Αυγούστα Θεοφανώ η Λάκαινα (Κεφάλαιο 2) - "Ο νεαρός πρίγκιπας"

Ήταν ωραίο παιδί ο πρίγκιπας Ρωμανός, ο μοναχογιός του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου και της Ελένης Λεκαπηνής, ο διάδοχος του θρόνου της Ρωμανίας.

Τη μέρα που γεννήθηκε, ένα πρωινό στην ακμή της άνοιξης το έτος 939, ο ήλιος έλαμπε δυνατά πάνω από το Ιερό Παλάτιο και χρύσωσε με το φως του τα μαλλάκια του, ενώ ο καθαρός γαλάζιος ουρανός της Βασιλεύουσας έχυσε απλόχερα το χρώμα του στα βρεφικά ματάκια. Μόλις της τον έβαλαν οι δούλες στην αγκαλιά, η Ελένη δε χόρταινε να τον κοιτάζει, να τον χαϊδεύει τρυφερά με λαχτάρα μες στα πορφυρά του σπάργανα και να του λέει χίλια δυο παινέματα, ενώ ο Κωνσταντίνος, όταν άκουσε πως έκανε η γυναίκα του αγόρι, μόνο που δεν πήδησε από τη χαρά του. Είχαν ήδη χάσει, βλέπεις, τον κανακάρη τους, τον Λέοντα, που ο Θεός τον έφερε στη ζωή κι ο Χάρος τον ξερίζωσε απ’ αυτήν μέσα σε λίγους μήνες, κι ο πόθος τους για ένα αρσενικό παιδί έμενε πάντα άσβεστος, όσο κι αν αγαπούσαν τις τρεις μεγαλύτερες θυγατέρες τους, τη Ζωή, τη Θεοδώρα και τη Θεοφανώ· οι δύο πρώτες πήραν τα ονόματα των γιαγιάδων τους, η μεν Ζωή της όμορφης ερωμένης του Λέοντος του Σοφού, της περίφημης Καρβουνοψίνας, που του χάρισε τον πολυπόθητο διάδοχο κι αυτός την παντρεύτηκε εν τέλει προκαλώντας σάλο στους κόλπους της Εκκλησίας, γιατί ήδη είχε λάβει τρεις συζύγους, η δε Θεοδώρα της μάνας της Ελένης και συζύγου του τότε αυτοκράτορα παππού τους Ρωμανού Λεκαπηνού, ο οποίος κυβερνούσε το κράτος μαζί με τους γιους του έχοντας παραγκωνίσει τον γαμπρό του. Αλλά για αυτά θα μιλήσουμε παρακάτω.

Εκείνη τη μέρα ο αύγουστος Λεκαπηνός, όταν πληροφορήθηκε τη γέννηση του εγγονού του, άφησε τα δώματά του και ήλθε στην Πορφύρα γεμάτος υπερηφάνεια, όπου ο Κωνσταντίνος ήδη είχε σπεύσει πανευτυχής για να δει τη συμβία του και τον γιο του. Μπήκε μέσα κι αφού στάθηκε κάπως απόμακρα, για να μην του μεταδοθεί πολύ το μίασμα της λεχωνιάς, ευχήθηκε στο μωρό:

«Να μας ζήσει ο πορφυρογέννητος υιός και εγγονός. Πολλά και καλά τα έτη του, να γίνει τρανός βασιλιάς και να υποτάξει πολλά έθνη» Και πρόσθεσε αμέσως μ’ ένα μειδίαμα κυριαρχίας στα χείλη: «Φυσικά θα λάβει το όνομά μου... Δεν πιστεύω να ’χετε αντίρρηση;»

«Όχι, πατέρα» βιάστηκε ν’ αποκριθεί η Ελένη κοιτώντας λιγάκι αμήχανα τον σύζυγό της και τον ρώτησε ύστερα δειλά: «Συμφωνείς κι εσύ, Κωνσταντίνε;»

Ο Κωνσταντίνος, που η διάθεσή του είχε ψυχρανθεί απότομα μόλις είδε τον πεθερό του, χαμήλωσε μονάχα το κεφάλι πάνω στον μακρύ λαιμό του ως απάντηση στο ερώτημά της και μουρμούρισε ένα βεβιασμένο «ναι, ας γίνει το θέλημα του πατέρα». Δεν τον χώνευε καθόλου τον Ρωμανό, που τον είχε κάνει «δεύτερον τη τάξει», αυτόν, τον νόμιμο συνεχιστή της Μακεδονικής δυναστείας. Και σαν να μην έφτανε αυτός, του είχαν κατσικωθεί επίσης στο σβέρκο οι τρεις μεγαλύτεροι κουνιάδοι του, Χριστόφορος, Στέφανος και Κωνσταντίνος Λεκαπηνός, με τις ευλογίες φυσικά του πατέρα τους (ο πρώτος ευτυχώς ήταν κιόλας οκτώ χρόνια πεθαμένος). Όσο για τον Βενιαμίν του, τον Θεοφύλακτο, δεκαεξάχρονο σχεδόν παιδαρέλι στέφθηκε πατριάρχης, μόλο που τα επιτηδεύματά του, εκτός από την ηλικία του, μόνο για κληρικό και μάλιστα ανώτερο δεν ήταν πρέποντα, κι ο νόθος του πάλι ο ευνούχος Βασίλειος, που τον είχε αποκτήσει με μια δούλη Σκύθισσα, σκαρφάλωσε στην αυλική ιεραρχία, μια που δε μπορούσε ν’ ανταγωνιστεί τους ετεροθαλείς αρτιμελείς αδελφούς του. Και τώρα απαιτούσε ο παμπόνηρος γέροντας να δώσουν και το όνομά του στον νεογέννητο πρίγκιπα - φως φανάρι ότι γύρευε να φτιάξει μια δική του δυναστεία-, ενώ ο ίδιος ο Κωνσταντίνος, τουλάχιστον, τόσο πολύ ποθούσε να αναστήσει ξανά στον θεόσταλτο γιο τον γεννήτορά του…

«Υπομονή» έλεγε μέσα του σφίγγοντας τα δόντια. «Δωσ’ μου υπομονή, Κύριε, υπομονή και δύναμη για ν’ αποδιώξω κάποτε τον γέρο-Ρωμανό και τους υιούς του, και να πάρω πίσω για τον εαυτό μου το πατρικό αξίωμα, που τώρα το καρπώνονται αχόρταγα, όπως οι σκύλοι αν τους ρίξει ο αφέντης νόστιμο μαγειρεμένο κρέας… Εγώ ο ανόητος φταίω που τους τάισα, κι όσοι με πείσανε πως είναι το συμφέρον μου…»




