Εφιάλτες στο Έρεβος της Χριστίνας Ξενάκη

Ο πόνος ήταν αβάσταχτος και κανείς δεν είχε σκοπό να τον ελευθερώσει από τα δεσμά του σύντομα. Χιλιάδες κοφτερά νύχια βυθισμένα μέσα του τον έγδερναν χωρίς έλεος. Δε σταματούσαν˙ τα έτρεφαν οι κραυγές απόγνωσης και τα δάκρυα απελπισίας του θύματός τους. Αυτή η εικόνα τον στοίχειωνε κάθε βράδυ. Αυτή η εικόνα είχε δημιουργηθεί στο μυαλό του σε μια άκαρπη προσπάθεια του να περιγράψει αυτό το βασανιστήριο. Ήταν αδύνατο να εξηγήσει διαφορετικά το τι του συνέβαινε. Τα μάτια του δεν ήταν διατεθειμένα να κοιτάξουν και να παρατηρήσουν. Το μυαλό του είχε ταλαιπωρηθεί σε τέτοιο βαθμό, που δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά.
Ανάθεμα!
Κανένα μέλος του σώματος του δε βρισκόταν υπό τον έλεγχό του. Εκείνο μονάχα τιναζόταν και τρανταζόταν ασταμάτητα, χειροτερεύοντας το μαρτύριό του. Είχε κουραστεί.
Το αίμα έρεε άφθονο από τις πληγές. Το αισθανόταν να τον περιλούζει. Κάθε δύναμη, σωματική και ψυχική, τον είχε εγκαταλείψει. Η σάρκα του έκαιγε σαν φλόγες τυλιγμένες σε ολόκληρο το σώμα του να τον μαστίγωναν. Ήταν πεινασμένες και δαιμονισμένες. Δε θα σταματούσαν εάν δεν κατασπάραζαν κάθε σπιθαμή.
Ήθελε να φωνάξει, κάποιος να τον ακούσει και να δώσει οριστικό τέλος στο μαρτύριό του. Ήθελε τον Θάνατο να πλαγιάσει δίπλα του και να τον ελευθερώσει από την επίγεια κόλαση στην οποία οι Θεοί τον είχαν καταραστεί. Απαιτούσε, ικέτευε, μα οι λέξεις αντηχούσαν μόνο στο μυαλό του. Το στόμα άνοιγε, μα η φωνή δεν τολμούσε να βγει. Μόνο φθόγγοι, μουρμουρητά, δίχως νόημα. Βογγητά, άλλες φορές δυνατά και άλλες δίχως φωνή. Κανείς έξω από το δωμάτιο του πανδοχείου στο οποίο διέμενε δεν μπορούσε να φανταστεί το μαρτύριό του. Ήταν μόνος, όπως ακριβώς κάθε άλλη φορά.
Ή έστω έτσι ήθελε να πιστεύει.

Η καταιγίδα σε εκείνη την περιοχή είχε διαρκέσει τουλάχιστον μισό φεγγάρι και σήμαινε το τέλος του φθινοπώρου και τον ερχομό ενός άσπλαχνου χειμώνα. Τα βουνά εκείνη την εποχή μαστίζονταν από φοβερές χιονοθύελλες και τρομερές καταιγίδες. Κάποιος θα ήταν πολύ ανόητος να ταξιδέψει στα ορεινά χωριά τον χειμώνα. Ή θα αποκλειόταν από το χιόνι και θα πέθαινε από τον παγετό, ή θα τον κατασπάραζαν τα θηρία. Μα, στο χωριό αυτό, δεν είχε απομείνει πολύς κόσμος. Οι περισσότεροι είχαν τρέξει να σωθούν από τη συμφορά, ενώ οι υπόλοιποι απλώς έχασαν άδικα τη ζωή τους. Ζήτημα ήταν να είχαν παραμείνει δυο ή τρία άτομα τα οποία αρνούνταν κατηγορηματικά να εγκαταλείψουν το σπιτικό τους. 

