Faded Memories - "Παραμύθι, μύθι, μύθι..." (Διήγημα 17ο)


Μια φορά κι έναν καιρό, σε έναν μακρινό τόπο, ζούσε μια χήρα. Η μόνη συντροφιά της ήταν ο μαύρος γάτος της. Για να μπορέσει να ζήσει, ζύμωνε ψωμί για τους κατοίκους του χωριού. Κάθε βράδυ σηκωνόταν και ζύμωνε και το πρωί έβγαζε ψωμιά αχνιστά και μυρωδάτα. Η χήρα είχε και μια φίλη στο χωριό, η οποία την προμήθευε με υλικά και μπόλικο νερό, με αντάλλαγμα δύο φρατζόλες ψωμί καθημερινά. 


            Μια μέρα λοιπόν, επειδή η γυναίκα είχε κουραστεί πολύ, την πήρε ο ύπνος το βράδυ και όταν σηκώθηκε, ήταν πλέον χαράματα. Έντρομη, άρχισε να μαζεύει τα υλικά και να ζυμώνει, με ταχύτητα διπλή από τις άλλες φορές. Τόσο απορροφημένη από τη δουλειά της και ζαλισμένη από τον ύπνο ήταν, που όταν χτύπησε η πόρτα, την άνοιξε δίχως να κοιτάξει από την κλειδαρότρυπα ποιoς ήταν. Αντίκρισε λοιπόν τη φίλη της, πράγμα περίεργο, γιατί εκείνη ερχόταν μόνο το απόγευμα.
            «Τι κάνεις εδώ τέτοια ώρα;» τη ρώτησε απορημένη και η γυναίκα με τα μακριά μαλλιά της χαμογέλασε. 
            «Έλα, θέλω να σου δείξω κάτι» της είπε μόνο κι άρχισε να περπατάει μακριά της. Με τα πολλά, η χήρα έβγαλε τα ψωμιά από τον φούρνο κι άρχισε να την ακολουθεί, αγνοώντας το δυνατό νιαούρισμα του γάτου της.
            «Περίμενε, μην τρέχεις» της φώναξε, περπατώντας γρήγορα. 
            Ο ήλιος είχε πλέον βγει, όταν η χήρα είδε που πήγαιναν. Είχαν φτάσει στη θάλασσα και τα ψηλά βράχια, όταν σταμάτησαν πια να περπατούν.
             «Τι γυρεύουμε εδώ;» ρώτησε η χήρα περίεργη, παρατηρώντας τη φίλη της. Το πρόσωπό της φαινόταν διαφορετικό απ’ ότι συνήθως. Το σώμα της ήταν καμπουριασμένο και τα μάτια της είχαν μια περίεργη λάμψη. Τότε η χήρα κατάλαβε. «Δεν είσαι αυτή που νομίζω. Με κορόιδεψες» αναφώνησε, καθώς η γυναίκα μπροστά της άρχισε να γελάει κοροϊδευτικά. «Καλικαντζαρίνα είσαι και θες να με σκοτώσεις» φώναξε και άρχισε να τρέχει μακριά, πριν προλάβει να την αρπάξει από τα μαλλιά η καλικαντζαρίνα.
            Όταν έφτασε στο σπίτι της, ιδρωμένη και κουρασμένη, η ώρα ήταν πια περασμένη. Δεν είχε ούτε ένα ψωμί να πουλήσει και οι κάτοικοι ήταν πολύ δυσαρεστημένοι. Το απόγευμα ξεκίνησε από νωρίς τη δουλειά της, όταν ήρθε η φίλη της, πραγματικά αυτή τη φορά.
            «Μα αυτό που μου λες είναι σοβαρό. Σε κυνηγάνε καλικάντζαροι και δε θα σταματήσουν ποτέ μέχρι να σε πάρουν μαζί τους. Μη φοβάσαι όμως, έχω τη λύση», είπε η φίλη της και συμφώνησε να ξανάρθει την επόμενη μέρα.
            Η χήρα όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκε μήπως κι εμφανιζόταν ξανά κάποιος καλικάντζαρος, όμως όταν έφτασαν τα χαράματα και δε χτύπησε κανείς την πόρτα, σιγουρεύτηκε. Η μέρα ήταν καλή, πούλησε πολλά ψωμιά και έδωσε και μερικά δώρο για την προηγούμενη μέρα. Το απόγευμα, όπως είχε συμφωνηθεί, έφτασε η φίλη της και της έβαλε στο χέρι ένα ματσούκι χόρτα.
            «Αυτά είναι μαγεμένα. Τα πήρα από μια μάγισσα στο τέλος του ποταμού. Όμως πρόσεχε» της είπε με έμφαση «το πάθημά σου είναι κατάρα και χρειάζεται ξόρκι για να τη λύσεις. Δώσε του καλικάντζαρου να φάει από αυτό κι όσο το τρώει εσύ θα λες λόγια πλανευτικά». 
            Έτσι κι έγινε. Η χήρα συνέχισε να ζυμώνει και περίμενε τρεις ολόκληρες μέρες, ώσπου ένα βράδυ, της χτύπησαν πάλι την πόρτα. Κοιτώντας από την κλειδαρότρυπα, είδε δύο κακομούτσουνους καλικάντζαρους να περιμένουν απ’ έξω. 
            «Γειτόνισσα, τα φτιάχνεις τα ψωμιά ή σε πήρε πάλι ο ύπνος;» άκουσε τον ένα απ’ τους δύο να φωνάζει κι άνοιξε την πόρτα να τους αντικρίσει. Ο μαύρος γάτος νιαούρισε τόσο δυνατά στην όψη τους, που της χήρας της σηκώθηκαν οι τρίχες από την ανατριχίλα.
            «Σηκώθηκα, καλοί μου κύριοι, έχω και δύο έτοιμα, αν τα θέλετε από τώρα» απάντησε και τους έκανε νόημα να περάσουν. Οι καλικάτζαροι μπήκαν μέσα χαχανίζοντας και μόλις η χήρα έκλεισε την πόρτα, την πιάσανε γερά κι άρχισαν να την τραβούν.
            «Τώρα που σε πιάσαμε, δε θα σε αφήσουμε ξανά. Θα σε φάμε με μιας» φώναζαν τραβώντας τη με δύναμη και η καημένη η χήρα έντρομη προσπαθούσε να ξεφύγει.
            «Πριν με φάτε, περιμένετε. Να σας πω ένα παραμύθι» τους πρότεινε κι επειδή τους άρεσε η ιδέα, την άφησαν να κάτσει απέναντί τους και να τους πει την ιστορία. «Πρώτα πάρετε μια μπουκιά απ’ το ψωμί που είναι νόστιμο, γιατί το δικό μου το κρέας θα ‘ναι σκληρό και άνοστο» τους προέτρεψε κι εκείνοι άρχισαν να μασουλάνε λαίμαργα.
            «Άντε, ξεκίνα γιατί δεν έχουμε πολύ χρόνο» της είπαν κι εκείνη άρχισε την ιστορία της.
            «Κάποτε στο ξακουστό λιβάδι του χωριού, με τα πολλά λουλούδια και τα δέντρα, ζούσε μια κοπέλα. Την κοπέλα αυτή την κυνηγούσε μια κακιά μάγισσα και κάθε φορά που το κορίτσι την έβλεπε, της έλεγε: “Χάσου από προσώπου γης και μην σε ξαναδώ εδώ” και η μάγισσα φοβόταν κι έφευγε» άρχισε να αφηγείται η χήρα.
             Όσο περνούσε η ώρα, οι καλικάντζαροι έτρωγαν κι έτρωγαν, μέχρι που σε κάποια στιγμή, έσκασαν από το πολύ ψωμί κι άρχισαν να νυστάζουν. Η χήρα συνέχισε να λέει την ιστορία με πολλές λεπτομέρειες, μέχρι που σε κάποια στιγμή ακούστηκε ο πρώτος κόκορας.
            «Μαύρος είναι, δεν τον φοβόμαστε. Συνέχισε» την παρότρυναν οι καλικάντζαροι με μάτια μισόκλειστα.  
            «Έτσι, μόλις η κοπέλα κατάλαβε ότι η μάγισσα ήταν αυτή που κρυβόταν πίσω από την ατυχία της, άρχισε πάλι να φωνάζει: “Χάσου από προσώπου γης και μη σε ξαναδώ εδώ” και η μάγισσα, κόκκινη απ’ το θυμό της, άρχισε να τρέχει μακριά» συνέχισε η χήρα με έμφαση.
            Δεν άργησε η ώρα που ακούστηκε και ο δεύτερος κόκορας κι οι καλικάντζαροι φάνηκαν ενοχλημένοι. «Κόκκινος είναι, δεν τον φοβόμαστε. Συνέχισε και φρόντισε να τελειώνει το παραμύθι σου» την προειδοποίησαν. 
            «Μα βέβαια» απάντησε η χήρα. «Λοιπόν, που είχα μείνει. Α ναι, όπως έλεγα, η μάγισσα προσπάθησε να κλέψει το καλάθι του κοριτσιού, αλλά αυτή άρχισε και πάλι να φωνάζει “Χάσου από προσώπου γης και μη σε ξαναδώ μπροστά μου” τόσο δυνατά, που τη μάγισσα την πόνεσαν τα αυτιά της».
            Όταν πια ακούστηκε κι ο τελευταίος πετεινός, οι δύο καλικάντζαροι σηκώθηκαν όρθιοι με κόπο.
 «Άσπρος είναι, ώρα να φύγουμε» είπαν κι άνοιξαν την πόρτα. Η χήρα άρχισε αμέσως να ψιθυρίζει:

