Επικίνδυνες σκιές (Μέρος 2-Κεφάλαιο 5)


Η Άισλιν έδεσε μια δαντελένια κορδέλα γύρω στη μέση της, για να κρατάει το ύφασμα κοντά στο σώμα της. Ύστερα εκείνο ταξίδεψε γύρω της και σχημάτισε πτυχώσεις. Ετοιμάστηκε να βγει από το δωμάτιο, μα το χέρι της παρέμεινε ακίνητο πάνω στο πόμολο της πόρτας.
    Ένιωθε αγχωμένη που θα γνώριζε κάποιον ακόμη. Ως τώρα είχε γνωρίσει δύο άτομα. Τον άντρα με το κόκκινο πετράδι, και τον Κίλιαν. Και οι δύο είχαν επισκεφτεί τα όνειρά της για να τα μετατρέψουν σε εφιάλτες. Πήρε μια βαθιά ανάσα και καθησύχασε τον εαυτό της. Άνοιξε τη πόρτα της και βημάτισε μέσα στο άδειο γραφείο του Κίλιαν. Μόλις ξεκίνησε να σέρνει τη μια πλευρά της δίφυλλης πόρτας χαμογέλασε. Μια νόστιμη και γλυκιά μυρωδιά ταξίδευε στον αέρα.
    Κοίταξε το ευρύχωρο δωμάτιο που ανοιγόταν μπροστά της. Το γαλάζιο φως της μέρας έμπαινε μέσα από την γυάλινη επένδυση που είχε αντικαταστήσει τον ένα τοίχο του δωματίου. Τα πολυάριθμα καστανόχρωμα χαλιά που διακοσμούσαν το πάτωμα, ήταν τοποθετημένα ώστε να μοιάζουν με τερατώδη τούβλα.
Η ευωδία προερχόταν από το κέντρο του δωματίου. Εκεί, πάνω στο ξύλινο τραπεζάκι, ήταν τοποθετημένη μια μεγάλη γυάλινη πιατέλα. Στην αγκαλιά της υπήρχε ένα βουνό από αφράτες, χρυσαφένιες τηγανίτες.
    Τα μάτια της Άισλιν επισκιάστηκαν καθώς κοιτούσε τον επισκέπτη. Μακριά, φουντωτά μαλλιά. Καλλίγραμμο σώμα. Σταρένιο δέρμα. Δεν είχε ιδέα ποια ήταν, αλλά μέσα της φύτρωνε λίγη ανησυχία. Χαμογέλασε δειλά και πλησίασε τη γυναίκα. Εκείνη χαμογέλασε πίσω, μα τα μάτια της δεν φωτίστηκαν καθόλου. Προχώρησε προς την Άισλιν και της έτεινε το χέρι της. Όσο την πλησίαζε η άγνωστη γυναίκα, τόσο πιο πολύ δυσφορία αισθανόταν.
«Εσύ είσαι η Άισλιν, σωστά;»
    Όταν άκουσε τη φωνή της ένα ρίγος διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά της. Το όνειρό της γυρνούσε πίσω για να την στοιχειώσει. Μέσα στο μυαλό της άκουσε την γυναικεία φωνή του ονείρου της. ‘Μου έλειψες Κίλιαν!’ είχε πει και είχε την ίδια φωνή, την ίδια χροιά με την γυναίκα που της είχε μόλις μιλήσει. Οι παλμοί της Άισλιν ξεκίνησαν να ανεβαίνουν. Δεν απάντησε, από φόβο πως η φωνή της θα τρεμουλιάσει και θα προδώσει την ταραχή της. Απλά ένευσε. Ο Κίλιαν βιάστηκε προς το μέρος τους με ένα στραβό χαμόγελο χαραγμένο στα χείλη.
«Άισλιν, από εδώ είναι η Σύλβια. Ασκεί μαγεία όπως κι εγώ.» Της εξήγησε και στάθηκε δίπλα στην γυναίκα.
    Τα μάτια της Άισλιν έγιναν υγρά, απειλώντας να μαρτυρήσουν τον πανικό που αισθανόταν. Σιγά σιγά συνειδητοποιούσε πως το όνειρό της δεν ήταν αποκύημα της φαντασίας της. Πως αλλιώς εξηγούταν αυτή η γυναίκα; Ήθελε να τρέξει μακριά τους. Αλλά για πρώτη φορά από τότε που είχε γνωρίσει τον Κίλιαν, φοβόταν για την ζωή της. Αν το όνειρο που είχε δει ήταν αληθινό, τότε δεν ήταν ασφαλής δίπλα τους. Σκότωναν δίχως δισταγμό. Η Σύλβια μάλιστα, ευχαριστιόταν τον θάνατο που σκορπούσαν.
