Επικίνδυνες σκιές (Μέρος 3ο - Κεφάλαιο 13)

ΛΕΡΝΙΑΡ

Ο ΑΝΤΡΕ ΕΣΦΥΞΕ ΤΟΝ ΚΑΡΠΟ ΤΗΣ ΆΙΣΛΙΝ. Την κρατούσε δεμένη σε μια καρέκλα, όμως εκείνη συνέχιζε να παλεύει. Είχε πάψει να προσπαθεί να ασκήσει μαγεία, αφότου είχε καταλάβει πως το σχοινί ήταν μαγεμένο. Όσο άγγιζε το δέρμα της, την καθιστούσε ανίκανη να ασκήσει μαγεία. Κι ο Αντρέ είχε σφίξει τόσο το σχοινί, που με τα βίας ανάσαινε. Όλο της το σώμα πονούσε και ήταν μουδιασμένο. Μα όσο κι αν υπέφερε, δε σταματούσε να προσπαθεί να αποδράσει.
Όταν είχε ανοίξει τα μάτια της είχε βρεθεί μέσα σε ένα δωμάτιο. Τα βουνά Χίλγκριμ και οι σπηλιές τους είχαν εξαφανιστεί. Μαζί με αυτά είχε χαθεί και ο Ίθαν.
Βρισκόταν σε ένα δωμάτιο με γκρίζους τοίχους και κόκκινο ταβάνι. Ένα τζάκι ζέσταινε το ήδη αναψοκοκκινισμένο της πρόσωπο. Το σώμα της ήταν χωμένο μέσα σε μια πολυθρόνα και τυλιγμένο με το μαγεμένο σχοινί. Ο άντρας που την κρατούσε όμηρο στεκόταν όρθιος ακριβώς μπροστά της.
Δεν ήθελε να το παραδεχτεί, αλλά ο Αντρέ την τρόμαζε. Τα μάτια του ήταν γαλάζια και παγωμένα. Το στόμα και το σαγόνι του καλυπτόταν από μια δερμάτινη τριγωνική μάσκα. Τα ξανθά μαλλιά του σχημάτιζαν μια μικρή αλογοουρά στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Φορούσε έναν μανδύα στο χρώμα του αίματος και πίσω από αυτόν γινόταν αισθητή η ογκώδης μυϊκή του διάπλαση. Όμως δεν ήταν η εμφάνισή του εκείνη που την τρόμαζε περισσότερο. Ήταν το απόκοσμα εξοργισμένο βλέμμα του και τα σκληρά χαρακτηριστικά του. Το χέρι του έσφιξε το δικό της τόσο που αναγκάστηκε να μορφάσει από τον πόνο. Τα μάτια του κοίταξαν βαθιά και απειλητικά μέσα στα δικά της.
«Σου είπα ξανά. Οι διαταγές μου είναι να μη σε αφήσω από τα μάτια μου. Και να μην πας κοντά στο Μέινλοουν». Της χαμογέλασε μα η όψη του έγινε ακόμη πιο τρομακτική όταν το έκανε αυτό. «Πάω κόντρα στα ένστικτά μου αυτή τη στιγμή. Μην με εξωθείς στα άκρα».
Η Άισλιν προσπάθησε να τραβήξει το χέρι της μακριά από το δικό του με μια αδύναμη κίνηση. Εκείνος έπιασε το σαγόνι της με τόση δύναμη που θα μπορούσε να το θρυμματίσει. Ζούληξε το δέρμα της και σήκωσε το κεφάλι της ώσπου να συναντηθούν οι ματιές τους.
«Μην-κουνιέσαιι» γρύλισε θυμωμένα.
Η Άισλιν έσφιξε της γροθιές της. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς είχε βρεθεί εκεί. Απορούσε πού ήταν ο Ίθαν. Την είχε προδώσει. Ναι αυτή ήταν η μόνη λογική εξήγηση. Την είχε παραδώσει στους άντρες του Κέζελθ και σύντομα θα κατέφθαναν στρατιώτες για να την μεταφέρουν πίσω στην Έραμπορν. Η καρδιά της χτυπούσε γρήγορα, αγχωμένη και οργισμένη την ίδια στιγμή. Μισούσε να είναι απροστάτευτη και αδύναμη. Τώρα πια μπορούσε να προστατεύει τον εαυτό της. Μπορούσε να ασκεί μαγεία και εκείνος της την είχε στερήσει.
Μίλησέ του, της πρότεινε με γαλήνια φωνή η άλλη Άισλιν, η οποία κρυβόταν στο κεφάλι της.
Εύκολο να το λες εσύ, απάντησε ειρωνικά εκείνη.
Έσφιξε τα δόντια της και πήρε μια βαθειά ανάσα.
«Ο Κέζελθ σε διέταξε;»
Η φωνή της βγήκε τραχιά και εκνευρισμένη. Ο Αντρέ την κοίταξε σκεπτικά για μερικές στιγμές, ύστερα ένευσε.
«Ο Ίθαν με πρόδωσε;»
Αυτή τη φορά ο άντρας γέλασε, μα ούτε μια νότα ευθυμίας δε συνόδευε τον υστερικό ήχο.
«Αυτός ο λιπόθυμος, ετοιμοθάνατος άντρας; Όταν σε βρήκα λουζόταν με το ίδιο του το αίμα» της είπε  αδιάφορα.
