Σελήνη της Κωνσταντίνας Τομπουλίδου

Το είδα. Συγκεκριμένα τον είδα, μόνον εγώ! Όρμησε μέσα στο δωμάτιο λυσσασμένος, άνοιξε το ψυγείο έφαγε ότι φαγώσιμο υπήρχε, σχεδόν αμάσητα τα κατέβαζε. Ήπιε όλους τους χυμούς και τις μπύρες, για να ξεδιψάσει.
Ανάσαινε βαριά. Για μια στιγμή γύρισε το βλέμμα του, χώθηκα βαθύτερα μέσα στη ντουλάπα με φόβο, μήπως με είδε. Άκουσα βήματα. Πλησίαζε. Ένιωσα την ανάσα του, να καίει. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου ζητώντας συγχώρεση, μουρμούριζα το πάτερ ημών.
Ξάφνου τα φύλλα της ντουλάπας άνοιξαν διάπλατα, φώναξα έντρομος κοιτάζοντας την μεγάλη μου αδελφή. «Μη φοβού». Μου είπε, κάνοντας μου νόημα να ηρεμήσω. Πήγε να με αγγίξεις, εγώ ασυναίσθητα φώναξα δυνατά. «Τι έπαθες, καλέ;» Με κοιτούσε σαν να ήμουν τρελός.
«Πώς μπήκες;» Τη ρώτησα, φοβισμένος ακόμη.
«Είδα φως και μπήκα» Μου απάντησε με άνεση, γυρνώντας τη πλάτη της.
Με την αδελφή μου έχουμε επτά χρόνια διαφορά, εκείνη είναι είκοσι πέντε και εγώ δέκα οχτώ. Για την ακρίβεια, αύριο κλείνω τα δέκα οχτώ. Η αδελφική μας σχέση, βαθμολογείται με άριστα το μέτριο. Ως μεγάλη αδελφή δε μπορώ να πω πως είναι κακιά, αναίσθητη είναι. Ίσως αυτό να ευθύνεται στο γεγονός ότι σε μικρή ηλικία, είδε τον πατέρα μας να πεθαίνει μπροστά στα μάτια της. Εγώ ήμουν μωρό τότε. Η μητέρα μας μετά τη δολοφονία του πατέρα μας, έπαθε βαριά κατάθλιψη, καταλήγοντας να δώσει το οριστικό τέλος στη ζωή της. Εγώ ήμουν παιδί τότε. Αυτά ξέρω για τους γονείς μας, αυτά μπορώ να σας πω. Στη γειτονιά, μας αντιμετώπιζαν σαν λεπρούς, ειδικά την αδελφή μου. Κανένας δε δεχόταν να φροντίσει, δύο μικρά ανυπεράσπιστα παιδιά. Φύγαμε από εκεί, έφηβος ήμουν, θυμάμαι καθαρά τη διαδρομή, για μέρες ταξιδεύαμε ζητώντας από τα περαστικά αυτοκίνητα να μας πάρουν μαζί τους. Ένας γεράκος σταμάτησε και μας έφερε σε αυτό το μικρό χωριό. Το χτυπήσαμε άθελα μας στο συναίσθημα, γεροντοκόρος δίχως κανέναν δικό του άνθρωπο εν ζωή, μας έδωσε την αποθήκη του για σπίτι. Που και που ερχόταν να μας δει, μας έφερνε για κέρασμα τη νόστιμη μηλόπιτα του, έχω καιρό να τον δω. Μένουμε εδώ τα τελευταία πέντε χρόνια.
«Αν είναι δυνατόν! Για λίγο έλειψα…Τι είναι αυτό το χάος;!» Είπε δυνατά, μπλέκοντας τα δάχτυλα της μέσα στα μαλλιά της. Κοίταζε το χάος που επικρατούσε στο χώρο της κουζίνας, σκεπτόμενη από πού να ξεκινήσει. «Καλά, το σημείωμα δε το διάβασες;» Με ρώτησε, λίγο εκνευρισμένη.
«Ποιο σημείωμα;» Τη ρώτησα, μαζεύοντας μερικά σκουπίδια που υπήρχαν γύρω μου.
«Σου άφησα σημείωμα, για το φαγητό μέσα στο φούρνο, πάνω στο ψυγείο».
«Δε το είδα».
«Δε πειράζει». Μου απάντησε ήρεμη.
Δε μιλήσαμε άλλο, τη κοιτούσα άφωνος να συμμαζεύει. Τον ονειρεύτηκα; Έκλεισα τα μάτια μου και κοιμήθηκα.
Το πρωί ξύπνησα από ένα δυνατό θόρυβο, τινάχτηκα πάνω μούσκεμα στον ιδρώτα. «Ποιος είσαι και τι θες;!» Φώναξα, με τα δάχτυλα μου λυγισμένα σε σχήμα γροθιάς.
«Είμαι η αδελφή σου και θέλω να σκουπίσω!» Μου απάντησε, στα χέρια της κρατούσε μια ξύλινη σκούπα. «Τι με κοιτάς;! Αν περιμένω από εσένα, θα με πάρει το βράδυ». Λύγισε τα πόδια της, χώνοντας τη σκούπα κάτω από τον καναπέ. Σηκώθηκα γρήγορα να την βοηθήσω, έδωσε σε εμένα τη σκούπα και εκείνη πήγε να βάλει το φαγητό στη φωτιά.
Από τη μυρωδιά κατάλαβα πως ήταν το αγαπημένο μου φαγητό, φασολάδα. Δε μαγειρεύει πολύ συχνά φασολάδα, σχεδόν καθόλου δηλαδή. Δε της αρέσει. Σήμερα έχω τη τιμητική μου, γέλασα γεμάτος χαρά, υπέθεσα πως το έκανε εσκεμμένα.
«Ωρίων!» Με φώναξε δυνατά. «Ωρίων, έλα να φάμε. Ωρίων!»
Σας κάνει εντύπωση το όνομα μου, γιατί μοιάζει πρωτότυπο. Ωρίων, είναι ένας αστερισμός που σημειώθηκε κατά την αρχαιότητα από τον Πτολεμαίο. Σύμφωνα με την λαογραφία, στους αρχαίους ιστορικούς χρόνους, ο αστερισμός του Ωρίωνα ήταν ο φόβος των τότε ναυτιλλομένων, καθώς η εμφάνιση του στον ανατολικό ορίζοντα συνέπιπτε, με το ξεκίνημα της εποχής των μεγάλων τρικυμιών.
«Έρχομαι Μένσα». Της απάντησα δυνατά, σκουπίζοντας κάτω από το κρεβάτι μου.
Καλά ακούσατε, Μένσα. Αυτό το όνομα δόθηκε, στη μεγάλη μου αδελφή. Είναι αστερισμός του νότιου ημισφαιρίου, έχοντας το σχήμα τραπεζοειδές.
«Να βγάλω πρώτα τα σκουπίδια έξω». Έδεσα τη μαύρη σακούλα σκουπιδιών και τη πέταξα έξω στον μεγάλο κάδο.
