Το Άστρο που έδυσε (Κεφάλαιο 5-Μέρος 6ο) - Μεταξύ Παραδείσου και Κολάσεως

Στην διαδρομή, το βλέμμα μου ήταν καρφωμένο στο παράθυρο, παρατηρώντας και την παραμικρή λεπτομέρεια της φύσης. Προορισμός μας, ήταν το Mohonk Mountain house, ένα θέρετρο που έμοιαζε με μεσαιωνικό κάστρο και που οι δραστηριότητες, ήταν ποικίλες. Η Αντέιρα, μου είχε πει πως γνώριζε εκείνον που το είχε, καθώς είχαν περάσει πολλά καλοκαίρια με τους δικούς της σε εκείνο το μέρος, επομένως, θα μας επέτρεπε την είσοδο δίχως να έχουμε κάνει κάποια κράτηση. Η ημέρα ήταν ηλιόλουστη και το κρύο ελεγχόμενο.
Το ξενοδοχείο με την μεσαιωνική όψη, ήταν χτισμένο γύρω από μία λίμνη στη μέση του πουθενά. Γύρω μας, η φύση αγκάλιαζε τα τσιμέντα που πάλευαν να επικρατήσουν, ενώ οι επισκέπτες απολάμβαναν τη βόλτα τους, μία τόσο γιορτινή ημέρα. Έχοντας χαιρετίσει εγκάρδια τον ιδιοκτήτη, όχι εγώ, εκείνη φυσικά, βγήκαμε στους απέραντους κήπους, όπου είχαν μόλις κάνει την εμφάνισή τους, μερικές μαργαρίτες. Οι μόνες που μπορούσαν να αντέξουν το κρύο που επικρατούσε.
«Ο πατέρας μου αγαπούσε πολύ αυτό το μέρος. Όταν ακόμη ήμασταν παιδιά, έφερνε εμένα και την αδερφή μου σε αυτό το σημείο και καθώς περπατούσαμε κατά μήκος των ακτών της λίμνης, μας αφηγούταν παραμύθια για νεράιδες, ξωτικά και γλυκούς, μικρούς αγγέλους που σιγοτραγουδούν, ωστόσο μας τόνιζε πως για να ακούσουμε το τραγούδι τους, θα έπρεπε πρώτα να ήμασταν καλά παιδιά» τελείωσε.
«Τότε, είμαι βέβαιος πως εσύ θα το είχες ακούσει πολλές φορές» της είπα και γέλασε.
«Μα, πιστεύεις στ’ αλήθεια πως υπάρχουν μικροί άγγελοι που μας φυλούν;» με ρώτησε αθώα και εγώ σταματώντας μπροστά της, της είπα, «Πολλές φορές στη ζωή μας, είμαστε τόσο καλοί, που η μοίρα αποφασίζει να μας στείλει παραπάνω από έναν φύλακα άγγελο, καθώς η ψυχή, θεωρείται απελπιστικά πολύτιμη. Είμαι βέβαιος λοιπόν, πως αν ήταν στο χέρι Του, θα έστελνε για εσένα ολόκληρη στρατιά. Μερικές φορές όμως, ακόμη και οι Άγγελοι έχουν προβλήματα, οπότε στην περίπτωσή σου, οι δύο αρκούν» μου ξέφυγε και την είδα να ξαφνιάζεται.
«Δύο; Που το ξέρεις; Τους βλέπεις;» με ρώτησε γεμάτη αγωνία.
«Μα και εσύ τους βλέπεις, αρκεί να ανοίξεις τα μάτια της ψυχής σου για να τους ξεχωρίσεις ανάμεσα στους κοινούς θνητούς» τελείωσα και το πρόσωπό της, έλαμψε.
«Είσαι ό,τι πιο ιδιαίτερο έχω γνωρίσει στη ζωή μου, κύριε Χελ. Δεν νομίζω πως στις μέρες μας, υπάρχουν άντρες που να εκφράζονται με αυτόν τον τρόπο» μου είπε. Λογικότατο συμπέρασμα, αφού εγώ ανήκω άπειρους αιώνες προ Χριστού, προ ανθρώπων, προ κόσμου και μετά φωτός, σκέφτηκα.
