινά, γιατί αλλιώς θα σε διαλύσω!».
            Αστραπιαία ξανάρχται κοντά μου και με γραπώνει από τους ώμους ρίχνοντάς με στο στρώμα.
«Έγινα κατανοητός;»
            Γνέφω καταφατικά. Βέβαια το κάνω μόνο και μόνο, για να μη δώσω συνέχεια στην συζήτησή μας. Με κάθε ευκαιρία σκοπεύω, να το σκάσω, να ξεφύγω από αυτό το μέρος…
            «Κρυώνω». Παραπονιέμαι. «Και πεινάω. Έχω να φάω από τότε που επέστρεψα στο σώμα μου».
            «Πάντα κάνει κρύο στην Αστέρα. Οι άνθρωποι δεν καταφέρνουν, να ζήσουν για πολύ εδώ, όμως εσύ δεν είσαι πλέον ζωντανή. Το σώμα σου είναι νεκρό και αργά ή γρήγορα θα συνηθίσει. Όσο για το φαγητό… κάτι θα κάνουμε».
            Τραβιέται μακριά και πηγαίνει κοντά στο ανάκλιντρο, που μοιάζει έτοιμο, για να φιλοξενήσει κάποιο θύμα. Ακούω την πόρτα ν’ ανοίγει και να κλείνει και σφίγγομαι στη σκέψη, ότι έχει έρθει η στιγμή, να συναντήσω τη Σκοτεινή Βασίλισσα αυτοπροσώπως. Όμως το άτομο που ξεπροβάλλει από το άνοιγμα είναι ένα κορίτσι. Και μου φαίνεται κάτι παραπάνω από… άνθρωπος. Και όχι μόνο. Τα σύγχρονα ρούχα της φανερώνουν, πως είναι από τον πρώτο κόσμο. Από την Γη.
            Έρχεται κοντά μας, χαμηλώνει με σεβασμό το κεφάλι της σ’ εμένα και έπειτα υποκλίνεται στον Μισέρι τόσο βαθιά, που τα πόδια της ακουμπούν στο πάτωμα. Ανασηκώνομαι στα γόνατα αγχωμένη. Τι συμβαίνει; Τι ήρθε, να κάνει εδώ;
            «Άρχοντά μου!» τραυλίζει το κορίτσι αδύναμα.
            Ο Μισέρις την πιάνει από το σαγόνι και την σηκώνει όρθια. Την οδηγεί στο ανάκλιντρο και την βάζει, να ξαπλώσει.
            «Τι πας, να κάνεις;» πετάγομαι με αγωνία. «Είναι μονάχα ένα κορίτσι!»      
            «Και λοιπόν; Είναι το γεύμα μας!»
            «Το γεύμα μας;» επαναλαμβάνω σαστισμένη. Εννοεί, ότι θα την φάμε; Είναι σοβαρός; «Μα… εγώ… εγώ δεν πίνω αίμα».
            «Τότε είναι καιρός, να το δοκιμάσεις!» με προτρέπει γυμνώνοντας τον λαιμό της, όπως ακριβώς είχε κάνει σ’εμένα μόλις πριν λίγο.
Ανασηκώνει την μάσκα του και βυθίζει τα δόντια του στο απαλό της δέρμα αργά, βασανιστικά, λυτρωτικά. Μια τρελή ζήλεια και απορία μαζί αρχίζει, να με συνταράσσει. «Γιατί δεν το είχε κάνει και μαζί μου;» αναρωτιέμαι επίμονα. Ξύνω νευρικά το σημαδάκι του Ιερού Φιλιού κι αποστρέφω το πρόσωπό μου από εκείνο το φρικιαστικό θέαμα. Δεν θέλω, να σκέπτομαι, τι γίνεται παρά δίπλα μου, αλλά τα βογκητά της κοπέλας με επαναφέρουν στην πραγματικότητα. Αναστενάζω από λαχτάρα, να με αγγίξει κι εμένα ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Το κορίτσι αφήνει το κεφάλι του, να κρεμάσει έξω από το ανάκλιντρο και με κοιτάζει ανάποδα. Ειναι ζωντανή, όμως τα μάτια της είναι άψυχα, κενά. Παρατηρώ, πως τα χείλη της έχουν αρχίσει, να μελανιάζουν και τα βλέφαρά της να κλείνουν. Πεθαίνει!
