Επικίνδυνες Σκιές (Μέρος 2ο - Κεφάλαιο 13)


Ο ΚΙΛΙΑΝ ΚΟΙΤΑΞΕ ΕΠΙΜΟΝΑ τα άδεια σκεπάσματα. Ήταν σίγουρος πως αισθανόταν μια ξένη παρουσία στο δωμάτιο. Διαισθανόταν τον φόβο της Άισλιν. Ήξερε πως κάτι της είχε συμβεί. Κάποιος είχε διαπεράσει το μαγικό τείχος προστασίας του σπιτιού και την είχε απαγάγει. Ο άντρας κάθισε στο κρεβάτι και έκρυψε το πρόσωπό του με τα χέρια του. Κατηγορούσε τον εαυτό του που δεν ήταν εκεί για να τη βοηθήσει όταν τον χρειαζόταν. Ξεκινούσε να πιστεύει πως ότι έκανε για εκείνη ήταν λάθος. Την απογοήτευε με τον τρόπο που ζούσε. Είχε γεμίσει τον εσωτερικό της κόσμο με φόβο, οργή και απογοήτευση. Μα κυριότερα, αδυνατούσε να την προστατέψει.

    Θυμήθηκε την αδερφή του. Τα πράσινα μάτια της που ήταν τόσο πιο λαμπερά από τα δικά του. Τα μακριά καστανά μαλλιά της που θύμιζαν σοκολάτα και τυλίγονταν γύρω από το μικρό της πρόσωπό. Ένα αχνό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του ενώ σκεφτόταν το πρόσωπό της. Είχε εκείνες τις ζεστές φακίδες που ήταν τόσο αταίριαστες πάνω στο σταρένιο δέρμα της. Η θύμησή της όμως του προκάλεσε έναν πόνο στη καρδιά. Σπάνια αισθανόταν την καρδιά του και όταν το έκανε του φαινόταν τόσο βαριά που τον τρόμαζε. Ούτε κι εκείνη είχε καταφέρει να σώσει. Η εικόνα ενός πιο νεαρού Κίλιαν που κρατούσε ένα νεκρό παιδί στα χέρια αναδύθηκε στο μυαλό του. Ανατρίχιασε και έδιωξε τις αναμνήσεις.
    Ψηλάφισε τα σκεπάσματα της Άισλιν αναζητώντας κάποιο στοιχείο. Σήκωσε το μαξιλάρι της και η ματιά του πάγωσε. Αντίκριζε το ημερολόγιό του. Το παλιό του ημερολόγιό. Εκείνο που δεν έπρεπε κανείς, ποτέ να διαβάσει. Η ματιά του ήταν απόκοσμα κρύα. Τα πράσινα μάτια του έμοιαζαν με γυαλί, άψυχα και ακίνητα. Τα χέρια του τρεμούλιασαν και ένα περίεργο αίσθημα φόβου τον συνεπήρε. Άγγιξε το δερμάτινό του εξώφυλλο και είδε την Άισλιν μέσα στο μυαλό του να το ξεφυλλίζει, να το κλείνει και να το κρύβει κάτω από το μαξιλάρι της. Το πήρε κοντά του και το άνοιξε. Για ένα δευτερόλεπτο ξεχείλισε πόνος από τα μάτια του. Είχε αφήσει το παρελθόν του πίσω πολλά χρόνια πριν. Μα μέσα σε μια στιγμή είχε βρεθεί ξανά αντιμέτωπος με τα λάθη του. Έπρεπε να το ξεφυλλίσει για να μάθει πόσα ήξερε η Άισλιν. Άνοιξε την πρώτη σελίδα και όλα όσα είχαν συμβεί όρμησαν στο μυαλό του δίχως καμία προειδοποίηση.
