Επικίνδυνες σκιές (Μέρος 2-Κεφάλαιο 9)


ΈΡΑΜΠΟΡΝ

    Η ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ ΣΥΝΤΑΝΤΗΣΕ και αιχμαλώτισε την δική της. Το ξεφτισμένο πράσινο χρώμα τους δεν εξέπεμπε κανενός είδους θέρμη, όπως έκαναν του Κίλιαν. Ολόκληρο το σώμα της κοπέλας ανατρίχιασε από τη ψυχρή ματιά του. Την κοιτούσε με ενδιαφέρον και στα χείλη του είχε σχηματιστεί ένα μειδίαμα. Στεκόταν όρθιος μπροστά της και το ύψος του, του προσέδιδε επιβλητικότητα. Τα λεπτά περνούσαν και νεκρική σιωπή είχε απλωθεί στο δωμάτιο. Έως ότου ο βασιλιάς γέλασε και κάθισε σε ένα από τα μαξιλάρια. Ξαφνικά έμοιαζε ποιο ανέμελος και περισσότερο οικείος. Η κίνηση που είχε κάνει δεν άρμοζε σε έναν βασιλιά.

«Άισλιν, σωστά;» Τη ρώτησε και πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό της. Έμοιαζε με φίδι που εξετάζει τον εχθρό του, ακόμη κι αν το πρόσωπό του ήταν ευδιάθετο.
«Μάλιστα κύριε». Είπε αγχωμένα η Άισλιν ενώ τρεμούλιαζε στη θέση της. Εκείνος έπλεξε τα δάχτυλα των χεριών του και τα τοποθέτησε στο τραπέζι.
«Εγώ ονομάζομαι Κέζελθ. Απολαμβάνεις τη φιλοξενία μου;» Εκείνη ένευσε. Αισθανόταν πως η παρουσία του αποτελούσε απειλή. «Λόγω των ειδικών περιστάσεων σκέφτηκα πως το λιγότερο που θα μπορούσα να κάνω για σε βοηθήσω είναι αυτό».
«Να με βοηθήσετε;» Ρώτησε η Άισλιν ντροπαλά.
«Φυσικά. Που θα πήγαινε ένα κορίτσι χωρίς μνήμη; Κυρίως όταν διατρέχει θανάσιμο κίνδυνο». Την κοίταξε σοβαρά και το βλέμμα της Άισλιν λύγισε στο βάρος του δικού του.
«Δεν έχω αναμνήσεις αλλά δεν έχω κινδυνέψει». Είπε ήσυχα και προσήλωσε τη προσοχή της στο ξύλινο τραπέζι. Ο Κέζελθ χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι και το βλέμμα της υψώθηκε στον αέρα.
«Άισλιν είσαι η πιο δυνατή μάγος μέσα σε αυτό το δωμάτιο! Ίσως και σε ολόκληρο το Άπερον». Είπε εξοργισμένα ο βασιλιάς. «Αν κάποιος κινδυνεύει είσαι εσύ». Συνέχισε πιο ήσυχα. Πρόσεξε το βλέμμα της κοπέλας και κατάλαβε πως ήταν έτοιμη να του αντιπαρατεθεί. «Ο πιο δυνατός μάγος, χωρίς τη μνήμη του.. Χωρίς να μπορεί να χρησιμοποιήσει ολόκληρη τη μαγεία του.. Είναι θήραμα για άλλους μάγους. Αν σε βρουν θα σου πάρουν τη μαγεία και θα σε θυσιάσουν». Είπε σκληρά στη κοπέλα. Ο Κίλιαν σηκώθηκε όρθιος και καθάρισε τον λαιμό του.
«Κέζελθ, μπορώ να σου μιλήσω ιδιαιτέρως για μια στιγμή;» Ο βασιλιάς μόρφασε ενοχλημένα και σηκώθηκε όρθιος.
«Η Σύλβια δεν θα έρθει ποτέ ξανά εδώ». Ανακοίνωσε με βραχνή και οργισμένη φωνή ο Κέζελθ. «Είδα όσα είπες. Τώρα έλα μαζί μου γιατί πρέπει να μιλήσουμε». Της είπε με ένα σαρδόνιο και απειλητικό βλέμμα. Εκείνη κοίταξε το πάτωμα ντροπιασμένη. «Κίλιαν θα συζητήσουμε αργότερα ιδιαιτέρως. Προς το παρόν καλό είναι να μάθεις στην Άισλιν πώς να προστατεύει τον εαυτό της». Με αυτά τα λόγια βάδισε προς την πόρτα.
