Επικίνδυνες Σκιές (Μέρος 3ο-Κεφάλαιο 7)


ΈΡΑΜΠΟΡΝ
    Η ΆΙΣΛΙΝ ΦΙΛΟΥΣΕ ΤΟΝ ΚΙΛΙΑΝ με τον τρόπο που εκείνος της είχε δείξει. Ήταν σαν να μην είχε αλλάξει τίποτα. Οι αναμνήσεις της δεν είχαν καταφέρει να την επιστρέψουν στην Άισλιν που ήταν κάποτε. Ήταν μια διαφορετική κοπέλα. Το πρόβλημα όμως ήταν πως πλέον ένιωθε πολύ περισσότερα πράγματα για τον Κίλιαν από ότι παλιότερα. Ρίγη διαπερνούσαν όλο της το κορμί και η καρδιά της τράνταζε το σώμα της. Είχαν περάσει μόνο μερικές στιγμές, μα ήταν τόσο έντονες που η Άισλιν ασφυκτιούσε. Αισθάνθηκε ακριβώς όπως και η Σελήνη όταν ο ήλιος της είχε χαρίσει όλο του το φως. Τον έσπρωξε μακριά και τα μάτια του άνοιξαν. Εγκλώβισαν την ματιά της μέσα στο πάθος που ένιωθε, μα μόνο στιγμιαία. Αμέσως μετά το βλέμμα του έγινε πιο αδιάφορο. Τα μάτια του ταξίδεψαν στο σκοτάδι που τους τύλιγε ενώ σκεφτόταν.
«Συγνώμη που σε έφερα σε δύσκολη θέση». Της είπε με σκληρή φωνή. Η Άισλιν τον πλησίασε και κοίταξε μέσα στα μάτια του.
«Γιατί τώρα;»
«Δεν ξέρω». Κοίταξε μακριά κάτι που δεν συνήθιζε να κάνει. Η Άισλιν συνέχισε να τον κοιτάζει στα μάτια. «Έλα μαζί μου». Με αυτά τα λόγια την προσπέρασε και ξεκίνησε να βαδίζει μακριά από το φως της λάμπας. Η κοπέλα τον ακολούθησε με γρήγορο βήμα.
    Προχωρούσαν στον άδειο δρόμο, που συχνά φωτιζόταν από λάμπες. Κάποιες φορές ήταν πολύ σκοτεινός, όμως το φως της πανσέληνου τους βοηθούσε. Η Άισλιν κοίταζε την Σελήνη που φωτιζόταν από τον ήλιο και θυμόταν το φιλί. Ήταν εκείνο το φιλί που μένει πάνω στα χείλη σου και δεν μπορείς να πάψεις να το αισθάνεσαι. Δάγκωσε τα χείλη της και χαμογέλασε, κάτι που ο Κίλιαν πρόσεξε. Στο τέλος του δρόμου υπήρχαν δύο πλευρές προς τις οποίες μπορούσαν να κατευθυνθούν. Ο Κίλιαν έστριψε αποφασιστικά δεξιά και η Άισλιν βιάστηκε να τον ακολουθήσει.
«Γιατί λοιπόν με έφερες εδώ;» Τον ρώτησε σε μια προσπάθεια να σπάσει την αμήχανη σιωπή.
«Ήθελα να μάθω γιατί». Η κοπέλα κατάλαβε σε τι αναφερόταν. Ήθελε να ξέρει γιατί είχε επιλέξει να μείνει με τον Ίθαν. Του χαμογέλασε θλιμμένα.
«Γιατί δεν ανήκω εδώ, στην Έραμπορν». Η φωνή της έκλεινε. Αισθανόταν ενοχές που δεν του έλεγε πως μόλις την είχε φιλήσει είχαν επιστρέψει οι αναμνήσεις της. Μα αν του το έλεγε θα παραδεχόταν πόσο δυνατά ήταν τα αισθήματά της για εκείνον. Ο Κίλιαν σταμάτησε να προχωράει και τοποθέτησε τα χέρια του στο πρόσωπό της.
«Γιατί; Επειδή κάνω άσχημα πράγματα; Επειδή ασκώ μαύρη μαγεία;» Περίμενε για μια απάντηση μα ο λαιμός της Άισλιν είχε δεθεί κόμπος. Δεν μπορούσε να του απαντήσει. «Εσύ δεν χρειάζεται να ασκήσεις μαύρη μαγεία». Συνέχισε.
«Κίλιαν απλώς πρέπει να πάω πίσω στη μητέρα μου. Αυτό είναι όλο». Τα μάτια της κοίταξαν επίμονα τη σελήνη όσο τα δικά του φωτίζονταν με αναγνώριση.
«Θυμήθηκες. Πότε;» Η Άισλιν αποφάσισε πως δεν θα του έδινε απάντηση. «Πόσα;» Αυτό ήταν κάτι που μπορούσε να του πει.
