Διηγήματα Φαντασίας από τα όρια της ύπαρξης και της ζωής (Διήγημα 10ο) - "Θα μπορούσε"

Θα μπορούσε αυτή η μέρα του θανάτου μου να ήταν μια σύναξη αγάπης, συγκέντρωση συγκίνησης και αποχαιρετισμού ενός αγαπημένου προσώπου που φεύγει.

Θα μπορούσα να είμαι μία αγαπημένη ηλικιωμένη μητέρα, περιστοιχισμένη από τα παιδιά και τα εγγόνια μου στις τελευταίες της στιγμές. Θα μπορούσα να τα καμαρώνω και να αναπολώ με νοσταλγία την παιδική τους ηλικία, τα παιχνίδια μας και τα νάζια τους, τις χαρές τους και τις δυσκολίες της εφηβείας τους. Θα μπορούσα να αναπολώ τις επιτυχίες τους, τον γάμο και τις ευτυχισμένες στιγμές που πέρασα κοντά τους.

Θα μπορούσε να ήταν εδώ πλάι μου ο σύντροφος τής ζωής μου και να μου κρατάει τρυφερά το χέρι αποχαιρετώντας με, με ένα κρυφό δάκρυ και να αναπολεί μία μακρά ζωή αγάπης και στοργής στο πλάι μου κι εγώ να του αφιερώνω τις τελευταίες μου ματιές αγάπης. Θα μπορούσα να βλέπω στα μάτια του όλες μας τις τρυφερές στιγμές, τα πρώτα μας σκιρτήματα της νιότης και την ανυπομονησία των πρώτων μας ραντεβού. Να θυμάμαι γλυκιές στιγμές στην αγκαλιά του, όνειρα και ευχές και την ευτυχισμένη πραγματοποίηση όσων θα μας χάριζε η ζωή μας.

Θα μπορούσα να αναπολώ την παιδική ζωή μου, το δέος τής ανακάλυψης του υπέροχου κόσμου γύρω μου, τις φίλες μου και τα παιχνίδια μας, τα μυστικά μας και τα καυγαδάκια μας, τους δασκάλους μου και τα αστεία στην τάξη και τον θρίαμβο τής κατάκτησης των στόχων μου· τα αγαπημένα μου ζωάκια που θα τα μεγάλωνα από μωρά, τα αστεία παιχνιδίσματά τους και την απαλή τους γούνα στην αγκαλιά μου.

Θα μπορούσα να θυμάμαι ζεστές αμμουδιές και δροσερές παραλίες, το ζεστό φως τού ήλιου και τα αρώματα των λουλουδιών της Άνοιξης· και να με ταξιδεύουν οι αναμνήσεις χιονισμένων τόπων πλάι στο τζάκι με τον αγαπημένο μου. Θα μπορούσα να θυμάμαι δάση και κελαϊδίσματα, τζιτζίκια και τριζόνια, και πανέμορφα χρώματα πουλιών τριγύρω μου, αναμνήσεις που θα με ξεπροβόδιζαν νοσταλγικά και όμορφα στην έξοδό μου από τον κόσμο.

Θα μπορούσα να θυμάμαι το στοργικό νανούρισμα της μητέρας μου και τη δυνατή αγκαλιά του πατέρα μου, το χαμόγελό τους και τα τρυφερά τους μαλώματα στις αταξίες μου, και να τους νοσταλγώ. Θα μπορούσα να θυμάμαι τις στιγμές του δικού τους αποχαιρετισμού και τον πόνο της έλλειψής τους, τον πόνο αυτόν που παραδόξως παρηγορεί όσους μένουν πίσω, διατηρώντας στην καρδιά τους κάτι απ' αυτούς που αποχαιρέτισαν, έστω και αν αυτό το «κάτι» είναι η έλλειψή τους.

Θα μπορούσε αυτός ο πόνος να υπάρχει και στα μάτια όσων στις τελευταίες μου αυτές στιγμές θα με αποχαιρετούσαν με αγάπη, κι εγώ να τους χαμογελάσω παρηγορητικά, λέγοντάς τους με το χαμόγελο αυτό τόσα πολλά! Τόσα «ευχαριστώ» για την αγάπη τους, για τις στιγμές που πέρασα κοντά τους, για μια μεγάλη και χορταστική ζωή, δηλώνοντάς τους ότι είναι καιρός πια να τους αφήσω και να πάω να ξανασυναντήσω αγαπημένα πρόσωπα που έφυγαν καιρό πριν από εμένα· ότι είναι καιρός να κλείσω το κενό της έλλειψης εκείνων, απ' τη δική μου καρδιά, και με ανυπομονησία να φύγω για να ξαναβρεθώ κοντά τους!

Θα μπορούσε... Θα μπορούσε... Πολλά θα μπορούσε να ήταν αυτή η μέρα τού θανάτου μου! Όμως...

...Κανείς δεν με κοιτάζει με αγάπη. Κανείς δε νοσταλγεί τις όμορφες στιγμές μας. Παιδιά κι εγγόνια δε στέκονται στο πλάι μου και σύντροφο ποτέ δεν είχα στη μικρή ζωή μου. Ούτε στοργή μητέρας δε θυμάμαι, ούτε δασκάλους και παιδιά, ούτε παιχνίδια, ούτε ζωάκια. Δεν ξέρω τι θα πει χαρά, ούτε ευχές, ούτε αγάπη. Δεν ξέρω τι θα πει αμμουδιά και ήλιος και ακρογιαλιά. Χρώματα, κελαϊδίσματα και χιόνι και πουλιά, είναι για μένα ξένες λέξεις.

Ήρθα και φεύγω σύντομα κι αθόρυβα. Δεν ξέρω τ' όνομά μου, και ποτέ κανένας δε θα κλάψει για μένα και σε κανέναν δε θα λείψω!

Οι μικρές μου αναμνήσεις απ' τη σύντομη ζωή μου θα τελειώσουν με έναν άγνωστο τρόμο, με μια ύστατη στιγμή πόνου και με μια φράση άγνωστη για μένα, ψυχρή και απόμακρη, πριν το τέλος:

«Πιάσε τον καθετήρα αναρρόφησης! Κοριτσάκι ήταν!»


Χρόνης Πάροικος