    Βρισκόταν σε έναν τεράστιο κήπο. Ήταν ένας κήπος από τριανταφυλλιές και οι ευωδιαστές μυρωδιές τους τύλιγαν τον Κίλιαν. Κοίταξε τα χέρια του μόνο για να συνειδητοποιήσει πως ήταν ένα μικρό παιδί, και όχι ενήλικας όπως θυμόταν. Αγνάντεψε ολόγυρα, και λίγο πιο πέρα την διέκρινε. Όμορφη με τα πυρόξανθα μαλλιά της να πέφτουν κυματιστά στους ώμους της. Το σταρένια δέρμα της, ίδιο με το δικό του και τα μάτια της πράσινα και οικεία. Μόλις την αντίκρισε η καρδιά του σκίρτησε χωρίς να ξέρει τον λόγο. Ένιωσε σαν να είχε περάσει απίστευτα πολύς καιρός από την τελευταία φορά που την είχε δει. Έτρεξε κοντά της με τα ποδοβολητά του να ηχούν στα έρημα δρομάκια που ξεπρόβαλαν ανάμεσα από τις τριανταφυλλιές. Όταν την έφτασε, είδε πως ήταν καθισμένη στην κούνια. Την κούνια που είχε φτιάξει ο πατέρας του ειδικά για εκείνη. Τρύπωσε στην αγκαλιά της σαν να ήταν η τελευταία φορά που την αγκάλιαζε. Εκείνη έκρυψε το μικρό του πρόσωπο μέσα στις παλάμες της και τον φίλησε στο μέτωπο.
«Αργότερα θα παίξουμε μαζί Κίλιαν». Του είπε με ένα εκθαμβωτικό χαμόγελο.
    Ο Κίλιαν την έσφιξε με τα μικρά του χέρια και ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα, δεν ήταν πια μέσα στην αγκαλιά της. Ήταν ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι και αγκάλιαζε ένα μαλακό μαξιλάρι. Αισθανόταν φόβο. Σηκώθηκε από το κρεβάτι του και βημάτισε μέχρι την μεγάλη πόρτα του υπνοδωματίου του. Τεντώθηκε για να φτάσει το πόμολο και όταν κατάφερε να το φτάσει η πόρτα άνοιξε με ένα δυνατό τρίξιμο. Με γρήγορα και σιγανά βήματα προχώρησε στον διάδρομο, έξω από το δωμάτιό του. Στο τέλος του διαδρόμου, η πόρτα του υπνοδωματίου των γονιών  του ήταν ανοιχτή. Ένα ασθενές φως έφτανε μέχρι τον διάδρομο, που προφανώς ανήκε σε ένα κερί. Η μητέρα του βόγκηξε σαν να πονούσε και πήρε μερικές βαθιές ανάσες.
«Αρθούρε, δεν μπορώ να αντέξω άλλο αυτόν τον πόνο». Είπε εκείνη με ήρεμη και σταθερή φωνή. Ο Κίλιαν κοίταξε μέσα στο δωμάτιο και είδε την μαμά του με τα πυρόξανθα μαλλιά της ιδρωμένα. Η κοιλιά της ήταν φουσκωμένη, αλλά αυτό ήταν φυσικό είχε πει. Θα του έδινε ένα αδερφάκι, είχε πει. Ο Κίλιαν είδε τον πατέρα του να σφίγγει το χέρι της και να την κοιτάζει με ανήσυχο βλέμμα. Εκείνη του χαμογέλασε και μερικά δάκρυα κύλισαν από το πρόσωπό της.
«Μαμά;» Ρώτησε ο Κίλιαν χωρίς να μπορεί να μείνει άλλο κρυμμένος πίσω από τη μισάνοιχτη πόρτα του δωματίου. Γύρισε το πρόσωπό της για να τον δει, αδύναμα. Τα μάτια της γέμισαν με αγάπη και τρυφερότητα.
«Αγάπη μου, έλα κοντά μου». Είπε εκείνη. Ο Κίλιαν έτρεξε και χώθηκε στην αγκαλιά της όπως έκανε πάντα.
«Μαμά είσαι καλά; Γιατί κλαις;» Την κοίταξε κατσουφιασμένος και ακούμπησε το μικρό του χεράκι στο ιδρωμένο μάγουλό της.
«Γιατί σας αγαπάω πολύ». Είπε εκείνη και χαμογέλασε, όμως το χαμόγελο δεν έφτασε μέχρι τα μάτια της. Ο Κίλιαν ανακάθισε για να την κοιτάξει κατά πρόσωπο.