«Η αλήθεια, δεν έχω καλλιεργήσει ιδιαίτερα την ανθρώπινη πλευρά μου. Έχω αντιμετωπίσει αρκετές δυσκολίες, προσπαθώντας να κατανοήσω τα ανθρώπινα συναισθήματα και κατ’ επέκταση την ανθρώπινη φύση. Είστε περιπλοκότεροι από όσο πίστευα» μου ξέφυγε ξανά. Σε έχουν κυριεύσει οι γνωστές, αυτοκαταστροφικές σου τάσεις; τσίριξε το υποσυνείδητο.
«Λύαμ, ώρες ώρες μιλάς, σαν να μην ανήκεις στο ανθρώπινο γένος. Τόσο πολύ απεχθάνεσαι την ανθρώπινη φύση; Φταίει… το παρελθόν σου γι’ αυτό;» συνέχισε. Ναι, ναι και πάλι ναι, ήμουν έτοιμος να ξεστομίσω, αλλά αυτή τη φορά μαζεύτηκα.
«Τι εννοείτε δεσποινίς, αναφερόμενη στο παρελθόν;» ψέλλισα.
«Ω, μα είναι εμφανές. Έχετε σοβαρά προβλήματα με την οικογένειά σας». Τελικά το οικογενειακό δράμα, πρωταγωνιστούσε σε όλες σχεδόν τις θνητές ιστορίες, μα και στην δική μου, την αθάνατη. «Δεν μιλάτε ποτέ για εκείνους και επίσης, μέρες γιορτινές σαν την σημερινή, εσείς προτιμάτε να την περάσετε μαζί μου» είπε και στις τελευταίες κουβέντες, η φωνή της χάθηκε ελαφρώς, ενώ το βλέμμα της εστίασε στη γη. Και που να ήξερε, πως εκείνη επικαλείται κάθε λίγο και λιγάκι όλο μου το σόι.
«Επίσης, προτιμώ τον ενικό και ναι, δεν αναφέρομαι ποτέ στην οικογένειά μου, ειδικά αυτές τις μέρες. Ωστόσο, θα επιθυμούσα να μην αναφερθείς και εσύ ποτέ ξανά σε αυτό το θέμα. Με κάνει και νιώθω… άβολα» ξεστόμισα. Τι ακριβώς υπαινίσσεσαι με την λέξη άβολα; Με ρώτησε η φωνή, μα εγώ την αγνόησα.
«Συγγνώμη, αυτή μου η περιέργεια είναι απαράδεκτη». Και της Εύας ήταν και γι’ αυτό ο Πατέρας την πέταξε έξω με τις κλοτσιές από τον Παράδεισο. Μολαταύτα, το πάθημα δεν έγινε μάθημα, σκέφτηκα. «Απλώς, κάνω προσπάθειες να σε καταλάβω» τελείωσε και σταμάτησε απότομα μπροστά μου. Ξεκινάμε τις βουτιές, στα βαθιά νερά. Εδώ σε θέλω αφιλότιμε.
«Γιατί επιθυμείς να με γνωρίσεις καλύτερα; Θέλω να πω, κανένας και ποτέ δεν προσπάθησε να το κάνει, παρά μονάχα έσπευσαν να με κρίνουν…»
«Ίσως γιατί δεν ενδιαφέρονταν πραγματικά για εσένα» συνέχισε απτόητη και εγώ ξεκίνησα να νιώθω κάθε λεπτό και πιο στριμωγμένος.
«Θέλεις να πεις δηλαδή, πως εσύ ενδιαφέρεσαι αληθινά για εμένα; Γιατί;» συνέχισα, αυτήν την ομολογουμένως τρομακτική, αλλά παράλληλα ενδιαφέρουσα συζήτηση. Ήθελα διακαώς να μάθω το γιατί. Ήθελα να μου πει, τονίζοντάς μου την κάθε μία λέξη ξεχωριστά, τι ήταν εκείνο που την είχε ωθήσει στο να ενδιαφερθεί για μία μίζερη και απεχθή προσωπικότητα σαν και τη δική μου.
