Επικίνδυνες σκιές (Μέρος 3ο - Κεφάλαιο 16)

ΜΕΪΝΛΟΟΥΝ

Η ΜΙΑ ΠΕΡΠΑΤΟΥΣΕ μέσα σε ένα πράσινο τούνελ. Όπου και αν κοιτούσε, έβλεπε πράσινα φύλλα. Προχώρησε βαθύτερα και πρόσεξε πως τα φύλα ξεκινούσαν να αλλάζουν χρώμα. Έπαιρναν κίτρινες και κόκκινες αποχρώσεις. Επίσης, ο αέρας γινόταν ψυχρότερος. Είχε περάσει από το καλοκαίρι στο φθινόπωρο. Περπάτησε κι άλλο και γύρω από τα φύλλα σχηματίστηκε πάγος. Ύστερα από αρκετά βήματα ήταν περιτριγυρισμένη από χιονισμένα φύλλα. Αυτήν τη φορά, το τοπίο ήταν λευκό και επικρατούσε τσουχτερό κρύο.
Η κοπέλα φορούσε μόνο ένα αμάνικο μπλουζάκι, το οποίο κάλυπτε το στήθος της και άφηνε την κοιλιά της εκτεθειμένη. Το δέρμα της έγινε ακόμη λευκότερο και ολόκληρο το κορμί της ανατρίχιασε από το κρύο. Ο αέρας ήταν τόσο παγωμένος, ώστε η υγρασία  έπαιρνε τη μορφή κρυστάλλων πάγου. Έτσι, δεν ήταν μόνο τα φύλλα λευκά, αλλά τα πάντα. Μερικά βήματα μακρύτερα, η Μία διέκρινε μια μαύρη σιλουέτα. Ο αέρας ήταν πυκνός και θαμπός, μα ήταν σχεδόν σίγουρη πως τα μάτια της δεν την εξαπατούσαν.
Προχώρησε κι άλλο. Σε κάθε βήμα ένιωθε το σώμα της πιο παγωμένο και το μυαλό της πιο μουδιασμένο. Η σιλουέτα γινόταν ολοένα και πιο ξεκάθαρη. Όταν τελικά έφτασε, είχε σχηματιστεί χιόνι στις βλεφαρίδες και τα μαλλιά της. Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα και διέκρινε ένα δερμάτινο παλτό. Ο γιακάς του ήταν ανεβασμένος, για να προστατεύει τον λαιμό του άντρα από το κρύο. Όσο η Μία παρατηρούσε την πλάτη του, εκείνος αντιλήφθηκε τη παρουσία της και στράφηκε προς το μέρος της. Τα μάτια του ήταν πράσινα και θανάσιμα σοβαρά. Τα χαρακτηριστικά του γωνιώδη. Μαύρα γένια κάλυπταν το μισό του πρόσωπο.
«Μία» κάλεσε το όνομά της.
Την αναγνώριζε, μα για εκείνη το πρόσωπό του δεν ήταν διόλου οικείο.
«Ποιος είσαι;»
Τα μάτια του την παρατήρησαν έκπληκτα.
«Ξέρεις πως βρισκόμαστε..»
«Είσαι μάγος, έτσι δεν είναι;» απαίτησε να μάθει, με το κορμί της να γέρνει σε ετοιμότητα.
Ο άντρας γονάτισε και υποκλίθηκε.
«Είμαι ο Κίλιαν και χρειάζομαι τη βοήθειά σου».
Η Μία δεν απάντησε, απλώς περίμενε να ακούσει περισσότερα.
«Βρίσκομαι έξω από το Μέινλοουν. Αν μου υποσχεθείς πως θα με φέρεις σε επαφή με τη Φιέρα, θα παραδώσω τον εαυτό μου».
Η κοπέλα τον κοίταξε μπερδεμένα. «Δεν καταλαβαίνω».
«Είμαι το δεξί χέρι του Κέζελθ. Αν με κρατήσετε όμηρο, θα αφήσει το Μέινλοουν ήσυχο και θα μπορέσετε να αντεπιτεθείτε» της εξήγησε και η Μία ένευσε. «Θα το κάνω, αρκεί να μου δώσεις τον λόγο σου πως θα με βοηθήσεις να μιλήσω στη Φιέρα.»
«Και πώς είσαι σίγουρος ότι θα κρατήσω τον λόγο μου;» τον ρώτησε αδιάφορα.
«Επειδή είσαι φίλη της Άισλιν».
Τα λόγια του ανάγκασαν τα μάτια της να γουρλώσουν.
«Δεν είμαι…» ξεκίνησε να λέει σαστισμένα, αλλά κούνησε το κεφάλι της. «Τέλος πάντων. Θα κάνω ό,τι μπορώ, αλλά δεν υπόσχομαι τίποτα» του ανακοίνωσε. «Υπό έναν όρο. Αν βγεις από τη φυλακή, θα με βοηθήσεις να σκοτώσω τη Σύλβια».
Ο Κίλιαν ένευσε καταφατικά, σαν να μην εκπλησσόταν από το αίτημά της, και έσκυψε το κεφάλι του.