«Εμένα και τον μπαμπά;» Ρώτησε μπερδεμένος.
«Και το μικρό σου αδερφάκι». Είπε εκείνη. «Πρέπει να το προσέχεις πολύ, όμως». Του είπε παιχνιδιάρικα. Βαριανάσανε εξουθενωμένα. Κοίταξε το ταβάνι και έσφιξε τα δόντια της μεταξύ τους. «Αρθούρε πήγαινέ τον στην κάμαρά του». Δεν είχε άλλη δύναμη. Ο πατέρας του τον σήκωσε και τον κράτησε στην αγκαλιά του.
«Έλα Κίλιαν, η μαμά σου πρέπει να μας δώσει το αδερφάκι σου τώρα». Του είπε με ένα άψυχο χαμόγελο καθώς τον μετέφερε πίσω στο δωμάτιό του.
    Πριν καταλάβει τι είχε συμβεί, ήταν μόνος με την αδερφή και την πατέρα του. Η μητέρα του είχε φύγει μακριά, στον ουρανό. Το τελευταίο της δώρο ήταν η μικρή του αδερφή. Έτσι είχε πει ο πατέρας. Αλλά δεν την είχε κρατήσει στα χέρια του ούτε μια φορά. Όποτε έκλαιγε το νεογέννητο κορίτσι, ο Κίλιαν πήγαινε κοντά της και την κρατούσε. Ήταν βαριά, κι εκείνος μόλις τεσσάρων αλλά προσπαθούσε. Η μαμά του, του είχε ζητήσει να την προσέχει. Έτσι λοιπόν κρατούσε το μωρό κοντά του όλη την ώρα. Του έδινε γάλα, και το έκανε μπάνιο. Όταν άνοιξε τα μάτια του όμως, τότε ήταν η στιγμή που το αγκάλιασε από αγάπη. Η αδερφούλα του ήταν τόσο τυχερή. Σε αντίθεση με εκείνον, είχε εκείνα τα μεγάλα και φωτεινά, πράσινα μάτια της μαμάς τους. Το παιδί τον κοιτούσε με περιέργεια ενώ εκείνος την κοιτούσε με αγάπη για ώρες. Είχε τα μάτια της μαμάς. Ήταν ένα κομμάτι της, και το αγαπούσε πολύ.
    Οι στιγμές περνούσαν σαν να ήταν εικόνες παγωμένες στον χρόνο και εκείνη ξεκίνησε να μοιάζει με κοριτσάκι. Τα κοντά μαλλιά της έγιναν μακριά σαν της μητέρας. Όσο μεγάλωνε τόσο πιο πολύ του την θύμιζε. Ένιωθε ευγνώμων για αυτό, γιατί αλλιώς μπορεί να ξεχνούσε το πρόσωπό της, ή τη φωνή της, ή την ασφάλεια που ένιωθε στην αγκαλιά της.
    Κι εκείνος άλλαζε, ξεκινούσε να μοιάζει με τον πατέρα του, πράγμα για το οποίο αισθανόταν περήφανος. Είχε ψηλώσει σημαντικά και η αδερφή του, του φαινόταν πολύ ελαφριά τώρα πια. Έτρεξε κοντά του και τυλίχτηκε γύρω από τη μέση του. Όποτε το έκανε αυτό του θύμιζε τον εαυτό του μερικά χρόνια πριν, όταν αγκάλιαζε τη μαμά του. Εκείνος και η μικρή του αδερφή είχαν δεθεί πραγματικά πολύ. Την σήκωσε στον αέρα και την κράτησε εκεί.
«Αν δεν διαβάσεις δεν μπορούμε να παίξουμε, αυτό το ξέρεις;» Της είπε και η μικρή χαχάνισε.
    Και κάπως έτσι η αδελφή του όσο μεγάλωνε χρειαζόταν να περνάει χρόνο μόνη της. Ο Κίλιαν όμως είχε μάθει να είναι μαζί της, να την στηρίζει και να την έχει κοντά του. Αισθανόταν ένα κενό μέσα του και έψαχνε μανιωδώς κάτι για να καταπιαστεί. Και μια μέρα ο πατέρας του βγήκε από την κάμαρά του, μέσα στην οποία ήταν κλεισμένος τον περισσότερο καιρό. Βγήκε για να του δώσει την λύση που αναζητούσε.