Τα λόγια του επανέφεραν στη μνήμη της όσα είχαν συμβεί πριν να χάσει τις αισθήσεις της. Οι σπηλιές ήταν μαγεμένες. Χτίζονταν τοίχοι και ένας από αυτούς είχε αρχίσει να δημιουργείται γύρω της. Ο Ίθαν την είχε τραβήξει μα είχε τραυματιστεί. Ύστερα την είχε αποκοιμίσει με το νανούρισμα του Σόντερν. Πως είχαν βγει από τις σπηλιές; Ο Αντρέ τους είχε βρει εκεί μέσα και την είχε πάρει μακριά; Δεν μπορούσε να είναι σίγουρη σχετικά με τα γεγονότα. Μα η απάντηση του Αντρέ ήταν αρκετή για να καταλάβει πως ο Ίθαν δεν την είχε προδώσει. Ένιωσε μια τσιμπιά ενοχής στην κοιλιά της και αναστέναξε. Είχε κάνει τόσα για εκείνη και δεν μπορούσε να του δείξει ούτε λίγη εμπιστοσύνη... Ίσως να της άξιζε που την κρατούσε δέσμιά του ένας άντρας των σπηλαίων, τελικά.
Λουζόταν με το ίδιο του το αίμα, αντήχησε η ηχώ του άντρα μέσα στους πολύβουους διαδρόμους του μυαλού της.
Ένα βαρύ φορτίο πλάκωσε το στέρνο της και δεν της επέτρεψε να ανασάνει. Αν κάτι συνέβαινε στον Ίθαν, θα ήταν δικό της φταίξιμο. Στράφηκε προς τον Αντρέ, αποφασισμένη να κάνει ότι χρειαζόταν για να φύγει από το δωμάτιο.
«Λύσε με και δε θα προσπαθήσω να αποδράσω. Με πονάει το χέρι σου και το σχοινί» είπε όσο πιο πειστικά μπορούσε.
Το βλέμμα του άντρα έλαμψε δολοφονικά και ένα μειδίαμα χαράχτηκε στα χείλη του.
«Αν ήξερες πόσο προσπαθώ να μη σε βλάψω, θα ένιωθες ασφαλής τυλιγμένη με το σχοινί. Θα ήθελες να είσαι εγκλωβισμένη».
Τα λόγια του την ανατρίχιαζαν και πάγωναν το αίμα της.
«Γιατί πηγαίνεις ενάντια στη φύση σου;»
Η φωνή της τρεμούλιασε όσο κι αν προσπάθησε να την κρατήσει σταθερή. Ο Αντρέ την κοίταξε με την οργή να κοχλάζει στα μάτια του. Άφησε το χέρι της, το οποίο είχε μουδιάσει πριν από ώρα και γύρισε για να αντικρύσει τη φωτιά.
«Ονομάζομαι θηρευτής και τα θηράματά μου αυτοαποκαλούνται με το όνομά μου. Τι είμαι;» πρόφερε μονότονα, σαν να έψελνε.
Η καρδιά της Άισλιν ξεκίνησε να σαλεύει επικίνδυνα. Πετάριζε τρομαγμένη. Ολόκληρο το σώμα της ίδρωνε και τα μάτια της κάρφωναν γουρλωμένα τη πλάτη του άντρα. Είχε διαβάσει αυτά τα λόγια σε ένα από τα βιβλία της. Ήταν η ιστορία ενός μάγου που είχε χάσει τον δρόμο του. Εκείνο το βιβλίο είχε έρθει πολλά βράδια για να στοιχειώσει τα όνειρά της. Είχε μιλήσει στη μητέρα της και εκείνη της είχε πει πως το βιβλίο στηριζόταν σε μύθους. Αν όμως ο μύθος ήταν αλήθεια, τότε ο άντρας μύριζε τον φόβο της. Μπορούσε να ακολουθήσει τη μυρωδιά της, ακόμη και στην άλλη άκρη του κόσμου, και να την βρει. Και το χειρότερο, του μύριζε όμορφα και ελκυστικά. Τον ζάλιζε και ενεργοποιούσε το ένστικτο του κυνηγού που κρυβόταν μέσα του. Ο Άντρέ την παρακολούθησε με εκείνο το βλέμμα, το βλέμμα του θηρευτή. Το πρόσωπό του ήταν ιδρωμένο από την προσπάθειά του να αντισταθεί σε αυτό. Η Άισλιν βαριανάσανε.
«Κυνηγός μαγισσών» είπε με κομμένη την ανάσα εκείνη και ένα ρίγος γεννήθηκε στη βάση του λαιμού της.
Ο άντρας της χαμογέλασε. Μα έμοιαζε σαν λιοντάρι λίγο πριν βρυχηθεί. Της έδειχνε τα δόντια του, τα οποία δε θα δίσταζαν να ξεσκίσουν το δέρμα της. Τα χαρακτηριστικά του είχαν τεντωθεί και έμοιαζαν πιο άγρια από ποτέ. Η στάση του σώματός του ήταν σκυφτή και σε ετοιμότητα. Εκείνη τη στιγμή δεν ήταν άνθρωπος, άλλα κτήνος.
Η κοπέλα κούρνιασε όσο βαθύτερα μπορούσε στη πολυθρόνα. Ακόμη κι αν δεν ήταν δεμένη δε θα έτρεχε. Ο φόβος της θα την καθήλωνε στη θέση της. Ο κυνηγός την κοιτούσε πεινασμένα κι εκείνη αισθανόταν ασφαλής όσο το σχοινί τη χώριζε από εκείνον. Έκλεισε τα μάτια της ελπίζοντας πως βρισκόταν μέσα σε κάποιον εφιάλτη, μα ήξερε την αλήθεια.
Οι πραγματικοί εφιάλτες δεν είναι όνειρα. Από εκείνους δεν μπορείς να δραπετεύσεις, σε κυνηγούν.
Κράτησε τα μάτια της κλειστά και έπαψε να σαλεύει, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να μην εξοργίσει άλλο τον κυνηγό.


Ράνια Ταλαδιανού