Η Μάγισσα του Αέρα (Κεφάλαιο 26) - Δαιμονικό υβρίδιο - Μέρος 2o

«Η ιστορία σου είναι... απίστευτη» λέω με έναν αναστεναγμό και αφήνω το κορμί μου να πέσει προς τα πίσω ώστε να ξαπλώσω τελικά πάνω στην κουβέρτα, δίπλα από τον Κα. Ο έναστρος ουρανός από πάνω μας είναι πραγματικά φανταστικός αυτήν την στιγμή, λίγες ώρες πριν να ανατείλει ο ήλιος.  Με την άκρη του ματιού μου παρατηρώ ένα πεφταστέρι στα δυτικά και σπεύδω αμέσως να αξιοποιήσω την δύναμή του με μια ευχή: ‘ας μη λυθεί ποτέ το ξόρκι που έχουν κάνει στον Κα’.
Δεν ξέρω γιατί το μυαλό μου επέλεξε να κινηθεί προς αυτήν την κατεύθυνση, αλλά νιώθω τελικά ότι δεν με εκπλήσει που κατέληξα σε αυτήν την ευχή. Ο Κα είναι πάντα τόσο αντιδραστικός, ιδιαίτερα όσον αφορά την οικογένειά του, που κατά βάθος φοβάμαι πως αυτό είναι ικανό να τον οδηγήσει σε σκοτεινά ή και απαγορευμένα μονοπάτια.
«Τι σκέφτεσαι;» με ρωτά ενώ ταυτόχρονα μιμείται την κίνηση μου και ξαπλώνει δίπλα μου.
«Πόσο όμορφος είναι ο ουρανός αυτό το βράδυ» του απαντώ, προσπαθώντας να κρύψω τις υπόλοιπες σκέψεις μου από το ραντάρ του.
«Είσαι απαίσια στο να λες ψέμματα, το ξέρεις;»
«Μα, όχι, δε λέω» του απαντώ και σηκώνω ελαφρά το κορμί μου για να βλέπω το πρόσωπό του, στηρίζοντας το βάρος στον ένα αγκώνα μου, ενώ ακουμπώ το ελεύθερο χέρι μου απαλά πάνω στο στήθος του. Ο ρυθμός της καρδιάς του στην αρχή είναι ήρεμος και χαλαρός, αλλά σε μερικά δευτερόλεπτα η καρδιά του ανεβάζει παλμούς. Αυτό με κάνει να νιώσω λίγο άβολα, αφού είναι προφανές πως τον τάραξα λίγο. Από την άλλη βέβαια, νιώθω μια κρυφή χαρά και ικανοποίηση μέσα μου, που με ένα απλό άγγιγμα μου μπορώ να αναστατώσω τον πάντα ψύχραιμο, αδιάφορο και σκληρό κύριο Τέρνερ. Επιστρέφοντας από τις σκέψεις μου, συνειδητοποιώ ότι τα πρόσωπά μας είναι πολύ κοντά το ένα στο άλλο, ενώ η διαπεραστική ματιά του παρατηρεί προσεκτικά τις αντιδράσεις του προσώπου μου, γεγονός που κάνει το χάρισμά μου να τα χάσει και ανεβάζει και πάλι την θερμοκρασία στην μεταξύ μας ατμόσφαιρα.
«Θα μπορούσα να την κάνω ακόμα πιο όμορφη» μου απαντά, επαναφέροντας το πονηρό του ύφος. Αυτή τη φορά όμως δεν με ενοχλεί αυτό το ύφος του. Ίσα ίσα το βρίσκω ελκυστικό. Πλησιάζω το πρόσωπό μου πιο κοντά στο δικό του και τα χείλη μου, αντανακλαστικά, σαν να ‘χουν δική τους θέληση, ανοίγουν ελαφρά απαιτώντας με λαχτάρα να νιώσουν πάνω τους τη ζεστασιά των δικών του χειλιών.