«Εντάξει. Άκουσα τι έκανε στον πατέρα σου. Συλλυπητήρια».
Η Μία γύρισε την πλάτη της. «Τώρα φύγε» του φώναξε απαιτητικά.
Ολόκληρο το σώμα της έτρεμε από το κρύο.
Όταν άνοιξε τα μάτια της είχε ξεχάσει τη  συμφωνία της με τον Κίλιαν. Έμεινε ξαπλωμένη για ώρα. Προσπαθούσε να βρει τη θέλησή της να σηκωθεί. Είχε χάσει την οργή και τη δυναμικότητα που αισθανόταν χθες. Πλέον, ένιωθε αδύναμη και κουρασμένη. Η απουσία που είχε αφήσει ο πατέρας της έμοιαζε με μαύρη τρύπα. Ρουφούσε ανεξέλεγκτα όλη της τη ζωντάνια. Τα μάτια της ήταν βαριά και πρησμένα από το κλάμα. Ευτυχώς, τα δάκρυά της είχαν στερέψει για τα καλά. Τώρα δεν ένιωθε θλίψη. Αισθανόταν μόνο ένα κενό στο στέρνο της.
Ανησυχούσε για τη μητέρα της. Το είχε μάθει; Είχαν φτάσει τα φρικτά νέα στο Σόντερν, όπου περίμενε μόνη τον σύζυγο και την κόρη της να επιστρέψουν; Αναστέναξε προβληματισμένη.
Ο Λίον μπήκε τρέχοντας στη σκηνή της. Έπεσε επάνω της με φόρα και την έκανε δυο σβούρες. Εκείνη δεν ένιωσε την ανάγκη να αντισταθεί. Μόλις σταμάτησε να στριφογυρνά μαζί του στο κρεβάτι τον κοίταξε κουρασμένα.
«Μία, έχω υπέροχα νέα» της είπε με ένα λαμπερό χαμόγελο.
«Ζει ο πατέρας μου;» τον ρώτησε μονότονα.
Τα μάτια του σκοτείνιασαν και το πρόσωπό του επισκιάστηκε από τη θλίψη και την ενοχή.
«Λυπάμαι πολύ. Δεν τον προστάτευσα».
Τα χέρια του σχημάτισαν γροθιές και πίεσαν το στρώμα στα δεξιά και στα αριστερά της Μία.
«Τι νέα λοιπόν;» ρώτησε εκείνη.
«Έχουμε κρατούμενο τον Κίλιαν, το δεξί χέρι του Κέζελθ. Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό; Έχουμε έναν άσσο στο μανίκι μας!» της είπε ευδιάθετα.
Η ανάμνησή της από το ξεθωριασμένο όνειρο επανήλθε. Ο Κίλιαν είχε κάνει μαζί της τη συμφωνία και είχε φροντίσει να την τηρήσει. Η Λευκή Αυτοκρατορία είχε πλεονέκτημα, αφού ο Κέζελθ θα υποχωρούσε. Τώρα, ήταν η σειρά της να κάνει το ίδιο. Έπρεπε να τον βοηθήσει να μιλήσει με τη Φιέρα –επιβλέποντάς τον παράλληλα, ώστε να βεβαιωθεί για την ασφάλεια του παιδιού.
«Ξέρεις που είναι;» Απαίτησε να μάθει.
Τα μάτια του Λίον άστραψαν.
«Φυσικά. Είναι δεμένος στο κέντρο του Μέινλοουν».
Αυτό έκανε τα πράγματα πιο εύκολα. Θα μπορούσε να οδηγήσει τη Φιέρα σε εκείνον χωρίς να διαρρήξει φυλακές ή να διαπράξει οποιαδήποτε παρανόμια. Τα μάτια της ταξίδεψαν στο δωμάτιο αναζητώντας τη Φιέρα. Μα δε βρισκόταν εκεί. Για μια στιγμή, σκέφτηκε να αφήσει τα πράγματα ακριβώς έτσι όπως ήταν. Δε χρειαζόταν να τηρήσει τη συμφωνία. Άλλωστε, εκείνος ο άντρας ήταν ένας εχθρός. Αλλά το πρόσωπο του πατέρα της επισκέφθηκε τις σκέψεις της. Την κοίταξε αυστηρά και σκληρά όπως έκανε πάντα.
Μία, δεν έχει σημασία αν είσαι άντρας ή γυναίκα. Είσαι μία Μόλτεν, και οι Μόλτεν κρατούν τις υποσχέσεις τους.
Ήταν τόσο ζωντανό το πρόσωπό του που τα μάτια της βούρκωσαν. Τελικά, ήταν λάθος της να πιστέψει πως δεν είχε άλλα δάκρυα. Απόρησε αν η σκέψη του πατέρα της θα τη στοίχειωνε για την υπόλοιπη ζωή της. Σφράγισε τα βλέφαρα και κατσάδιασε τον εαυτό της. Ήταν η θύμησή του. Δεν τη στοίχειωνε, απλώς έμενε μαζί της.