«Κίλιαν, ξέρω εδώ και πολλά χρόνια κάτι, αλλά με όσα συνέβησαν αμέλησα να σου το πω». Τον κοίταξε για μια στιγμή όμως μετά έστρεψε το βλέμμα του προς το έδαφος, όπως έκανε πάντα. Ο Κίλιαν τον περιεργάστηκε. «Αν θέλεις, έχεις την δυνατότητα να ασκήσεις μαγεία». Ο νεαρός αισθάνθηκε μία έκρηξη ενθουσιασμού στο στομάχι του και ταυτόχρονα έναν κόμπο στο λαιμό του. Ήταν τόσο καινούρια για εκείνον αυτή η αποκάλυψη που τον άγχωνε και τον τρόμαζε. Όμως όλη του τη ζωή θαύμαζε εκείνους τους μαθητευόμενους μάγους που προπονούνταν έξω από την Έραμπορν. Στα μάτια του έλαμψε μια φλόγα ελπίδας και προσμονής. Ίσως να ήταν αυτό που έψαχνε, αυτό που θα γέμιζε το κενό που αισθανόταν.
    Χαμογέλασε στον πατέρα του και λίγο αργότερα βρήκε τον εαυτό του απορροφημένο ανάμεσα σε πολυάριθμα δερματόδετα βιβλία μαγείας. Είχαν περάσει μερικά χρόνια από τότε που έχασε τη μαμά του. Ήταν οκτώ χρονών και ο πατέρας του είχε δώσει πρόσφατα την ηγεσία της Έραμπορν στον φίλο του Κέζελθ. Ναι ο πατέρας του ως τότε ήταν ηγέτης της όμορφης πόλης. Αλλά από τον χαμό της μητέρας και ύστερα, είχε κλειστεί στον εαυτό του. Ήταν πάντοτε μόνος και απόμακρος. Έτσι αποφάσισε πως δεν άρμοζε για ηγέτης της πόλης. Ο θείος Κέζελθ όμως άρμοζε. Δεν ήταν στα αλήθεια θείος. Αλλά ήταν η πιο κοντινή οικογένεια των παιδιών μετά τον πατέρα τους.
    Το αγόρι, που ήταν οκτώ χρονών πλέον, είχε σαν κύρια ασχολία του την μελέτη των βιβλίων μαγείας. Αυτά ανήκαν στην μητέρα του. Όλα τόνιζαν πως η λευκή μαγεία έχει δημιουργηθεί για να ωφελεί ο μάγος εκείνους που αγαπάει και όχι τον εαυτό του. Εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή όμως, ο Κίλιαν κοίταζε ένα απόκομμα που είχε φωλιάσει τυχαία μέσα σε ένα βιβλίο. Το απόκομμα είχε την εικόνα ενός ανθρώπου που τυλιγόταν από φλόγες. Αισθάνθηκε μια έλξη για το σκοτεινό ξόρκι όμως σύντομα αποφάσισε να το αποδιώξει από τη σκέψη του. Έτσι το τύλιξε στη χούφτα του και αφού το τσαλάκωσε το άφησε να πέσει ανάλαφρο στο πάτωμα.
    Την ίδια νύχτα ο Κίλιαν άλλαξε. Ο πατέρας έφευγε συχνά από την έπαυλη. Εκείνη τη φορά ο Κίλιαν τον ακολούθησε. Ο μεγάλος άντρας κάθισε σε έναν πεσμένο κορμό δέντρου και ξεκίνησε να κλαίει, να γελάει, να μουρμουρίζει μια μελωδία. Είχε χάσει το μυαλό του. Ο Κίλιαν πήγε σπίτι μόνο για να βρει το κορίτσι ανήσυχο. Κοίταζε συνεχώς την ώρα και την πόρτα. Τα μάτια της βάραιναν από την κούραση μα δεν δεχόταν να κοιμηθεί. Κοντά στα μεσάνυχτα ξεκίνησε να μουρμουρίζει τη μελωδία. Ήταν η ίδια μελωδία που είχε μουρμουρίσει ο πατέρας τους μέσα στο δάσος. Ο Κίλιαν αναρρίγησε τρομαγμένος με την δύναμη της αδερφής του. Εκείνη τον κοίταξε βαθιά στα μάτια και τον ρώτησε τι θα συνέβαινε αν ο πατέρας δεν επέστρεφε.