            «Σταμάτα! Την σκοτώνεις!» φωνάζω, μα εκείνος συνεχίζει ατάραχος. «Μισέρι!» επαναλαμβάνω μάταια και ορμάω, να τον χτυπήσω.
            Αρχικά δεν αντιδράει, όμως μόλις πάω, να τον ακουμπήσω το χέρι του τινάζεται απότομα, πιάνει τον καρπό μου και τον στρίβειπίσω από την πλάτη μου. Γονατίζω από πόνο, σφίγγω τα δόντια και προσπαθώ, να τον χτυπήσω με το ελεύθερο χέρι μου, αλλά εγκαταλείπω την προσπάθεια διαπιστώνοντας, πως το κορίτσι είναι ήδη νεκρό.
            «Σταμάτα, να το παίζεις προστάτιδα από τη στιγμή, που ξέρεις, ότι δεν μπορείς, να με αντιμετωπίσεις. Είναι ενοχλητικό, να σε βάζω συνέχεια στη θέση σου». Λέει με ύφος θριαμβευτή και σηκώνεται από πάνω της χωρίς ωστόσο, να πάψει με κρατάει.
Με σέρνει μπροστά στο τζάκι και με παρατά εκεί. Η πράσινη απόκοσμη φωτιά που έχει ανάψει από μόνη της, ζεσταίνει την πλάτη μου και καψαλίζει τις άκρες των μαλλιών μου.
            «Γιατί την σκότωσες;» ρωτάω με αγανάκτηση. «Απλώς και μόνο επειδή μπορούσες;»
            «Όχι, βέβαια. Δεν έχω καμία ανάγκη, να επιβεβαιώνω την δύναμή μου. Την σκότωσα, γιατί διψούσα! Μα κι εσύ χρειάζεσαι το αίμα της… Άλλωστε αυτό πάντα κάνει ένας βρικόλακας όταν τελειώνει…».
            «Όμως ο Μπρόουν δεν με σκότωσε! Χόρτασε με το αίμα μου και δεν με σκότωσε!» λέω φουσκώνοντας το στήθος μου με το συναίσθημα της ανακούφισης.
            «Είχες την Φλόγα, δεν θα το έκανε. Έτσι και αλλιώς ο Μπρόουν λατρεύει τις υποτακτικές… Εγώ πάλι όχι. Οι βρικόλακες όταν δαγκώνουν έναν άνθρωπο, τον παγιδεύουν κατά κάποιο τρόπο σ’ ένα σκοτεινό παιχνίδι. Κι εμένα δεν μου αρέσει, να παίζω με το φαγητό μου!».
            «Και δε χρειάζομαι αίμα». Συνεχίζω, σαν να μην τον ακούω. Άλλωστε είναι εκνευριστικό, να ακούω πράγματα, που ήδη γνωρίζωκαλά. «Το μόνο που θέλω, είναι κανονικό φαγητό». Λέω αποκαμωμένη.
            «Συγχώρησέ με, που δεν σου ξεκαθάρισα από την αρχή κάτι». Λέει ο Μισέρις βγάζοντας το γάντι του.
            Με το μυτερό του νύχι σκίζει το λαιμό της νεκρής από την πλευρά, που δεν την είχε δαγκώσει και τοποθετεί κάτω από την ανοικτή πληγή ένα κολονάτο ποτήρι φτιαγμένο από ξασπρισμένα κόκαλα. Όταν το ποτήρι γεμίζει από το αίμα του κοριτσιού, το άψυχο σώμα του μαραζώνει μονομιάς κι αποκτά μορφή μούμιας.
            Νιώθω τη χολή μου ν’ ανεβαίνει στο στόμα μου. Είναι ένα θέαμα φοβερό.