«Γιατί, ήσουν πάντοτε εκεί όταν σε χρειαζόμουν. Γιατί πάντοτε με βοηθούσες δίχως να περιμένεις κάποιο αντάλλαγμα. Με βοήθησες να τα βγάλω περα με το ενοίκιο, δίνοντας ένα γερό μάθημα, σε αυτόν τον άνθρωπο. Επίσης, με έσωσες από τα χέρια του απαγωγέα μου, δίχως να εκμεταλλευτείς την αδυναμία μου τη δεδομένη στιγμή. Κανένας άντρας δεν μου έχει φερθεί τόσο τίμια, όσο εσύ. Είσαι ιδιαίτερος και κλειστός, ωστόσο διόλου δε με ενοχλεί αυτή σου η εσωστρέφεια. Απεναντίας, την βρίσκω γοητευτική» τελείωσε και ένα χαμόγελο αυλάκωσε τα ροδαλά της μάγουλα.
Τη στιγμή εκείνη, ένιωσα μία γροθιά βαθιά μέσα στην ψυχή μου. Κάτι, που ποτέ ως εκείνη την ώρα δεν είχα ξανανιώσει. Το αίσθημα της ενοχής. Την είχα προδώσει και το γνώριζα πολύ καλά. Είχα διαπράξει την ίδια αδικία, για την οποία κατηγορούσα την Θεία μου Οικογένεια και τον αδερφό μου τον Μιχαήλ. Αυτό το θνητό πλάσμα, στεκόταν μπροστά μου κοιτάζοντάς με, με λατρεία και αγνότητα, δίχως να γνωρίζει ποιόν είχε στ’ αλήθεια δίπλα της και σίγουρα δίχως να γνωρίζει πως αποτελούσε μέχρι πριν λίγο καιρό, μονάχα ένα πιόνι στα αθάνατα και σατανικά σχέδιά μου. Τότε, ήρθαν στο μυαλό μου τα λόγια του Μιχαήλ. Πως στην αγάπη δεν χωρούσε το ψέμα και εγώ έτρεφα αισθήματα για εκείνη. Αισθήματα, που ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό δεν είχα τολμήσει να παραδεχτώ. Ίσως γιατί πίστευα, πως ήμουν ανίκανος να τα νιώσω, ή ότι δεν μου άξιζε να τα ζήσω. Μολαταύτα, ακόμη και αν τα άξιζα δεν θα τα ζούσα ποτέ, δεν μου επιτρεπόταν.
Στάθηκα μπροστά της χαμογελαστός. Ένα χαμόγελο για πρώτη φορά ειλικρινές, που αυλάκωνε το πρόσωπό μου και τέντωνε τις ουλές μου, τονίζοντάς τες. Εκείνη, κατάλαβε αμέσως την αμηχανία που ένιωθα, εξαιτίας της ασχήμιας μου και άπλωσε αέρινα το ένα της χέρι, δίχως να εγκαταλείπει το βλέμμα της το δικό μου και χάιδεψε απαλά το πρόσωπό μου. Αρχικά, έκανα μία γκριμάτσα φόβου. Κανείς και ποτέ δεν με είχε ακουμπήσει. Δεν ανεχόμουν τα χάδια, όμως αυτό ήταν διαφορετικό. Τα δάχτυλά της διέσχισαν τα σημάδια μου και μπλέχτηκαν στα μαλλιά μου. Για λίγο, ένιωσα τον χρόνο να σταματά, μέχρι τη στιγμή που συνειδητοποίησα κάτι σοκαριστικό. Άλλαζα δίχως την θέληση μου. Το δέρμα μου, σε ένα σημείο του χεριού μου, το οποίο για καλή μου τύχη κάλυπτε το φούτερ που φορούσα, είχε γίνει ολόμαυρο. Τότε, ένιωσα να πανικοβάλλομαι και να οργίζομαι. Για άλλη μία φορά, η μία και μοναδική στιγμή ευτυχίας που είχα την τύχη να βιώσω, καταστρεφόταν με αργό και βασανιστικό τρόπο.