    Το κορίτσι ένευσε ξανά, κοιτάζοντας επίμονα τα χαλιά που έκρυβαν το δάπεδο. Ο Κίλιαν την κοίταξε ανήσυχα. Ήθελε να την πλησιάσει, να τραβήξει το πρόσωπό της μέχρι τα μάτια της να κοιτάζουν τα δικά του. Ήθελε να την ρωτήσει τι συνέβαινε. Αλλά δεν έκανε τίποτα από όλα αυτά. Ένιωσε την σουβλερή ματιά της Σύλβια, που παρατηρούσε το βλέμμα του σαν αρπακτικό. Τον ανάγκαζε να σκληρύνει τα μάτια του και να φύγει μακριά από την Άισλιν. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ο Κέζελθ του ζητούσε να συνεργαστεί με αυτή τη γυναίκα. Συνεχώς μπλεκόταν στα πόδια του σαν ερπετό. Τον κούραζε, τον φλέρταρε και η ματιά της πάντα εξέταζε τη δική του.
    Η Άισλιν δραπέτευσε για μια στιγμή μέσα στο μυαλό της. Εκεί, στο κελί της, τρεμούλιασε και άφησε τον εαυτό της να κλάψει με αναφιλητά. Το όνειρο που την είχε αναστατώσει, είχε καρφιτσωθεί σαν ανάμνηση μέσα στο μυαλό της. Όποτε κοίταζε τον Κίλιαν έβλεπε τα παγωμένα και άψυχα μάτια του ονείρου. Όσο για την Σύλβια.. Όταν την σκεφτόταν όλες οι τρίχες του κορμιού της σηκώνονταν. Ενώ έκλαιγε, ένιωσε μια θέρμη να τυλίγει το σώμα της. Μέσα από τα υγρά της μάτια είδε τον εαυτό της να την αγκαλιάζει. Τινάχτηκε μακριά από την ψεύτικη Άισλιν και την κοίταξε εξεταστικά.
Τι κάνεις εδώ; Ρώτησε τρομαγμένα. Η κοπέλα της χαμογέλασε τρυφερά.
Αν θέλεις, μπορώ να φύγω. Της απάντησε με φωνή γαλήνια. Ήταν το καλό κομμάτι που κρυβόταν μέσα της, όχι εκείνο το παρανοϊκό. Εξέπνευσε ανακουφισμένα.
Όχι, δεν χρειάζεται. Ένιωθε λίγη ασφάλεια, τώρα που βρισκόταν μόνο με εκείνη την Άισλιν μέσα στο μυαλό της. Ένα κομμάτι της ήλπισε πως η άλλη φωνή είχε αποκοιμηθεί για πάντα.
Πρέπει να πας πίσω. Το ξέρεις πως πρέπει. Τη συμβούλεψε η κοπέλα. Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Δεν ένιωθε έτοιμη ακόμη.
Αν ήξερες.. Ψιθύρισε αλλά η σωσίας της γέλασε με την άγνοιά της.
Γνωρίζω τα πάντα. Είμαι μέσα στο κεφάλι σου, θυμάσαι; Όσο για το όνειρο, συνέβη σίγουρα. Απλά δεν ξέρω πότε. Της εξήγησε. Τα μάτια της Άισλιν βούρκωσαν, και μερικά δάκρυα ακόμα κύλησαν στα μάγουλά της. Η κοπέλα σκούπισε τα μάτια της και την κοίταξε θλιμμένα. Πρέπει να δοκιμάσεις να γίνεις πιο σκληρή. Η Άισλιν την κοίταξε βαθιά στα μάτια. Δεν διέκρινε ούτε ίχνος κακίας μέσα της.
Εσύ είσαι πιο σκληρή; Απαίτησε να μάθει. Η κοπέλα γέλασε με πικρία και ένευσε. Τότε πήγαινε εσύ. Τα μάτια της σωσία της έλαμψαν έκπληκτα.
Εγώ δεν είμαι τίποτα παραπάνω από τις σκέψεις σου πλέον. Η κοπέλα σηκώθηκε όρθια και ξεκίνησε να απομακρύνεται. Η Άισλιν έτρεξε πίσω της και κράτησε το χέρι της.
Απλά δείξε μου. Πήγαινε στη θέση μου για δύο λεπτά, και μην τους επιτρέψεις να καταλάβουν πως νιώθω. Η κοπέλα αναστέναξε κουρασμένα και την κοίταξε με μεγάλη σοβαρότητα.