            «Το ότι σε πήρα από την Κόλαση, δεν ήταν κάτι εύκολο. Και σίγουρα πλήρωσα κάποιο αντίτιμο». Συνεχίζειο Μισέρις. Τραβάει από την τσέπη του παντελονιού του ένα μικρό φιαλίδιο με φωσφορίζον κίτρινο υγρό και ρίχνει μέσα στο ποτήρι μια σταγόνα. Κατόπιν το τείνει σ’ εμένα κι κάνει ένα κοφτό νεύμα. «Για να παραμείνεις ζωντανή, χρειάζεται μόνο λίγο αίμα και μια σταγόνα από το μικρό αυτό φιαλίδιο». Το κουνά ζωηρά μπροστά μου κι έπειτα το εξαφανίζει πίσω στην τσέπη του.
            «Τι περιέχει;».
            «Φορμόλη για τη βρώμα κι ένα μείγμα από το λουλούδι Σανκόκρετ για τα υπόλοιπα». 
            «Το λουλούδι Σανκόκρετ με δηλητηρίασε κάποτε».Φωνάζω υπονοώντας, ότι δεν είμαι διατεθειμένη, να πιω ούτε σταγόνα απ’ αυτό το πράγμα.
            «Το ξέρω. Εγώ έφτιαξα το δηλητήριο». Σαρκάζει. «Μία από τις χρήσεις του είναι πράγματι αυτή. Ανάλογα όμως με την επεξεργασία του, το λουλούδι αυτό μπορεί, να κάνει διάφορα πράγματα. Να σώσει ζωές, να καταστρέψει ζωές…».
            «Και η Φορμόλη;»
            «Για να μην αποσυντεθεί το σώμα σου. Κάθε μέρα θα πίνεις ένα ποτήρι αίμα με την σταγόνα του Σανκόκρετ, αλλιώς το σώμα σου θα αρχίσει να αποσυντίθεται. Δεν θα ήθελες, να το δεις να σαπίζει, έτσι; Τα σκουλήκια να τρυπούν το δέρμα, να τρώνε την σάρκα από μέσα προς τα έξω. Θα ήταν αρκετά επώδυνο, δεν νομίζεις;»
            «Ώσπου να επιστρέψω πάλι στην Κόλαση… Το’ πιασα». Κοιτάζω το αίμα μέσα στο ποτήρι και την μικρή κίτρινη σταγόνα που λαμποκοπά στο κέντρο του. «Και πώς ξέρεις, ότι δεν θέλω, να επιστρέψω στην Κόλαση;»
            «Το μόνο που ξέρω, είναι, ότι, αν συνεχίσεις ν’ αρνείσαι να το πιείς,  θ’ αρπάξω το όμορφο κεφαλάκι σου και θα χύσω το αναθεματισμένο υγρό μέσα στο στόμα σου. Μη με προκαλείς!»
            «Είναι αηδιαστικό». Μουρμουρίζω κουνώντας κυκλικά το ποτήρι ακριβώς όπως είχα δει, να κάνουν έμπειροι δοκιμαστές κρασιού προκειμένου, να βοηθήσουν την απελευθέρωση των υπέροχων αρωμάτων.
Ο Μισέρις κινείταιεκνευρισμένος προς το μέρος μου αλλά γνέφω, πως θα το πιω και τον σταματάω. Φέρνω στα χείλη μου το ποτήρι κι αδειάζω το περιεχόμενό του μέσα μου με τρεις δυνατές γουλιές.
            «Καλό κορίτσι». Λέει ικανοποιημένος ο Μισέρις. Σηκώνεται όρθιος, βγάζει τη μάσκα του και την αφήνει, να πέσει με θόρυβο στο πάτωμα δίπλα μου. «Επιτέλους! Δεν την άντεχα άλλο».
            Σηκώνω τα μάτια μου και τον κοιτάζω περίεργη, για το πώς είναι. Με τα χέρια του ανακατεύει τα ατίθασα ξανθά μαλλιά του, βγάζει κατόπιν την κάπα από τους ώμους του και την πετάει στο ανάκλιντρο. Έτσι όπως είναι γυρισμένος, παρατηρώ τους φαρδιούς ώμους του, τους δικεφάλους και το γραμμωτό του κορμί. Ήξερα, πως θα είναι όμορφος.
            «Βρίσκεις;» γελάει γυρνώντας προς το μέρος μου με το πιο αστραφτερό του χαμόγελο.