«Αν δεν νιώθει έτοιμη.». Ξεκίνησε να λέει ο Κίλιαν μα ο Κέζελθ γύρισε και τον κοίταξε με οργή να κοχλάζει στα μάτια του.
«Αντιπαρατίθεσαι στη κρίση μου;» Απαίτησε να μάθει με φωνή δυναμική και κομψή.
«Όχι βασιλιά μου». Απάντησε ο άντρας και έκανε μια βαθιά υπόκλιση. Η Άισλιν βιάστηκε για να υποκλιθεί κι εκείνη μα μέχρι να σηκωθεί οι δύο σιλουέτες είχαν εξαφανιστεί.
    Ο Κίλιαν την παρατήρησε με έντονο βλέμμα. Τα μάτια του πρόσεξαν κάθε σπιθαμή του κορμιού της που τρεμούλιαζε ακόμη από τον φόβο. Τελικά προσηλώθηκαν στο πρόσωπό της που κοίταζε το κενό. Ήταν χαμένη μέσα στις σκέψεις της. Η επίσκεψη του βασιλιά της είχε αλλάξει όλο της τον κόσμο. Η αλήθεια ήταν πως τίποτε δεν ήταν σταθερό από τη στιγμή που είχε βγει από το κελί της. Μα τα πράγματα συνέχιζαν να αλλάζουν και να περιπλέκονται. Εκείνη ήθελε μια ήρεμη και ανέμελη ζωή. Δεν είχε ζητήσει τίποτα από όλα αυτά. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ήθελε μόνο να βρίσκεται στο σπίτι του Κίλιαν είτε μόνη της είτε μαζί του.
    Τώρα δεν μπορούσε να αποδιώξει τον φόβο που αισθανόταν για τους μάγους. Είχε μόλις συνειδητοποιήσει πως κινδύνευε. Το κενό στο μυαλό της συνεχώς έβρισκε νέους τρόπους να τη βασανίσει. Πρώτα ήταν οι δύο φωνές στο κεφάλι της, και τώρα αυτό. Ένιωθε μπερδεμένη. Ο Κίλιαν εκτελούσε απλά εντολές του βασιλιά. Τώρα φαινόταν πολύ βάσιμη η Σύλβια που της είχε πει πως δεν είχε καρδιά. Όλα έβγαζαν νόημα. Όσο κι αν είχε δεθεί με τον άντρα, ήταν μονόπλευρο. Εκείνος είχε τα καθήκοντά του τα οποία την συμπεριλάμβαναν, τίποτα περισσότερο. Όμως αν το πίστευε αυτό θα απείχε μίλια από την ζωή που ήθελε να ζούσε. Και αν δεν σκεφτόταν τον Κίλιαν σαν κάποιο οικείο για εκείνη πρόσωπο, τότε θα ήταν ξανά μόνη. Κοίταξε τον άντρα. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο πάνω της μα μέσα στα δικά της μάτια υπήρχαν τείχη. Αυτή τη φορά ήταν μόνη. Όσο κι αν τα μάτια του Κίλιαν εξέπεμπαν θέρμη, εκείνη έμενε παγωμένη και ακρωτηριασμένη από το φόβο.
«Ήταν λίγο σκληρός μαζί σου ο Κέζελθ». Η φωνή του ήταν κατευναστική, σαν να ανησυχούσε για την ψυχική της κατάσταση.
«Ήταν αλήθεια ότι είπε;» Η Άισλιν στράφηκε για να τον κοιτάξει μα το βλέμμα του ήταν ήδη καρφωμένο στο δάπεδο.
«Ναι». Το κορίτσι αναστέναξε εξουθενωμένα και άφησε το σώμα της να ξεχυθεί πάνω στα πολυάριθμα χαλιά του δωματίου.
«Γιατί πιστεύετε πως είμαι τόσο δυνατή;» Απαίτησε να μάθει. Ο Κίλιαν τη πλησίασε και έφερε το πρόσωπό του πάνω από το δικό της.
