Στη λάθος πλευρά του παραδεισου (Κεφάλαιο 25)

Την εκκλησία δεν τη χαρακτήριζες και κατάμεστη. Σκόρπιοι άνθρωποι από ‘δω κι από κει προσπαθούσαν να δώσουν την αίσθηση της πληρότητας στον χώρο. Ο Αλέξανδρος καθόταν στην μπροστινή θέση έχοντας χώσει το πρόσωπό του μέσα στις κάπως άγαρμπες παλάμες του. Το όλο σκηνικό του φαινόταν τόσο κοντινό μα και μακρινό συνάμα.
               Το ότι η Χαρά θα πέθαινε, το γνώριζε από την πρώτη στιγμή που είχαν μιλήσει μαζί στο νοσοκομείο, του το είχε πει εξάλλου η ίδια. Οι πέντε μήνες ζωής που της είχαν δώσει έγιναν μάλιστα έξι. Καμία διαφορά για τον Αλέξανδρο, τεράστια για την ίδια. Για εκείνη ήταν δώρο Θεού, το οποίο την έκανε να ευελπιστεί και σε απόλυτη ίαση.
               Η θέα του φέρετρου, αυτού του ξύλινου κουτιού που έκανε τελεσίδικο τον θάνατο, τον είχε αναστατώσει σε υπέρμετρο βαθμό. Ναι, ήταν πλέον μη αναστρέψιμο. Η Χαρά είχε χαθεί μια γα πάντα.
              
               Η Αρετή έσφιγγε τις γροθιές της. Ο γιατρός απέναντί της έδειχνε αμήχανος. Ποτέ δεν ήταν εύκολο να αναγγέλλεις σε ένα τόσο νέο άτομο, ότι έχει καρκίνο.
               «Παλεύεται;» τον ρώτησε η κοπέλα κοφτά.
               Ο επιστήμονας απέναντί της ξερόβηξε «Θεωρώ πως ναι. Η πρώτη χημειοθεραπεία θα είναι άμεση».
               Η Αρετή ακούμπησε ενστικτωδώς τα μακριά μαλλιά της. Η εικόνα της με καραφλό κεφάλι πέρασε αστραπιαία από μπροστά της. Ανατρίχιασε! Δεν ήθελε να δεχτεί το γεγονός πως κάτι ανώτερο από εκείνη θα έκανε κουμάντο στη ζωή της. Ποτέ, κανένας άνθρωπός, καμία κατάσταση δεν το είχε κάνει κι ούτε θα το επέτρεπε ποτέ. Ήταν εγωίστρια και δεν υπήρχε περίπτωση να δεχτεί πως κάτι που δεν μπορούσε ούτε να δει, ούτε να αγγίξει θα της άλλαζε τη ζωή.
               Έβαλε το φουλάρι στο κεφάλι της, μπήκε στο αμάξι και έφτασε στο σπίτι της. Η μητέρα της καθόταν στο σαλόνι, βυθισμένη στην πολυθρόνα με ένα ποτήρι στο χέρι. Το βλέμμα της απλανές, ήταν χαμένο σε κάποιο αόριστο σημείο απέναντί της. Ούτε άλλαξε στάση σαν άνοιξε την πόρτα η Αρετή και μπήκε. Πήρε το μπουκάλι που ήταν ακουμπισμένο σε ένα τραπεζάκι δίπλα στην μητέρα της και γέμισε ένα ποτήρι. Το ήπιε μονομιάς και το ξαναγέμισε. Κάθισε απέναντί της και βυθίστηκε στις σκέψεις της.
               «Που είναι ο μπαμπάς;» τη ρώτησε χωρίς να την κοιτά.
               Ανασήκωσε τους ώμους της αδιάφορα «Δεν έχω ιδέα».
               Έμειναν σιωπηλές για λίγο. Η Αρετή ήπιε μια μεγάλη γουλιά από το ποτό της και έπειτα γυρνώντας προς το μέρος της, της είπε ξερά «Έχω καρκίνο».
               Η Αμαλία γύρισε απότομα προς το μέρος της και γούρλωσε τα μάτια. Το βαρύ κρυστάλλινο ποτήρι έφυγε από τα χέρια και διαλύθηκε με θόρυβο πάνω στο λευκό μαρμάρινο πάτωμα.
               «Τι είπες;»  είπε με φωνή που μετά βίας ακούστηκε.
               Δεν απάντησε παρά μόνο ήπιε άλλη μια γουλιά από το ποτό της. Η μητέρα της σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά της τρέμοντας. Το αδιάφορο ύφος είχε εξαφανιστεί για να εμφανιστεί η απόγνωση στο βλέμμα της.
               «Έχω καρκίνο» επανέλαβε στον ίδιο τόνο.
               Η Αμαλία έπιασε το στήθος της και έκανε έναν μορφασμό πόνου.
               «Όχι, δεν είναι δυνατόν. Μα πώς;» έκανε ξέπνοα με δάκρυα στα μάτια.
               Έκανε μερικά βήματα τρεκλίζοντας, ψάχνοντας να βρει από κάπου να πιαστεί. Πήρε μια βαθιά ανάσα και φάνηκε να συνέρχεται. Το βλέμμα της έγινε σκληρό, μισόκλεισε τα μάτια «Έχασα ήδη μια κόρη, δε θα αφήσω να χαθεί και η άλλη. Θα πάμε στους καλύτερους γιατρούς, στο εξωτερικό» Πήγε κοντά της και την έπιασε από τους ώμους «Δε θα το αφήσω να συμβεί, μ’ ακούς;»
               Κοιτάχτηκαν στα μάτια και αυτό που είδε στα μάτια της κόρης της για κάποιο λόγο, την έκανε να τρομάξει. Περίμενε κάποια αντίδρασή της, να κλάψει, να φωνάξει, έστω να κατηγορήσει τον Θεό για αυτό που της συνέβη, μα τίποτα. Ένα ψυχρό κενό βλέμμα που την κάρφωνε. Τραβήχτηκε απότομα.
               Η Αρετή άφησε το ποτήρι δίπλα της και σηκώθηκε «Μη με περιμένεις» της είπε και έφυγε.