Η φιγούρα που έστεκε στο παράθυρο κοίταξε προς τον ξαπλωμένο άνδρα. Παρατήρησε τη μανία με την οποία ταλαντευόταν το σώμα του, τους σπασμούς των μυών από τον πόνο. Πλησίασε περισσότερο. Ανησυχία, μα και ανάγκη για επιβεβαίωση των σκέψεων του, τον ώθησε να κοιτάξει πιο προσεχτικά. Το θέαμα τον εξέπληξε, αλλά δεν τον σόκαρε. Μαύρα λέπια έγδερναν το δέρμα του βαθιά καθώς κάλυπταν τον αριστερό ώμο και όδευαν προς τον θώρακα. Ευθύς, άρπαξε από το κομοδίνο το μοναδικό κερί που στεκόταν ακόμη ορθό. Η φλόγα του ήταν μικρή και αργοπέθαινε, μα θα του χρησίμευε. Πράγματι, η λάμψη ήταν αρκετή για να φανερώσει το αναψοκοκκινισμένο δέρμα του νεαρού και το χιλιοσκισμένο του σώμα. Οι μαύρες ξεθωριασμένες τούφες των μαλλιών του είχαν κοκαλώσει από τον ιδρώτα, ενώ τα μάτια του, ορθάνοιχτα και άψυχα, παρακαλούσαν απεγνωσμένα για βοήθεια. Ο πόνος τα είχε θολώσει και το πρόσωπό του θύμιζε εκείνο νεκρού, παρά κάποιου ζωντανού. Τα χείλη του είχαν ξεραθεί και σκάσει από την αφυδάτωση και την ταλαιπωρία. Το δέρμα του, κάποτε ζωηρά κοκκινισμένο και ολοζώντανο, είχε πια παγώσει. Ο άνδρας του χάιδεψε το πρόσωπο και βημάτισε προς τα πίσω σβήνοντας με μια ανάσα το φως.
Η δυστυχία και η οδύνη ανήκαν στο σκοτάδι.

Παρακολούθησε για αρκετή ώρα την καταχνιά που απλωνόταν. Ο λόφος είχε σκεπαστεί ολόκληρος από πυκνό σκοτάδι και αποπνικτική ομίχλη. Τίποτα δεν ήταν ζωντανό τριγύρω. Η φύση είχε πεθάνει βασανιστικά, ενώ το έδαφος ήταν γεμάτο από μισοφαγωμένα πτώματα. Και τους γνώριζε όλους, έναν προς έναν. Για παράδειγμα, δίπλα του κειτόταν ένα μικρό παιδί το οποίο σύχναζε στην πλατεία του χωριού. Ο πατέρας του δούλευε στα ορυχεία και η μητέρα του πουλούσε μοσχοβολιστά βοτάνια από τον κήπο τους. Ήταν φασαριόζικο, έκλαιγε και γκρίνιαζε. Μα είχε ένα χαμόγελο το οποίο έλιωνε καρδιές. Τώρα πια το μικρό κορμί του είχε ξεκινήσει να σαπίζει. Το στόμα του αποτελούσε φωλιά σκουληκιών, όπως και οι κόγχες των ματιών του. Τα μαλλιά του και η σάρκα του κεφαλιού του είχαν λιγοστέψει, αποκαλύπτοντας με φριχτό τρόπο το σπασμένο του κρανίο από το οποίο έρεε κάποιο πηχτό υγρό. Τα άκαμπτα άκρα του βρίσκονταν τοποθετημένα με τέτοιο αφύσικο τρόπο που το θέαμα και μόνο προκαλούσε φρίκη. Είχε προσέξει αρκετούς απέθαντους να τρέφονται από το συγκεκριμένο πτώμα. Τους είχε σκοτώσει όλους…
Έκλεισε τα μάτια του και αφουγκράστηκε τους ήχους γύρω του.
Άκουσε προσεκτικά.
Τρεις…
Μπορούσε να διακρίνει τρεις από εκείνους τους διαβολεμένους νεκρούς να τον πλησιάζουν με τα βαριά βήματα και τις άναρθρες κραυγές τους, και άλλους τόσους να σχίζουν το έδαφος για να εισβάλουν στον κόσμο των θνητών. Είχαν για ώρα γευθεί τη μυρωδιά της λαχταριστής του σάρκας, της ολοζώντανης καρδιάς του και του ζεστού αίματος που έρρεε στις φλέβες του. Ένα ακόμα γεύμα αποτελούσε για εκείνους. Ένα λαχταριστό και σπαρταριστό γεύμα που σύντομα θα απολάμβαναν. Είχε γίνει μάρτυρας των φρικιαστικών τους εγκλημάτων. Δε σκότωναν απλά με τα απαρχαιωμένα όπλα που είχαν στα σκελετωμένα τους χέρια και κινούσαν για τον επόμενο. Όταν έριχναν το θύμα τους και το ακινητοποιούσαν, έπεφταν πάνω του και ξεκινούσαν μια συγκεκριμένη διαδικασία: όσο υπήρχε ζωή στο κορμί του άτυχου ανθρώπου ή οποιουδήποτε πλάσματος, έμπηγαν τα τερατώδη νύχια τους και έσκαβαν τη σάρκα μέχρι να φτάσουν στα κόκαλα. Το αίμα έτρεχε σαν ποτάμι. Αηδιαστικοί, αποκρουστικοί ήχοι κάλυπταν την περιοχή όσο έπιναν το καυτό, κόκκινο αίμα και όταν η πηγή στέρευε, με μανία διαμέλιζαν το σώμα και συνέχιζαν τον κατασπαραγμό του.
