Το Άστρο που έδυσε (Κεφάλαιο 7 - Μέρος 2ο) - Το σπαθί του Αρχάγγελου

ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ
Η Αντέιρα βρισκόταν καθισμένη στον καναπέ του σαλονιού, έχοντας τοποθετήσει τα δύο της χέρια μπροστά από το πρόσωπό της. Στη σκέψη και μόνο πως δεν θα ξανάβλεπε ποτέ αυτά τα δύο υπέροχα, κυανά μάτια και τον πανέμορφο άντρα, τον δυνατό Αρχάγγελο που κρυβόταν πίσω από την τερατώδη μάσκα του δαίμονα, οδηγούταν στην κατάθλιψη. Η τελευταία της ελπίδα, αποτελούσε ο Φύλακάς της, ο οποίος δεν άργησε να κάνει την εμφάνισή του, σκύβοντας μπροστά της και μαζεύοντας τρυφερά, τα τελευταία της δάκρυα.
«Λυπάμαι πάρα πολύ, Αντέιρα» της είπε και εκείνη τον κοίταξε ξέπνοα.
«Μιχαήλ, ξέρω πως ακούγεται τρελό όλο αυτό που μου συμβαίνει, όμως νιώθω πολύ δυνατά συναισθήματα για εκείνον. Δεν είναι το τέρας που ο κόσμος πιστεύει πως είναι, εσύ εξάλλου τον γνωρίζεις καλύτερα, αφού έμαθα πως είσαι ο πιο κοντινός από όλα τα αδέρφια του» του είπε η κοπέλα και ο Μιχαήλ, παίρνοντας μία βαθιά ανάσα της απάντησε :
«Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά Αντέιρα και η αλήθεια δεν θα έπρεπε να γνωρίζεις τίποτε από όλα αυτά. Είσαι άνθρωπος και έχεις ήδη περάσει αρκετά συναναστρεφόμενη τον αδερφό μου. Άφησέ με να σε βοηθήσω»
«Πώς;» τον ρώτησε εκείνη.
«Μπορώ να σου διαγράψω τις αναμνήσεις, ωστόσο αυτό θα ήταν ενάντια στην ελεύθερη βούλησή σου. Επομένως, σου ζητώ την άδεια».
«Ποτέ! Εγώ αυτόν τον άντρα δεν θέλω να τον ξεχάσω για όσο ζω. Τον αγαπώ και θα βρω τρόπο να τον βοηθήσω» συνέχισε εκείνη.
«Αντέιρα, βρίσκεται κλεισμένος στα Τάρταρα! Κανείς και ποτέ δεν έφθασε ως εκεί κάτω, ούτε δαίμονας ούτε άγγελος, πόσο μάλλον άνθρωπος. Ωστόσο, ακόμη και αν φθάσει κάποιος ως εκεί, δεν υπάρχει κανένας τρόπος να τον απελευθερώσουμε, καθώς τον κρατά η θεϊκή τιμωρία» ξεκίνησε να ωρύεται ο Μιχαήλ, μέχρι που άκουσε τον ήχο από παλαμάκια, για να αντικρύσει τον Αλάστορα.
«Εξαίσιος ο λόγος σου λοχαγέ Κορέλι, αλλά χρονοτριβούμε μένοντας και εμμένοντας στα λόγια» συνέχισε ο δαιμονίσκος και ένα μειδίαμα αηδίας εμφανίστηκε στο πρόσωπο του Μιχαήλ, ενώ η Αντέιρα φάνηκε να ταράζεται. Τα μάτια της έτρεξαν δύο φορές στο μικρό, ανθρώπινο ανάστημά του και στο εξωπραγματικό μέγεθος της μύτης του.
«Μην ταράζεσαι καλή μου, εξάλλου, είμαι βέβαιος πως έχεις δει και χειρότερα. Να σου συστηθώ, ονομάζομαι Αλάστορας και αποτελώ το δεξί χέρι και μοναδικό πλέον, του πρώην Αφέντη της Κολάσεως. Ξέρεις, αυτού που τύλιξες καλά καλά και κατόπιν πέταξες σαν στημένη λεμονόκουπα»
«Με τέτοιο χέρι, καλύτερα να ήταν κουλός» έφτυσε ο Μιχαήλ για να εισπράξει ένα μούγκρισμα για απάντηση.