    Τα μάτια της Άισλιν κοίταζαν το πρόσωπο του. Πρόσεχε το φλογερό καστανό στεφάνι που τύλιγε την κόρη των ματιών του. Κοίταζε το ζεστό και ζωντανό πράσινο που υπερτερούσε μέσα τους. Τα μούσια του ήταν για άλλη μια φορά στο ίδιο κοντοκουρεμένο ύψος, προσεγμένα και πυκνά. Τα μαλλιά του επιεικώς ατημέλητα, μα την ίδια στιγμή στο τέλειο μάκρος για να κολακεύουν το πρόσωπό του. Όσο για τα χείλη του, δεν χρειαζόταν να τα κοιτάξει για να ξέρει πόσο σαρκώδη και καλοσχηματισμένα ήταν. Παρατήρησε πως το γωνιώδες σαγόνι του, σε συνδυασμό με τα χείλη και τα γένια του, της φαινόταν ελκυστικό. Η ομορφιά του άντρα ήταν σαγηνευτική για εκείνη. Τόσο που σχεδόν ξεχνούσε όλη την οργή και την απογοήτευση που έτρεφε για εκείνον. Σχεδόν.
«Θες να δεις;» Τη ρώτησε με βλέμμα γεμάτο ενδιαφέρον. Εκείνη ένευσε και ο άντρας τοποθέτησε τα δάχτυλά του στον αυχένα της. Έκλεισε τα μάτια του και μουρμούρισε ‘Έρνα σι’.
    Μόλις ήχησαν τα λόγια του άντρα η εικόνα του θάμπωσε. Ολόκληρη η όραση της Άισλιν θόλωσε. Για μερικές στιγμές μπορούσε να διακρίνει μόνο γκρίζες αποχρώσεις και μαύρες σκιές. Όμως μετά άπλετο φως τρύπωσε στα μάτια της, τόσο που αναγκάστηκε να τα μισοκλείσει. Τα ανοιγόκλεισε σε μια προσπάθεια να ξεκαθαρίσει την όρασή της και τα κατάφερε. Μόνο που δεν ήταν το πρόσωπο το Κίλιαν αυτό που είδε. Ήταν η κοπέλα με το ωχρό δέρμα και τα καστανά μαλλιά. Δίπλα της ήταν γονατισμένη η Άισλιν του παρελθόντος και πίσω της ο μάγος. Η κοπέλα έκλαιγε με αναφιλητά ενώ ο μάγος κοίταζε την κόκκινη κηλίδα ευχαριστημένος. Η Άισλιν του παρόντος κοίταξε δίπλα της και τα μάτια της συναντήθηκαν με του Κίλιαν. Δες. Της ψιθύρισε μέσα στο μυαλό της. Εκείνη στραβοκατάπιε και ξανακοίταξε την νεκρή κοπέλα.
«Άισλιν». Είπε ο μάγος μα η κοπέλα έμεινε σκυφτή μπροστά από το νεκρό κορίτσι. «Ήταν απλά ένας άνθρωπος, τίποτα παραπάνω». Είπε ο άντρας αδιάφορα.
    Εκείνη συνέχισε να κλαίει. Δεν του απαντούσε. Έμοιαζε σαν να μην τον άκουγε. Ύστερα όμως, μέσα σε μια στιγμή σταμάτησε να κλαίει. Το πρόσωπό της κοίταζε επίμονα το σώμα του κοριτσιού με βλέμμα τρομακτικό. Σήκωσε τα χέρια της στα δεξιά και στα αριστερά της μέχρι το ύψος των ώμων της. Δεν ήταν καθόλου σφιγμένα. Έμοιαζαν σαν να σηκώνονταν από τον άνεμο, μόνο που δεν φυσούσε. Κοίταξε δολοφονικά το κενό ευθεία μπροστά της. Είπε δυο συλλαβές μέσα από τα δόντια της και φλόγες κάλυψαν το σώμα του μάγου.
«Φύγε Ίθαν. Δεν θέλω να σε ξαναδώ μπροστά μου». Είπε με προειδοποιητική φωνή. Ο Άντρας τινάχτηκε μέσα από τις φλόγες.
«Άισλιν σταμάτα το. Δεν έγινε και τίποτα». Το δέρμα του ξεκινούσε να γίνεται κόκκινο. Η κοπέλα στάθηκε όρθια και τον κοίταξε με το ίδιο παγερό βλέμμα.
«Τίποτα. Τίποτα;» Τσίριξε. Τώρα θύμιζε την υστερική φωνή του μυαλού της. «Ήταν φίλη μου!» Ούρλιαξε τόσο που έστειλε μια ριπή ανέμου προς όλες τις κατευθύνσεις γύρω της. Η φωτιά που σιγόκαιγε τον Ίθαν έσβησε και τον άφησε με ερυθρό και τραυματισμένο δέρμα. Τα φυλλώματα των δέντρων που τους περιτριγύριζαν θρόισαν. Ό ήχος έμοιαζε με κατευναστική απάντηση στην οργή της κοπέλας.