Μοσχοβολούσε όλο το σπίτι, από τη μυρωδιά της νόστιμης σούπας. «Φασολάδα». Είπα εισπνέοντας πάνω από τη κατσαρόλα. «Είμαι ευτυχισμένος». Είπα τρίβοντας τις παλάμες των χεριών μου, έπιασα το κουτάλι και ξεκίνησα να τρώω. Εκείνη δε μιλούσε, έτρωγε με αργές κινήσεις ψωμί και τυρί. Σας είπα πως δεν της αρέσει η φασολάδα. Έτσι και αλλιώς, η αδελφή σπάνια έχει όρεξη για φαγητό. Μπορεί να μείνει νηστικιά για μια εβδομάδα ή εκτός κι αν τρώει σε στιγμές που δε τη βλέπω. Αφού καταπιά και τη τελευταία κουταλιά, έτριψα τη κοιλιά μου με ευχαρίστηση. Η Μένσα σηκώθηκε παίρνοντας τα πιάτα και τα έβαλε στο νεροχύτη. Σηκώθηκα από το τραπέζι και πήγα να κάτσω στον καναπέ.
Πήδηξε με φορά δίπλα μου, ρίχνοντας στην αγκαλιά μου δύο μαύρα κουτιά. «Χρόνια πολλά!» Μου είπε χαρούμενη. «Να είσαι πάντα γερός και δυνατός».
«Είσαι καλά;» Τη ρώτησα.
«Δε θα ανοίξει τα δώρα σου;» Με ρώτησε. «Μάλλον καλύτερα να σβήσεις πρώτα τα κεράκια, περίμενε να φέρω τη τούρτα». Έτρεξε γρήγορα, προς το ψυγείο.
Πρώτη φορά έχει την όρεξη, να γιορτάσει μαζί μου τα γενέθλια μου. Συνήθως όταν ήμουν παιδάκι με άφηνε μόνο μου σε κάποιο παιδότοπο, να ευχαριστηθώ παιχνίδι με τα άλλα παιδιά. Λίγο πιο μεγάλος που ήμουν, έφηβος δηλαδή, μου έδινε την άδεια να πάω σινεμά. Δε με αφήνει να κυκλοφορώ μόνος, μόνο την ημέρα των γενεθλίων μου συνήθιζε να το κάνει. Να σας πω την αλήθεια, εγώ δεν ξέρω πότε έχει γενέθλια η αδελφή μου. Την έχω ρωτήσει πολλές φορές, αλλά εκείνη αποφεύγει την απάντηση, δε καταλαβαίνω το γιατί. Το μόνο που μου έχει πει, είναι η διαφορά ηλικίας που έχουμε. Με βάση τη δική μου ημερομηνία γέννησης, υπολόγισα και έτσι ξέρω πόσων χρονών είναι.
«Σβήσε τα κεράκια». Με πρόσταξε. «Θέλεις πρώτα να σου τραγουδήσω;» Με ρώτησε χαρούμενη, περισσότερο αγχωμένη μου έμοιαζε. Πρόσεξα το μπλε καπελάκι πάνω στη κορφή του κεφαλιού τους, κρατήθηκα να μη γελάσω.
«Εσύ την έφτιαξες;» Τη ρώτησα, μη πιστεύοντας στα μάτια μου. Δεν έχει φτιάξει μέχρι τώρα, ούτε ένα γλυκό. Δε ξέρω καν τι γεύση έχουν. Πότε δεν έχει αγοράσει γλυκά. Μόνο κρέας και πατάτες.
«Μην ανησυχείς. Έχω μάθει να ξεχωρίζω, την άχνη ζάχαρη από το ποντικοφάρμακο». Μου απάντησε, πειράζοντας τα μαύρα μακριά μέχρι των ώμο μαλλιά μου. «Κάνε την ευχή σου και σβήσε τα!» Με πρόσταξε ξανά.
Έκλεισα ελαφρώς τα βλέφαρα μου, ευχήθηκα…Δε θα σας αποκαλύψω το τι ευχήθηκα, διαφορετικά δε θα βγει αληθινό. Πήρα μια βαθιά εισπνοή και φύσηξα τις φλόγες από  τα τέσσερα κεράκια. «Να κόψουμε τη τούρτα;» Τη ρώτησα με λαιμαργία, να δοκιμάσω αυτό το γλύκισμα.
«Αργότερα» μου απάντησε. «Άνοιξε τα δώρα». Σήκωσε από το πάτωμα το πάτωμα το ένα μαύρο κουτί, το άλλο είχε πέσει από την άλλη πλευρά.
Πήρα το κουτί στα χέρια μου. «Βαρύ είναι». Σχολίασα πριν τραβήξω και έβγαλα το καπάκι. Ένα βιβλίο μεσαίου μεγέθους, μένα λεπτό δερμάτινο εξώφυλλο πράσινο στο χρώμα και με πολλές σκληρές σελίδες. «Θα προτιμούσα ραδιόφωνο». Της είπα, με παράπονο. «Όμως σε ευχαριστώ». Χαμογέλασα γλυκά, νιώθοντας συγκίνηση. Πήρα να ανοίξω και το άλλο κουτί. «Και άλλο βιβλίο». Ήταν ίδιο με το πρώτο. «Έχει και τρίτο; Είναι κάποια τριλογία;»
«Σου αρέσουν;» Με ρώτησε ευγενικά.
«Ωραία είναι. Σε ευχαριστώ». Ήμουν έτοιμος να βάλω τα κλάματα, συγκρατήθηκα όμως. Αν άφηνα τον εαυτό μου να κλάψει, θα θύμωνε μαζί μου βάζοντας μου τις φωνές. Δε της αρέσει καθόλου να δείχνω αδύναμος. Μια φορά ένα αγοράκι με το οποίο κάναμε παρέα στο παιδότοπο, διότι κάθε φορά που πήγαινα ήταν εκεί, με ρώτησε για τη μητέρα μου και τον πατέρα μου και εγώ του απάντησα πως δεν έχω. Εκείνο φώναζε δυνατά «Δεν έχει μαμά! Δεν έχει μπαμπά!» Δείχνοντας με. Έβαλα τα κλάματα, έκλαιγα με λυγμούς, χτυπούσα με δύναμη όποιον με πλησίαζε. Χωρίς να το καταλάβω, έσπασα τη μύτη της κοπέλας που ήταν υπεύθυνη, τη στιγμή που εκείνη πήγε να με πάρει αγκαλιά, για να με ηρεμήσει. Έσπασα ότι παιχνίδι βρισκόταν μπροστά μου, θυμάμαι να κρατάω στα χέρια μου μια κούκλα και από το θυμό μου να τη χωρίζω στα δύο. Μόνο η αδελφή μου κατάφερε να με ηρεμίσει, με πήρε στην αγκαλιά της, ήταν τόσο ζεστό το δέρμα της. Η θερμότητα που έκπεμπε, καθησύχασε αμέσως την οργή μέσα μου. Όμως εκείνη, είχε θυμώσει πάρα πολύ μαζί μου. Δε μου μιλούσε και πολύ για κάμποσο διάστημα.
Έσπρωξε προς τα πίσω τα μαλλιά μου, χαρίζοντας μου ένα τρυφερό φιλί στο δόξα πατρί. «Εγώ θα φύγω, θα επιστρέψω αύριο αργά τη νύχτα. Μέχρι τότε να έχεις τελειώσει την ανάγνωση». Μου χαμογέλασε γλύκα και έτσι έφυγε.