«Έξυπνη η σπόντα της κακίας σου Αρχάγγελε, ωστόσο έχω έρθει να σε πληροφορήσω, πως ο θρόνος άλλαξε με τον Ασμοδαίο να στρογγυλοκάθεται θρασύτατα και εμένα να μετατρέπομαι στο ταχυδρομικό του περιστέρι. Τελικά με τα χρόνια υποβαθμίζομαι αντί να αναβαθμίζομαι. Τελοσπάντων, δεν διαθέτω πολύ ώρα για άσκοπη σπατάλη, καθώς η τυραννία του Ασμοδαίου μου περιορίζει τις κινήσεις» συμπλήρωσε και κοίταξε ξανά τον Μιχαήλ. «Σιχαίνομαι που το λέω, μα ίσως και να είσαι η μόνη ελπίδα του Εωσφόρου, καθώς τα πράγματα τείνουν να ξεφύγουν επικίνδυνα. Μην ξεχνάς ποιος κρατούσε μέχρι τώρα τις ισορροπίες του υπόκοσμου» ήταν η τελευταία του κουβέντα, προτού εξαφανιστεί.
Ο Μιχαήλ σωριάστηκε στον καναπέ δίπλα ακριβώς από την Αντέιρα, μαζεύοντας πίσω του τα τεράστια φτερά του Αρχαγγέλου.
«Μιχαήλ, κάποια λύση θα υπάρχει» μουρμούρισε εκείνη και το πρόσωπο του Αρχαγγέλου φωτίστηκε. Τα μάτια του, υιοθέτησαν ένα χρυσαφένιο, αλλόκοσμο χρώμα και τότε ψέλλισε, σχεδόν μιλώντας στον εαυτό του :
«Ό,τι με θεϊκή δύναμη γεννιέται, από αυτήν και μόνο πεθαίνει. Υπάρχει μία λύση, η οποία αν μπει σε εφαρμογή, ίσως κινδυνέψω με αιώνια εξορία από τον Παράδεισο» τελείωσε και το κυανό σκούρο των ματιών του, αναδύθηκε ξανά μέσα από την χρυσαφένια λάμψη τους.
O καστανός νεαρός Αρχάγγελος, ξύπνησε θαρρείς μέσα από κάποιο δυνατό όραμα.
«Ώστε, υπάρχει λοιπόν τρόπος» συμπέρανε η κοπέλα.
«Δύσκολος και ριψοκίνδυνος» συνέχισε την πρότασή της ο Μιχαήλ. «Το μυστικό, κρύβεται στα σπλάχνα του Παραδείσου και σε ένα όπλο αγγελικό. Όχι όμως οποιοδήποτε όπλο. Για την ακρίβεια, αναφέρομαι στο πρώτο σπαθί που φτιάχτηκε στον κόσμο των ασωμάτων και ανήκε στον ίδιο τον Εωσφόρο. Το σπαθί αυτό, περιέχει ένα κομμάτι θεϊκού φωτός, κομμάτι δηλαδή από την ίδια την ενέργεια του Πατέρα. Μόνο αυτό μπορεί να σπάσει τα δεσμά του αδερφού μου και φυλάσσεται δρακόντεια» τελείωσε και η Αντέιρα τον κοίταξε μελαγχολικά.
«Ωστόσο, αν κατορθώσουμε και το πάρουμε;» συνέχισε.
«Διαφωτίστε με, ως προς το γιατί χρησιμοποιείτε πληθυντικό δεσποινίς» της απάντησε ο Μιχαήλ περιπαικτικά.
«Γιατί δεν σκόπευα να σε αφήσω να κινηθείς μονάχος σου» του απάντησε εκείνη.
«Και να μην ήταν σκοπός σου, θα γίνει, καθώς οι δύο διαστάσεις είναι ρητά απαγορευμένες για τους θνητούς. Ούτως ή άλλως θα την χάσω την δουλίτσα μου ως αρχιστράτηγος του αγγελικού μου τάγματος, τουλάχιστον να διασώσω και εγώ με τη σειρά μου τα ψήγματα της αξιοπρέπειάς μου και του αγγελικού σεβασμού που διέπει το πρόσωπό μου»
«Χαμένα από καιρό αμφότερα» άκουσε την ειρωνική απάντηση του Αλάστορα που είχε επανεμφανιστεί. «Παραιτήθηκα» τελείωσε.
«Μα τι ανδραγάθημα, τι ανιδιοτέλεια χαρακτηρίζει το παραμορφωμένο σου πρόσωπο κατώτερη δαιμονική ύπαρξη. Με την βραδύνοιά σου να δούμε μονάχα τι θα κάνουμε και πως θα την αντιμετωπίσουμε» έσκουξε ο Μιχαήλ κρυφογελώντας.
«Ειλικρινά, αδυνατώ να καταλάβω την δυσμένειά σου προς το πρόσωπό μου Αρχάγγελε της συμφοράς. Ωστόσο, άκουσα, για την ακρίβεια κρυφάκουσα, το σχέδιό σου και έχω να συμπληρώσω κάτι : αφού κυλήσεις με το καλό την ψυχή σου στον βούρκο της ακολασίας, με την κλοπή του σπαθιού, θα σε προσμένω για να σε συνοδεύσω ως κάτω, σε ένα ταξιδάκι αναψυχής που θα σου μείνει αξέχαστο. Δέχομαι φιλοδώρημα παντός είδους, αφού φυσικά ολοκληρώσουμε την ξενάγηση και την αποστολή μας. Σύμφωνοι;» τελείωσε τον λόγο του και ο Μιχαήλ άφρισε.