«Σταμάτα να προσποιείσαι πως δεν είσαι σαν κι εμένα. Σου αρέσει αυτό». Της είπε και της έδειξε το νεκρό κορίτσι. Δάκρυα οργής ξεκίνησαν να αναβλύζουν από τα μάτια της. Πέταξε το σώμα του πάνω σε έναν κορμό χωρίς να τον αγγίξει, με μια κίνηση των δαχτύλων της.
«Δεν. Είμαι. Σαν. Και. Εσένα». Σε κάθε λέξη, χτύπαγε τον μάγο σε κάποιον άλλο κορμό. Το σώμα του Ίθαν καλύφτηκε από πληγές και μώλωπες. Τα μάτια του όμως την κοίταζαν ακόμη χλευαστικά.
«Αυτό είναι το κορίτσι μου!» Της φώναξε εύθυμα ενώ μόρφαζε από τον πόνο. «Το ήξερα ότι το είχες μέσα σου». Η κοπέλα ξεκίνησε να κοπανάει το σώμα του. Ήταν τόσο γρήγορη που η σιλουέτα του άντρα θύμιζε ψάρι που σπαρταρούσε πριν τον θάνατό του.
«Μην μου μιλήσεις ποτέ ξανά». Είπε και σήκωσε το σώμα του όπως είχε κάνει εκείνος με το σώμα της κοπέλας.
«Άισλιν μην το κάνεις αυτό. Ξέρεις ότι η μαγεία μου δεν είναι σαν τη δική σου». Η φωνή του ακουγόταν απελπισμένη.
    Αυτή τη φορά τα μάτια του θύμιζαν ψάρι έτοιμο να πεθάνει. Ήταν τρομαγμένα και πανικόβλητα. Εκείνη δεν μίλησε, απλά ώθησε το σώμα του με δύναμη στο έδαφος. Η σιλουέτα του σταμάτησε να κινείται και στο έδαφος σχηματιστικέ ένας μικρός κρατήρας. Ένα κομμάτι του χώματος είχε υποχωρήσει και το μισό σώμα του άντρα ήταν θαμμένο στο έδαφος. Εκείνη πήρε τα μάτια της από πάνω του και πλησίασε τη κοπέλα. Ξεκίνησε να κλαίει ξανά και την τράβηξε στην αγκαλιά της.
«Γιατί; Γιατί; Εγώ φταίω». Μουρμούριζε μάταια αφού δεν την άκουγε κανείς.
    Τα δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλά της ξεκίνησαν να λαμπυρίζουν. Η Άισλιν περιεργάστηκε τον παλιό εαυτό της έκπληκτη. Τα γυαλιστερά δάκρυα της έπεσαν πάνω στο σώμα της κοπέλας. Κύλησαν μέσα από τα ρούχα της. Τα λεπτά περνούσαν και η Άισλιν ξεκίνησε να πιστεύει πως είχαν δει ότι είχε σημασία. Μα μετά το σώμα της κοπέλας με τα καστανά μαλλιά ξεκίνησε να λαμπυρίζει ελαφρά. Η κηλίδα του αίματος ξεκίνησε να μικραίνει μέχρι που δεν υπήρχε πια. Το ωχρό της δέρμα πήρε μια πιο ροζ απόχρωση. Η κοπέλα είχε ζωντανέψει. Δεν υπήρχε άλλη εξήγηση. Το βλέμμα της Άισλιν του παρελθόντος κοίταξε τρομοκρατημένο το πρόσωπο του κοριτσού. Ήταν τότε όσο έκπληκτη ήταν και τώρα. Πριν η Άισλιν προλάβει να δει περισσότερα, ολόκληρος ο κόσμος σκοτείνιασε. Ένιωσε τον Κίλιαν να στέκεται πίσω της. Το σώμα του άγγιζε το δικό της.
«Αυτή ήταν η τελευταία φορά που ήσουν εκείνη η Άισλιν. Εκείνη τη μέρα πήρες τη μαγεία σου και τις αναμνήσεις σου. Δεν τις ήθελες πια». Της ψιθύρισε κι εκείνη βαριανάσανε τρομαγμένη με τον παρελθόν της.


Ράνια Ταλαδιανού