«Τα πάντα». Ο Κίλιαν άφησε το πρόσωπό της και συνέχισε να προχωρά αμίλητος και σκεπτικός.
    Ο δρόμος στον οποίο βρίσκονταν ήταν τρεις φορές φαρδύτερος από εκείνον στον οποίο προχωρούσαν νωρίτερα. Επίσης υπήρχαν λάμπες και στις δύο πλευρές του δρόμου, που απείχαν μόνο ένα μέτρο μεταξύ τους. Τα κτήρια στα δεξιά και στα αριστερά ήταν σπίτια με μεγάλες και προσεγμένες αυλές. Σε κάθε μια από αυτές υπήρχαν διαφορετικά άνθη, και την γέμιζαν με το χώμα τους. Μία ήταν μωβ γεμάτη με πετούνιες, μία άλλη ήταν λευκή καλυμμένη με γιασεμί, ενώ η διπλανή της δημιουργούσε αντίθεση με τα κατακόκκινα, πολυάριθμα τριαντάφυλλά της. Η Άισλιν κοίταξε τα λουλούδια μαγεμένη. Τα σπίτια ήταν μονοκατοικίες και οι σκεπές τους ήταν καλυμμένες με κεραμίδια. Οι τούβλινοι τοίχοι τους φαίνονταν νεόχτιστοι. Μία αυλή εξέπεμπε μία ευωδιαστή μυρωδιά και τράβηξε την προσοχή της Άισλιν. Η ευωδία προερχόταν από έναν λευκό κήπο. Τα άνθη του ήταν πανέμορφα, με λεπτά πέταλα γύρω τους, και ανθισμένα μπουμπούκια με μεγάλα πέταλα στο εσωτερικό τους. Ο Κίλιαν ακολούθησε το βλέμμα της Άισλιν και κοίταξε τον κήπο καθώς προχωρούσαν.
«Αυτά είναι νυχτολούλουδα». Είπε στην Άισλιν που τα κοιτούσε με θαυμασμό.
«Στο Σόντερν τα λουλούδια δεν ανθίζουν». Παραδέχτηκε απογοητευμένα.
«Όποτε θελήσεις θα σου τα δείξω από κοντά». Της είπε και της έκλεισε το μάτι. Εκείνη στραβοκατάπιε και αισθάνθηκε τα μάτια του να ταξιδεύουν στα χείλη και το σώμα της.
    Είχαν περπατήσει περίπου δέκα λεπτά όταν συνάντησαν μία μεγάλη κυκλική πλατεία που ήταν καλυμμένη με πράσινα φυτά και με άνθη. Υπήρχαν πολλά μονοπάτια που οδηγούσαν στο κέντρο της. Ο Κίλιαν την οδήγησε σε ένα λιθόστρωτο δρομάκι και προχώρησαν για πέντε μέτρα ανάμεσα στα δέντρα. Εκεί, τα δέντρα έδιναν την θέση τους σε έναν κύκλο από λιθόστρωτο. Στο κέντρο της πλατείας υπήρχε ένα μεγάλο μαρμάρινο γλυπτό που απεικόνιζε το άνθος ενός τριαντάφυλλου. Τα πέταλα του άνοιγαν γερμένα προς το έδαφος. Υπήρχαν λεπτομέρειες πάνω στα πέταλά του όμορφου γλυπτού. Έμοιαζε με πραγματικό λουλούδι, μόνο που είχε τερατώδες μέγεθος, και δεν θα μαραινόταν ποτέ.
«Μάρμαρο». Είπε η Άισλιν.
«Λέγεται ‘Έρνιμεν Μάκτο’». Της είπε ενημερωτικά ο άντρας.
«Το αιώνιο άνθος». Μετέφρασε εκείνη. Ο Κίλιαν ένευσε και ακολούθησε την κοπέλα καθώς πλησίαζε το ογκώδες γλυπτό.
    Έφτασαν κοντά του και η Άισλιν ακούμπησε την παλάμη της στο ένα από τα πολυάριθμα πέταλά του. Ένιωσε το κρύο μάρμαρο κάτω από το χέρι της. Η αίσθηση ήταν τόσο γνώριμη που πυροδότησε μια ζεστασιά μέσα της. Ο Κίλιαν τράβηξε την μέση της για να την αποτραβήξει από το τριαντάφυλλο και προχώρησαν κυκλικά γύρω από το μεγάλο έργο τέχνης. Όταν έφτασαν στην αντίθετη πλευρά από την οποία είχαν έρθει σταμάτησαν. Η Άισλιν πρόσεξε πως το άνθος φαινόταν ίδιο από όποια πλευρά κι αν το κοιτούσε. Η κοπέλα κοιτούσε το μαρμάρινο τριαντάφυλλο και ο Κίλιαν κρυφοκοίταζε εκείνη.