    Ο μεγάλος άντρας δεν επέστρεψε ύστερα από εκείνο το βράδυ. Η εικόνα του κρεμασμένου πατέρα του στοίχειωνε τον Κίλιαν ακόμη κι αν δεν τον είχε δει. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι εκείνος ο δειλός είχε κάνει κάτι τόσο εγωιστικό. Ποτέ δεν ήταν εκεί για το κορίτσι, όμως ο Κίλιαν τον καταλάβαινε. Ύστερα από τον χαμό της μητέρας τους ο πατέρας είχε προτιμήσει να κλείνεται κάθε μέρα στη κάμαρά του για ώρες. Είχε προτιμήσει να μην κοιτάζει το μικρό παιδί που θύμιζε τόσο πολύ τη μητέρα. Ο θάνατός της τον είχε τσακίσει. Ο Κίλιαν όμως ποτέ του δεν είχε παραπονεθεί. Δεν είχε ζητήσει κάποιο πρότυπο πατέρα για να τον μεγαλώσει, ήθελε απλά έναν πατέρα. Δεν είχε μητέρα πια. Κατά βάθος μέσα του τον αποστρεφόταν. Αλλά ήταν δυνατός, και μάθαινε από τον πατέρα του ακόμη κι αν ήταν απών. Μάθαινε να μην παραιτείται, να είναι πιο δυνατός. Πάνω από όλα όμως μάθαινε να παλεύει για την οικογένειά του. Παρά τις ελάχιστες απαιτήσεις του, ο Αρθούρος είχε βρει τον τρόπο να τον απογοητεύσει ακόμη περισσότερο. Τους είχε εγκαταλείψει, και εκείνον και την αδερφή του, για πάντα. Πλέον εκείνη ήταν η μόνη οικογένεια του Κίλιαν.
    Το κορίτσι ευτυχώς δεν είχε αναμνήσεις από τη μητέρα, κι έτσι όσο κι αν πληγώθηκε δεν πόνεσε δεύτερη φορά για το ίδιο τραγικό γεγονός. Ο Κίλιαν όμως δεν το άντεξε. Εκείνος δεν ξέσπασε κλαίγοντας στο δωμάτιό του όπως η μικρή του αδερφή. Αντιθέτως, πήγε στο δωμάτιό του και ξετύλιξε το χαρτί με την μαύρη μαγεία. Ήταν εξοργισμένος και σκόπευε να αψηφήσει κάθε δισταγμό που υπήρχε μέσα του. Θα έκανε και εκείνος ότι ακριβώς ήθελε. Άλλωστε όλον εκείνο τον καιρό που προσπαθούσε να κάνει το σωστό, τι είχε καταφέρει; Τίποτα.
     Από τη στιγμή που ο πατέρας του είχε αλλάξει- από τη στιγμή που η μητέρα του είχε φύγει- ένα σκοτάδι απλωνόταν στην καρδιά του. Το ίδιο σκοτάδι τώρα τον οδηγούσε στα σκιερά μονοπάτια της μαύρης μαγείας. Το φως μέσα του ολοένα και λιγόστευε. Η ελπίδα φαινόταν σαν ψέμα. Μόνο τα μάτια του κοριτσιού ήταν φως για τον Κίλιαν. Τα μάτια της μητέρας.