Ένα αχνό χαμόγελο σχημάτισαν τα λεπτά του χείλη και άπλωσε το χέρι του πίσω στην πλάτη του, βαστώντας τη λαβή του ξίφους του.

Λίγο ακόμα θα περίμενε σιωπηλός.
Λίγο ακόμα χρειαζόταν μέχρι τα κολασμένα πλάσματα να βρίσκονταν σε απόσταση αναπνοής.
Τα φλογερά του μάτια άστραψαν και γρήγορα γράπωσε το όπλο του, έστριψε τον κορμό του και χτύπησε με μία αρκετά δυνατή κίνηση τον σκελετό που είχε πλησιάσει. Εκείνος έκρωξε και η κραυγή του… αυτή η απόκοσμη κραυγή αντήχησε σε όλο το βουνό. Έπειτα, τα κόκαλά του κατέρρευσαν ένα ένα και σκόρπισαν στο δηλητηριασμένο έδαφος, προτού καούν και χαθούν σε μορφή πύρινης στάχτης. Δεν πρόλαβε να πάρει ανάσα καθώς ακολούθησε ο επόμενος, περισσότερο μανιασμένος και τρελός. Ο Νάιλος έτρεξε κατά πάνω του με αστραπιαία ταχύτητα και η σκοτεινή λεπίδα του συγκρούστηκε με εκείνη του εχθρού του. Για αρκετά χτυπήματα βρίσκονταν σε μια ατέρμονη μονομαχία. Ο απέθαντος χειριζόταν με αρκετή δεξιότητα τον πέλεκυ που βαστούσε και οι κινήσεις του ήταν αφύσικα γρήγορες, μα δίχως να στοχεύουν κάπου συγκεκριμένα. Ο νεαρός, ανέκφραστος και ακούραστος, συνέχιζε να αποκρούει την κάθε επίθεση και ταυτόχρονα να αναγκάζει τον εχθρό σε πολλαπλά ανοίγματα. Το τσεκούρι γαντζώθηκε με τη λεπίδα και τότε εμφανίστηκε η ευκαιρία που περίμενε. Έγειρε απότομα τον καρπό του μαζί το ξίφος του, παρασέρνοντας τον πέλεκυ και αφοπλίζοντας τον σκελετό. Ύστερα, παίρνοντας φόρα, ύψωσε το πόδι του και κλότσησε τον ζαλισμένο του εχθρό κατευθείαν στο στέρνο. Εκείνος πισωπάτησε χάνοντας την ισορροπία του και με ένα γερό χτύπημα από το ξίφος τα οστά συνεθλίβησαν και σκόρπισαν με τον άνεμο. 

Δίχως να χάσει χρόνο, ο Νάιλος έτρεξε κατά μήκος της ορδής που μαζευόταν και ερχόταν καταπάνω του. Οι περισσότεροι είχαν μαζευτεί στον βάλτο, μερικά μέτρα μονάχα μακριά από εκείνον. Αυτό που θα τον καθυστερούσε αρκετά ήταν η απότομη κατηφορική πλαγιά και οι πιθανοί απέθαντοι που ξεπετάγονταν δίχως προειδοποίηση. Τα μάτια του επεξεργάστηκαν το τοπίο και την κάθε πλευρά, για να βεβαιωθεί πως δεν υπήρχε κανένα πλάσμα να τον καθυστερήσει. Θήκωσε το ξίφος του και επικεντρώθηκε στο να αυξήσει την ταχύτητα των βημάτων του. Εκείνο το βράδυ είχε βάλει στόχο να αφανίσει όσους περισσότερους μπορούσε. Γνώριζε πολύ καλά πως όσο ο Θάνατος ρήμαζε με το δρεπάνι του τις ψυχές των θνητών και μη πλασμάτων, οι απέθαντοι δε θα έπαυαν να πνίγουν τούτο τον καταραμένο πλέον τόπο, μα ήταν καθήκον του˙ αισθανόταν πως ήταν καθήκον του να προστατεύει το μέρος στο οποίο είχε γεννηθεί και ζήσει τόσα χρόνια. Όσο λοιπόν δεν υπήρχε κανείς άλλος να πολεμήσει, όσο η εξιλέωση καθυστερούσε να απαλύνει τον πόνο, τόσο θα συνέχιζε να διαλύει και να τσακίζει τα κολασμένα πτώματα.