Ο Ρωμανός καταγόταν από το χωριό Λακαπή, στα βάθη της Καππαδοκίας, ήτανε γιος του διακεκριμένου στρατηγού Θεοφύλακτου Αβαστάκτου και είχε διατελέσει διοικητής του ναυτικού θέματος της Σάμου, πριν γίνει τελικά δρουγγάριος του πλωίμου, ναύαρχος δηλαδή του μητροπολιτικού στόλου της Βασιλεύουσας. Όταν το 912 πέθανε ο Λέων ο Έκτος και τον επόμενο χρόνο τον ακολούθησε στον τάφο ο αδελφός του ο Αλέξανδρος, την εξουσία απέμειναν ν’ ασκούν στη θέση του οκτάχρονου ακόμα Κωνσταντίνου η μάνα του κι οι βασιλικοί επίτροποι, επτά τον αριθμό, με επικεφαλής τον πατριάρχη Νικόλαο Μυστικό, που ήταν όμως αντιπαθής στο περιβάλλον της βασιλομήτορος και των οπαδών του προκατόχου του Ευθυμίου, καθώς ο Μυστικός είχε αντιπαρατεθεί πρώτος και με πολύ οξύ τρόπο στη βούληση του Λέοντα να παντρευτεί τη Ζωή. Η μια πλευρά υπέβλεπε την άλλη, και τα πράγματα του Βυζαντίου βρίσκονταν σε αναταραχή, την οποία εκμεταλλεύτηκε ο Βούλγαρος χάνος Συμεών για να εξαπολύσει διαρκείς επιθέσεις ενάντια στην αυτοκρατορία, με αποτέλεσμα λίγα χρόνια μετά να κινδυνέψει σοβαρά κι η ίδια η Βασιλεύουσα.

Ο Κωνσταντίνος είχε έναν ικανό παιδαγωγό, τον Θεόδωρο, ο οποίος, βλέποντας τη δύναμη του ναύαρχου Λεκαπηνού, ορμηνευμένος από τον πατριάρχη Νικόλαο τον πλησίασε και του πρότεινε να αναλάβει ρόλο συμβούλου και προστάτη για τον ανήλικο βασιλιά, πρόταση που εκείνος αποδέχτηκε σχεδόν αμέσως. Και ναι μεν ο Θεόδωρος θεωρούσε πως ενήργησε σωστά, ο Λεκαπηνός όμως έτριβε τα χέρια του, οραματιζόμενος την ώρα και τη στιγμή που θα καθόταν στον θρόνο της Ρωμανίας. Ήδη η δυναστεία, με το τεταρτογαμικό ζήτημα του Λέοντα και την αναστάτωση που αυτό προξένησε, συν τους αλλεπάλληλους εξαντλητικούς πολέμους με το Βουλγαρικό βασίλειο, είχε δεχτεί ισχυρό κλονισμό στο κύρος της, και η εμπιστοσύνη του λαού προς αυτήν κάθε άλλο παρά μεγάλη ήταν. Το στέμμα είχε πολλές πιθανότητες να πέσει σαν ώριμο φρούτο στις χούφτες του μεσήλικα δεινού ναυάρχου, και εκείνος το ορεγότανε και του τρέχανε τα σάλια…

Έτσι, ανήμερα του Ευαγγελισμού το 919, ο Ρωμανός, αφού κατέπλευσε με τον στόλο σε απαρτία στο λιμένα του Βουκολέοντος, εμφανίστηκε ενώπιον του δεκατετράχρονου Πορφυρογεννήτου στο Ιερό Παλάτιο, τον προσκύνησε με όλο το σχήμα της ευσέβειας που μπορούσε να ενδυθεί και του ορκίστηκε απόλυτη πίστη και υποταγή. Ο Κωνσταντίνος τον κοιτούσε αμίλητος, καρφωμένος στη θέση του, ντυμένος τη δαλματική, τον πορφυρό χιτώνα και το στέμμα, που φάνταζαν τώρα ξένα και τεράστια στο εφηβικό κορμί του. Κείνη την ώρα δεν ήταν παρά ένα μικρό κι αδύναμο παιδί, που το μυαλό του δε μπορούσε καν να φανταστεί τι έκρυβε στα άδυτα του δικού του ο Λεκαπηνός, όμως κάτι μέσα του τού φώναζε πως δε θα ’χε καλά ξεμπερδέματα μαζί του, όσο κι αν ο Θεόδωρος του μιλούσε συνέχεια και του έλεγε ότι ο έμπειρος ναύαρχος ήταν η καλύτερη εγγύηση για να διατηρήσει τη βασιλεία του, τόσο νέος και άπειρος όντας ο ίδιος. Με πολλή λοιπόν απροθυμία και περισσή αμηχανία δέχτηκε τον Ρωμανό, ενώ η βασίλισσα Ζωή δίπλα στο γιο της καρδιοχτυπούσε κι έτρεμε για τη δική της θέση, γιατί είχε ψυλλιαστεί ότι τούτη η κίνηση μπορεί να ήταν δουλειά του τραγόπαπα του Νικόλαου. Και δεν είχε άδικο: τον Αύγουστο του άλλου έτους, ο Ρωμανός διέταξε να τη συλλάβουν και να την κλείσουν σε μοναστήρι, με την κατηγορία φυσικά ότι σχεδίαζε μαζί μ’ άλλους πολλούς αξιωματούχους να τον σκοτώσουν. Κι έτσι, τα όμορφα μαύρα μάτια της αυτοκράτειρας χάθηκαν για πάντα από προσώπου γης, κι η καρδιά του Κωνσταντίνου μάτωσε βλέποντάς την ντυμένη τα ράσα, κουρεμένη, να κλαίει σιγά και να μαραίνεται το πρόσωπό της. Μα θυμόταν μια παραγγελιά, μια ικεσία που του έκανε, καθώς τον αγκάλιαζε στερνή φορά:

«Γιε μου, παλικάρι μου, μην τον αφήσεις ατιμώρητο… Εκδικήσου τον, τον άθλιο, που σε χωρίζει από μένα και θέλει να σου αρπάξει την κληρονομιά του πατέρα σου… Γιατί αυτό θα γίνει, το βλέπω, το βλέπω και στενάζει η ψυχή μου για σένα, αγόρι μου, παιδάκι μου, ήλιε μου και φως μου!..»