Ο Κα ικανοποιεί αμέσως την απαίτηση των χειλιών μου και σηκώνει ελαφρά το κεφάλι του για να τα φτάσει και να τους προσφέρει τελικά ένα φιλί σαν χάδι, ένα φιλί τρυφερό και τόσο διαφορετικό από όλα τα προηγούμενα.
Το υποσυνείδητό μου ξαφνιάζεται λίγο με αυτή την νέα κατηγορία φιλιού από τον πάντα άγριο και παθιασμένο Κα Τέρνερ αλλά το σώμα μου μοιάζει σαφώς να το απολαμβάνει. Έχοντας γύρει με όλο μου το βάρος πάνω του και χαϊδεύοντας απαλά με τα χέρια μου το γυμνασμένο του στέρνο του, ένας ήχος σαν γουργουρητό απόλαυσης βγαίνει από μέσα μου.
«Μμμμμ, κάποια το απολαμβάνει» σταματά για μερικά δευτερόλεπτα το μεθυστικό φιλί του για να με πειράξει.
«Σςςςςςςςς... μη μιλάς άλλο. Απλά φίλα με... κι άλλο... κι άλλο».
«Μπορώ να σε φιλάω μέχρι το πρωί» μου λέει ψιθυριστά και η απαλή φωνή του σε συνδυασμό με το υπέροχο άρωμά του με ζαλίζει. «Μπορώ να σε φιλάω όλη μέρα και όλη νύχτα. Μπορώ να σε φιλάω για πάντα και ακόμη να νιώθω ότι δε σε έχω χορτάσει. Δεν μπορώ να σε χορτάσω» λέει δίνοντάς μου απαλά φιλιά στα χείλη, ανάμεσα στις προτάσεις του.
Δεν ξέρω πόση ώρα καθόμαστε έτσι. Αγκαλιά κάτω από τα αστέρια δίνοντας ο ένας στον άλλο τρυφερά, αισθησιακά φιλιά, χωρίς να ανταλλάσουμε ούτε μια λέξη παραπάνω και απολαμβάνοντας απλά την εγγύτητα των κορμιών μας και τη ζέστη που φουντώνει σιγά σιγά σαν πυρκαγιά μέσα μας αλλά φροντίζουμε και οι δυο να την τιθασεύσουμε. Για χάρη αυτών των τρυφερών φιλιών που έχουν άλλη γλύκα. Και που είμαι σίγουρη ότι για τον Κα είναι μια αίσθηση πρωτόγνωρη, αφού φαίνεται όχι απλά να τα απολαμβάνει αλλά και να μη τα χορταίνει.
Όταν  πια βγαίνει ο ήλιος και οι πρώτες αχνές φωτεινές ακτίνες πέφτουν πάνω μας, αγκαλιάζοντας μας απαλά με τη θέρμη και τη λάμψη τους, μόνο τότε αφήνουμε απρόθυμα ο ένας τα χείλη του άλλου. Και αυτό, για να μπορέσουμε να απολαύσουμε την ανατολή του ήλιου που αναδύεται υπέρλαμπρος και επιβλητικός μέσα από τον ποταμό Τέμπους, παρακολουθώντας ταυτόχρονα και τις τελευταίες πυγολαμπίδες να αποσύρονται από το οπτικό μας πεδίο για να ξεκουραστούν.
Ο ουρανός εναλλάσσει χρωματισμούς από βαθύ σκούρο μπλε, σε κόκκινο και έπειτα κάτι ανάμεσα σε πορτοκαλί, ροζ και κίτρινο μέχρι τελικά όλα αυτά τα υπέροχα ζεστά χρώματα να δώσουν τη θέση τους στη γνώριμη και γαλήνια απόχρωση του γαλάζιου.
«Ήταν μια νύχτα μαγική» λέω ναζιάρικα και τρίβω το μάγουλό μου κάπου ανάμεσα στο μπράτσο και το στήθος του.