Γλίστρησε με ηρεμία την πλαγιά και κρύφτηκε πίσω από κάποια ερείπια. Ο βάλτος απλωνόταν ακριβώς μπροστά του. Τον χώριζαν μονάχα κάποιοι ξεροί θάμνοι και ό,τι είχε απομείνει από τη νεκρή πια βλάστηση. Ακούμπησε την πλάτη του στον παγωμένο πέτρινο τοίχο – ή ό,τι είχε μείνει από το κτίσμα – και παρακολούθησε στενά τις κινήσεις των πλασμάτων. Δεν είχαν κάποιο συγκεκριμένο σκοπό και δεν ακολουθούσαν διαταγές. Άβουλα, άψυχα σώματα, καταδικασμένα σε αιώνια πείνα και περιπλάνηση σε έναν κόσμο που δεν τους ανήκε και στον οποίο δεν ανήκαν πια. Μπορούσαν να περιπλανιούνται για μέρες και να μην κάνουν απολύτως τίποτα, πέρα από το να μολύνουν τη ζωή. Ο Νάιλος άπλωσε το χέρι του ελάχιστα, για να κρατηθεί από τον διαλυμένο στύλο και να προχωρήσει πίσω από κάποια μεγάλα πεσμένα κομμάτια μαρμάρου. Τέσσερεις μεγάλες δρασκελιές και έσκυψε με μια κίνηση, για να μη γίνει αντιληπτός. Ύψωσε το κεφάλι του διακρίνοντας καλύτερα τον στρατό που με αργές κινήσεις εξαπλωνόταν. Ο καθένας τους κρατούσε από κάποιο όπλο και τα αποσυντεθειμένα σώματά τους προστατεύονταν από σκουριασμένα κατάλοιπα πανοπλιών. Δε διέφεραν μεταξύ τους, ή με τους δεκάδες προηγούμενους που είχε αντιμετωπίσει. Έγειρε το σώμα του μπροστά καθώς η καρδιά του σφίχτηκε. Άξαφνα, ένας οξύς πόνος άρχισε να γδέρνει το στέρνο του και το αριστερό του χέρι. Ο πόνος ήταν αφόρητος και τίναξε πίσω το κεφάλι του, δαγκώνοντας το κάτω χείλος του για να μη φωνάξει από οδύνη. Πήρε βαθιές ανάσες, ενώ σταγόνες ιδρώτα άρχισαν να εμφανίζονται και να τρέχουν στο πρόσωπό του. Με τρεμάμενα χέρια κρατήθηκε από τον ογκόλιθο και στηρίχθηκε στα πόδια του.
Τα κιτρινωπά μάτια του καρφώθηκαν στην πηγή του πόνου του.
Εκεί, στα δηλητηριασμένα νερά του βάλτου, ανάμεσα σε ανόητα, κινούμενα τσουβάλια οστών ξεχώριζε ένας ανάμεσα στους δεκάδες. Το σώμα δεν ήταν σε προχωρημένο στάδιο σήψης, μα δεν ήταν λιγότερο αποκρουστικό. Η φορεσιά του δεν ήταν κάποια πανοπλία από την προηγούμενή του ζωή, μα μια λασπωμένη και ξεφτισμένη ρόμπα με κεντημένα ιδεογράμματα παντού. Τα σκελετωμένα του χέρια βαστούσαν γερά ένα δερματόδετο τόμο, ανοιχτό και τα αδειανά του μάτια βρίσκονταν καρφωμένα στα κείμενα. Άφησε τον πόνο πίσω του, τον αγνόησε και επικεντρώθηκε περισσότερο στον νέο του εχθρό. Τότε κατάφερε να παρατηρήσει μια μικρή λεπτομέρεια που του είχε ξεφύγει: οι κατώτεροι απέθαντοι δεν περιπλανιόνταν άσκοπα στον χώρο και η κατεύθυνσή τους δεν ήταν καθόλου τυχαία. Τουναντίον, δημιουργούσαν την ψευδαίσθηση ενός άβουλου στρατού, όταν στην πραγματικότητα δημιουργούσαν κλοιό, προστατεύοντας τον ανώτερο και δυνατότερο από εκείνους.