            Μένω ασάλευτη, να τον παρατηρώ με ανοιχτό το στόμα. Τα μάτια μου έχουν γουρλώσει και η ανάσα μου βγαίνει αχνή από το στόμα μου.
«Σου θυμίζω κάποιον μήπως;»
            «Είσαι ίδιος ο… Μπρόουν». Ψελλίζω μπερδεμένη. Και στον Ντρέβεν έμοιαζε αρκετά, όμως δεν υπήρχε περίπτωση, να το αναφέρω αυτό. Σαν να είναι ο Μπρόουν και ο Ντρέβεν παγιδευμένοι στο ίδιο σώμα. «Σίγουρα κάνω κάποιος λάθος».
            «Όχι, σωστά μάντεψες. Είμαι ίδιος ο Μπρόουν, διότι απλούστατα είμαστε δίδυμα αδέλφια!» και ο Ντρέβεν που κολλάει;
            Παρέλυσα. Ο Μπρόουν ήταν γιος τής Μοργκάνα; Όλον αυτόν τον καιρό έπαιζε διπλό παιχνίδι;
            «Ειρωνεία ε;» στέκεται από πάνω μου και μου απλώνει το χέρι του, για να με βοηθήσει, να σηκωθώ. Το χτυπάω, σαν να είναι κάτι ενοχλητικό και σηκώνομαι μόνη μου.
            «Είναι προδότης;»
            «Όχι. Ένας δειλός είναι μόνο. Επέλεξε, να μείνει με τον πατέρα αντί, να έρθει μ’ εμάς. Μ’ εμένα, τον συνδέσμιό του».
            «Ποτέ δεν ανέφερε…»
            «Ντρέπεται για εμάς. Για όλους όσους προέρχονται από την Μοργκάνα. Για όλα τα υπόλοιπα αδέλφια μας, ακόμα και για τον εαυτό του. Είναι ένας ανασφαλής μπάσταρδος, που θα κατέστρεφε τους πάντες, για να την βγάλει καθαρή. Και δεν είναι ο μόνος…» ξεσπάει ο Μισέρις χτυπώντας την γρανιτένια επένδυση του τζακιού.
            Πετάγομαι τρομαγμένη. Γέρνει κοντά μου και με τα δάχτυλά του χαϊδεύει το μάγουλό μου. «Είσαι όμορφη! Ομολογώ, πως έκανε πολύ καλή επιλογή!»
            «Δεν έχω καμία σχέση με τον αδελφό σου. Ούτε θα γίνω ποτέ υποτακτική του». Απαντάω θυμωμένη.
            «Μεγάλα λόγια. Πώς θα καταφέρεις, να σπάσεις τον δεσμό τού Ιερού Φιλιού; Θ’ αφήσεις τον χαριτωμένο Άσερ, να σε δαγκώσει, να σε κάνει δική του;» ρωτάει ειρωνικά και πιάνοντάς με από τους γοφούς με κολλάει πάνω του. Τον χαστουκίζω.
«Υπάρχει κι ο θάνατος!» φωνάζω και απομακρύνομαι βιαστικά.
            «Θα προσπαθήσεις, να αυτοκτονήσεις;» ρωτάει ανασηκώνοντας τα φρύδια του. Είναι πια ολοφάνερο, πώς το διασκεδάζει όλο αυτό, που γίνεται.
            «Όχι. Έτσι και αλλιώς, αν το κάνω, θα με επαναφέρεις ξανά. Δεν νομίζω, ότι με συμφέρει, να σε εξαγριώσω και να χάσω τα προνόμια που απολαμβάνω τώρα, σωστά;» λέω δείχνοντας το ωραίο δωμάτιο. Ξέρω, πως θα μείνω για πολύ καιρό αιχμάλωτη. Τουλάχιστον όσο θα με χρησιμοποιούν σύμφωνα με τις ορέξεις τους...