 «Χαθείτε από προσώπου γης και μη σας ξαναδώ εδώ» και το είπε τόσες φορές που το στόμα της πόνεσε και τα χείλη της άσπρισαν από την προσπάθεια. Όταν το φως του ήλιου μπήκε από τα παράθυρα, οι καλικάντζαροι συνέχισαν να περπατάνε, ώσπου εξαφανίστηκαν μπροστά στα μάτια της. Η χήρα βγήκε με μιας έξω από το σπίτι, αλλά ήταν άφαντοι.
            Ευχαριστημένη πια που τους ξεφορτώθηκε, πέταξε στα σκουπίδια το τελευταίο ψωμί που είχε γεμίσει με τα χόρτα και πιάστηκε να φτιάχνει κανονικά, μυρωδάτα ψωμιά όπως παλιά. Οι καλικάντζαροι δεν την ενόχλησαν ποτέ ξανά και για το καλό που της έκανε η φίλη της, την ευχαριστούσε κάθε μέρα με ψωμί και κουλούρια. Κι έτσι, έζησε την υπόλοιπη ζωή της ήρεμα και οι καλικάντζαροι, που είχαν φάει το ψωμί με τα χόρτα, δεν κατάφεραν ποτέ ξανά να βρουν και να αποπλανήσουν κάποιον άλλο άμοιρο χωρικό.

Θεοδώρα Σέρβου