«Χάσου από μπροστά μου, καθώς δεν το έχω σε τίποτε να σε εξαφανίσω εγώ ο ίδιος!»
«Τελικά εσείς οι επάνω έχετε πολλά νεύρα. Θες το νερό που σας ποτίζουν, θες το αεράκι που σας φυσά κάθε λίγο και λιγάκι, επιβάλλεται όμως να το κοιτάξετε άμεσα. Τα νεύρα και η κακοδιαθεσία, αφαιρούν χρόνια και το ξέρεις» απάντησε με μία κάποια θυμηδία ο Αλάστορας.
«Φύγε Αλάστορα, καθώς θέλω χρόνο για να διαχειριστώ τις βαριές μου αποφάσεις» δήλωσε κοφτά ο Μιχαήλ.
«Μονάχα μην σου πάρει αιώνες» τελείωσε ο δαιμονίσκος και εξαφανίστηκε.
Τη στιγμή εκείνη, ακούστηκε το κουδούνι της πόρτας και η Κάιλα, εισέβαλε φουριόζα στο διαμέρισμα.
«Αντέιρα, ανησύχησα που δεν απαντούσες στα τηλέφωνα αλλά…» σταμάτησε για λίγο κοιτάζοντας τον Μιχαήλ.
«Ε, λοιπόν εσένα, κάθε φορά που σε βλέπω εντυπωσιάζομαι το ίδιο με την πρώτη εκείνη μέρα που σε συνάντησα στο διπλανό διαμέρισμα. Ο…Αδερφός σου;» τον ρώτησε και ο Μιχαήλ κοκκίνισε.
«Κάιλα, ο Εωσφόρος δεν θα επιστρέψει ξανά, μήτε στη γη, μήτε οπουδήποτε αλλού και για όλα φταίω εγώ» συμπλήρωσε η Αντέιρα.
«Λοιπόν, υποθέτω πως κάθε λογικός άνθρωπος στη θέση μας, θα πανηγύριζε στο άκουσμα αυτών των μαντάτων, ωστόσο δεν πρόκειται για έναν Εωσφόρο όπως όλοι τον φαντάζονται, αλλά για τον δικό μας Λύαμ. Όμως, γιατί πήρε μία τέτοια απόφαση; Δεν άντεξε αυτό που ένιωθε για εσένα;» συνέχισε εκείνη αθώα.
«Και δεν άντεξε και δεν κρατήθηκε» συνέχισε κάπως πικρόχολα ο Μιχαήλ και η Κάιλα στο άκουσμα του ρήματος «κρατήθηκε», έβγαλε μία άηχη κραυγή.
«Θέλεις να πεις πως…Εσείς οι δύο…Μα αυτό ήταν απαγορευμένο!» τσίριξε.
«Μπίνγκο! Εγκλιματίζεσαι σιγά σιγά» απάντησε ο Αρχάγγελος και η Κάιλα τον στραβοκοίταξε.
Τότε, είδαν και οι δύο την Αντέιρα να προχωρά αργά και να κάθεται στον καναπέ του σαλονιού. Φαινόταν κάπως χλωμή και από το μέτωπό της, έσταζε ιδρώτας.
«Είσαι καλά;» ακούστηκε η φωνή του Μιχαήλ που έτρεξε κοντά της.
«Μην ανησυχείς, είμαι μία χαρά. Το παθαίνω κάπως συχνά τελευταία, αλλά δεν θα είναι τίποτε το σπουδαίο. Πιστεύω πως οφείλεται στην ψυχολογική πίεση που νιώθω. Εσύ τι αποφάσισες;»
«Αποφάσισα να δώσω μία μάχη, η οποία ήδη κοχλάζει στα έγκατα της γης και αργά ή γρήγορα θα ξεσπάσει. Αυτό προϋποθέτει, πως θα καταπατήσω κάθε πιθανό κανόνα που με χαρακτηρίζει ως προσωπικότητα και ως Αρχάγγελο. Ας είναι όμως, εύχομαι μία ημέρα να κατανοήσουν όλοι τον λόγο αυτής μου της απόφασης και μεταστροφής» τελείωσε και η Αντέιρα τον αγκάλιασε.
«Σε ευχαριστώ» του είπε.
«Ορκίστηκα να είμαι Φύλακάς σου και αυτό ακριβώς θα κάνω. Ωστόσο, θέλω να προσέχεις και να φροντίζεις τον εαυτό σου όσο θα λείπω» της είπε και ανοίγοντας για δευτερόλεπτα τα ολόλευκα φτερά του, έγινε μία άυλη μάζα φωτός και ανυψώθηκε στους ουρανούς.


Ιφιγένεια Μπακογιάννη