Το Άστρο που Έδυσε (Κεφάλαιο 5-Μέρος 4ο) - Μεταξύ Παραδείσου και Κολάσεως

«Θα σας περιμένω στο αυτοκίνητο» ακούστηκε ύστερα από αρκετή ώρα η φωνή της Κάιλα.
«Σοφή απόφαση εκ μέρους σου. Δεν θα ήθελες να χορτάσουν τα ματάκια σου με περισσότερες αποτρόπαιες εικόνες» της απάντησα και με το που σταμάτησε τινάχτηκα έξω. «Αλάστορα, κρύψου από τα ανθρώπινα μάτια και ακολούθησέ με. Δεν θα πήγαν πολύ μακριά» του είπα μυρίζοντας έντονα το θειάφι γύρω μου.
Περπατήσαμε στα φιδογυριστά μονοπάτια του κήπου και ειλικρινά αν είχα χρόνο, θα σταματούσα να μυρίσω μερικά από τα άνθη, αλλά χρόνος δεν υπήρχε. Άκουγα φωνές και ψιθύρους, ή καλύτερα μουρμουρητά. Η μυρωδιά του πυρός του εξώτερου, γινόταν εντονότερη και εγώ είδα μία ομάδα μαυροφορεμένων ανθρώπων, με τον Ασμοδαίο και τον Αζαζήλ να στέκονται στη μέση, με ανθρώπινη μορφή. Πρώτη παραπληροφόρηση. Σιχαίνομαι το μαύρο χρώμα και βλέποντάς τους όλους ντυμένους έτσι, σαν να πήγαιναν σε κηδεία, εκνευριζόμουν εξαιτίας της κακογουστιάς. Άξαφνα, το βλέμμα μου καρφώθηκε στο ημίγυμνο κορμί της Αντέιρα, που κρεμόταν σαν σακί από τα χέρια του Ασμοδαίου. Προδότη! Θα το μετάνιωνες πολύ πολύ πικρά. Για χάρη σου θα εφεύρισκα καινούργια βασανιστήρια! Αρχικολασμένε! Τη στιγμή που ήταν έτοιμος, να της κόψει την καρωτίδα με το στιλέτο που κρατούσε, έκανα αισθητή την εμφάνισή μου αποσπώντας του την προσοχή.
«Συγχαρητήρια αδερφέ για τους θαυμαστές σου. Είναι ο ένας πιο ηλίθιος από τον άλλο» του φώναξα χτυπώντας ειρωνικά παλαμάκια.
Τότε το πλήθος των μαυροφορεμένων, έστρεψε το βλέμμα του πάνω μου, κοιτάζοντάς με έτοιμο να λυθεί στα γέλια.
«Πλουσιόπαιδο, πήγαινέ σπίτι σου» μου φώναξε ένας και ο Ασμοδαίος γέλασε ειρωνικά.
«Ως και οι θνητοί σε ειρωνεύονται» μου έφτυσε και τότε, ένιωσα την οργή να με τυλίγει σε τέτοιο βαθμό, που η γη άρχισε να τρέμει, τα μάτια μου να αλλάζουν χρώμα και το μέγεθός μου να διπλασιάζεται. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων, στεκόταν πια ένας γιγαντόσωμος μαύρος άγγελος, με ίσως το πιο φριχτό πρόσωπο που είχαν δει ποτέ τους.
Τότε, τους είδα να πέφτουν ένας ένας σαν τις μύγες, στο έδαφος και να στέκονται εκεί γονατιστοί. Ω, η αλήθεια το λάτρευα αυτό το θέαμα.
«Δώσε μου την Αντέιρα» του είπα επιτακτικά.
«Έλα και πάρε την» απάντησε και ευθύς πήρε και εκείνος την κανονική του μορφή, με εμένα να πέφτω επάνω του και εκείνον να ανταποδίδει την κίνηση.
Βρεθήκαμε να χτυπιόμαστε σε χαμηλό υψόμετρο και τότε, καθώς τον κρατούσα ανάμεσα στα χέρια μου, δίχως να μπορώ να το ελέγξω, ένα φως που βγήκε από μέσα μου, ξεκίνησε να με τυλίγει. Ένα φως τόσο ισχυρό που του δημιούργησε σπασμούς στο σώμα. Τον είδα ευθύς να κατρακυλά άτσαλα στο έδαφος, ενώ και ο Αζαζήλ φάνηκε να υποφέρει.