Εντάξει, η αδελφή μου εκτός από αναίσθητη, είναι και τρελή. Απεχθάνομαι τα βιβλία και τις ιστορίες τους. Όσες φορές έπαιρνα να διαβάσω ένα, το άφηνα στην άκρη, περιμένοντας να γίνει ταινία. Παρατηρούσα τα εξώφυλλα των βιβλίων και στα δύο υπήρχε χαραγμένο το όνομα ‘’Mercury”, δηλαδή Ερμής. Από την ονομασία υπέθεσα, ότι μάλλον θα αναφέρεται στο ηλιακό σύστημα και ειδικότερα στον πλανήτη Ερμή. Με έτρωγε η περιέργεια, για να μου κάνει δώρο, κάτι σημαίνει. Ξεκίνησα το ξεφύλλισμα του πρώτου βιβλίου.  Με μαύρο μελάνι στη πρώτη σελίδα, ήταν ζωγραφισμένος ένα λύκος, καθισμένος με το κεφάλι του υψωμένο και το στόμα του ανοιχτό. Κάτω από τη ζωγραφιά, έγραφε με ωραία καλλιτεχνικά γράμματα “Lupus”.  Στην αρχή της επομένης σελίδας, ήταν γραμμένη μια ημερομηνία και από κάτω ακολουθούσαν τα παρακάτω λόγια:
«Μπήκα μπροστά να παλέψω, με είχανε πάρει χαμπάρι και με προκαλούσαν. Δεν ήθελα όμως να τους κάνω το χατίρι. Τους άφησα να με πυροβολήσουν, ατυχία ήταν που έγινε μπροστά στη μικρή. Αργότερα θα μάθει και θα καταλάβει. Κατάφερα να συγκρατήσω τον εαυτό μου, έμεναν πολύ ώρα πάνω από το κεφάλι μου να με κοιτάζουν. Περίμεναν να σηκωθώ ξανά. Κάτι που δεν έγινε. Έφυγαν δυσαρεστημένοι, πιστεύοντας πως ίσως και να έκαναν λάθος. Κυνηγοί ήταν. Ο θάνατος μου έγινε γνωστός, ο πυροβολισμός ακούστηκε και οι γείτονες ήρθαν να δουν τι συμβαίνει. Δε μπορούσα να σηκωθώ, συνέχιζα να παριστάνω τον νεκρό. Η κηδεία μου έγινε το ίδιο βραδύ. Καλυμμένος με χώμα, έκανα υπομονή να περάσει η ώρα, ώστε να πέσει η νύχτα για τα καλά, να μπορώ να βγω και να πάω κοντά στην οικογένεια μου. Με πήρε ο ύπνος. Για αυτό δε πρόλαβα! Πίστεψε πως είχα πεθάνει, επέλεξε το θάνατο με σκοπό να έρθει να με βρει. Η προσπάθεια μας να ζήσουμε μια ‘’ανθρώπινη ζωή’’, απέτυχε παταγωδώς. Κατάφερα να βρω τα παιδιά αργά τη νύχτα, τα παρηγόρησα για το θάνατο της μητέρας τους. Η Μένσα είναι δυνατή, θα καταφέρει να μεγαλώσει το μικρό σωστά. Θα τους επισκέπτομαι και εγώ στα κρυφά, όποτε μπορώ. Θα εξαφανιστώ. Δυστυχώς δε πρέπει τα παιδιά να με ακολουθήσουν, δε μπορούν άλλωστε. Αν τους συμβεί το οτιδήποτε δε θα το αντέξω, ούτε και εκείνη θα το αντέξει. Καλύτερα είναι έτσι, ανάμεσα στο κόσμο των ανθρώπων είναι περισσότερο ασφαλείς.
Σελήνη, όμορφη μου γυναίκα, θα σε περιμένω. Σου υπόσχομαι δε θα παίρνω τα μάτια μου από τον ουρανό της νύχτας, για να σε νιώθω κοντά μου. Θα περιμένω υπομονετικά τη στιγμή, που θα ανταμώσουμε πάλι».
Ο λαιμός μου στέγνωσε, με έξυνα το κεφάλι μου εν συνεχή, με έπιασε ρίγος. Στα χέρια μου κρατούσα το ημερολόγιο του πατέρα μου, περιέγραφε αναλυτικά τα γεγονότα που συνέβησαν και κράτησαν μακριά μας κυρίως μακριά μου, εκείνον και τη μητέρα.
Κάθε χρόνο η Σελήνη κατεβαίνει στη Γη, για να γεννήσει τα παιδιά της. Ο πατέρας μου ήταν ξυλοκόπος, ανέβαινε τακτικά στο βουνό, του άρεσε να μένει εκεί μερικές νύχτες για να έχει την ησυχία του. Μια νυχτιά λοιπόν, είδε ένα πεφταστέρι! Έτσι έμοιαζε. Το φως ήταν τόσο δυνατό, που έσκασε σα πυροτέχνημα κατά τη πτώση στο έδαφος. Ενθουσιασμένος, έτρεξε να δει. Είχε προσγειωθεί λίγο πιο πέρα, από το σημείο που είχε αράξει. Μια τεράστια λακκούβα είχε δημιουργηθεί, το έδαφος είχε σκεπαστεί από μία γκρίζα πυκνή σκόνη. Σε μια σελίδα του ημερολογίου, ο πατέρας μου είχε φυλαγμένη σένα μικρό φακελάκι, λίγη σκόνη.
«Στο βάθος της τρύπας, το φως λαμπύριζε ακόμη. Πόση ευτυχία μπορεί να νιώσει ένας άνθρωπος, βλέποντας ένα πεφταστέρι; Το θέαμα ήταν μοναδικό. Σταδιακά η λάμψη έσβηνε, αποκαλύπτοντας ένα εξωγήινο θηλυκό. Με μια κίνηση σήκωσε το κορμί προς τα πάνω, τα μακριά άσπρα μαλλιά της ανέμιζαν, προσφέροντας μια μοναδική λάμψη στο μαύρο καμβά. Προσγειώθηκε απαλά στο έδαφος, η απόσταση που μας χώριζε δεν ήταν και πολύ μεγάλη. Τα μάτια μου δεν έκλειναν, με φόβο μήπως είναι όνειρο.
Μετρίου αναστήματος, με λεπτό κορμό δίχως καμπύλες, το δέρμα της λευκά φωτισμένο, τα γκρίζα ίσια μαλλιά της άγγιζαν το έδαφος. Τα μικρά χαρακτηριστικά του προσώπου της, την έκανε να φαίνεται γλυκιά. Τα μάτια της είχαν την απόχρωση ανοιχτού γαλάζιου, σχεδόν άσπρα ήταν. Τα λεπτά άχρωμα χείλη της, χαράξαν μια καμπύλη, που έμοιαζε με χαμόγελο».
Η αδελφή μου μοιάζει στη μητέρα μου, έχει τα ίδια ακριβώς μαλλιά. Μπορεί και τα μάτια της να είναι ίδια με της μητέρας. Οι ίριδες των καστανών ματιών της, ίσως κανονικά να είναι ανοιχτό γαλάζιο. Φοράει φακούς επαφής, ούτε όταν κοιμάται δε τους αλλάζει.
«Περάσαμε τη νύχτα μαζί. Αν υπάρχει παράδεισος, εγώ τον γεύτηκα νωρίτερα. Στο ξημέρωμα της επόμενης ημέρας, παρατήρησα τη προετοιμασία της για να φύγει. Πότε θα σε ξανά δω; Της φώναξα. Άκουσα το γέλιο της, να εξαπλώνεται στον αέρα. Δεν ξανά έφυγα από εκείνο το μέρος, ήμουν αποφασισμένος να την περιμένω για όσο χρειαστεί.