Έλυσε τα λουριά της πανοπλίας από την πλευρά του δεξιού του χεριού και αφαίρεσε εκείνο το κομμάτι, αποκαλύπτοντας το καψαλισμένο του άκρο. Η σάρκα καιγόταν και μικρές σπίθες και φλόγες γεννιόνταν κάθε λεπτό που περνούσε. Ο πόνος μπορούσε να τον τρελάνει, μα εκείνη τη στιγμή ήταν σχεδόν λυτρωτικός. Χάιδεψε το τραχύ δέρμα και επεξεργάστηκε τις σκούρες φολίδες που το έσκαβαν για να βγουν στην επιφάνεια. Πήρε μια βαθιά ανάσα και συγκέντρωσε τις σκέψεις του. Όσο περισσότερο επικεντρωνόταν στον στόχο του, όσο ο στόχος του παρέμενε η εξάλειψη των πλασμάτων εκείνων, τόσο ο πόνος θα παρέμενε ήπιος και μερικές φορές χρήσιμος στη μάχη. Τα μάτια του άνοιξαν μονομιάς και μια σκιά είχε καλύψει το βλέμμα του, διώχνοντας κάθε ίχνος ανθρωπιάς που είχε περισσέψει˙ φέρνοντας στην επιφάνεια το πλάσμα που τόσο φοβόταν, μα τόσο χρειαζόταν για να αντιμετωπίσει τον απέθαντο. Το πρόσωπό του σκλήρανε αρκετά, ενώ ο ίδιος σηκώθηκε, κραδαίνοντας στο αριστερό του χέρι το ξίφος, ενώ το άλλο χέρι παρέμενε χαλαρό στο πλάι. Τα βήματά του ήταν αργά, σταθερά και σίγουρα. Φόβος δεν επικρατούσε στο μυαλό του, μονάχα οργή.
Τη στιγμή που έγινε ορατός, τα αποκρουστικά εκείνα κρανία γύρισαν προς το μέρος του και έσερναν τα σώματά τους όσο πιο κοντά, για να τον σκοτώσουν και να τον καταβροχθίσουν. Τα χείλη του σχημάτισαν ένα μικρό τόξο… ένα μικρό χαμόγελο απόλαυσης και σαδισμού. Η άκρη της γλώσσας του έβρεξε το ξεραμένο του στόμα και επιτάχυνε το βήμα του. Η λεπίδα του ξίφους του έγδερνε το πετρωμένο χώμα και όσο πιο γρήγορα εκείνος έτρεχε τόσο περισσότερο θόρυβο προκαλούσε το ατσάλι, μα και μικρές, καυτές σπίθες που τύλιγαν το όπλο. Καθώς στριφογύρισε τη λαβή μια φορά, έτρεξε με φόρα κατά πάνω τους, καταφέρνοντας να διαλύσει του περισσότερους, δίχως να προλάβουν να τον αγγίξουν ή έστω να αντιδράσουν. Τα δυο του χέρια κρατούσαν σφιχτά το όπλο και το κινούσαν με μένος, μα έχοντας τον απόλυτο έλεγχο. Δύο του επιτέθηκαν από τα πλάγια και ο νεαρός έστριψε το σώμα του για να τους αποκρούσει. Το κοφτερό ατσάλι έσπασε τη σάπια πανοπλία που φορούσαν και μαζί τα απαρχαιωμένα οστά τους. Ο δυνατός αέρας φύσηξε μακριά τη σκόνη τους και ο Νάιλος συνέχισε να παρασέρνεται σε έναν επικίνδυνο χορό από τον οποίο έπρεπε να βγει ζωντανός. Τα πόδια του γλιστρούσαν επιδέξια στο υγρό έδαφος και διατηρούσαν την ισορροπία τους, καθώς λύγιζαν και αναπηδούσαν με ευκολία. Τα βήματά του ήταν απότομα, μα κατείχε τον απόλυτο έλεγχό τους. Δύο και τρία στα αριστερά, μετά ένα μικρό προς τα πίσω για να αποφύγει το χτύπημα και ο χορός συνέχισε με τρία βήματα στα δεξιά, δύο μπρος. Με το ξίφος του απέκρουσε δύο από τα νώτα του και με φόρα διέλυσε έναν που ερχόταν κατά πάνω του. Αλλά οι νεκροί ήταν αναλώσιμοι. Δέκα έριχνε χάμω, οι διπλάσιοι έβγαιναν από το έδαφος, πιο ικανοί και δυνατοί. Η μάχη δε φαινόταν να έχει τέλος και ο Νάιλος είχε ξεκινήσει να κουράζεται. Όμως, η προσοχή του παρέμενε στον αρχηγό τους, ή έστω σε εκείνον που τους έλεγχε απόλυτα. Θεωρώντας πιο σοβαρό τον αφανισμό του, επικεντρώθηκε στο να καθαρίσει το μονοπάτι προς εκείνον δίχως να προσπαθεί άσκοπα να μειώσει τον αριθμό των απέθαντων. Θα έτρεχε πιο γρήγορα, θα απέκρουε την οποιαδήποτε επίθεση, μα θα κρατούσε τις δυνάμεις του για εκείνη τη φριχτή μορφή.