Ξαφνικά νιώθω τον Κα να σφίγγεται κάτω από το σώμα μου. Πιάνει δυνατά το χέρι μου που μέχρι πριν από ένα λεπτό ξεκουραζόταν ανυποψίαστο πάνω στο στήθος του και το σφίγγει με δύναμη, δίνοντάς μου την εντύπωση ότι θέλει με αυτό τον τρόπο να με τραβήξει πάνω του. Το σώμα μου ακολουθεί πειθήνια την σιωπηλή προσταγή του και με μια κίνηση, περνώ το ένα μου πόδι πάνω από την κοιλιά του και σηκώνω το σώμα μου έτσι ώστε τελικά να βρεθώ καθισμένη πάνω στο δικό του σώμα, με τα χέρια μου να στηρίζουν ένα μέρος του βάρους μου στο στέρνο του.
Σκύβω το κεφάλι για να τον κοιτάξω, αλλά έτσι όπως έχουν πέσει τα μαλλιά μου σαν μια πύρινη κουρτίνα μπροστά από το πρόσωπό μου, δεν νομίζω να μπορεί ο Κα να διακρίνει το ανήσυχο και απορημένο βλέμμα μου. Από την άλλη εγώ μπορώ ξεκάθαρα να δω το δικό του. Τα όμορφα γκριζογάλανα μάτια του έχουν χαθεί μέσα σε μια θάλασσα μελαγχολίας και θυμού ταυτόχρονα. Έχει θυμώσει; Μαζί μου; Μα τι έκανα;
«Με φοβάσαι;» με ρωτά δυνατά, προσπαθώντας με αποτυχία να δώσει ένα τόνο αδιαφορίας στη φωνή του. Τα μάτια του όμως αυτή τη στιγμή, και ίσως να είναι και η μοναδική στιγμή στη ζωή του όλη, διαπράττουν την υπέρτατη προδοσία για τον γοητευτικό κάτοχό τους και μαρτυρούν απροκάλυπτα τον φόβο μια θετικής απάντησης από μέρους μου. Αποκαλύπτουν την αγωνία της απόρριψης για το είναι του και ταυτόχρονα την λαχτάρα της αποδοχής. Και φυσικά, τον θυμό της συνειδητοποίησης ότι επέτρεψε στον εαυτό του να τα νιώσει όλα αυτά.
Τουλάχιστον δεν θύμωσε μαζί μου.
«Όχι» του απαντώ όσο πιο αποφασιστικά μπορώ. «Γιατί να σε φοβάμαι;»
«Μόλις σου αποκάλυψα ότι είμαι δαίμονας, έστω και κατά το ήμισυ».
«Ο δαίμονας μέσα σου είναι δεσμευμένος. Οπότε γιατί να τον φοβάμαι;»
«Γιατί θα μπορούσε να βγει στην επιφάνεια».
«Αυτό το αποκλείω».
Φαίνεται να σοκάρεται από την δήλωσή μου. Γρήγορα όμως αποκρύπτει αυτό το συναίσθημα με το γνωστό αδιάφορο προσωπείο του. Φέρνει τα χέρια του γύρω μου και απομακρύνει τις πυρόξανθες μπούκλες μου από το πρόσωπό μου, έτσι ώστε να έχει άμεση πρόσβαση στα μάτια μου, που είμαι σίγουρη ότι τον κοιτάνε παραξενεμένα.
«Δεν πρέπει να αποκλείεις τίποτα στον κόσμο της μαγείας».
«Μην προσπαθείς να με τρομάξεις Κα» τον παρακαλώ σχεδόν ψιθυριστά. «Αφού μου είπες πως για να λυθεί το ξόρκι δέσμευσης πρέπει να σκοτώσεις κάποιον αθώο εσκεμμένα» του εξηγώ και καταλήγω στο πιο λογικό συμπέρασμα: «αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Έχεις μεγαλώσει με τις αρχές ενός λευκού μάγου. Έχεις μεγαλώσει μέσα στην οικογένεια Χάλιγουελ. Δεν μπορώ να φανταστώ ούτε έναν λόγο για τον οποίο θα σκότωνες εν ψυχρώ κάποιον αθώο και θα άφηνες τον δαίμονα σου να σε κυριεύσει».