Ένας χρόνος πέρασε, κοίταζα τον ουρανό με επιμονή, της φώναζα να κατέβει. Αναγνώρισα το φως της, προσγειώθηκε στο ίδιο σημείο. Ήταν διαφορετική. Δε περίμενε να με δει. Μου εξήγησε την ιστορία της.
- Είμαι η Κόρη του Ουρανού, ξεκίνησε να μου λέει διατηρώντας την αρχική μας απόσταση. Ονομάζομαι Σελήνη, τα αδέλφια μου είναι τα Άστρα. Ένας μάγος κάποτε επιχείρησε να με απαγάγει, κατάφερα να του ξεφύγω, για να με εκδικηθεί μάγεψε τα παιδιά μου. Η δουλειά μου είναι να φέρνω την Άνοιξη, τα λουλούδια είναι τα παιδιά μου. Ο μάγος το χειμώνα, μεταμορφώνει τα λουλούδια μου σε άγρια σαρκοφάγα πλάσματα.
Της αποκάλυψα τον έρωτα μου, εκείνη αντέδρασε γελώντας δυνατά. – Μια ψευδαίσθηση ήταν. Μου απάντησε. – Έγινα η φαντασίωση σου.
-Γίνε η αλήθεια μου. Της είπα, προκαλώντας την πάλι να γελάσει.
- Αν θέλεις να είσαι μαζί μου, πρέπει να αντέξεις τη κατάρα μου. Κανένας άλλος δε κατάφερε να το κάνει αυτό. Μου είπε, κάνοντας με να ζηλέψω.
-Θέλω να μοιραστώ την όμορφη κατάρα σου. Της είπα, έτοιμος για όλα».
Η μητέρα μου δάγκωσε τις φλέβες του πατέρα μου, αφήνοντας το σημάδι του μισοφέγγαρου. Καταραμένος τις νύχτες τριγυρνάει ως Λυκάνθρωπος και στο γέμισμα του φεγγαριού υμνεί τον ουρανό ως ολοκληρωτικά μεταμορφωμένος Λύκος.
Θα αναρωτιέστε βέβαια, γιατί εγώ δεν έχω ανακαλύψει ακόμα την άγρια πλευρά μου. Η μητέρα μου ήθελε να μένει περισσότερο δίπλα στον πατέρα μου, τη βασάνιζε η αναμονή. Έκλεψε το σώμα μιας νεαρής γυναίκας, που είχε πεθάνει σε τροχαίο. Φυλάκισε τη μορφή της, μέσα σένα ξένο σώμα. Στη γέννηση μου, η κατάρα της δε μπορούσε να μου ασκήσει μεγάλη επιρροή. Πίστεψε το θάνατο του πατέρα μου, γιατί τον γνώρισε κανονικό άνθρωπο. Από τη θλίψη της εγκατέλειψε το ξένο σώμα, αφήνοντας τη μορφή της ξανά ελεύθερη.
Άκουσα έναν δυνατό θόρυβο, έντρομος γύρισα να δω. Ένας τεράστιος Λυκάνθρωπος στεκόταν, μπροστά στην είσοδο. Το κεφάλι του άγγιζε ταβάνι, είχε μουσούδα λύκου, το στέρνο του ήταν γυμνασμένο, τα μπράτσα του ήταν πολύ δυνατά, τα δάχτυλα του μακριά με μαύρα μυτερά νύχια. Από τη μέση και κάτω ήταν όμοιος με Λύκος, με χοντρά τριχωτά ποδιά και φαρδιές πατούσες. Μου φάνηκε λίγο αστεία η μακριά μαύρη ουρά του, που κουνιόταν ανάμεσα από τα πόδια του.
Πίσω του εμφανίστηκε ένας ακόμα Λυκάνθρωπος, λίγο πιο μικροκαμωμένος. Με πιο γλυκιά όψη. Κάτι μου θύμιζε αυτό το Λυκανθρωπάκι. Κοιτάζοντας το καλύτερα, θυμήθηκα. Μια νύχτα σηκώθηκα να πιώ νερό, είδα το συγκεκριμένος Λυκάνθρωπο να τριγυρνάει στο σαλόνι κρατώντας μερικά διπλωμένα ρούχα, από το φόβο μου έχασα τις αισθήσεις μου και λιποθύμησα. Το θυμάμαι σα να ήταν ένα όνειρο, το έχω και σε ζωγραφιά.
«Καλά θυμάσαι». Άκουσα της φωνή της, μέσα στο κεφάλι μου. «Από ότι βλέπεις και καταλαβαίνεις, είμαι καταραμένη». Μου είπε, λύγισε τα πόδια της και κάθισε στο πάτωμα.
Το βλέμμα μου καρφώθηκε πάνω στον τεράστιο Λυκάνθρωπο, που στεκόταν δίπλα της. «Πατέρα; Ο πατέρας μου είσαι έτσι δεν είναι;» Τον ρώτησα, περιμένοντας να ακούσω τη φωνή του.
«Δε μπορεί να σου μιλήσει. Ζει χρόνια απομονωμένος…» Μου απάντησε η αδελφή μου.
«Εσύ ήσουν εκείνο το βράδυ;» Τη ρώτησα.
«Όχι, ο πατέρας μου ήταν. Ήρθε απροειδοποίητα. Στην αρχή νόμισα, πως οι κυνηγοί μας εντόπισαν…»
«Ποιοι είναι αυτοί;» Τη διέκοψα.
«Παλιοί εχθροί του πατέρα μας». Μου απάντησε, κάνοντας μια μικρή παύση. «Λοιπόν Ωρίων, ήρθε η στιγμή να πάρεις την απόφαση σου. Κάτι που εγώ δε μπόρεσα να κάνω». Ακούστηκε πικραμένη. «Τι θέλεις να είσαι;» Με ρώτησε τονίζοντας περισσότερο, το ρήμα της πρότασης.
«Τι εννοείς; Μπορώ να επιλέξω αν θέλω να είμαι Λυκάνθρωπος ή Άνθρωπος; Στα αλήθεια μπορώ να το κάνω αυτό;» Δε καταλάβαινα τι μου γινόταν.
«Ναι». Μου απάντησε, μονολεκτικά.
«Πού είναι η μητέρα;» Ρώτησα.
Ο πατέρας γρύλισε κατεβάζοντας, το κεφάλι του προς τα κάτω.
«Έχει πάρει τον όρκο της σιωπής, στη μνήμη της. Πήρε πολύ κατάκαρδα τον υποτιθέμενο θάνατο του και από τότε δεν εμφανίστηκε ξανά».
«Εσύ έτσι θα είσαι από εδώ και πέρα;» Τη ρώτησα, δείχνοντας την.
«Δεν είχα την ευκαιρία της επιλογής». Μου απάντησε, μονοτονικά.
«Θέλω να είμαι μαζί σου πατέρα!» Έτρεξα να τον αγκαλιάσω, εκείνος παρέμενε ψυχρός. Με έπιασε από τους ώμους, απομακρύνοντας με από εκείνον. Έπιασε το ένα μου χέρι και πήγε κοντά στο στόμα του.
«Κάνε κουράγιο». Η φωνή της αδελφής μου, ακουγόταν σαν αντίλαλος μέσα στο κεφάλι μου.