Κι όντως, ο Λεκαπηνός μεθοδευμένα μες σε λιγότερο από δυο χρόνια έφτασε στην κορυφή. Διορίστηκε πρώτα μάγιστρος, έπειτα μέγας εταιρειάρχης[1], ανακηρύχτηκε κατόπιν καίσαρας και τελικά λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 920 στέφθηκε συναυτοκράτορας από τον ίδιο τον Κωνσταντίνο, που με το ζόρι σχεδόν του απόθεσε το στέμμα στο κεφάλι, ενώ τα Φώτα έστεψε τη γυναίκα του τη Θεοδώρα (η οποία πέθανε μόλις τον αμέσως επόμενο χρόνο), τον Μάρτη έκανε συμβασιλέα τον κανακάρη του τον Χριστόφορο και στη συνέχεια τους άλλους δύο μεγαλύτερους γιους του. Είχε ρυθμίσει και το ζήτημα της τεταρτογαμίας του Λέοντα με σύνοδο, έτσι ώστε να ικανοποιεί τον πατριάρχη Νικόλαο, και εδραίωσε με όλους αυτούς τους τρόπους σιγά – σιγά την εξουσία του σε ατσαλένια, όπως νόμιζε, θεμέλια, φροντίζοντας να βάλει και τον νεαρό βασιλιά τελευταίον απ’ όλους στην ιεραρχία.

Το μόνο θετικό που μπορούσε να πει ο Κωνσταντίνος ότι αποκόμισε πάντως απ’ τον πεθερό του ήταν η γυναίκα του. Αμέσως με το που βολεύτηκε ο Ρωμανός ο πρεσβύτερος στο πλάι του, έσπευσε να τον νυμφεύσει με την Ελένη, που τότε ήταν μονάχα εννιά χρονώ παιδούλα, αλλά ακτινοβολούσε χάρη κι ομορφιά που όσο μεγάλωνε αυξανόταν, κι έλαβε τον τίτλο του βασιλεοπάτορος από τον γαμπρό του. Όσο όμως αντιπαθούσε τον πατέρα της, τόσο πολύ συμπάθησε ο Κωνσταντίνος τη μικρή μνηστή του, κι αργότερα την ερωτεύτηκε κι όταν έφτασε ο καιρός έγινε άντρας της με όλο του το είναι. Μα κι η Ελένη τον αγάπησε πολύ, στεκόταν δίπλα του σε κάθε τι ισάξια χάρη στη θαυμαστή ευφυΐα της και με την αγάπη της του χάρισε έξι δροσερά βλαστάρια, χώρια τον πρόωρα χαμένο Λέοντα: δηλαδή, τις τρεις μεγαλύτερες πριγκίπισσες, τον Ρωμανό και στο κατόπι του δύο ακόμα κόρες, την Άννα και την Αγάθη, που ο μικρός πρίγκιπας τη λάτρεψε πιο πολύ απ’ όλες τις άλλες αδελφές του.

Μπορεί ο Κωνσταντίνος να αντιπαθούσε τον γέροντα Ρωμανό, οι πιο ταπεινοί υπήκοοί του όμως σίγουρα τον εκτίμησαν απεριόριστα. Κατ’ αρχάς, συνήψε ειρήνη με τον Συμεών τερματίζοντας προσώρας τις βυζαντινοβουλγαρικές συγκρούσεις, τις τόσο επιζήμιες και για τους δυο λαούς – στα χαρτιά τουλάχιστον, διότι ο Βούλγαρος ηγεμόνας εξακολουθούσε ως τον θάνατό του ν’ απαιτεί να του δοθεί η προσωνυμία «βασιλεύς Ρωμαίων και Βουλγάρων», πράγμα αδιανόητο για τους πρώτους – και με τον διάδοχό του τον Πέτρο τη σφράγισε με επιγαμία, δίνοντάς του για γυναίκα την εγγονή του τη Μαρία, κόρη του Χριστόφορου. Δεύτερον και σημαντικότερο, πήρε στιβαρά νομικά μέτρα για την προστασία των μικροκαλλιεργητών, που εξαθλιωμένοι καταπιέζονταν από τους Δυνατούς και εξευτελίζονταν συχνά πουλώντας τους για ψίχουλα τη γη τους, πράγμα που το επιδείνωσε κατά πολύ ο κακός χειμώνας του 927/8 και η πείνα με τον λοιμό μαζί που αυτός προκάλεσε – η Περί προτιμήσεως Νεαρά[2] του 922 θα έμενε στους αιώνες σύμβολο φιλάνθρωπης αυτοκρατορικής συμπεριφοράς. Και τρίτον, πολέμησε αποτελεσματικά τους Άραβες και τους πειρατές που λυμαίνονταν το Αιγαίο, καθώς και επιδρομές των Ρώσων, με τη συνδρομή κυρίως του Αρμένιου στρατηγού Ιωάννη Κουρκούα, απ’ τη φαμίλια του οποίου επρόκειτο να προέλθει ένας άλλος λαοφίλητος αυτοκράτορας.

Αλλά ας γυρίσουμε εμείς τώρα στον συνονόματο εγγονό του Λεκαπηνού, τον οποίο, αν και πήρε το όνομα του πεθερού του, ο βασιλιάς πατέρας του καθόλου λιγότερο δεν τον αγάπησε λόγω αυτού του πράγματος, το εντελώς αντίθετο μάλιστα. Τον πονούσε πολύ το γιο του, έτρεμε κάθε ώρα και στιγμή σαν ήτανε μωρό μην πάθει τίποτα και τον χάσουνε όπως τον αδελφό του, και είχε παρακαλέσει τους ιερείς της Αγια-Σοφιάς, της Αγίας Ειρήνης κι όλων των άλλων ναών της Βασιλεύουσας να κάνουν ειδικές δεήσεις για τον μικρό πρίγκιπα. Ο Ρωμανός ο νεώτερος, όμως, παρά την ανησυχία του κύρη του, ήταν ένα υγιέστατο αγοράκι, που όσο ξεπεταγόταν άρχιζε να γίνεται όλο και πιο όμορφο και εύρωστο. Τον αγαπούσαν οι μεγάλες αδελφές του και τον έβαζαν μαζί τους στα κοριτσίστικα παιχνίδια τους, τον είχε αδυναμία η μάνα του και πάντα του ’κανε όλα τα χατίρια. Ακόμα κι οι κάθε λογής θεραπαινίδες, οι πατρικίες, οι κουβικουλαρέες κι οι άλλες σύζυγοι αξιωματούχων που περιστοίχιζαν την αυτοκράτειρα συμπαθούσαν πολύ το νήπιο, με τις πιο σημαίνουσες να έχουν ήδη στο πίσω μέρος του μυαλού τους πιθανό μελλοντικό προξενιό, εφόσον είχαν κόρη στην ηλικία του Ρωμανού ή επρόκειτο να αποκτήσουν. Ωστόσο, ο συνονόματος αυτοκράτορας παππούς του είχε πιο μεγάλα σχέδια για τον εγγονό του.