Ο Κα μένει να με κοιτάζει σιωπηλός χωρίς να κινηθεί ούτε εκατοστό. Δε με επιβεβαιώνει, δε με ακυρώνει, δεν κάνει τίποτα. Μόνο με κοιτά βαθιά στα μάτια, ανέκφραστος με βλέμμα φορτισμένο και νιώθω την ατμόσφαιρα να ηλεκτρίζεται.
«Και αν το ξόρκι λυνόταν; Δεν έχει σημασία πώς. Αν αύριο κιόλας σου έλεγα πως είμαι πια δαίμονας... θα με φοβόσουν;»
«Όχι του απαντώ χωρίς να το σκεφτώ ούτε δευτερόλεπτο παραπάνω. «Δε θα μου έκανες ποτέ κακό».
Ξαφνικά, με μια απότομη κίνηση, απομακρύνει τα μάτια του από τα δικά μου και την ίδια στιγμή χρησιμοποιεί τα χέρια του για να με σηκώσει από πάνω του και να με αφήσει στην άκρη.
«Πάμε, πρέπει να γυρίσουμε» μου λέει σχεδόν ψυχρά.
Μα... τι έγινε τώρα; Τι δεν καταλαβαίνω; Πώς άλλαξε τόσο δραματικά η διάθεσή του μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα;
«Κα;»
«Έλα. Τι;»
Όταν δεν του απαντώ, στρέφεται επιτέλους και πάλι προς το μέρος μου. Τα μάτια του, δυο κρυστάλλινες γκριζογάλανες πέτρες, ανίκανες να αποδώσουν το οποιοδήποτε συναίσθημα. Αποφασίζω να αγνοήσω τη μικρή φωνούλα μέσα στο κεφάλι μου που μου τσιρίζει να τον παρατήσω σύξυλο πάνω στο μώλο και να σηκωθώ να φύγω με το κεφάλι ψηλά, και να ακολουθήσω την καρδιά μου. Κάνω δυο βήματα προς το μέρος του και αγκαλιάζω τρυφερά με τα χέρια μου το πρόσωπό του.
«Όλα καλά;» ρωτώ με την ανησυχία έκδηλη στον τόνο της φωνής μου.
Αυτός κατεβάζει τα χέρια μου από το πρόσωπό του σχεδόν αμέσως και τα κρατά εγκλωβισμένα για μερικά δεύτερα μέσα στις παλάμες του. Έπειτα με απελευθερώνει, ίσα για να με αρπάξει με δύναμη από τη μέση και να κολλήσει το σώμα μου πάνω στο δικό του, αποτελειώνοντας την κίνησή του με ένα παθιασμένο φιλί, που με αφήνει τελικά ξέπνοη και ζαλισμένη στην αγκαλιά του.
«Όλα είναι τέλεια μωρό μου» μου απαντάει βαριανασαίνοντας μετά το φιλί μας και με αφήνει για να σβήσει τα κεριά γύρω μας και να τακτοποιήσει τα πράγματα που έφερε, χρησιμοποιώντας τηλεκίνηση. «Απλά, πρέπει να πάμε και στο σχολείο κάποια στιγμή».

Δυσκολεύομαι να τον πιστέψω, αλλά δε θέλω να αφιερώσω άλλη από την ενέργειά μου σε αυτό. Έχω ξενυχτήσει όλο το βράδυ και με περιμένει άλλη μια δύσκολη μέρα μαθηματικών και χημείας σήμερα. Για να μην αναφέρω και την προπόνηση με τις μαζορέτες αργότερα. Πώς στο καλό θα βγάλω τη μέρα;


Foni Nats