Η ατμόσφαιρα γύρω του μετατρεπόταν σε μια αχανή κόλαση. Η ομίχλη είχε πάρει ένα ζοφερό πράσινο χρώμα και ο αέρας λιγόστευε όσο έφτανε πιο κοντά στην πηγή του κακού. Η καρδιά του κατέβαλλε μεγάλες προσπάθειες να στείλει οξυγόνο στα πνευμόνια του, να φέρει ζωή στο εξουθενωμένο του κορμί, μα ο αγώνας αυτός ήταν τόσο δύσκολος που πονούσε…
Και ο πόνος για αυτόν ήταν δύναμη.
Ο κλοιός τριγύρω του έκλεινε καθώς μπορούσαν να διακρίνουν τον κίνδυνο που διέτρεχε ο υψηλόβαθμός τους. Έπρεπε να εξοντώσουν τον θνητό που τόλμησε να εισβάλει. Ξάφνου, όταν ο Νάιλος βρισκόταν μια ανάσα πριν από τον στόχο του, ο απαρχαιωμένος άνδρας ούρλιαξε σε μια απόκοσμη γλώσσα προκαλώντας έκρηξη στο μέρος. Αρκετοί από τους προστάτες του εκτινάχθηκαν προς τα πίσω, άλλοι διαλύθηκαν από το οστικό κύμα, ενώ ο άνθρωπος έπεσε καταγής. Η σκοτεινή φιγούρα, με τα απομεινάρια δέρματος να κρέμονται από τα οστά, φάνηκε να του χαμογελά. Ένα αηδιαστικό χαμόγελο που έσταζε φαρμάκι και οξύ. Ο Νάιλος αδυνατούσε να κάνει την οποιαδήποτε κίνηση, ενώ το δεξί του χέρι παρέμενε καρφωμένο στο έδαφος, τυλιγμένο σε αδίστακτες φλόγες που αργοπέθαιναν.
«Μορθ’βκαλ ναμς Ο’Βα Λικνιμ Ρα» έψελνε ο απέθαντος. Ψυχές από τα βάθη των κολάσεων αιωρούνταν και έφερναν ρίγη μόνο με την παρουσία τους. Με κάθε ψαλμό και στιχομυθία τρελαίνονταν και ούρλιαζαν στα αυτιά του νεαρού. Η ψυχή του τρεμόπαιζε στα σωθικά του, ενώ η παρουσία του σαπισμένου σώματος που πλησίαζε του προκαλούσε εμετική δυσφορία. Είχε χάσει την ορμητικότητά του˙ ήταν ολοκληρωτικά αδύναμος μπροστά του.

«Μενχ΄λ φρθιν σκλιμρ’να» ψιθύρισε σαν να συνομιλούσε με κάποιον. Έκλεισε τον τόμο που κρατούσε στα χέρια του, ενώ το κορμί του Νάιλος ξεκίνησε να τρέμει αδιάκοπα. Τα μάτια του είχαν γυρίσει ανάποδα, αποκαλύπτοντας το λευκό της κόρης του, το στόμα του μισάνοιχτο προσπαθούσε να φωνάξει, ενώ τα χέρια του έτρεμαν σπασμωδικά και αφύσικα. Η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά, θαρρείς πως θα έσπαγε τα οστά του θώρακά και θα παραδιδόταν μόνη της στον δαιμονισμένο νεκρό.