    Ο άντρας ταξίδεψε περισσότερο στον χρόνο, και βρέθηκε μέσα στο παλάτι του Κέζελθ. Μέσα του είχε συσσωρευτεί τόσο θλίψη όσο και θυμός κι απογοήτευση. Όλα αυτά τον είχαν μετατρέψει σε ένα ψυχρό και λογικό αγόρι. Για να μην αντιμετωπίσει όσα ένιωθε, ασχολούταν διαρκώς με την μαγεία και παραμελούσε το μοναδικό άτομο που του είχε απομείνει. Παρόλα αυτά εκείνη ήταν η μόναδική σε όλο τον κόσμο που αγαπούσε. Μόνο και μόνο το γεγονός πως υπήρχε, τον βοηθούσε να ενώσει τα κομμάτια της ραγισμένης καρδιάς του. Ήταν η άγκυρά του. Ήταν το άτομο που δεν θα τον εγκατέλειπε. Άλλωστε, ο Κέζελθ όσο κι αν προσπαθούσε να τους φερθεί σαν γονιός, δεν ήταν άλλο από ένας καλός άνθρωπος. Ο Κίλιαν τον θαύμαζε και τον αντιμετώπιζε σαν δάσκαλό του ενώ το κορίτσι είχε λίγο πιο απόμακρη στάση απέναντί του.
    Τώρα βρισκόταν σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Όλο το παλάτι ήταν έρημο, αφού ο Κέζελθ έλειπε και είχε συνοδευτεί από τη προσωπική του φρουρά. Ο Κίλιαν είχε χαθεί μέσα στα βιβλία τόσο πολύ που μετά βίας θυμόταν πως έπρεπε να προσέχει την αδερφή του. Ήταν μόνοι στο παλάτι και ο Κέζελθ του είχε επισημάνει να είναι πολύ προσεκτικός όσο θα έλειπε. Ένας ήχος σαν χτυπήματα πάνω σε κάτι μεταλλικό τράβηξε τη προσοχή του. Τινάχτηκε στον αέρα και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα βρέθηκε μπροστά από την πόρτα της κάμαρας της αδερφής του. Από εκεί είχε προέλθει ο ήχος. Η καρδιά του σκίρτησε τρομαγμένη. Άνοιξε την πόρτα και την είδε. Ήταν ξαπλωμένη στο χαλί. Σχεδόν χαμογέλασε σκεπτόμενος πως είχε αποκοιμηθεί παίζοντας. Είχε άλλωστε γύρω της τα κουκλάκια που τόσο αγαπούσε.
    Με μια δεύτερη ματιά, πρόσεξε πως όλα τα κουκλάκια ήταν αποκεφαλισμένα. Το λίγο φως που είχε απομείνει μέσα του ξεκίνησε να τρεμοσβήνει. Έτρεξε προς το μέρος της με την καρδιά του να πάλλεται σαν τρελή και έναν μεγάλο πόνο να απλώνεται μέσα του. Έκλαιγε πριν ακόμη την κρατήσει στα χέρια του. Τα μάτια της δεν ήταν κλειστά. Δεν κοιμόταν. Το σώμα της ήταν παγωμένο και άψυχο. Την ταρακούνησε για να την ξυπνήσει μα ήταν ανώφελο. Το παιδί δεν ήταν πια εκεί. Ύστερα από λίγο το σώμα της ξεκίνησε να τρεμουλιάζει αλλά έφταιγαν μόνο τα αναφιλητά του Κίλιαν. Το κορίτσι ήταν νεκρό. Η μικρή του αδερφή είχε φύγει. Κοίταξε προς τα πάνω με δάκρυα στα μάτια ενώ κρατούσε ακόμη την αδερφή του. Ήταν μόνος. Ένιωθε πως η καρδιά του είχε πάψει να σαλεύει.
«Φταίω εγώ;» Απαίτησε να μάθει ουρλιάζοντας. Ούρλιαξε τόσο δυνατά που ένιωσε έναν οξύ πόνο στον λαιμό του.