Απομακρύνθηκα απότομα από κοντά της, ελαφρώς ιδρωμένος.
«Αντέιρα, λυπάμαι πολύ, μα θα πρέπει να φύγουμε» της είπα κάνοντας προσπάθεια να ξεστομίσω την κάθε μου κουβέντα. Έμοιαζα σαν να έχω τρέξει εις διπλούν σε μαραθώνιο και να μου έχει κοπεί η αναπνοή.
«Είσαι καλά; Νομίζω πως χλώμιασες» μου είπε ανήσυχη. Που να μαυρίσω κιόλας, να δεις μετά πόση χαρά θα νιώσεις, σκέφτηκα μέσα στην απόγνωσή μου.
«Όχι, δεν είμαι καθόλου καλά» απάντησα βήχοντας ελαφρώς, ώστε να προσδώσω έναν τόνο παραπάνω στο δράμα μου.
«Κανένα πρόβλημα, φεύγουμε» μου είπε κάπως λυπημένη και κατευθυνθήκαμε στο αμάξι της.
Καθ’ όλη τη διαδρομή, απέφευγα την οπτική επαφή μαζί της. Για την ακρίβεια, δεν άντεχα να βλέπω στα μάτια της την απογοήτευση που προερχόταν καθαρά από εμένα. Τελικά, είχα καταλάβει πως μάλλον είχα απογοητεύσει τους πάντες. Όλοι τους, είχαν κάποτε πιστέψει σε εμένα. Στην πρώτη, την τέλεια, την αψεγάδιαστη δημιουργία και τελικά είχαν απογοητευτεί, όπως και η Αντέιρα. Είχα καταλάβει τι ήταν αυτό που περίμενε από εμένα. Τι ήταν αυτό που ήλπιζε βαθιά μέσα της, σαν την πιο σκοτεινή επιθυμία, την οποία φυσικά φοβόταν να εκφράσει δυνατά. Ήλπιζε σε έναν άνθρωπο, που θα της πρόσφερε απέραντη αγάπη και σιγουριά. Που θα γινόταν το στήριγμά της και που μέσα στην αγκαλιά του θα έβρισκε καταφύγιο από τους φόβους της. Εξάλλου, είχα δει πόσο εύθραυστη ήταν, μα και πόσο δυνατή μπορούσε να γίνει και ας μην το γνώριζε ακόμη.
Ωστόσο, εγώ δεν ήμουν ικανός να της προσφέρω αυτά που ζητούσε. Ήμουν ένας δαίμονας με φρικιαστική μορφή. Ήμουν ο Άρχοντας του Σκότους, μία ύπαρξη μοναχική και μαθημένη να μην μοιράζεται συναισθήματα με κανέναν. Πόσο μάλλον, το ένα και μοναδικό, παντοδύναμο συναίσθημα. Εκείνο της αγάπης.
Είσαι δειλός, άκουσα το υποσυνείδητο. Φυσικά και μπορείς να μοιραστείς αυτά τα συναισθήματα, γιατί πολύ απλά με αυτά γεννήθηκες και ας τα απέρριψες. Ωστόσο, φοβάσαι να τα παραδεχτείς, γιατί πολύ απλά φοβάσαι πως θα απορρίψει αυτό που πραγματικά είσαι και φυσικά φοβάσαι την τιμωρία που καραδοκεί στην γωνία. Εδώ δεν σε αδικώ, μου ψιθύρισε η φωνή και εγώ έστρεψα το βλέμμα μου στο παράθυρο. Ο ήλιος έδυε στον απέραντο ορίζοντα και εγώ βάλθηκα να μετρώ αφηρημένα τα χρώματα που χόρευαν στον ουρανό. Το χρυσό, το ροζ απαλό και το έντονο κόκκινο, το γαλάζιο. Χρώματα οικεία, μα και τόσο ξένα, ύστερα από αιώνες σκότους και απομόνωσης. Τότε, μία σπίθα φάνηκε να διαπερνά το βλέμμα μου. Θα της έλεγα την αλήθεια. Την δική μου αλήθεια και ας με απέρριπτε. Εξάλλου, ήμουν πλέον συνηθισμένος στο θέμα της απόρριψης. Το πιο δύσκολο κομμάτι, θα ήταν ο τρόπος για να το πω καθώς ήμουν άξεστος και απόλυτα συνειδητοποιημένος γι’ αυτό μου το χαρακτηριστικό.