Εσύ το ζήτησες. Της απάντησε ενώ ολόκληρος ο κόσμος γύρω τους γκρεμιζόταν. Βρέθηκαν μέσα στο μεγάλο δωμάτιο. Ήταν σαν να μην είχε περάσει ούτε στιγμή από τότε που η Άισλιν βούτηξε στις σκέψεις της. Μα τώρα απλά παρακολουθούσε. Δεν ήταν εκείνη που έλεγχε το σώμα της.
    Η Άισλιν χαμογέλασε στην Σύλβια, με μάτια ψυχρά. Την προσπέρασε και κάθισε σε ένα από τα μαξιλάρια που ήταν απλωμένα γύρω από το τραπέζι. Πήρε μια τηγανίτα στα χέρια της και ξεκίνησε να την μασουλάει. Όταν ο Κίλιαν και η Σύλβια κάθισαν μαζί της στο τραπέζι, χαμογέλασε παιχνιδιάρικα και κοίταξε μια τον έναν και μια τον άλλο.
«Πόσο καιρό γνωρίζεστε λοιπόν;» Ρώτησε πρόσχαρα. Εκείνοι κοιτάχτηκαν και η Σύλβια ξεκίνησε να μετράει τα δάχτυλά της. Τα νύχια της ήταν τόσο μακριά που θύμιζαν στην Άισλιν πτηνό.
«Περίπου δέκα χρόνια.» Ανακοίνωσε η γυναίκα περήφανα.
«Και πόσο καιρό είστε μαζί;» Η Άισλιν μειδίασε και τα μάτια της κάρφωσαν τα μάτια της Σύλβια απειλητικά. Εκείνη δίστασε να απαντήσει και την κοίταξε έκπληκτη.
«Δεν είμαστε μαζί.» Απάντησε ο Κίλιαν χωρίς να την κοιτάξει. Αντιλαμβανόταν πως κάτι δεν πήγαινε καλά με την Άισλιν, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι. Δεν συμπεριφερόταν έτσι συνήθως. Σηκώθηκε όρθιος και έκανε νόημα στο κορίτσι. «Μπορώ να σου μιλήσω για μια στιγμή;» Η Άισλιν ανασηκώθηκε πρόθυμα και κατένευσε.
«Φυσικά, άλλωστε ήθελα να πάω στο δωμάτιό μου σύντομα.»
    Μπήκαν στο γραφείο και ο Κίλιαν έκλεισε τη συρτή πόρτα πίσω τους με μια κίνηση των δαχτύλων του. Η Άισλιν άφησε το σώμα της να στηριχτεί πάνω στο έπιπλο και ο Κίλιαν την πλησίασε. Το βλέμμα της κοπέλας παρέμεινε καρφωμένο στα μάτια του. Πρόσεξε πως ο πάγος που διατηρούσε ως τότε μέσα τους διαλύθηκε.
«Τι συμβαίνει;» Απαίτησε να μάθει εκείνος. Η Άισλιν τράβηξε τον γιακά του προς το μέρος της.
«Τι έκανες χθες το βράδυ;» Τα μάτια του σκλήρυναν στιγμιαία και ύστερα κοίταξαν αδιάφορα μακριά της. «Ονειρεύτηκα πως σκότωσες δύο άντρες, μαζί με εκείνη.» Του ανακοίνωσε σκληρά. Η έκπληξη στα μάτια του, ήταν αρκετή για να καταλάβει. Τραβήχτηκε μακριά του και προχώρησε προς την πόρτα του υπνοδωματίου. Ο Κίλιαν τράβηξε τον καρπό της για να την εμποδίσει να φύγει, μα ήταν πολύ αργά. Τίναξε το χέρι της με δύναμη και τον αγριοκοίταξε.
«Μην μ’ αγγίζεις.» Του γρύλισε. Γύρισε την πλάτη της προς το μέρος του και έμεινε παγωμένη μπροστά από την πόρτα. Δεν το πιστεύω πως είναι σαν κι εκείνον τον άντρα με τα κεχριμπαρένια μάτια. Σκέφτηκε η πραγματική Άισλιν που ήταν παγιδευμένη μέσα στο κεφάλι της. «Όλοι οι μάγοι είστε ίδιοι.» Είπε με σκληρή φωνή η κοπέλα λίγο πριν κλείσει με βρόντο την πόρτα του υπνοδωματίου πίσω της.


Ράνια Ταλαδιανού