«Σε μισώ. Θα μου το πληρώσεις» μούγκρισε.
«Δεν θα με φθάσεις, ό,τι και να κάνεις» του απάντησα και μαζί με τον Αζαζήλ, τους είδα να εξαφανίζονται, με το σώμα τους να σέρνεται σε άθλια κατάσταση.
Ο Αλάστορας είχε μείνει να με κοιτάζει, πονεμένος και άναυδος.
«Τι ήταν αυτό;» με ρώτησε έντρομος.
«Δεν ξέρω» απάντησα κοφτά, μα έλεγα εμφανώς ψέματα και επίσης εμφανώς το είχε καταλάβει.
«Αυτό, Αφέντη δεν ανήκει στην τωρινή σου φύση. Είναι το αρχαίο φως του κόσμου που κάποτε κρατούσες»
Άνοιξα διάπλατα τα μάτια μου. Μα, φυσικά. Το φως του πιο ισχυρού Αρχαγγέλου που υπήρξε. Το φως που απαρνήθηκα και που φυσικά συνέχιζε να υπάρχει. Γιατί ήρθε; Πώς ήρθε; Ομολογώ πως δεν είχα την παραμικρή ιδέα.
Το φως συνέχισε να λάμπει μέσα μου και γύρω μου. Το ένιωθα. Ένιωθα την τρομερή του δύναμη, που στάθηκε η αιτία να τελειώσει στο δευτερόλεπτο η μάχη μου με τον Ασμοδαίο. Κανείς δεν μπορούσε να το αντέξει. Ήταν μία πανίσχυρη δύναμη, δοσμένη από τον ίδιο τον Πατέρα, κατευθείαν σε εμένα και μόνο.
Έδιωξα τη σκέψη, καθώς με το βλέμμα μου γύρευα πανικόβλητος το σώμα της Αντέιρα.
«Την κρατώ εγώ» ακούστηκε η φωνή του Αλάστορα και άξαφνα το αίσθημα της ανακούφισης είχε εκ νέου επιστρέψει, παρεούλα όμως με την οργή, καθώς το σώμα της κρεμόταν άψυχο από τα χέρια του δαιμονίσκου. Φαινόταν τόσο αδύναμη και τόσο ταλαιπωρημένη. «Κατάφερα να την αρπάξω, τη στιγμή της επίθεσής σου στον Ασμοδαίο, καθώς την πέταξε απότομα και ήταν βέβαιο πως θα χτυπούσε το κεφάλι της άσχημα στο έδαφος, αν δεν την προλάβαινα. Πιθανότατα το χτύπημα να της κόστιζε τη ζωή» συνέχισε, μα εγώ σχεδόν δεν τον άκουγα. Ο ήχος της φωνής του, αδυνατούσε να φθάσει μέχρι τα αυτιά μου.
Το βλέμμα μου, στράφηκε αργά προς το μπουλούκι των θνητών που στέκονταν μπροστά μου αμήχανοι και φοβισμένοι.
«Ανόητοι» τους είπα και οι λέξεις που βγήκαν από το στόμα μου, έμοιαζαν περισσότερο με μουγκρητό άγριου ζώου, παρά με ανθρώπινη φωνή.
«Αφέντη μας, συγχώρεσέ μας» σιγοψιθύρισε ένας και εγώ, διατηρώντας όλη αυτή την ώρα τη φριχτή μου μορφή, τον άρπαξα από τον λαιμό, μπήγοντας τα νύχια μου στη σάρκα του.