Το είδα. Συγκεκριμένα τον είδα, μόνον εγώ! Όρμησε μέσα στο δωμάτιο λυσσασμένος, άνοιξε το ψυγείο έφαγε ότι φαγώσιμο υπήρχε, σχεδόν αμάσητα τα κατέβαζε. Ήπιε όλους τους χυμούς και τις μπύρες, για να ξεδιψάσει.
Ανάσαινε βαριά. Για μια στιγμή γύρισε το βλέμμα του, χώθηκα βαθύτερα μέσα στη ντουλάπα με φόβο, μήπως με είδε. Άκουσα βήματα. Πλησίαζε. Ένιωσα την ανάσα του, να καίει. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου ζητώντας συγχώρεση, μουρμούριζα το πάτερ ημών.
Ξάφνου τα φύλλα της ντουλάπας άνοιξαν διάπλατα, φώναξα έντρομος κοιτάζοντας την μεγάλη μου αδελφή. «Μη φοβού». Μου είπε, κάνοντας μου νόημα να ηρεμήσω. Πήγε να με αγγίξεις, εγώ ασυναίσθητα φώναξα δυνατά. «Τι έπαθες καλές;!» Με κοιτούσε σα να ήμουν τρελός.
«Πώς μπήκες;» Τη ρώτησα, φοβισμένος ακόμη.
«Είδα φως και μπήκα». Μου απάντησε με άνεση, γυρνώντας τη πλάτη της.
Με την αδελφή μου έχουμε επτά χρόνια διαφορά, εκείνη είναι είκοσι πέντε και εγώ δέκα οχτώ. Για την ακρίβεια, αύριο κλείνω τα δέκα οχτώ. Η αδελφική μας σχέση, βαθμολογείται με άριστα το μέτριο. Ως μεγάλη αδελφή δε μπορώ να πω πως είναι κακιά, αναίσθητη είναι. Ίσως αυτό να ευθύνεται στο γεγονός ότι σε μικρή ηλικία, είδε τον πατέρα μας να πεθαίνει μπροστά στα μάτια της. Εγώ ήμουν μωρό τότε. Η μητέρα μας μετά τη δολοφονία του πατέρα μας, έπαθε βαριά κατάθλιψη, καταλήγοντας να δώσει το οριστικό τέλος στη ζωή της. Εγώ ήμουν παιδί τότε. Αυτά ξέρω για τους γονείς μας, αυτά μπορώ να σας πω. Στη γειτονιά, μας αντιμετώπιζαν σα λεπρούς, ειδικά την αδελφή μου. Κανένας δε δεχόταν να φροντίσει, δύο μικρά ανυπεράσπιστα παιδιά. Φύγαμε από εκεί, έφηβος ήμουν, θυμάμαι καθαρά τη διαδρομή, για μέρες ταξιδεύαμε ζητώντας από τα περαστικά αυτοκίνητα να μας πάρουν μαζί τους. Ένας γεράκος σταμάτησε και μας έφερε σε αυτό το μικρό χωριό. Το χτυπήσαμε άθελα μας στο συναίσθημα, γεροντοκόρος δίχως κανέναν δικό του άνθρωπο εν ζωή, μας έδωσε την αποθήκη του για σπίτι. Που και που ερχόταν να μας δει, μας έφερνε για κέρασμα τη νόστιμη μηλόπιτα του, έχω καιρό να τον δω. Μένουμε εδώ τα τελευταία πέντε χρόνια.
«Αν είναι δυνατόν! Για λίγο έλειψα…Τι είναι αυτό το χάος;!» Είπε δυνατά, μπλέκοντας τα δάχτυλα της μέσα στα μαλλιά της. Κοίταζε το χάος που επικρατούσε στο χώρο της κουζίνας, σκεπτόμενη από πού να ξεκινήσει. «Καλά, το σημείωμα δε το διάβασες;» Με ρώτησε, λίγο εκνευρισμένη.
«Ποιο σημείωμα;» Τη ρώτησα, μαζεύοντας μερικά σκουπίδια που υπήρχαν γύρω μου.
«Σου άφησα σημείωμα, για το φαγητό μέσα στο φούρνο, πάνω στο ψυγείο».
«Δε το είδα».
«Δε πειράζει». Μου απάντησε ήρεμη.
Δε μιλήσαμε άλλο, τη κοιτούσα άφωνος να συμμαζεύει. Τον ονειρεύτηκα; Έκλεισα τα μάτια μου και κοιμήθηκα.
Το πρωί ξύπνησα από ένα δυνατό θόρυβο, τινάχτηκα πάνω μούσκεμα στον ιδρώτα. «Ποιος είσαι και τι θες;!» Φώναξα, με τα δάχτυλα μου λυγισμένα σε σχήμα γροθιάς.
«Είμαι η αδελφή σου και θέλω να σκουπίσω!» Μου απάντησε, στα χέρια της κρατούσε μια ξύλινη σκούπα. «Τι με κοιτάς;! Αν περιμένω από εσένα, θα με πάρει το βράδυ». Λύγισε τα πόδια της, χώνοντας τη σκούπα κάτω από τον καναπέ. Σηκώθηκα γρήγορα να την βοηθήσω, έδωσε σε εμένα τη σκούπα και εκείνη πήγε να βάλει το φαγητό στη φωτιά.
Από τη μυρωδιά κατάλαβα πως ήταν το αγαπημένο μου φαγητό, φασολάδα. Δε μαγειρεύει πολύ συχνά φασολάδα, σχεδόν καθόλου δηλαδή. Δε της αρέσει. Σήμερα έχω τη τιμητική μου, γέλασα γεμάτος χαρά, υπέθεσα πως το έκανε εσκεμμένα.
«Ωρίων!» Με φώναξε δυνατά. «Ωρίων, έλα να φάμε. Ωρίων!»
Σας κάνει εντύπωση το όνομα μου, γιατί μοιάζει πρωτότυπο. Ωρίων, είναι ένας αστερισμός που σημειώθηκε κατά την αρχαιότητα από τον Πτολεμαίο. Σύμφωνα με την λαογραφία, στους αρχαίους ιστορικούς χρόνους, ο αστερισμός του Ωρίωνα ήταν ο φόβος των τότε ναυτιλλομένων, καθώς η εμφάνιση του στον ανατολικό ορίζοντα συνέπιπτε, με το ξεκίνημα της εποχής των μεγάλων τρικυμιών.
«Έρχομαι Μένσα». Της απάντησα δυνατά, σκουπίζοντας κάτω από το κρεβάτι μου.
Καλά ακούσατε, Μένσα. Αυτό το όνομα δόθηκε, στη μεγάλη μου αδελφή. Είναι αστερισμός του νότιου ημισφαιρίου, έχοντας το σχήμα τραπεζοειδές.
«Να βγάλω πρώτα τα σκουπίδια έξω». Έδεσα τη μαύρη σακούλα σκουπιδιών και τη πέταξα έξω στον μεγάλο κάδο.