               Ο Αλέξανδρος είχε γυρίσει στο σπίτι της Σιμόν. Είχε άσχημη διάθεση, πονούσε το στήθος του. Ήταν καθισμένος στην παλιά ξύλινη κουνιστή πολυθρόνα, οι βαριές κουρτίνες δεν άφηναν το απογευματινό φως να μπει στο δωμάτιο. Το σκοτάδι για κάποιο λόγο, τον έκανε να αισθάνεται λίγο καλύτερα, τον βοηθούσε να συγκεντρωθεί, να βάλει τις σκέψεις του σε μια τάξη.
               Στο μυαλό του ήρθε η Σιμόν. Στο μεγαλείο εκείνο του παράνομου έρωτα τους, που αψήφησαν τα πάντα για να είναι μαζί, σε μια εποχή που κάτι τέτοιο ισοδυναμούσε με σχεδόν βέβαιο θάνατο. Ζήλευε τους ανθρώπους που δε φοβόταν να ζήσουν τα μεγάλα τους πάθη.
               Έκλεισε τα μάτια. Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυα του καθώς στο νου του ήρθε και πάλι η Χαρά. Ένα πλάσμα που ήταν γεμάτο με θέληση για τη ζωή, ένα κορίτσι που η ζωή της φέρθηκε τόσο σκληρά.
               Ακούστηκαν χτυπήματα στην πόρτα. Σκούπισε βιαστικά τα μάτια του και σηκώθηκε να ανοίξει. Δεν του έκανε έκπληξη που αντίκρισε την Αρετή, θα μπορούσε να πει μάλιστα πως την περίμενε κιόλας.
               «Έλα πέρασε» της είπε προσπαθώντας να χαμογελάσει.
               Μπήκε στο σαλόνι, τράβηξε τις κουρτίνες και το δωμάτιο φωτίστηκε.
               «Είναι καλύτερα έτσι. Δε μου αρέσει το σκοτάδι. Φαντάζομαι πως όταν θα πεθάνω, θα το χορτάσω».
               Το πρόσωπο του συσπάστηκε από πόνο μα η Αρετή απλά το αγνόησε. Έφερε μια γύρα στο δωμάτιο αγγίζοντας τα ξύλινα έπιπλα με το δάχτυλό της.
               «Να σου βάλω κάτι να πιεις;»
               Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά και ο Αλέξανδρος γέμισε δυο ποτήρια με κόκκινο κρασί «Στην υγειά σου».
               Η Αρετή χαμογέλασε «Έχεις αναρωτηθεί ποτέ πόσο κενή είναι αυτή η πρόποση; Τη λέμε συνέχεια μα σπάνια πιάνει».
               Την κοίταξε παραξενεμένος «Τι εννοείς;»
               Σκούπισε τα χείλη της και χαμογέλασε «Τίποτα»
               Τσούγκρισε το ποτήρι της με το δικό του «Στην υγειά μου λοιπόν, και ήπιε μονορούφι το κρασί της».
               Του πρότεινε το ποτήρι της και το ξαναγέμισε «Τι συνέβη με μας; Γιατί καταλήξαμε έτσι;»
               Σήκωσε τους ώμους του «Ίσως απλά δεν πέτυχε».
               Τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια, πράγμα που τον έκανε να αισθανθεί αμήχανα. Γύρισε το κεφάλι ενοχλημένος, ενώ η Αρετή τον πλησίασε από πίσω. Τον άγγιξε απαλά στον ώμο, μα ο Αλέξανδρος δεν αντέδρασε. Τον φίλησε στο λαιμό και αμέσως τραβήχτηκε.
               «Τι θες από μένα Αρετή;» έκανε εκνευρισμένος.
               Τον κοίταξε στην αρχή σαστισμένη και με θυμό μα έπειτα σκυθρώπιασε «Ήθελα να μιλήσω με κάποιον. Δε θέλω να είμαι μόνη, δε μου αρέσει».
               Η φωνή της βγήκε ζεστή κι αληθινή, κάτι που δεν είχε συνηθίσει ο Αλέξανδρος «Έγινε κάτι;» τη ρώτησε.
               Τύλιξε τα χέρια γύρω από τη μέση της. Το βλέμμα της έδειχνε ότι πονούσε αληθινά, πράγμα αντίθετο από ότι εκείνος είχε συνηθίσει μέχρι τότε και ξαφνικά πλημμύρισε από αισθήματα οίκτου και συμπόνιας.
               «Αγκάλιασε με» του είπε σχεδόν κλαψουρίζοντας.
               Τύλιξε τα χέρια του γύρω της και της φίλησε τα μαλλιά. Η καρδιά του άρχισε να χτυπά δυνατά, όπως πρώτα. Η Αρετή σήκωσε το κεφάλι και τα υγρά της μάτια κοίταξαν βαθιά μέσα στα δικά του. Στην αρχή, το φιλί της στα χείλη ήταν απαλό. Μετά έγινε έντονο, γεμάτο πάθος κι εκείνος, με μειωμένες πλέον τις αντιστάσεις του, την άρπαξε από τη μέση και την έριξε με τη βία στον καναπέ.


Χριστίνα Καρρά
Ηλίας Στεργίου