«Έχω κάτι να κάνω, Λίον. Μπορούμε να τα πούμε αργότερα;»
Ο άντρας σηκώθηκε από πάνω της και βάδισε προς την έξοδο της σκηνής, δίχως να φέρει αντίρρηση. Η κοπέλα τον κοίταξε σαστισμένη.
«Τα λέμε αργότερα, Μία.»
Της χάρισε ένα χαμόγελο και βγήκε από τη σκηνή.
Εκείνη απέμεινε να κοιτάζει το άνοιγμα. Ο Λίον είχε έναν ιδιαίτερο τρόπο να της φέρεται όμορφα. Ενώ συνήθως την πίεζε και την ενοχλούσε, αυτή τη φορά είχε πάει εκεί για να της φτιάξει τη διάθεση. Μόλις του το είχε ζητήσει, είχε φύγει χωρίς να της κάνει πολλές ερωτήσεις. Και τα μάτια του ήταν διαφορετικά σήμερα. Έμοιαζαν με τα δικά της. Η φλόγα τους έκαιγε ανεπαίσθητα. Ένιωθε και εκείνος άσχημα για τον θάνατο του πατέρα της. Τώρα που το σκεφτόταν, ένιωθε ένοχος. Έκλεισε τα μάτια της εκνευρισμένα.
Αυτός ο βλάκας, σκέφτηκε.
Μισή ώρα αργότερα, η Μία έψαχνε για τη Φιέρα, μα δεν την έβρισκε πουθενά. Πέρασε μπροστά από τον αλυσοδεμένο άντρα κάμποσες φορές. Αισθανόταν πως τα μάτια του την παρακολουθούσαν συνεχώς. Τελικά, αποφάσισε πως θα πήγαινε στον Σάντεν. Άλλωστε, η Φιέρα επικοινωνούσε μαζί του. Μπορεί να είχε καταλήξει εκεί. Μπήκε μέσα στο μεγάλο κτήριο και πρόσεξε πως ο δράκος της κοιμόταν.
    Η στάση του σώματός του ήταν περίεργη. Το ένα του φτερό ήταν ανοιχτό και το άλλο το σκέπαζε. Τα μάτια της Μία φωτίστηκαν, μόλις συνειδητοποίησε τι συνέβαινε. Πλησίασε τον δράκο και τρύπωσε ανάμεσα από τα φτερά του. Αναστέναξε ικανοποιημένη. Εκεί ήταν. Η Φιέρα κοιμόταν μαζί με τον Σάντεν. Ένα κύμα ζήλιας διαπέρασε τις σκέψεις της, μα το έδιωξε γρήγορα. Ήταν ανεπίτρεπτο να ζηλεύει ένα παιδί. Τα μάτια της Φιέρας άνοιξαν διάπλατα χωρίς προειδοποίηση.
«Που είναι η Άισλιν;» Είπε με υπνωτισμένη φωνή. «Αν βρίσκεται μόνο το σκοτάδι στο Μέινλοουν και όχι το φως, θα πεθάνουν όλοι» συνέχισε και το σώμα της Μία αναρρίγησε.
Ώστε το σκοτάδι βρισκόταν ήδη εκεί. Απέμενε μόνο το φως, δηλαδή η Άισλιν. Η Μία βαριανάσανε.
Έπρεπε να είναι εκείνη; αναρωτήθηκε κουρασμένα. Γιατί όλα έχουν να κάνουν με την Άισλιν;
Πότε θα έπαυε αυτή η άρρηκτη και αδιαφανής σύνδεση ανάμεσά τους;
Ήταν προφανές πως η προφητεία της Λύριο δεν είχε ολοκληρωθεί. Τα λόγια της Φιέρας όμως, την είχαν βοηθήσει να συνειδητοποιήσει κάτι σημαντικό. Κάποιος που βρισκόταν μέσα στο Μέινλοουν ήταν το σκοτάδι, δηλαδή το πρώτο κλειδί. Η Άισλιν, η οποία δεν ήταν εκεί ήταν το φως, δηλαδή το δεύτερο κλειδί. Τα βλέφαρα του παιδιού πετάρισαν κουρασμένα και τα μάτια του συντονίστηκαν στο πρόσωπο της Μία. Το βλέμμα της ήταν χαμένο στον αβυσσώδη κόσμο των ονείρων και του παραληρήματος, Δε θυμόταν τι είχε μόλις πει.
«Μία, τι κάνεις εδώ;»
«Ακολούθησέ με. Κάποιος πεθαίνει, για να σου μιλήσει» ειρωνεύτηκε.
Η Φιέρα κουλουριάστηκε μέσα στο φτερό του δράκου και ξεκίνησε να κλαίει.
«Κίτζι» μουρμούρισε μέσα από τα αναφιλητά της. «Σε παρακαλώ μη με πας σε αυτόν».
Τα μάτια της κοίταξαν βασανισμένα τη Μία και την ανάγκασαν να αθετήσει την υπόσχεσή της. Έσφιξε το σαγόνι και ψέλλισε ένα δειλό «εντάξει», πριν να αγκαλιάσει το τρομαγμένο παιδί.


Ράνια Ταλαδιανού