Μοσχοβολούσε όλο το σπίτι, από τη μυρωδιά της νόστιμης σούπας. «Φασολάδα». Είπα εισπνέοντας πάνω από τη κατσαρόλα. «Είμαι ευτυχισμένος». Είπα τρίβοντας τις παλάμες των χεριών μου, έπιασα το κουτάλι και ξεκίνησα να τρώω. Εκείνη δε μιλούσε, έτρωγε με αργές κινήσεις ψωμί και τυρί. Σας είπα πως δεν της αρέσει η φασολάδα. Έτσι και αλλιώς, η αδελφή σπάνια έχει όρεξη για φαγητό. Μπορεί να μείνει νηστικιά για μια εβδομάδα ή εκτός κι αν τρώει σε στιγμές που δε τη βλέπω. Αφού καταπιά και τη τελευταία κουταλιά, έτριψα τη κοιλιά μου με ευχαρίστηση. Η Μένσα σηκώθηκε παίρνοντας τα πιάτα και τα έβαλε στο νεροχύτη. Σηκώθηκα από το τραπέζι και πήγα να κάτσω στον καναπέ.
Πήδηξε με φορά δίπλα μου, ρίχνοντας στην αγκαλιά μου δύο μαύρα κουτιά. «Χρόνια πολλά!» Μου είπε χαρούμενη. «Να είσαι πάντα γερός και δυνατός».
«Είσαι καλά;» Τη ρώτησα.
«Δε θα ανοίξει τα δώρα σου;» Με ρώτησε. «Μάλλον καλύτερα να σβήσεις πρώτα τα κεράκια, περίμενε να φέρω τη τούρτα». Έτρεξε γρήγορα, προς το ψυγείο.
Πρώτη φορά έχει την όρεξη, να γιορτάσει μαζί μου τα γενέθλια μου. Συνήθως όταν ήμουν παιδάκι με άφηνε μόνο μου σε κάποιο παιδότοπο, να ευχαριστηθώ παιχνίδι με τα άλλα παιδιά. Λίγο πιο μεγάλος που ήμουν, έφηβος δηλαδή, μου έδινε την άδεια να πάω σινεμά. Δε με αφήνει να κυκλοφορώ μόνος, μόνο την ημέρα των γενεθλίων μου συνήθιζε να το κάνει. Να σας πω την αλήθεια, εγώ δεν ξέρω πότε έχει γενέθλια η αδελφή μου. Την έχω ρωτήσει πολλές φορές, αλλά εκείνη αποφεύγει την απάντηση, δε καταλαβαίνω το γιατί. Το μόνο που μου έχει πει, είναι η διαφορά ηλικίας που έχουμε. Με βάση τη δική μου ημερομηνία γέννησης, υπολόγισα και έτσι ξέρω πόσων χρονών είναι.
«Σβήσε τα κεράκια». Με πρόσταξε. «Θέλεις πρώτα να σου τραγουδήσω;» Με ρώτησε χαρούμενη, περισσότερο αγχωμένη μου έμοιαζε. Πρόσεξα το μπλε καπελάκι πάνω στη κορφή του κεφαλιού τους, κρατήθηκα να μη γελάσω.
«Εσύ την έφτιαξες;» Τη ρώτησα, μη πιστεύοντας στα μάτια μου. Δεν έχει φτιάξει μέχρι τώρα, ούτε ένα γλυκό. Δε ξέρω καν τι γεύση έχουν. Πότε δεν έχει αγοράσει γλυκά. Μόνο κρέας και πατάτες.
«Μην ανησυχείς. Έχω μάθει να ξεχωρίζω, την άχνη ζάχαρη από το ποντικοφάρμακο». Μου απάντησε, πειράζοντας τα μαύρα μακριά μέχρι των ώμο μαλλιά μου. «Κάνε την ευχή σου και σβήσε τα!» Με πρόσταξε ξανά.
Έκλεισα ελαφρώς τα βλέφαρα μου, ευχήθηκα…Δε θα σας αποκαλύψω το τι ευχήθηκα, διαφορετικά δε θα βγει αληθινό. Πήρα μια βαθιά εισπνοή και φύσηξα τις φλόγες από  τα τέσσερα κεράκια. «Να κόψουμε τη τούρτα;» Τη ρώτησα με λαιμαργία, να δοκιμάσω αυτό το γλύκισμα.
«Αργότερα». Μου απάντησε. «Άνοιξε τα δώρα». Σήκωσε από το πάτωμα το πάτωμα το ένα μαύρο κουτί, το άλλο είχε πέσει από την άλλη πλευρά.
Πήρα το κουτί στα χέρια μου. «Βαρύ είναι». Σχολίασα πριν τραβήξω και έβγαλα το καπάκι. Ένα βιβλίο μεσαίου μεγέθους, μένα λεπτό δερμάτινο εξώφυλλο πράσινο στο χρώμα και με πολλές σκληρές σελίδες. «Θα προτιμούσα ραδιόφωνο». Της είπα, με παράπονο. «Όμως σε ευχαριστώ». Χαμογέλασα γλυκά, νιώθοντας συγκίνηση. Πήρα να ανοίξω και το άλλο κουτί. «Και άλλο βιβλίο». Ήταν ίδιο με το πρώτο. «Έχει και τρίτο; Είναι κάποια τριλογία;»
«Σου αρέσουν;» Με ρώτησε ευγενικά.
«Ωραία είναι. Σε ευχαριστώ». Ήμουν έτοιμος να βάλω τα κλάματα, συγκρατήθηκα όμως. Αν άφηνα τον εαυτό μου να κλάψει, θα θύμωνε μαζί μου βάζοντας μου τις φωνές. Δε της αρέσει καθόλου να δείχνω αδύναμος. Μια φορά ένα αγοράκι με το οποίο κάναμε παρέα στο παιδότοπο, διότι κάθε φορά που πήγαινα ήταν εκεί, με ρώτησε για τη μητέρα μου και τον πατέρα μου και εγώ του απάντησα πως δεν έχω. Εκείνο φώναζε δυνατά «Δεν έχει μαμά! Δεν έχει μπαμπά!» Δείχνοντας με. Έβαλα τα κλάματα, έκλαιγα με λυγμούς, χτυπούσα με δύναμη όποιον με πλησίαζε. Χωρίς να το καταλάβω, έσπασα τη μύτη της κοπέλας που ήταν υπεύθυνη, τη στιγμή που εκείνη πήγε να με πάρει αγκαλιά, για να με ηρεμήσει. Έσπασα ότι παιχνίδι βρισκόταν μπροστά μου, θυμάμαι να κρατάω στα χέρια μου μια κούκλα και από το θυμό μου να τη χωρίζω στα δύο. Μόνο η αδελφή μου κατάφερε να με ηρεμίσει, με πήρε στην αγκαλιά της, ήταν τόσο ζεστό το δέρμα της. Η θερμότητα που έκπεμπε, καθησύχασε αμέσως την οργή μέσα μου. Όμως εκείνη, είχε θυμώσει πάρα πολύ μαζί μου. Δε μου μιλούσε και πολύ για κάμποσο διάστημα.
Έσπρωξε προς τα πίσω τα μαλλιά μου, χαρίζοντας μου ένα τρυφερό φιλί στο δόξα πατρί. «Εγώ θα φύγω, θα επιστρέψω αύριο αργά τη νύχτα. Μέχρι τότε να έχεις τελειώσει την ανάγνωση». Μου χαμογέλασε γλύκα και έτσι έφυγε.