Στα πέντε του μόλις έτη, τον Σεπτέμβρη του 944, τον αρραβώνιασε με τη Βέρθα, τη νόθα κόρη του βασιλιά της Ιταλίας Ούγου από την Προβηγκία, τον οποίο είχε βοηθήσει πιο πριν να καταπολεμήσει τους Άραβες που λεηλατούσαν τις ακτές της χώρας του. Χαρά μεγάλη και πανήγυρη είχε γίνει, όταν έφτασε στην Κωνσταντινούπολη η μικρή δέσποινα. Ο Λεκαπηνός την υποδέχτηκε χαμογελαστός και την αγκάλιασε με πατρικό σπλάχνος, ενώ ο Ρωμανός στεκότανε στο πλάι του και την παρατηρούσε, κι η Βέρθα μόλις τον κοίταξε χαμήλωσε με συστολή το παιδικό της κεφαλάκι. Γιατί παιδί ήταν κι εκείνη, ένα κοριτσάκι λίγο μεγαλύτερο απ’ τον ίδιο, με πρόσωπο άσπρο και ρόδινο, αγγελικό, που το πλαισίωναν πυρρόξανθα σγουρά μαλλιά. Τη βάφτισαν ορθόδοξη ως Ευδοκία, κι ύστερα τελέστηκε η σπόνζα[3] με κάθε μεγαλοπρέπεια. Απορημένος κοιτούσε ο μικρός διάδοχος τα χρυσά δαχτυλίδια που τους πέρασε στα τρυφερά χεράκια τους ο πατριάρχης θείος του, τους γονείς του που περήφανοι και συγκινημένοι έστεκαν πλάι του ντυμένοι τα πιο εκλεκτά αποθέματα του αυτοκρατορικού βεστιαρίου, τον υψηλό κόσμο της Αυλής τριγύρω τους που χαμογέλαγε πλατιά ή μειδιούσε με διάκριση, και το μυαλουδάκι του αδυνατούσε να συλλάβει τη σπουδαιότητα του γεγονότος στο οποίο συμμετείχε. Τη συμπαθούσε πάντως τη Βέρθα, αν κι οι κουβέντες που αντάλλασσαν ήταν λιγοστές, καθώς την κρατούσαν κλεισμένη στον γυναικωνίτη, πλάι στα δώματα της μητέρας του. Και θα μπορούσε ίσως μεγαλώνοντας να την αγαπήσει, γιατί ήταν όμορφη και με καλή ψυχή η μικρή πριγκίπισσα. Μα δεν πρόλαβαν ποτέ να γίνουν σύζυγοι πραγματικοί τα δυο βασιλοπαίδια. Κακιά αρρώστια πρόσβαλε μετά από πέντε ενιαυτούς τη μνηστή του και την έστειλε στον τάφο, κι ο δεκάχρονος Ρωμανός θυμόταν πώς θρήνησε όλο το Παλάτι τον χαμό της, ενώ εκείνος κουρνιασμένος στην αγκαλιά της μεγάλης του αδελφούλας, της Ζωής, έβρεχε τον κόρφο της με δάκρυα πικρά και παραπονεμένα…

Στο μεταξύ, ο Κωνσταντίνος είχε γίνει μονοκράτορας, αφού όπως το ευχόταν έβγαλε απ’ τη μέση τον πεθερό και τους γυναικαδέλφους του. Και να πώς συνέβη αυτό: Ο γέροντας Ρωμανός, ήδη δυο χρόνια πριν τον αρραβώνα του εγγονού του, είχε εμπλακεί σε ραδιουργίες, και χειροτέρεψε τη θέση του καθαιρώντας τον Ιωάννη Κουρκούα. Ο κύκλος του Κωνσταντίνου, τότε, με μπροστάρηδες μέλη της σημαίνουσας οικογένειας των Φωκάδων από τη Μικρά Ασία, αποφάσισε να δράσει για να τους κάνει όλους πέρα, πατέρα και γιους, που είχαν καταχραστεί την εξουσία. Άλλωστε κι ο ίδιος ο Κωνσταντίνος είχε φτάσει πια στα όρια της υπομονής του, κόντευε τα σαράντα και οι δυόμισι δεκαετίες που βρισκόταν κάτω από τη σκιά τους του ’χανε γίνει βραχνάς, ογκόλιθος στο πλατύ του στέρνο. Από τους τρεις συμβασιλείς υιούς Λεκαπηνούς ζούσανε τότε ο Στέφανος κι ο Κωνσταντίνος, ο Χριστόφορος όπως είπαμε είχε αποδημήσει εις Κύριον. Ο δεύτερος είχε σύνεση και ήξερε πως αν εξέλιπε ο πατέρας τους, αυτοί τα ’χαναν όλα, όμως ο πρώτος ήταν κοκορόμυαλος κι επιπόλαιος. Έτσι δεν ήταν καθόλου δύσκολο για τον αρχηγό του τάγματος της εταιρείας Βασίλειο Πετεινό, έναν από τους υπέρμαχους της ανατροπής του Ρωμανού, να πλησιάσει τον γιο του καθ’ υπόδειξη του Πορφυρογέννητου, να του παραστήσει τον φίλο και να του πιπιλίσει το αχυρένιο του μυαλό με κολακείες, ότι πώς ανέχεται να βλέπει αυτό το γέρικο κεφάλι τον πατέρα του να κυβερνάει και το κράτος να κρέμεται από μια φθαρμένη κλωστή, ενώ εκείνος με τα νιάτα και την ανδρεία του μπορούσε να κάνει κουμάντο πολύ καλύτερα… Πείστηκε λοιπόν ο Στέφανος, φούντωσε μέσα του η αλαζονεία, κι όσο κι αν τον συμβούλευε ο αδελφός του να κάτσει ήσυχα, αυτός κώφευε. Τελικά, τον Δεκέμβρη του 944, συνέλαβε τον πατέρα του και τον εξόρισε στη νήσο Πρώτη, όπου πικραμένος ο γέροντας Ρωμανός κάτω από το μοναχικό ράσο, αλλά και με μια ικανοποίηση για το κατοπινό πάθημα των γιων του, έμελλε να πεθάνει τέσσερα χρόνια αργότερα. Διότι οι δυο αδελφοί, ας ήταν ο ένας άφταιχτος σχεδόν, πλήρωσαν με τη δική τους ανατροπή από τον γαμπρό τους, με την παρότρυνση της Ελένης που ασκούσε μεγάλη επιρροή επάνω του κι ήθελε πια να απαλλαγούν τελείως απ’ τα αδέλφια της. Ενώ τρώγανε λοιπόν ανυποψίαστοι στην τράπεζα το δείπνο τους, βράδυ της 27ης Γενάρη 945, εισέβαλαν καμιά δεκαριά φρουροί και τους αιφνιδίασαν, τους έδεσαν πισθάγκωνα και οδηγήθηκαν κατόπιν στην εξορία στα Πριγκιπόννησα, όπου τους υποχρέωσαν να γίνουν κληρικοί. Κατόπιν, τον Στέφανο τον έστειλαν στη Ρόδο, για να καταλήξει τελικά στη Λέσβο, στην οποία έζησε δεκαεννέα χρόνους και τελεύτησε ειρηνικά, ενώ ο αδελφός του, που τον απομόνωσαν έπειτα στη Σαμοθράκη, βρήκε τον θάνατο από τους φύλακές του, όταν επιχείρησε δυο χρόνια αργότερα να αποδράσει.