«Η συγχώρεση, είναι μία αρετή που διόλου με χαρακτηρίζει. Τώρα, βγάλε την κουκούλα και κοίταξέ με ίσια στα μάτια. Αντέχεις; Αντέχεις θνητό μίασμα, να κοιτάξεις έστω και για μερικά δευτερόλεπτα, το τέρας που ισχυρίζεσαι πως λατρεύεις; Φυσικά και όχι, γιατί πολύ απλά, κατά βάθος σου προκαλώ τρόμο και απέχθεια. Πάραυτα, ήσασταν πανέτοιμοι να διαπράξετε φόνο, ισχυριζόμενοι πως εγώ σας υποκινούσα, πως το κάνατε για να με ευχαριστήσετε. Μάθετε λοιπόν, πως αυτή τη στιγμή, θα ήμουν ιδιαιτέρως ευτυχής και ευχαριστημένος, αν αυτοκτονούσατε ομαδικώς και με απαλλάσσατε από την ανούσια παρουσία σας. Μολαταύτα, είμαι βέβαιος πως την θέλετε σαν τρελοί τη ζωή σας εγωιστικά κτήνη. Ώρες ώρες, φθάνω στο σημείο να λυπάμαι τον Πατέρα που θα αναρωτιέται νυχθημερόν, τι ήταν αυτό που έκανε λάθος με το θνητό σας γένος και εξελιχθήκατε σε αυτό που είστε σήμερα. Δεν σας έφθασε το προπατορικό αμάρτημα, όπου μέχρι και σήμερα κατηγορείτε μονάχα εμένα για την δική σας επιλογή, εσείς θέλετε να κατακτήσετε για τα καλά τον θρόνο της Κολάσεως! Και πώς τολμάτε να ισχυρίζεστε πως γνωρίζετε τι είναι αυτό που με ευχαριστεί και τι όχι; Βάλτε καλά στο μυαλό σας, πως είμαι η πιο αρχαία ύπαρξη αυτού εδώ του κόσμου και τα θέλω μου, τα γνωρίζω μονάχα εγώ και κανένας άλλος. Η ιστορία της Πτώσης μου, καθώς επίσης και οι λόγοι που έφυγα, είναι γνωστοί μονάχα σε εμένα και σε εμένα θα μείνουν, οπότε σταματήστε να διαπράττετε ύβρεις στο όνομά μου» τελείωσα και η ματιά μου καρφώθηκε σε ένα τραγόμορφο είδωλο που κουβαλούσαν μαζί τους.
Στάθηκα για λίγο στο πλάι του, χλευάζοντάς τους.
«Ουδεμία ομοιότητα νομίζω» γρύλισα και με μία κίνηση του χεριού μου, του έβαλα φωτιά, πετώντας μέσα της και το θνητό μίασμα που κρατούσα στα χέρια μου. Τα ουρλιαχτά του, μου τρύπησαν τα αυτιά, καθώς το σώμα του είχε τυλιχθεί στις φλόγες και ο ίδιος έτρεχε αλαφιασμένα προς την κατεύθυνση της πρώτης λίμνης που βρέθηκε στο διάβα του. «Τσακιστείτε από μπροστά μου, καθώς στον επόμενο θα είμαι λιγότερο επιεικής και να θυμάστε ένα πράγμα, εγώ δεν αναζητώ πιστούς για να με λατρεύουν και να τους ανταποδίδω τις χάρες, αλλά πιόνια για να τα κινώ όπως θέλω εγώ» τόνισα τις λέξεις και τους είδα να σκορπίζονται σαν τρομαγμένα ζαρκάδια. Με τάραξαν είχαν δεν είχαν βραδιάτικα.
«Αφέντη, πρέπει να σου δείξω κάτι» ψιθύρισε έπειτα από ώρα ο Αλάστορας και εγώ, ανακτώντας εκ νέου την ανθρώπινη μορφή μου, πλησίασα.
Πίσω από κάτι θάμνους, κοντά στο σκοτεινό σταυροδρόμι, κειτόταν το σώμα του Ντάνιελ, στραγγαλισμένο με άσχημο τρόπο. Το κεφάλι του, ήταν γυρισμένο σχεδόν ανάποδα, ενώ μώλωπες στόλιζαν τον λαιμό του, σαν απόκοσμο περιδέραιο. Κοιτάζοντάς τον, είχα αμέσως καταλάβει τι του είχε συμβεί. Ο Ασμοδαίος, είχε καταλάβει το σώμα του και αφού το είχε χρησιμοποιήσει όπως ήθελε, το είχε πετάξει σαν ένα άψυχο κουφάρι. Τότε, ένιωσα αηδία για τον σκοτεινό αδερφό μου και τα ανεξέλεγκτα φονικά του ένστικτα. Με το ένα μου χέρι, έκλεισα τα μάτια του θνητού και έκανα σήμα στον Αλάστορα να φύγουμε. Αργά ή γρήγορα, η Αντέιρα θα ενημερωνόταν για τη θλιβερή του κατάληξη.


Το αυτοκίνητο της Κάιλα, μας περίμενε στη γωνία του δρόμου, λίγο πριν την είσοδο του βοτανικού κήπου.