Τα λιπόσαρκα χέρια του άγγιξαν με λαχτάρα το δεξί άκρο του άνδρα και περιεργάστηκαν την τραχιά φύση του. Κάθε άγγιγμα ήταν χιλιάδες καρφιά που τον έγδερναν, μα ο νεκρός ιερέας δε σταμάτησε. Αντλούσε ζωή από τα βογγητά του θνητού και κάθε ουρλιαχτό ήταν γλυκιά μελωδία για εκείνον. Το καψαλισμένο δέρμα του χεριού κολλούσε στις άκρες των δαχτύλων του νεκρού και κάθε φορά που αποτραβιόταν, σχιζόταν και ξεγύμνωνε το χέρι, δημιουργώντας χιλιάδες πληγές. Η φωνή του Νάιλος έβγαινε βασανιστικά, ενώ έχανε τα λογικά του από τον πόνο. Ο ιερέας είχε σκοπό να γδάρει το δέρμα, να διαλύσει τη σάρκα και να φθάσει στην πηγή εκείνης της αλλόκοτης δύναμης που «τύλιγε» τον νεαρό θνητό. Θα τον βασάνιζε˙ θα έτρωγε το λαχταριστό και σπαρταριστό κρέας όσο ο άνθρωπος ήταν ακόμα ζωντανός, ενώ τα ξάγρυπνα πνεύματα θα του χάριζαν την κατάλληλη ενεργειακή δύναμη για να ρουφήξει την τελευταία σταγόνα ζωής από μέσα του.

«Βεροσολ’θα μ. Ιχ νιπ τορες» μονολόγησε και χασκογέλασε τσιριχτά, ενώ βημάτιζε πέρα δώθε. «Σι εερα μελ΄θ!» ύψωσε τα χέρια του και έριξε το βλέμμα του στον ουρανό. Ο άνεμος κόπασε γύρω τους, η ομίχλη είχε καθαρίσει, μα το οξυγόνο λιγόστευε. Η ζωή σιγά σιγά εγκατέλειπε το σώμα του Νάιλος, ενώ ο ίδιος πάσχιζε να κουνήσει έστω ένα άκρο του. Ο νεκροζώντανος κούνησε το κεφάλι του απογοητευμένος.
Παρόλα αυτά, η γκρίζα απόχρωση των ματιών του παλικαριού επέστρεφε στο ζωηρό κίτρινο της φλόγας. Οι παλμοί της καρδιάς του είχαν ηρεμήσει και σύντομα, αισθανόταν κύριος του εαυτού του. Ό,τι είχε χρησιμοποιήσει εναντίον του ο δαίμονας είχε λυθεί και μπορούσε πλέον να σταθεί στα πόδια του. Με προσεχτικές κινήσεις τέντωσε το χέρι του και σύρθηκε στο νεκρό χώμα, παρόλο που η εξάντληση συνέχιζε να αποτελεί μεγάλο εμπόδιο. Άρπαξε το ξίφος του και στηρίχθηκε πάνω του ώστε να σταθεί στα πόδια του και να παραμείνει όρθιος. Παρακολούθησε τον σκελετό, ο οποίος φώναζε στα ουράνια σε εκείνη την αρχαία διάλεκτο. Οι ουρανοί απαντούσαν με βροντερές αστραπές και τρομαχτικούς κεραυνούς που έσχιζαν το αβυσσαλέο πέπλο της νύχτας στα δύο. Εκμεταλλευόμενος εκείνη τη σύγκρουση, κινήθηκε κατά μέτωπο. Σταθερά βήματα τον έφεραν κοντά του, μπορούσε να αισθανθεί την αποκρουστική μυρωδιά θανάτου και σαπίλας, ενώ ο ίδιος ο εχθρός του είχε συνειδητοποιήσει την παρουσία του. Ο Νάιλος άφησε το ξίφος να πέσει από τα χέρια του και το κρανίο γύρισε να τον κοιτάξει με τις κούφιες κόγχες του.
«Σοσθχαλ, φαρ’κ!» χασκογέλασε και συνέχισε «Θμορκαητε…» έκανε μια παύση και το γέλιο του, πιο τσιριχτό από κάθε άλλη φορά, έλουσε με κρύο ιδρώτα τον Νάιλος.

«Θα χαθείς, Καταραμένε».
«Τι είστε;» ρώτησε κάτω από την ανάσα του και ο νεκροζώντανος απλά εμφάνισε για ακόμα μια φορά τα σαπισμένα του δόντια
«Το τέλος!» φώναξε με δέος και όρμησε με λύσσα στον άνθρωπο.
Ο Νάιλος κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια να αποφύγει τη μανία του νεκρού. Έβαλε μπρος του το δεξί του χέρι και άρπαξε το λασπωμένο ύφασμα, τραβώντας τον πάνω του.