Τη στιγμή που φθάναμε σπίτι της, ένιωσα την καρδιά μου να σταματά. Δεν ήξερα αν αυτό που ήμουν έτοιμος να κάνω, ήταν σωστό ή λάθος, ωστόσο διόλου με απασχολούσε. Το χνουδωτό και τερατόμορφο πλάσμα, την περίμενε συμφεροντολογικά, πίσω από την πόρτα, ζητώντας της με ένα επιτακτικό νιαούρισμα, να την ταΐσει. Εκείνη, έσκυψε αμήχανα προς το μέρος της και κατόπιν, έκλεισε την πόρτα πίσω της. Ύστερα, στράφηκε σε εμένα μπερδεμένη.
«Λύαμ, γιατί με ακολούθησες ως εδώ; Μίλησέ μου επιτέλους, βγάλε από μέσα σου αυτό που σε βασανίζει» μου είπε και ο τόνος της φωνής της, έκρυβε απόγνωση.
«Δεν ξέρω πώς να σου το πω…» άρχισα. Ξεράδια! Λέγε! Τόσο καιρό ήξερες όμως να αραδιάζεις ψέματα! Κακούργε, μίλησε ξανά το υποσυνείδητο. «Αντέιρα, εγώ..» ξεκίνησα και την είδα να με πλησιάζει.
Με μία ανάλαφρη κίνηση, πήρε τα χέρια μου στα δικά της, μα εγώ τα τράβηξα πίσω και το βλέμμα της σκοτείνιασε.
«Μη συνεχίζεις, κατάλαβα. Μάλλον προσπαθείς να μου πεις όμορφα, πως δεν με βλέπεις με τον τρόπο που σε βλέπω εγώ» μου είπε. Βασικά, εσύ δεν με βλέπεις καθόλου, γιατί αν το έκανες, αυτή τη στιγμή θα είχες ήδη βρεθεί στο Μανχάταν από το τρέξιμο, διαπίστωσα με μελαγχολία.
«Με παρεξηγείς…» απάντησα.
«Το γνωρίζω Λύαμ. Γνωρίζω πως σε παρεξήγησα, εσένα και τις φιλικές σου προθέσεις, ωστόσο εγώ έχω αισθήματα για εσένα. Δεν μπορώ να στέκομαι δίπλα σου μονάχα ως φίλη σου, λυπάμαι πολύ και με συγχωρείς, όμως για μία στιγμή ένιωσα και από εσένα κάτι παρόμοιο. Τη στιγμή που χάιδευα το πρόσωπό σου, σε κοίταξα μέσα σε… αυτά τα τόσο φωτεινά, μα τόσο θλιμμένα μάτια και είδα, είδα αγάπη» μου είπε και ένιωσα τα πόδια μου να λυγίζουν.
«Λυπάμαι Αντέιρα, μα δεν είμαι αυτό που θέλεις. Δεν μπορώ να γίνω» απάντησα κοφτά, μα υπήρχε ένα τρέμουλο στη φωνή μου.
«Μα, εγώ δεν θέλω να γίνεις κάτι άλλο. Εγώ θέλω τον Λύαμ, όπως ακριβώς είναι» Μπίνγκο! Δηλαδή καμία σχέση με εμένα.
«Αυτό είναι το ζητούμενο Αντέιρα, πως δεν είμαι ο Λύαμ» της πέταξα και την είδα να είναι έτοιμη να γελάσει από το σοκ.
«Τι θέλεις να πεις;» συνέχισε.
«Πως δεν είμαι ο Λύαμ Χελ, αλλά ολόκληρη η Κόλαση μαζεμένη σε ένα πρόσωπο. Το δικό μου» συνέχισα.