Εντάξει, η αδελφή μου εκτός από αναίσθητη, είναι και τρελή. Απεχθάνομαι τα βιβλία και τις ιστορίες τους. Όσες φορές έπαιρνα να διαβάσω ένα, το άφηνα στην άκρη, περιμένοντας να γίνει ταινία. Παρατηρούσα τα εξώφυλλα των βιβλίων και στα δύο υπήρχε χαραγμένο το όνομα ‘’Mercury”, δηλαδή Ερμής. Από την ονομασία υπέθεσα, ότι μάλλον θα αναφέρεται στο ηλιακό σύστημα και ειδικότερα στον πλανήτη Ερμή. Με έτρωγε η περιέργεια, για να μου κάνει δώρο, κάτι σημαίνει. Ξεκίνησα το ξεφύλλισμα του πρώτου βιβλίου.  Με μαύρο μελάνι στη πρώτη σελίδα, ήταν ζωγραφισμένος ένα λύκος, καθισμένος με το κεφάλι του υψωμένο και το στόμα του ανοιχτό. Κάτω από τη ζωγραφιά, έγραφε με ωραία καλλιτεχνικά γράμματα “Lupus”.  Στην αρχή της επομένης σελίδας, ήταν γραμμένη μια ημερομηνία και από κάτω ακολουθούσαν τα παρακάτω λόγια:
«Μπήκα μπροστά να παλέψω, με είχανε πάρει χαμπάρι και με προκαλούσαν. Δεν ήθελα όμως να τους κάνω το χατίρι. Τους άφησα να με πυροβολήσουν, ατυχία ήταν που έγινε μπροστά στη μικρή. Αργότερα θα μάθει και θα καταλάβει. Κατάφερα να συγκρατήσω τον εαυτό μου, έμεναν πολύ ώρα πάνω από το κεφάλι μου να με κοιτάζουν. Περίμεναν να σηκωθώ ξανά. Κάτι που δεν έγινε. Έφυγαν δυσαρεστημένοι, πιστεύοντας πως ίσως και να έκαναν λάθος. Κυνηγοί ήταν. Ο θάνατος μου έγινε γνωστός, ο πυροβολισμός ακούστηκε και οι γείτονες ήρθαν να δουν τι συμβαίνει. Δε μπορούσα να σηκωθώ, συνέχιζα να παριστάνω τον νεκρό. Η κηδεία μου έγινε το ίδιο βραδύ. Καλυμμένος με χώμα, έκανα υπομονή να περάσει η ώρα, ώστε να πέσει η νύχτα για τα καλά, να μπορώ να βγω και να πάω κοντά στην οικογένεια μου. Με πήρε ο ύπνος. Για αυτό δε πρόλαβα! Πίστεψε πως είχα πεθάνει, επέλεξε το θάνατο με σκοπό να έρθει να με βρει. Η προσπάθεια μας να ζήσουμε μια ‘’ανθρώπινη ζωή’’, απέτυχε παταγωδώς. Κατάφερα να βρω τα παιδιά αργά τη νύχτα, τα παρηγόρησα για το θάνατο της μητέρας τους. Η Μένσα είναι δυνατή, θα καταφέρει να μεγαλώσει το μικρό σωστά. Θα τους επισκέπτομαι και εγώ στα κρυφά, όποτε μπορώ. Θα εξαφανιστώ. Δυστυχώς δε πρέπει τα παιδιά να με ακολουθήσουν, δε μπορούν άλλωστε. Αν τους συμβεί το οτιδήποτε δε θα το αντέξω, ούτε και εκείνη θα το αντέξει. Καλύτερα είναι έτσι, ανάμεσα στο κόσμο των ανθρώπων είναι περισσότερο ασφαλείς.
Σελήνη, όμορφη μου γυναίκα, θα σε περιμένω. Σου υπόσχομαι δε θα παίρνω τα μάτια μου από τον ουρανό της νύχτας, για να σε νιώθω κοντά μου. Θα περιμένω υπομονετικά τη στιγμή, που θα ανταμώσουμε πάλι».
Ο λαιμός μου στέγνωσε, με έξυνα το κεφάλι μου εν συνεχή, με έπιασε ρίγος. Στα χέρια μου κρατούσα το ημερολόγιο του πατέρα μου, περιέγραφε αναλυτικά τα γεγονότα που συνέβησαν και κράτησαν μακριά μας κυρίως μακριά μου, εκείνον και τη μητέρα.
Κάθε χρόνο η Σελήνη κατεβαίνει στη Γη, για να γεννήσει τα παιδιά της. Ο πατέρας μου ήταν ξυλοκόπος, ανέβαινε τακτικά στο βουνό, του άρεσε να μένει εκεί μερικές νύχτες για να έχει την ησυχία του. Μια νυχτιά λοιπόν, είδε ένα πεφταστέρι! Έτσι έμοιαζε. Το φως ήταν τόσο δυνατό, που έσκασε σα πυροτέχνημα κατά τη πτώση στο έδαφος. Ενθουσιασμένος, έτρεξε να δει. Είχε προσγειωθεί λίγο πιο πέρα, από το σημείο που είχε αράξει. Μια τεράστια λακκούβα είχε δημιουργηθεί, το έδαφος είχε σκεπαστεί από μία γκρίζα πυκνή σκόνη. Σε μια σελίδα του ημερολογίου, ο πατέρας μου είχε φυλαγμένη σένα μικρό φακελάκι, λίγη σκόνη.
«Στο βάθος της τρύπας, το φως λαμπύριζε ακόμη. Πόση ευτυχία μπορεί να νιώσει ένας άνθρωπος, βλέποντας ένα πεφταστέρι; Το θέαμα ήταν μοναδικό. Σταδιακά η λάμψη έσβηνε, αποκαλύπτοντας ένα εξωγήινο θηλυκό. Με μια κίνηση σήκωσε το κορμί προς τα πάνω, τα μακριά άσπρα μαλλιά της ανέμιζαν, προσφέροντας μια μοναδική λάμψη στο μαύρο καμβά. Προσγειώθηκε απαλά στο έδαφος, η απόσταση που μας χώριζε δεν ήταν και πολύ μεγάλη. Τα μάτια μου δεν έκλειναν, με φόβο μήπως είναι όνειρο.
Μετρίου αναστήματος, με λεπτό κορμό δίχως καμπύλες, το δέρμα της λευκά φωτισμένο, τα γκρίζα ίσια μαλλιά της άγγιζαν το έδαφος. Τα μικρά χαρακτηριστικά του προσώπου της, την έκανε να φαίνεται γλυκιά. Τα μάτια της είχαν την απόχρωση ανοιχτού γαλάζιου, σχεδόν άσπρα ήταν. Τα λεπτά άχρωμα χείλη της, χαράξαν μια καμπύλη, που έμοιαζε με χαμόγελο».
Η αδελφή μου μοιάζει στη μητέρα μου, έχει τα ίδια ακριβώς μαλλιά. Μπορεί και τα μάτια της να είναι ίδια με της μητέρας. Οι ίριδες των καστανών ματιών της, ίσως κανονικά να είναι ανοιχτό γαλάζιο. Φοράει φακούς επαφής, ούτε όταν κοιμάται δε τους αλλάζει.
«Περάσαμε τη νύχτα μαζί. Αν υπάρχει παράδεισος, εγώ τον γεύτηκα νωρίτερα. Στο ξημέρωμα της επόμενης ημέρας, παρατήρησα τη προετοιμασία της για να φύγει. Πότε θα σε ξανά δω; Της φώναξα. Άκουσα το γέλιο της, να εξαπλώνεται στον αέρα. Δεν ξανά έφυγα από εκείνο το μέρος, ήμουν αποφασισμένος να την περιμένω για όσο χρειαστεί.