Έχοντας ξεμπερδέψει με τους Λεκαπηνούς, ο Κωνσταντίνος ήταν πλέον ελεύθερος ν’ ασκήσει τη δικαιωματική εξουσία του. Και για να τη στεριώσει ακόμα περισσότερο, έστεψε το ίδιο Πάσχα συμβασιλέα τον αγαπημένο του μοναχογιό στο πλάι του, βάζοντάς του ο ίδιος με περηφάνια το στέμμα στο κεφαλάκι του. «Υιέ μου Ρωμανέ, πολλά τα έτη σου! Να βασιλέψεις άξια κι εσύ όταν έρθει η ώρα σου, και να δώσει ο Θεός να με ξεπεράσεις στη λαμπρότητα των έργων σου!» του ευχήθηκε συγκινημένος κι ο μικρός πρίγκιπας, παρά το ότι το ένιωθε βαρύ και σφιχτό το πολύτιμο διάδημα, στεκόταν σοβαρός σαν τους μεγάλους κι εκείνη τη στιγμή χαμογέλασε πρόθυμα στον πατέρα του, που του σφράγισε με ένα φιλί το τρυφερό του μέτωπο. Μόνο κατόπιν γκρίνιαξε κλαψουρίζοντας ο έρμος στην Ελένη, «δε θέλω να ’μαι βασιλιάς, μανούλα, με πονεί η κορώνα…», κι η βασίλισσα τού ανακάτωσε στοργικά τα σταρόχρωμα μαλλάκια του, χαμογελώντας με συμπάθεια και μ’ έναν στεναγμό κρυφό…




Του χρόνου το ροδάνι έκανε κάμποσους κύκλους έκτοτε. Ο Κωνσταντίνος κυβερνούσε συνετά το κράτος, με αρκετή πυγμή και συνεργάτες ικανούς. Διόρισε για παράδειγμα τον Βάρδα Φωκά μάγιστρο και δομέστικο των σχολών της Ανατολής, τους δύο γιους του Νικηφόρο και Λέοντα στρατηγούς του θέματος των Ανατολικών και της Καππαδοκίας αντίστοιχα, έκανε πραιπόζιτο τον Ιωσήφ Βρίγγα, ενώ τον νόθο αδελφό της γυναίκας του τον ευνούχο Βασίλειο, που εκ των πραγμάτων δεν αναμείχτηκε στην εξουσία των άλλων Λεκαπηνών και δεν τον θεωρούσε μάλλον επικίνδυνο, τον προβίβασε σε παρακοιμώμενό του. Πάνω απ’ όλα, ίσως, ήταν ένας μαικήνας των τεχνών και των επιστημών ο Πορφυρογέννητος, περισσότερο απ’ όλους τους Μακεδόνες, και είχε στο πλάι του ολόκληρο επιτελείο με τη βοήθεια του οποίου συνέγραφε φιλόδοξα έργα. Αγαπούσε και τα συμπόσια και τις εορτές, που φρόντιζε να τις διοργανώνει με κάθε επισημότητα, επιστρατεύοντας τους μάγειρους του Παλατιού και τους τραπεζοκόμους να ετοιμάζουν πλούσια εδέσματα και τους πιγκέρνηδες, τους οινοχόους δηλαδή, για να ρέει άφθονο το χιώτικο γλυκό κρασί. Παρ’ όλα αυτά, δεν έμεινε ένας νωθρός γλεντοκόπος, χωμένος στις περγαμηνές και στα κανίκλεια[4] του. Σπλαχνιζόταν τους υπηκόους του σαν να ’τανε παιδιά δικά του, έδειξε μέριμνα επίσημη για αυτούς, για τους φτωχούς αγρότες ιδίως και τους μικροκαλλιεργητές στρατιώτες που αποτελούσαν τη μαγιά του βυζαντινού στρατού. Κι ευσεβής ήταν πολύ ο αυτοκράτορας· κάθε Μεγάλη Πέμπτη, όπως το πρόσταζε το έθιμο, έφερνε στο Παλάτι δώδεκα πληβείους, τους έπλενε σαν τον Χριστό τα πόδια και τους χάριζε κάτι απ’ το περίσσευμά του, έκανε γενναίες δωρεές κι αναθήματα στην Εκκλησία. Κι αν δεν κατάφερε στα χρόνια του να νικήσει τους Άραβες στην Κρήτη, διότι μπήκε επικεφαλής του στόλου ο ανίκανος Γογγύλης, όμως στην Ανατολή και τις κατωιταλικές τους κτήσεις η αντεπίθεση των Ρωμαίων έμελλε να τελεσφορήσει, όπως κι η μάχη τους κατά των Ούγγρων.

Ο Ρωμανός στο μεταξύ είχε γίνει παλικαράκι. Το κορμί του, κάπως πρώιμα ανεπτυγμένο, που έριχνε μπόι κι έδενε, του άρεσε να το γυμνάζει στους κήπους του Παλατιού, και να δυναμώνει τα χέρια του τεντώνοντας τις χορδές των τόξων, μιας και ονειρευόταν να γίνει κάποτε δεινός κυνηγός. Άλλοτε πάλι πήγαινε και παρακολουθούσε τους άρχοντες που διαγωνίζονταν στο νέο Τζυκανιστήριο[5], το οποίο είχε χτίσει ο προπάππους του Βασίλειος ο Μακεδόνας δίπλα στη Νέα Εκκλησία του, κι η πεθυμιά να δοκιμάσει τον εαυτό του στο παιχνίδι φούντωνε διαρκώς μέσα του.