            «Χαίρομαι, που επιτέλους άρχισες, να λογικεύεσαι. Αυτό σημαίνει, ότι θα κάνεις το ντάντεμά μου πιο εύκολο». Ανοίγει το αμάνικο γιλέκο του και το βγάζει κοιτάζοντας με νόημα στα μάτια. «Θέλεις, να διασκεδάσουμε λίγο; Τώρα που δεν μ’ εμποδίζει η μάσκα, μπορώ να κάνω πολλά…» προσθέτει λάγνα.
            «Γιατί φορούσες την μάσκα πριν; Και θύμωσες, όταν προσπάθησα, να στη βγάλω;» ρωτάω αποφεύγοντας σκόπιμα τη δική του ερώτηση.
            «Διότι δεν είχες πιει το ελιξίριο. Οι νεκροί δεν επιτρέπεται, να βλέπουν το πρόσωπο των ζωντανών. Οι θρύλοι λένε, ότι μπορεί, να σε στοιχειώσουν».
            Βλέπω το δέρμα του, ν’ ανατριχιάζει και χαμογελάω.
«Σοβαρά; Φοβήθηκες, ότι δεν θα σε άφηνα, να κοιμηθείς; Ω καημένο μου!» λέω κοροϊδευτικά.
            Ορμάει εξαγριωμένος με απειλητικές διαθέσεις, αλλά κάνω λάθος. Το μόνο που θέλει, είναι, να παίξει κι εγώ συνεχίζω, να τον κοροϊδεύω. Ο βρόντος της πόρτας που κλείνει απότομα, μας διακόπτει. Στρεφόμαστε ταυτόχρονα προς την μεριά, που ακούγεται ο θόρυβος και βλέπουμε έναν γέρο συνοδευόμενο από μια μαυροφορεμένη, ζαρωμένη γυναίκα, σαν αυτές που βάδιζαν προς το μονοπάτι των ψυχών.
            «Έχεις πάρει ζεστά τον ρόλο της νταντάς, Μισέρι! Είμαι περήφανος για εσένα». Λέει χειροκροτώντας ειρωνικά. Μετά ο γέρος στρέφεται προς το μέρος μου. «Τι κάνει η μικρή μας πριγκίπισσα;»         
            «Σε ξέρω εσένα». Ξεφωνίζωφεύγοντας μακριά από τον Μισέρι. «Σ’ έχω ξαναδεί στην Κράλοτ. Είσαι ο παππούς Ντέιμον».
            «Ποτέ δεν θα ήμουν παππούς ενός…» σηκώνει το χέρι του, για να με χτυπήσει, όμως η κοφτή διαταγή του Μισέρι, τον σταματάει.
            «Δεν ξέρει τίποτα ακόμα».
            «Δεν ξέρω τι;» ρωτάω κοιτάζοντας μία τον έναν και μία τον άλλον. «Τι είναι αυτό, που πρέπει, να μάθω;»
            «Δεν την ενημέρωσες;» καγχάζει ο παππούς μου τρίβοντας το μυτερό γενάκι του. «Αυτό θα έχει πλάκα!».
            «Τι θέλεις;» ρωτάει απότομα ο Μισέρις. Προφανώς δεν νιώθει και πολύ άνετα με την παρουσία του, όμως ο άλλος δεν φαίνεται, να του δίνει σημασία.
            «Ήρθα, για να σε ενημερώσω νεαρέ άρχοντα, πως η βασίλισσα Μοργκάνα είναι έτοιμη, να δεχτεί την όμορφη πριγκίπισσα. Την προσκαλεί σ’ ένα εξαίσιο δείπνο».
            «Δείπνο;» σαστίζω ανασηκώνοντας τα φρύδια μου. Οφείλω, να ομολογήσω, πως αυτή η μέρα είναι όλο εκπλήξεις. Θα περίμενα τα πάντα, αλλά με τίποτα ένα δείπνο σαν να επρόκειτο για κάτι μεταξύ δύο πολύ καλών φίλων…
            «Φρόντισε, να φορέσεις κάτι πιο όμορφο». Συμπληρώνει ο γέροντας δείχνοντας αποδοκιμαστικά το λερωμένο, κοντό έως τις γάμπες μου νυχτικό μου, τα ξυπόλυτα πόδια και τα μπερδεμένα μαλλιά μου. «Φρόντισε λίγο τον εαυτό σου και μην την κάνεις, να περιμένει». Με διατάζει φεύγοντας.