«Την είδατε εκείνη τη λάμψη; Σαν πυροτέχνημα ήταν» μας είπε και έπειτα κάρφωσε το έκπληκτο βλέμμα της πάνω μου « Καλέ τι έπαθες εσύ και λάμπεις έτσι;» συνέχισε.
« Έχασα τον διακόπτη δεσποινίς, μήπως εσείς τον βλέπετε;» απάντησα και κατόπιν άκουσα το ουρλιαχτό της, στη θέα της ναρκωμένης Αντέιρα.
«Θεέ και Παναγία μου! Τι έπαθε η φίλη μου; Τι της κάνατε; Πείτε μου μονάχα πως είναι ζωντανή...» Τελικά οι θνητοί όταν σοκάρονταν, επικαλούνταν όλα τα μέλη της οικογένειάς μου. Σου λένε, αν δεν μας ακούσει ο Πατέρας, όλο και κάποιος άλλος θα ευαισθητοποιηθεί. Συμφεροντολόγοι!
«Είναι ζωντανή Κάιλα, απλώς κάποιος τη νάρκωσε προσωρινά» απάντησα.
«Ε, όχι και κάποιος! Το φιλαράκι με το οποίο έχετε προσωπικές διαφορές το έκανε. Η ζωή της κινδύνεψε εξαιτίας σου και σε παρακαλώ πολύ, να σκεφτείς το μέλλον της. Αν όπως ισχυρίζεσαι, νοιάζεσαι για εκείνη, έστω και με κάποιον δικό σου τρόπο, σκέψου τα λόγια μου πολύ προσεχτικά. Τι είδους μέλλον θα έχει μαζί σου; Να κατακτήσει μήπως τον θρόνο της Κολάσεως; Δεν το νομίζω και δεν της αξίζει. Εξάλλου, μέχρι αυτή τη στιγμή που μιλάμε, εκείνη πιστεύει πως είσαι ο Λύαμ, ο διασημότερος λογιστής της Νέας Υόρκης. Αν ποτέ μάθει την αλήθεια, αμφιβάλλω αν θα την αντέξει. Ακόμη και ο Ντάνιελ…»
«Είναι νεκρός» της είπα σοβαρά και την είδα να χλωμιάζει και να βουρκώνει, συγκρατώντας έναν λυγμό.
«Νεκρός; Μα, ποιος τον σκότωσε; Όχι, μη μου πεις, ο φίλος σου»
«Δεν είναι φίλος μου Κάιλα, που να τον πάρει! Ένας σιχαμερός προδότης είναι!» της γρύλισα.
«Έστω, αλλά ανήκει στο σόι σου και τους πρώην ακολούθους σου. Δεν το βλέπεις; Η φύση σου είναι επικίνδυνη. Θα την πάω στο νοσοκομείο» πρόφερε η Κάιλα.
«Όχι, θα μείνει μαζί μου και θα την συνεφέρω εγώ. Θέλω να βεβαιωθώ πως θα είναι ασφαλής, τουλάχιστον για απόψε» της απάντησα και την είδα να δυσανασχετεί.
«Καλώς. Και επιτέλους κάνε κάτι με αυτό το φως! Μας τύφλωσες και θα προκαλέσουμε δυστύχημα» μου είπε, αλλά αποφάσισα να προσπεράσω την δήλωσή της.
Με ένα μου νεύμα, διέταξα τον Αλάστορα να καθίσει στο μπροστινό κάθισμα, ενώ εγώ με το σχεδόν άψυχο σώμα της Αντέιρα, έκατσα πίσω. Οι σκιές από τα φώτα της πόλης, έπεφταν στο πρόσωπό της και εγώ για πρώτη μου φορά, παρατήρησα τα σχεδόν τέλεια χαρακτηριστικά της. Με τα δάχτυλα μου, που έτρεμαν από αμηχανία, χάιδεψα απαλά τις ανάλαφρες, καστανές της μπούκλες που μύριζαν βανίλια. Φαινόταν τόσο γαλήνια, ωστόσο εγώ δεν γνώριζα τι είχε στ’ αλήθεια βιώσει λίγες ώρες πριν, από την στιγμή που χάθηκε από δίπλα μου, μέχρι τη στιγμή που βρέθηκε στα χέρια του Ασμοδαίου.

Ιφιγένεια Μπακογιάννη