«Ε, αυθέντες μου!» φώναξε μια φορά, που ένιωσε πως δε μπορούσε να περιμένει άλλο. «Υπάρχει τόπος και για μένα, να μπω ν’ αγωνιστώ μαζί σας;»

Κοιτάχτηκαν απορημένοι μεταξύ τους όσοι απ’ τους παίκτες δεν τον ήξεραν, σταματώντας το παιχνίδι τους, ενοχλημένοι ίσως από την παρουσία του. «Ποιο είναι αυτό το παιδάριο;» μουρμούρισαν, όχι όμως τόσο σιγανά ώστε να μην τους ακούσει εκείνο, που έσπευσε να απαντήσει με στόμφο, ορθώνοντας πεισματικά το ήδη κυπαρισσένιο του ανάστημα:

«Ο πρίγκιπας Ρωμανός είμαι, αν θέλετε να μάθετε! Και απαιτώ να μ’ αφήσετε να συναγωνιστώ μαζί σας στο τζυκάνιο!»

Στα λόγια αυτά, άλλοι ζαρώσανε θαρρείς σαν σκιαγμένοι, αφού μπροστά τους είχανε το γιο του βασιλέα τους, άλλοι πάλι που τον γνώριζαν χαμογέλασαν συμπαθητικά, άλλοι ίσως και λίγο περιπαικτικά. «Να έρθεις, πρίγκιπά μου, τιμή μας θα είναι να σε συναγωνιστούμε» τον προσκάλεσε τελικά ένας απ’ αυτούς, ο Ματθαίος ο πρωτοστράτορας[6], στον οποίο κοντά ο Ρωμανός μαθήτευε πώς να ιππεύει. Μπήκε θαρρετά το αγόρι στο στάδιο, καβαλίκεψε ένα ελεύθερο άτι, άδραξε στο χέρι του το κοντάρι με το δίχτυ και έδωσε μια γερή σπρωξιά μ’ αυτό στο δερματένιο τόπι, που κατέληξε αμέσως στην απέναντι εστία. Στην αρχή δεν το πίστευε, συγκλονίστηκε κι ο ίδιος με το κατόρθωμά του, κι έμεινε άλαλος να κοιτά ίσα πέρα, το βλέμμα του καρφωμένο στην τροχιά που διέγραψε η μπάλα, με τους άλλους να έχουνε μείνει επίσης ενεοί τριγύρω, για διαφορετικό όμως λόγο.

«Μας νίκησε ένας πρωτάρης, ένας νιότερος! Τον Ματθαίο τον πρωτοστράτορα, που είναι απ’ τους καλύτερους στο άθλημα…» ψέλλιζαν, με κάποιο θαυμασμό αλλά και ζήλεια πολλή ταυτόχρονα, ίσως και ενδόμυχο θυμό. Ο αξιωματούχος, όμως, περήφανος κατά βάθος για τον νεαρό δεσπότη του, έκραξε:

«Εύγε, Ρωμανέ! Είσαι άξιος να συναγωνιστείς όλους μας, ακόμα και τους πλέον δεινότερους, γιατί ο Θεός σε κραταιώνει! Πολλά τα έτη σου!»

Και τον προσκύνησε βγάζοντας το κεφαλοκάλυμμά του. Ο Ρωμανός, ροδοκοκκινισμένος από την έξαψη της αναπάντεχης νίκης, με τα ατλάζια των ματιών του να γυαλίζουν, σαν τα νερά του Βοσπόρου που λαμπύριζαν παραδίπλα κάτω απ’ το φως του ήλιου, ένιωθε τούτη τη στιγμή τεράστιος, σπουδαίος, κι όπως κυμάτιζαν τα μαλλιά του στο φύσημα του αέρα, έμοιαζε λες με αρχαίο Έλληνα θεό ή ημίθεο, σκαλισμένο στο μάρμαρο από χέρι μερακλή γλύπτη. Και λίγο πιο κει, μια μυστήρια φιγούρα τον παρατηρούσε αθέατη και μειδιούσε αινιγματικά…

Ήταν αυτός ο Ιωάννης Χοιρινάς, λειτουργός του Θεού στο σχήμα, μα στην πράξη ένας αμετανόητος θεράποντας των ηδονών. Κανείς δεν ήξερε πώς βρέθηκε στον κλήρο, ούτε την ακόλαστη ζωή που έκανε έξω από το ναό και το θυσιαστήριο. Η γαστέρα του ήταν πίθος απύθμενος, όσο δε για το υπογάστριό του, μόνο με τις επιταγές της θρησκείας δε συμμορφωνόταν. Και τα μικρά, τσακίρικα μάτια του, που ’χανε όμως την οξυδέρκεια του αετού, εξέτασαν κείνη τη στιγμή απ’ την κορφή ως τα νύχια τον διάδοχο, και το πονηρό μυαλό του αποφάνθηκε πως ήταν φτιαγμένος για τις ηδονές της σάρκας, στις οποίες δεν υπήρχε καταλληλότερος απ’ αυτόν να τον μυήσει. Έτσι, τον πλεύρισε σιγά – σιγά, με κουβέντες ευγενικές και χειρονομίες, και κατάφερε να κερδίσει τη συμπάθειά του. Τον κέντρισε τον Ρωμανό αυτός ο περίεργος τύπος, που δεν του γέμιζε το μάτι για ιερέας, και το ζέον αίμα της εφηβείας του βουλότανε να μάθει τι έκρυβε. Την ψυχανεμίστηκε ο πανούργος Χοιρινάς λοιπόν τη διάθεσή του κι ένα βράδυ τον κάλεσε να ’ρθει στο οίκημά του. Πήγε ο νεαρός πρίγκιπας, κουκουλωμένος για να μην τον πάρει κανείς χαμπάρι, και ο Ιωάννης τον υποδέχτηκε με την πάγια φιλική του έκφραση.

«Καλώς τον. Κάτσε, μη στέκεσαι όρθιος» του πρότεινε, κι ο ίδιος άναψε ένα κερί και κατευθύνθηκε προς μια άκρη της κάμαρης. Ο Ρωμανός περιεργαζόταν τον χώρο με έκδηλη απορία στο πρόσωπό του. Πού ήταν τα λειτουργικά βιβλία και τα άλλα σύνεργα της ιερατικής; Το μόνο που διέκρινε καθαρά μες στο μισοσκόταδο ήταν ένα βαρέλι ακουμπισμένο στον τοίχο, απ’ το οποίο ο Ιωάννης μάλλον γέμιζε τώρα ένα καυκί, άκουγε υγρό να χοχλακίζει…

«Απόψε, νεαρέ, θα σου μάθω τις χαρές του οίνου» είπε εκείνος, κι όπως είχε μαντέψει το παιδί, του έβαλε μπροστά του μια κούπα, γεμάτη ως τη μέση.

«Τι είναι αυτό;» έκανε, ρίχνοντας το βλέμμα μια στον Χοιρινά και μια στο ποτό που του προσέφερε.