«Έχεις τρελαθεί εντελώς; Τι είναι αυτά που λες;» συνέχισε εκνευρισμένη και διόλου την αδικούσα.
Τότε, την άρπαξα απότομα από το χέρι και την έσυρα μπροστά από έναν καθρέπτη.
«Κοίταξε μέσα» την διέταξα και μόλις γύρισε το κεφάλι της προς την μεριά του κατόπτρου, έμεινε άφωνη.
«Τι είδους κόλπο είναι πάλι αυτό; Πώς το κάνεις γαμώτο; Λέγε!» άρχισε να ουρλιάζει και παράλληλα, ένιωσα το σώμα της να τρέμει ολόκληρο και τα χέρια της να παγώνουν.
«Δεν υπάρχει κανένα κόλπο. Αυτός είμαι, αυτή είναι η αληθινή μου όψη» απάντησα και άξαφνα έφυγε από δίπλα μου.
Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της.
«Τι είσαι;» με ρώτησε μέσα από αναφιλητά.
«Ο Εωσφόρος» της απάντησα μονολεκτικά.
«Δεν μπορεί, μα δεν υπάρχουν δαίμονες που…» πήγε να πει.
«Υπάρχουν Αντέιρα και εγώ είμαι ο βασιλιάς τους» συνέχισα και άξαφνα η μορφή μου η ανθρώπινη άρχισε να αλλάζει και την είδα να τρέχει προς την μεριά της κουζίνας, αρπάζοντας ένα μαχαίρι που βρήκε στο πάγκο. Τα μάτια μου γέμισαν θλίψη. Ήθελε να με σκοτώσει. Με μισούσε σε τέτοιο βαθμό, που θα προτιμούσε να μην υπάρχω.
«Φύγε από μπροστά μου!» μου ούρλιαξε κραδαίνοντας το μαχαίρι.
«Αντέιρα, σε παρακαλώ» πήγα να πω και άξαφνα μου πέταξε το μαχαίρι, το οποίο όμως με διαπέρασε, καταλήγοντας δίπλα στην Μπουμπού, που έτρεξε να σώσει το δικό της τομάρι.
«Έχεις έρθει για να με σκοτώσεις έτσι δεν είναι;» μου πέταξε οργισμένα.
«Όχι! Δεν είμαι δολοφόνος και ό,τι είδες στιγμιαία στα μάτια μου, τη στιγμή εκείνη, ήταν αληθινό»
«Σκάσε! Με χρησιμοποίησες και ένας Θεός ξέρει για ποιόν λόγο. Α, συγγνώμη ξέχασα, τον μισείς και αυτόν! Γι’ αυτό δεν μου έλεγες τίποτε για εσένα, γιατί είσαι ένα τέρας! Πάντοτε πίστευα, πως το θέμα με τους Αγγέλους και τον Παράδεισο και όλα αυτά, ήταν εν μέρει αποκύημα της ανθρώπινης φαντασίας, αλλά μπροστά μου έχω έναν, έχω τον Εωσφόρο τον ίδιο!» συνέχισε πανικόβλητη.
«Με φοβάσαι;» τόλμησα να αρθρώσω.
«Όχι. Μακάρι να επικρατούσε αυτή τη στιγμή το συναίσθημα του φόβου και όχι της αηδίας. Σε απεχθάνομαι γιατί είσαι σκοτεινός, ψεύτης και φρικιαστικός. Μακριά από εμένα» τελείωσε και μου γύρισε την πλάτη.
Κατεβάζοντας το βλέμμα μου στη γη, πήρα ξανά την ανθρώπινη μορφή μου, εκτός από μερικά σημεία του σώματός μου, που δεν υπάκουγαν και παρέμεναν μαύρα. Γύρισα να την κοιτάξω για μία τελευταία φορά, ψιθυρίζοντας συγγνώμη και γνωρίζοντας πως δεν ήταν αρκετό. Ο προορισμός μου άγνωστος. Η Κόλαση; Ο Παράδεισος; Η κάτι ενδιάμεσο, μοναχικό και αποξενωμένο από κάθε ύπαρξη;

Ιφιγένεια Μπακογιάννη