Ένας χρόνος πέρασε, κοίταζα τον ουρανό με επιμονή, της φώναζα να κατέβει. Αναγνώρισα το φως της, προσγειώθηκε στο ίδιο σημείο. Ήταν διαφορετική. Δε περίμενε να με δει. Μου εξήγησε την ιστορία της.
- Είμαι η Κόρη του Ουρανού, ξεκίνησε να μου λέει διατηρώντας την αρχική μας απόσταση. Ονομάζομαι Σελήνη, τα αδέλφια μου είναι τα Άστρα. Ένας μάγος κάποτε επιχείρησε να με απαγάγει, κατάφερα να του ξεφύγω, για να με εκδικηθεί μάγεψε τα παιδιά μου. Η δουλειά μου είναι να φέρνω την Άνοιξη, τα λουλούδια είναι τα παιδιά μου. Ο μάγος το χειμώνα, μεταμορφώνει τα λουλούδια μου σε άγρια σαρκοφάγα πλάσματα.
Της αποκάλυψα τον έρωτα μου, εκείνη αντέδρασε γελώντας δυνατά. – Μια ψευδαίσθηση ήταν. Μου απάντησε. – Έγινα η φαντασίωση σου.
-Γίνε η αλήθεια μου. Της είπα, προκαλώντας την πάλι να γελάσει.
- Αν θέλεις να είσαι μαζί μου, πρέπει να αντέξεις τη κατάρα μου. Κανένας άλλος δε κατάφερε να το κάνει αυτό. Μου είπε, κάνοντας με να ζηλέψω.
-Θέλω να μοιραστώ την όμορφη κατάρα σου. Της είπα, έτοιμος για όλα».
Η μητέρα μου δάγκωσε τις φλέβες του πατέρα μου, αφήνοντας το σημάδι του μισοφέγγαρου. Καταραμένος τις νύχτες τριγυρνάει ως Λυκάνθρωπος και στο γέμισμα του φεγγαριού υμνεί τον ουρανό ως ολοκληρωτικά μεταμορφωμένος Λύκος.
Θα αναρωτιέστε βέβαια, γιατί εγώ δεν έχω ανακαλύψει ακόμα την άγρια πλευρά μου. Η μητέρα μου ήθελε να μένει περισσότερο δίπλα στον πατέρα μου, τη βασάνιζε η αναμονή. Έκλεψε το σώμα μιας νεαρής γυναίκας, που είχε πεθάνει σε τροχαίο. Φυλάκισε τη μορφή της, μέσα σένα ξένο σώμα. Στη γέννηση μου, η κατάρα της δε μπορούσε να μου ασκήσει μεγάλη επιρροή. Πίστεψε το θάνατο του πατέρα μου, γιατί τον γνώρισε κανονικό άνθρωπο. Από τη θλίψη της εγκατέλειψε το ξένο σώμα, αφήνοντας τη μορφή της ξανά ελεύθερη.
Άκουσα έναν δυνατό θόρυβο, έντρομος γύρισα να δω. Ένας τεράστιος Λυκάνθρωπος στεκόταν, μπροστά στην είσοδο. Το κεφάλι του άγγιζε ταβάνι, είχε μουσούδα λύκου, το στέρνο του ήταν γυμνασμένο, τα μπράτσα του ήταν πολύ δυνατά, τα δάχτυλα του μακριά με μαύρα μυτερά νύχια. Από τη μέση και κάτω ήταν όμοιος με Λύκος, με χοντρά τριχωτά ποδιά και φαρδιές πατούσες. Μου φάνηκε λίγο αστεία η μακριά μαύρη ουρά του, που κουνιόταν ανάμεσα από τα πόδια του.
Πίσω του εμφανίστηκε ένας ακόμα Λυκάνθρωπος, λίγο πιο μικροκαμωμένος. Με πιο γλυκιά όψη. Κάτι μου θύμιζε αυτό το Λυκανθρωπάκι. Κοιτάζοντας το καλύτερα, θυμήθηκα. Μια νύχτα σηκώθηκα να πιώ νερό, είδα το συγκεκριμένος Λυκάνθρωπο να τριγυρνάει στο σαλόνι κρατώντας μερικά διπλωμένα ρούχα, από το φόβο μου έχασα τις αισθήσεις μου και λιποθύμησα. Το θυμάμαι σα να ήταν ένα όνειρο, το έχω και σε ζωγραφιά.
«Καλά θυμάσαι». Άκουσα της φωνή της, μέσα στο κεφάλι μου. «Από ότι βλέπεις και καταλαβαίνεις, είμαι καταραμένη». Μου είπε, λύγισε τα πόδια της και κάθισε στο πάτωμα.
Το βλέμμα μου καρφώθηκε πάνω στον τεράστιο Λυκάνθρωπο, που στεκόταν δίπλα της. «Πατέρα; Ο πατέρας μου είσαι έτσι δεν είναι;» Τον ρώτησα, περιμένοντας να ακούσω τη φωνή του.
«Δε μπορεί να σου μιλήσει. Ζει χρόνια απομονωμένος…» Μου απάντησε η αδελφή μου.
«Εσύ ήσουν εκείνο το βράδυ;» Τη ρώτησα.
«Όχι, ο πατέρας μου ήταν. Ήρθε απροειδοποίητα. Στην αρχή νόμισα, πως οι κυνηγοί μας εντόπισαν…»
«Ποιοι είναι αυτοί;» Τη διέκοψα.
«Παλιοί εχθροί του πατέρα μας». Μου απάντησε, κάνοντας μια μικρή παύση. «Λοιπόν Ωρίων, ήρθε η στιγμή να πάρεις την απόφαση σου. Κάτι που εγώ δε μπόρεσα να κάνω». Ακούστηκε πικραμένη. «Τι θέλεις να είσαι;» Με ρώτησε τονίζοντας περισσότερο, το ρήμα της πρότασης.
«Τι εννοείς; Μπορώ να επιλέξω αν θέλω να είμαι Λυκάνθρωπος ή Άνθρωπος; Στα αλήθεια μπορώ να το κάνω αυτό;» Δε καταλάβαινα τι μου γινόταν.
«Ναι». Μου απάντησε, μονολεκτικά.
«Πού είναι η μητέρα;» Ρώτησα.
Ο πατέρας γρύλισε κατεβάζοντας, το κεφάλι του προς τα κάτω.
«Έχει πάρει τον όρκο της σιωπής, στη μνήμη της. Πήρε πολύ κατάκαρδα τον υποτιθέμενο θάνατο του και από τότε δεν εμφανίστηκε ξανά».
«Εσύ έτσι θα είσαι από εδώ και πέρα;» Τη ρώτησα, δείχνοντάς την.
«Δεν είχα την ευκαιρία της επιλογής». Μου απάντησε, μονοτονικά.
«Θέλω να είμαι μαζί σου, πατέρα!» Έτρεξα να τον αγκαλιάσω, εκείνος παρέμενε ψυχρός. Με έπιασε από τους ώμους, απομακρύνοντας με από εκείνον. Έπιασε το ένα μου χέρι και πήγε κοντά στο στόμα του.
«Κάνε κουράγιο». Η φωνή της αδελφής μου ακουγόταν σαν αντίλαλος μέσα στο κεφάλι μου.



Κωνσταντίνα Τομπουλίδου