«Κρασί, Ρωμανέ! Μη μου πεις ότι δεν έχεις ξαναγευτεί ποτέ σου! Χιώτικο μάλιστα, το εκλεκτό, που πίνει κι ο πατέρας σου…»

«Δεν έτυχε… Δε μ’ άφησε ποτέ, είμαι μικρός, λέει, ακόμα…»

«Ανοησίες. Άντρας είσαι σχεδόν, κι οι άνδρες που ξέρουνε να ζουν πρέπει να τιμούνε δεόντως το γέννημα της αμπέλου…»

«Μου λες δηλαδή να πιω;» τον ρώτησε διστακτικά ο Ρωμανός, αγγίζοντας με τα ακροδάχτυλά του το μουχρούτι.

«Και βέβαια να πιεις! Με την πρώτη γουλιά θα με θυμηθείς, πρίγκιπα, το κρασί θερμαίνει τα σωθικά, αλαφρώνει το πνεύμα και κάνει πέρα όλες τις έγνοιες…»

Πεπεισμένο πια το αγόρι, πήρε απ’ το χέρι του Ιωάννη την κούπα, την έφερε στα χείλη του και την έγειρε ώσπου να φτάσει ο διονυσιακός χυμός στο στόμα του. Πράγματι, η πρώτη γουλιά κατέβηκε σαν φλόγα θερμή μέσα του, του πύρωσε τον φάρυγγα κι έκανε τα μάτια του να τσούξουν, όμως εκείνος δε σκιάχτηκε.

«Είναι… πολύ καλό…» άρθρωσε, μόλις η γλυκιά επίγευση άρχισε να κατακάθεται στη γλώσσα του.

«Είδες λοιπόν που είχα δίκιο;» του έκλεισε το μάτι ο Χοιρινάς. «Κι όχι μόνο εγώ, μα κι οι Έλληνες που το κρασί το λάτρευαν σαν θεό…»

«Είχες, είχες» συμφώνησε βιαστικά ο Ρωμανός, και με πιο πολύ θάρρος τώρα κατέβασε και δεύτερη γουλιά, και τρίτη, τέταρτη, πέμπτη, έκτη…

«Μ’ άρεσε, φέρε κι άλλο» πρόσταξε ύστερα άσκεφτα τον μεγαλύτερο άντρα, μόλις ο καύκος του άδειασε, εκείνος όμως τον συγκράτησε:

«Φτάνει, μικρέ, για απόψε. Δεν είναι νερό το κρασί, θα μεθύσεις… Την άλλη φορά που θα ξέρεις, θα σου δώσω κι αυτό και περισσότερο, και κάτι άλλο ακόμα…»

Το κάτι άλλο, που υποσχέθηκε ο Χοιρινάς στον Ρωμανό, δε χρειάζεται πολλή επεξήγηση. Έτσι, λίγες βραδιές αργότερα, ντυμένοι κι οι δυο τους λαϊκοί, κίνησαν για το σπίτι της Ευδοκίας, μιας πόρνης που ο ψευτοκληρικός την είχε ερωμένη και την επισκεπτόταν συχνά-πυκνά. Χτύπησε την πόρτα της, και λίγες στιγμές μετά το μάνταλο ξεκλείδωσε και φάνηκε μπροστά τους μια όμορφη, μεστή σε ηλικία και σωματική διάπλαση γυναίκα, ντυμένη ψιλά με λουλακί χιτώνα που άφηνε ξέσκεπο τον έναν ώμο της, τους βοστρύχους της ριγμένους λεύτερα στους ώμους και έντονα μπογιατισμένα τα ματόφυλλά, τις παρειές της και τα χείλια της, που άνοιξαν μαζί με την εξώθυρα του τσαρδιού της και τους μίλησαν μαριόλικα:

«Βρε, καλώς τον Γιαννίτζη μου! Κι έλεγα πως με ξέχασες… Μη βρήκες άλλες συντροφιές, πιο ευχάριστες;»

«Το καλήν εσπέρα του Θεού είναι, Ευδοκία… Πες το κι άσε μου τις γκρίνιες, ακόμα δεν ήρθα!» έκανε πως την αποπαίρνει ο Χοιρινάς, κι εκείνη γέλασε ξάφνου ηχηρά με τη δήλωσή του.

«Αχ, Ιωάννη! Μιλάς εσύ για τον Θεό, που ’χεις πατήσει όλους τους νόμους Του, όσους μπορώ κι εγώ η καψερή να ξέρω; Απορώ γιατί τάχα έγινες παπάς!»

«Για να φέρνω στον δρόμο Του αμαρτωλούς σαν εσένα, καλή μου» της απάντησε εκείνος με νόημα χαμογελώντας λάγνα, ενώ την έπιανε απ’ τη μέση και έγερνε το γενειοφόρο του κεφάλι κοντά στα αρωματισμένα στήθη της.

«Πονηρέ! Κι αντί για αυτό, μας στέλνεις κατευθείαν στον διάβολο!» του τσίμπησε το μάγουλο η Ευδοκία, και τρίφτηκε απάνω του. Τότε το βλέμμα της συνέλαβε τον Ρωμανό, που στεκόταν παραπίσω αμήχανος και με κάποια παιδιάστικη ντροπή, πρώτη φορά αντίκριζε βλέπεις κοινή γυναίκα, και η θωριά της Ευδοκίας έστελνε παράξενα υπόκωφα μηνύματα στον άγουρο ανδρισμό του.

«Τι βλέπω; Έχεις παρέα απόψε, αφέντη μου;» ρώτησε τον Ιωάννη με ενδιαφέρον.

«Κι όχι οποιαδήποτε παρέα, κυρά μου… Τούτος εδώ» - έπιασε το παλικαράκι από τους φαρδιούς του ώμους και το έφερε πιο κοντά της – «είναι ο πρίγκιπάς μας, ο γιος του πολυχρονεμένου μας αυγούστου Κωνσταντίνου, ο Ρωμανός ο νέος... Έφτασε πια τα δεκατέσσερα χρόνια, βλέπεις, και θεώρησα πως είναι ώρα τα διαλεχτά σου τα χέρια να του μάθουνε τον έρωτα και τον πόθο…»

«Κατάλαβα…» αποκρίθηκε μονολεκτικά η Ευδοκία, και με μάτια που σπίθιζαν λάγνα και λίκνισμα φιδιού στα μέλη της πλησίασε τον Ρωμανό.