«Πώς νιώθεις; Βρήκες τον παλιό σου εαυτό;» Η φωνή του ήταν απόμακρη.
«Όχι, είμαι όπως ήμουν πριν θυμηθώ, απλώς τώρα ξέρω». Ακόμη ατένιζε τις λεπτομέρειες του έργου τέχνης μα γύρισε για να τον κοιτάξει. «Ξέρω πως ο Κέζελθ είχε σκοπό να με χρησιμοποιήσει. Γι’ αυτό επανέφερε τις δυνάμεις μου». Ο Κίλιαν έστρεψε τη ματιά του στο λιθόστρωτο και ένευσε καταφατικά.
«Λοιπόν, αυτό είναι αντίο;» Τα μάτια του Κίλιαν βρίσκονταν ακόμη στραμμένα προς το λιθόστρωτο και τα χέρια του σχημάτιζαν γροθιές. Η Άισλιν κοίταξε ξανά του τριαντάφυλλο.
«Θα συναντηθούμε ξανά». Η απάντησή της δεν προσδιόριζε αν θα ήταν στον πόλεμο -σε αντίπαλα στρατόπεδα- ή αν θα ήταν μια συνάντηση σαν αυτή. Τα χέρια του Κίλιαν χαλάρωσαν και οι μύες τους έπαψαν να εξέχουν έντονα. Τα μάτια της Άισλιν έλαμψαν ενώ παρατηρούσε το άνθος το οποίο φωτιζόταν από τη σελήνη.
«Κίλιαν». Άφησε πίσω της το έργο τέχνης και τον πλησίασε. «Σχεδόν ξέχασα. Γνωρίζεις κάποιο κορίτσι με το όνομα Φιέρα;» Η ματιά του άντρα πάγωσε. Έσφιξε τα δόντια του με αποτέλεσμα να τονιστούν τα έντονα ζυγωματικά του προσώπου του.
«Ναι». Η απάντησή του ήταν μονολεκτική μα η Άισλιν κατάλαβε πως της έκρυβε πολλά.
«Την είδα». Είπε αδιάφορα φλερτάροντας με την ιδέα να τον εξωθήσει στα άκρα. Μια φλέβα ξεκίνησε να πάλλεται στο μέτωπό του.
«Πώς ήταν;» Έπιασε τους καρπούς της και τους κράτησε στο στέρνο του. Τα μάτια του εκδήλωναν ανησυχία.
«Ήταν ένα μικρό κορίτσι. Όχι μεγαλύτερη από έξι χρονών. Είχε πράσινα μάτια, αλλά όχι σαν τα δικά σου. Ήταν πιο φωτεινά. Τα μαλλιά της ήταν καστανά και κυματιστά. Και είχε.».
«Φακίδες στα μάγουλα και τη μύτη της». Οι άντρες εκείνη τη μέρα είχαν τη τάση να συνεχίζουν τις προτάσεις της. Ένευσε και ο Κίλιαν ξεκίνησε να βηματίζει. «Είσαι σίγουρη πως δεν ονειρευόσουν;»
«Ήρθε στο κεφάλι μου, ναι. Μα άσκησε μαγεία. Ήταν σίγουρα εκείνη, δεν το φαντάστηκα». Απάντησε ενοχλημένα. Ο Κίλιαν συνέχισε να βηματίζει μπροστά της.
«Όχι, όχι, όχι. Δεν καταλαβαίνεις». Πραγματικά δεν καταλάβαινε τον λόγο που ο άντρας είχε αναστατωθεί τόσο πολύ.
«Μου άφησε και κάτι για σένα. Σε είπε ‘Κίτζι’ βέβαια». Σταμάτησε για να γελάσει μα ο Κίλιαν δεν βρήκε καθόλου αστείο το ψευδώνυμο του. Εκείνη μουρμούρισε μερικές συλλαβές και σχηματίστηκε το μενταγιόν με το φίδι πάνω στη παλάμη της. Η ματιά του άντρα έπεσε στο κόσμημα τρομοκρατημένη. Πρώτη φορά τον έβλεπε να αντιδρά έτσι. Το άγγιξε εξεταστικά και μετά το πήρε στα χέρια του. Το έσφιξε στη γροθιά του και έκλεισε τα μάτια του.
«Άισλιν, η Φιέρα είναι η αδερφή μου». Της είπε κουρασμένα και τα μάτια του την κοίταξαν ηττημένα.
«Ωραία, δεν καταλαβαίνω.». Τα λόγια της διακόπηκαν από την φωνή του Κίλιαν.
«Στα πέντε χρόνια της πέθανε όμως, και αυτό συνέβη πριν από πολύ καιρό». Τα λόγια του ήχησαν πεντακάθαρα και η κοπέλα ανατρίχιασε τρομαγμένη.


Ράνια Ταλαδιανού