Φλόγες και καπνός απλώθηκαν τριγύρω από το παραμορφωμένο άκρο του νεαρού, ενώ τα μαύρα και γαμψά του νύχια καρφώθηκαν στα αβυσσαλέα κόκκαλα του πλάσματος. Ευθύς εκείνο χάθηκε˙ έγινε ένα με την ομίχλη γύρω του. Με αργές κινήσεις κατέβασε το χέρι του και έγειρε το πρόσωπό του προς το πλάι, παρατηρώντας με την άκρη του ματιού του το κινούμενο πτώμα να τον πλησιάζει επικίνδυνα. Ήδη είχε ξεκινήσει να βαριανασαίνει, ενώ το στέρνο του και ο λαιμός του τον έκαιγαν και τον πονούσαν σαν χιλιάδες λεπίδες να διαπερνούσαν τη σάρκα του και να την έσκιζαν. Πήρε μια βαθιά ανάσα και συγκέντρωσε την οδύνη του πόνου σε μια μόνο σκέψη. Χαλάρωσε το σώμα του και με τις ίδιες γρήγορες κινήσεις μεταπήδησε προς τον στόχο. Η όψη του ιερέα είχε αλλάξει αρκετά. Η μορφή του είχε μεγαλώσει και μια πιο σκοτεινή αύρα τον περιτριγύριζε. Από τις κόγχες του κρανίου του έτρεχε σκούρο, πηχτό υγρό που δε θύμιζε σε τίποτα αίμα. Μέσα από το ανοιχτό του στόμα έβγαιναν άναρθρες κραυγές, ενώ στο ένα σκελετωμένο χέρι κρατούσε πλέον μια μαύρη ράβδο με μια κόκκινη πέτρα στην κορφή της και φλέβες ηλεκτρισμού την έπνιγαν. Ξεκίνησε να ψέλνει ξανά και λάμψη εκτυφλωτική πετάχτηκε προς τον θνητό, ο οποίος κατάφερε να την αποφύγει με δυσκολία. 

Βημάτισε πλάγια και για αρκετή ώρα απλά απέφευγε τις επιθέσεις όσο πιο επιδέξια και γρήγορα μπορούσε. Ο νεκρομάντης είχε σκοπό να διαλύσει την οποιαδήποτε μορφή ζωής και ο Νάιλος δεν αποτελούσε εξαίρεση. Ο Νάιλος συνέχιζε να αποφεύγει τα χτυπήματα, μέχρι που η πλάτη του ακούμπησε παγωμένο τοίχο. Δεν υπήρχε άλλη διέξοδος και ο σκελετός πλησίαζε όλο και περισσότερο. Στάθηκε ακίνητος. Το πλάσμα, πιστεύοντας πως τον είχε στριμώξει, βάσταξε τη ράβδο του ψηλά για να παραδώσει το πιο δυνατό του χτύπημα και να σκοτώσει μονομιάς τον στόχο του. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ο νεαρός έσκυψε και πήδησε μπροστά με φόρα, αποφεύγοντας για καλή του τύχη τον εχθρό. Δίχως να σπαταλήσει περαιτέρω χρόνο, έτρεξε κατά πάνω στο απέθαντο τέρας, βαστώντας γερά το δικό του ξίφος, Είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του. Οι νεκροί, που μέσα σε μια νύχτα ξεσηκώθηκαν από τους τάφους τους και από το παγωμένο χώμα, έπρεπε να διαλυθούν για να εξαγνιστεί το μέρος και να επιστρέψει στην παλιά του πανέμορφη όψη. Εκεί που κάποτε ο ήλιος έλουζε με άπλετο φως, εκεί που η βλάστηση άνθιζε και γέμιζε με χιλιάδες χρώματα το τοπίο˙ εκεί που κάποτε τόσοι άνθρωποι ζούσανε αρμονικά και ειρηνικά, τώρα δεν ήταν απλά ένας απέραντος τάφος που έζεχνε σήψη και θάνατο.

«Που να σε πάρει!» ούρλιαξε οργισμένος τη στιγμή που ο σκελετός κατάφερε να γδάρει την παχιά του πανοπλία. Ο Νάιλος γύρισε απότομα το κορμί του προς το τέρας και η λεπίδα του ξίφους του κατευθύνθηκε κατευθείαν προς το μέρος του νεκρού. Εκείνο απλά χάθηκε από το οπτικό του πεδίο. Το μένος μέσα στην καρδιά του Νάιλος έκαιγε απεγνωσμένα. Δε θα επέτρεπε σε εκείνο το πλάσμα να παραμείνει ένα παραπάνω λεπτό ζωντανό, όσο μπορούσε ένας νεκρός να θεωρείται ζωντανός. Έσφιξε τις γροθιές του.
Δε θα έχανε… Ακόμη κι αν επρόκειτο για ακόμα έναν εφιάλτη.


Χριστίνα Ξενάκη