    Το αγόρι έγινε άντρας, απέκτησε πυκνά μούσια και έμαθε να μην αποκαλύπτει σε κανέναν όσα ένιωθε. Άλλωστε το κενό μέσα του δεν του επέτρεπε να αισθανθεί πολλά πράγματα. Ήταν μόνο μερικές νύχτες που υπέφερε από τον πόνο και τη μοναξιά, όμως το είχε συνηθίσει. Ήταν πια έξοχος μάγος και είχε εμπλακεί αρκετά και με τη μαύρη μαγεία. Ήταν το δεξί χέρι του Κέζελθ, και ήταν χρήσιμος αφού είχε φροντίσει να διατηρεί την συνείδησή του σε λήθαργο. Έτσι, ανταποκρινόταν στα αιτήματα του Κέζελθ όσο άσχημα κι αν ήταν αυτά που του ζητούσε να κάνει. Οι νύχτες του ήταν άλλοτε μοναχικές και άλλοτε μεθυσμένες. Οι μεθυσμένες νύχτες συνοδεύονταν από κοπέλες και ρηχές ερωτοτροπίες τις οποίες δεν θυμόταν την επόμενη μέρα. Είχε πολλά άτομα στη ζωή του όμως η μοναξιά του δεν τον εγκατέλειπε στιγμή. Κανείς τους δεν τον είχε αγγίξει.
    Ο Κίλιαν επανήλθε στη πραγματικότητα με μάτια βασανισμένα και κουρασμένα. Μέσα σε λίγα λεπτά είχε θυμηθεί τα πάντα. Είχε πονέσει για τον θάνατο της μητέρας του, ύστερα είχε εξοργιστεί με την αυτοκτονία του πατέρα του. Είχε υποφέρει για τον χαμό της αδερφής του που ήταν δικό του φταίξιμο. Και τώρα είχε χάσει το άτομο που έπρεπε να κρατήσει ασφαλές. Ξεκινούσε να πιστεύει πως ήταν καταραμένος. Κάθε άτομο για το οποίο έτρεφε έστω και αμυδρά αισθήματα, βρισκόταν σε θανάσιμο κίνδυνο. Κι εκείνος δεν ήταν ποτέ εκεί για να το βοηθήσει. Είχε αποκτήσει τόση δύναμη και δεν μπορούσε να σώσει κανέναν. Μάλλον αυτό ήταν το κόστος της μαύρης μαγείας.
    Ξεφύλλισε το ημερολόγιο και είδε την Άισλιν να το διαβάζει. Ένιωσε το ενδιαφέρον που έτρεφε προς τον συγγραφέα. Είχε προσπαθήσει να τον καταλάβει. Χαμογέλασε εύθυμα και μετά απόρησε με τον εαυτό του. Δεν ήταν ώρα για χαμόγελα. Έπρεπε να την βρει. Κατάλαβε πως η Άισλιν είχε διαβάσει μέχρι εκείνο το σημείο που ο πατέρας αυτοκτόνησε. Αποφάσισε πως θα μπορούσε να την αφήσει να μάθει λίγο περισσότερα κι έτσι επέστρεψε το ημερολόγιό του κάτω από το μαξιλάρι. Είχε ήδη μάθει αρκετά άλλωστε. Σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε προσεκτικά το υπνοδωμάτιο.
«Μαρτέιν Κλαρ». Είπε με βροντερή φωνή και ένα μικρό φως αιωρήθηκε πάνω από το κρεβάτι. Ο Κίλιαν πλησίασε το μικρό φως που έμοιαζε με πυγολαμπίδα. Έτεινε το χέρι του προς το μέρος του. Ήξερε πως αν το άγγιζε, ότι ξόρκι είχε υποστεί η Άισλιν θα συνέβαινε και σε εκείνον. Το ακούμπησε και το σώμα του συμπιέστηκε. Ώστε ο απαγωγέας την είχε τηλεμεταφέρει κάπου.
   Κοίταξε γύρω του. Βρισκόταν δυο δρόμους μακρύτερα από το σπίτι του. Μια λάμπα φώτιζε τον έρημο δρόμο. Δεν υπήρχε ούτε ίχνος της Άισλιν. Βαριανάσανε αγχωμένος. Είχε φτάσει πολύ αργά, ξανά. Έσφιξε τα δόντια του και ξεκίνησε να μουρμουρίζει κάποιες λέξεις άηχα στην αρχαία γλώσσα της μαγείας. Τράβηξε ένα στιλέτο από το εσωτερικό του σακακιού του και με αυτό χάραξε το χέρι του αποφασιστικά. Θα την έβρισκε και θα την έφερνε πίσω, ότι κι αν χρειαζόταν να κάνει


Ράνια Ταλαδιανού