«Ωραίος είναι ο μικρός μας πρίγκιπας» σχολίασε, χαϊδεύοντάς του ερεθιστικά το πρόσωπο, το ξανθό χνούδι στα μάγουλά του που μόλις είχε αρχίσει να μεταμορφώνεται σ’ απαλό γένι. «Και το στόμα του γλυκό σαν την κερήθρα» πρόσθεσε, αφού άγγιξε με τα ζουμερά κινιασμένα χείλη της τα μισάνοιχτα δικά του. Ξεροκατάπιε ο Ρωμανός, μια βράση των σωθικών πρωτόγνωρη ξεκινούσε από το στήθος του, χυνόταν στο στομάχι του και κατέληγε ακόμα πιο καυτή στην ήβη του, κάνοντας τα αυτιά του να βουίζουν και την ανάσα του να βγαίνει κοφτή και δύσκολη.

«Με συγχωρείς, καλέ μου Ιωάννη. Απόψε προέχει το παιδί…» είπε ξανά, και πιάνοντας τον Ρωμανό από το μπράτσο τον οδήγησε στη μέσα κάμαρη, στο κρεβάτι που κοιμόταν η ίδια και πλάγιαζε με τον Χοιρινά και τους άλλους τυχόν πελάτες της. Κι εκεί, βήμα το βήμα με μαστοριά τον ξεπαρθένεψε, τον έκανε άντρα και του ’δειξε πώς να χειραγωγεί το σώμα το γυναίκειο μέχρι να φτάσει στην κορύφωση…

«Μπορείς να ξαναρθείς όποτε θέλεις, μικρέ μου πρίγκιπα» του ψιθύρισε μετά τη συνουσία, μαλάσσοντας κυκλικά το γυμνό ιδρωμένο στέρνο του ως πάνω την κλείδα του λαιμού, ενώ τα δικά του χέρια ακουμπούσαν ακόμη μουδιασμένα απ’ το ξύπνημα της σάρκας στους τροφαντούς μαστούς της. «Θα χαρώ να σε βάζω γω στην κλίνη μου… Θα γίνεις άντρας ποθητός εσύ, αγόρι μου, Ρωμανός θα λέει κάποτες η συνευνή σου και θα λιώνει, θα σπαρταρά στην αγκαλιά σου, να με θυμηθείς…»

Κολακεύτηκε πολύ ο άγουρος συμβασιλέας μ’ αυτά τα λόγια, φούσκωσε σαν το παγόνι όταν επιδεικνύει τα πλουμιστά φτερά του. Και φυσικά την επισκέφτηκε ξανά την Ευδοκία, και μόνος και με τον Χοιρινά, έχοντας κάνει από πριν προετοιμασία με το νέκταρ του Διονύσου στον τρυφερό οργανισμό του. Κι όσο μεγάλωνε, τόσο πιο πολύ εθιζόταν στην οινοποσία, την άστατη ερωτική ζωή και τις ανέμελες διασκεδάσεις, αν και δεν ήταν καθόλου κακό παιδί κατά βάθος. Λάτρευε και να κυνηγά, πάθος σωστό του είχε γίνει, ειδικά αφότου έβαλε στοίχημα με συνομήλικα αρχοντόπουλα, ποιός θα πιάσει τα περισσότερα ζώα και πτηνά, κι εκείνος βγήκε πρώτος. Λαγούς, ελάφια, πέρδικες, φασιανούς, ορτύκια, αγριογούρουνα, όλα τα τσάκωνε επιδέξια με τα βέλη και τα δίχτυα του το μοσχαναθρεμμένο, αλλά ατρόμητο και ριψοκίνδυνο παλικάρι στα δασωμένα όρη της γειτονικής Μυσίας, γέμιζε μ’ αυτά την τράπεζα του Παλατιού και εισέπραττε το θαυμασμό συντρόφων στη θήρα και μη. «Πρόσεχε, παιδάκι μου, έναν σ’ έχουμε», τον ορμήνευε συνέχεια η Ελένη, μα ο Ρωμανός μες στην ορμή της νιότης του ούτε που την άκουγε. Μάταια συνέγραφε για αυτόν ο προνοητικός Κωνσταντίνος ολόκληρο βιβλίο, με την ελπίδα να τον κάνει διαβάζοντάς το τρανό ηγεμόνα[7], ο πρίγκιπας αποστρεφόταν τέτοια πράγματα, ή τουλάχιστον δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον να ασχοληθεί μαζί τους. Του αρκούσε για να περνάει καλά ένα πλούσιο κυνήγι, μια νίκη στο τζυκάνιο, καλό κρασί να ευφραίνει την ψυχή του και ωραία θηλυκά, έτοιμα ν’ ανάψουν τη φλόγα του άλκιμου κορμιού του, τη λεβεντιά του οποίου ποθούσαν κρυφά πολλά αγνά κορίτσια της αριστοκρατίας και ρίχνανε πάνω του τα μάτια τους λιγωμένα, όταν τύχαινε να τον δουν. Για όλα τ’ άλλα θα μεριμνούσε ο Ύψιστος, και ήλπιζε να δίνει χρόνια στη βασιλεία του πατέρα του και να τα κόβει απ’ τη δική του…










[1] Αρχηγός του τμήματος της βασιλικής φρουράς, της καλούμενης εταιρείας

[2] Η Περί Προτιμήσεως Νεαρά καθόριζε τη σειρά των αγοραστών των αγροτικών κτημάτων των πενήτων, όταν αδυνατούσαν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους και να βιοποριστούν ή απεβίωναν. Βάσει αυτής, μόνο εφόσον γείτονες, συγγενείς και συγχωριανοί δεν ενδιαφέρονταν να τα αγοράσουν, μπορούσαν να περιέλθουν στους μεγάλους γαιοκτήμονες, τους Δυνατούς.

[3] Μνηστεία, αρραβώνας (ιταλ.)



[4] Κανίκλειον= μελανοδοχείο

[5] Το τζυκανιστήριο ήταν στάδιο, όπου λάμβανε χώρα το τζυκάνιο, ένα είδος πόλο το οποίο υιοθετήθηκε από τους Βυζαντινούς από τους Πέρσες. Σύμφωνα με τον Ιωάννη Κίνναμο, το τζυκάνιο παιζόταν από δύο ομάδες έφιππων, εξοπλισμένων με μακριά μπαστούνια στην κορυφή των οποίων υπήρχαν δίχτυα, με τα οποία προσπαθούσαν να σπρώξουν την σε μέγεθος μήλου δερμάτινη σφαίρα προς την εστία της αντίπαλης ομάδος. Το άθλημα ήταν ιδιαιτέρως δημοφιλές μεταξύ των Βυζαντινών ευγενών αλλά και πολλών αυτοκρατόρων.



[6] Αρχι-ιπποκόμος

[7] Πρόκειται για το «Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν» ή «De administrando imperio», όπως έγινε γνωστό στον δυτικό κόσμο.


Λίνα Δώρου