            «Άκουσα καλά;» αναρωτιέμαι μεγαλόφωνα μην έχοντας ιδέα, τι πρέπει, να κάνω.
            Ο Μισέρις έρχεται κοντά μου και τυλίγει τα χέρια του γύρω απ’ την μέση μου.
«Θες να συνεχίσουμε από εκεί που μείναμε;» σφυρίζει χυδαία.
            «Άντε πνίξου!» λεω σπρώχνοντάς τον μακριά. Πηγαίνω προς τις εντοιχισμένες ντουλάπες. Όλο και κάτι θα έβρισκα. Στρέφομαι προς τον Μισέρι. «Α, και πριν φύγεις πάρε το πτώμα της. Δεν θέλω, να σαπίσει εδώ μέσα».
            «Μμμ… αυτό είναι το πνεύμα. Νομίζω, πως θα τα πάμε πολύ καλά εμείς οι δύο».
            Μόλις κλείνει η πόρτα πίσω του, αφήνω το λεπτό νυχτικό μου, να πέσει από τους ώμους μου και στέκομαι γυμνή μπροστά από τον ολόσωμο καθρέφτη παρατηρώντας σαν χαμένη τις αμέτρητες πληγές μου. Γυρίζω από την άλλη και φρικάρω εντελώς με τα μακριές μοβ λωρίδες, που απλώνονται στην πλάτη μου, σαν να την είχαν μαστιγώσει άπειρες φορές. Το δέρμα στο σημείο όπου είναι χτυπημένο, πονά ελάχιστα και με φαγουρίζει –παρ’ όλα αυτά φαίνεται ξεκάθαρα, το πόσο είχα υποφέρει, αν και δεν θυμάμαι, πότε με χτύπησαν τόσο αλύπητα. Μοιάζει, σαν να το είχαν… επιδιορθώσει με ξόρκια. Οι καρποί μου είναι μελανιασμένοι το ίδιο και οι αστράγαλοί μου, και στο πλάι του λαιμού μου έχω μικροσκοπικές τρύπες, σαν να με είχαν δαγκώσει βρικόλακες.
            «Ώστε τελικά με άγγιξες». Γρυλίζω και η σκέψη μου πετάει στα μυτερά δόντια του Μισέρι. Έπειτα άφησα την μαυροφορεμένη γυναίκα, να με ετοιμάσει.
            Ένα ζεστό μπάνιο και καθαρά ρούχα είναι, ό,τι πρέπει για το ταλαιπωρημένο μου κορμί. Όση ώρα ετοιμάζομαι, ο Μισέρις με περιμένει υπομονετικά στον διάδρομο ακριβώς έξω από το δωμάτιό μου. Όταν πια έτοιμη παρουσιάζομαι μπροστά του, τα μάτια του λάμπουν από ευχαρίστηση και επιδοκιμασία. Σκύβει ελαφρά το κεφάλι του και χαμογελάει ικανοποιημένος με αυτό, που βλέπει. Μα κι αυτός είναι πολύ όμορφος. Φορά ρούχα προσεγμένα, έχει γυαλίσει τις μπότες του και χτενίσει τα μαλλιά του προς τα πίσω. Γενικά αποπνέει αρχοντιά. Απλώνει το μπράτσο του σαν ιππότης και εγώ σπεύδω, να το κρατήσω ακολουθώντας τα βήματά του, που θα με φέρουν ενώπιον της Σκοτεινής του Βασίλισσας. Λογικά θα πρέπει, να ντρέπομαι με όλη αυτήν την άνεση, που έχω αποκτήσει, λες και είμαι πράγματι κάποια πριγκίπισσα και όχι απλώς ένα κορίτσι από την Γη, που τυχαία επιλέχθηκε, για να εμπλακεί σ’ έναν κόσμο με μυθικά πλάσματα και μαγεία. Αλλά το γεγονός ότι όλη αυτή η εξέλιξη με κάνει, να νιώθω σημαντική, δεν αφήνει περιθώριο για άλλες σκέψεις...

Ηλιάνα Κλεφτάκη